ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΚΟΣ: “ΣΕ ΜΙΑ ΚΛΕΙΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΓΑΝΤΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ”

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος της ταινίας “Κρέας”, μιλάει στο Magazine για τις πολιτικές επεκτάσεις του επαρχιακού crime story του, και το πώς αντλεί εξίσου από τον κοινωνικό ρεαλισμό και την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Πώς μπορεί μια φαινομενικά συνηθισμένη οικογένεια της ελληνικής επαρχίας να κρύβει πίσω της ένα άγριο έγκλημα κι ένα σκοτεινό παιχνίδι ηθικής και ευθύνης; Στο Κρέας του Δημήτρη Νάκου, ο ρεαλισμός παίρνει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας καθώς η μετάθεση ευθυνών και η συγκάλυψη ενός εγκλήματος δημιουργεί μια αλυσιδωτή έκρηξη μυστικών, αποφάσεων και ανατροπών.

Κεντρική φιγούρα στα όσα συμβαίνουν είναι ο κρεοπώλης Τάκης (Ακύλλας Καραζήσης). Μια μέρα πριν τα εγκαίνια του νέου του καταστήματος, ο γιος του Παύλος (Παύλος Ιορδανόπουλος) σκοτώνει τον γείτονα ο οποίος διεκδικούσε μέρος της γης τους. Μόνος μάρτυρας είναι ο Χρήστος (Κώστας Νικούλι), ένας νεαρός από την Αλβανία που δουλεύει για τον Τάκη από μικρός, κι εκείνος τον έχει σαν γιο του. Το δράμα παρατηρεί με σιωπή, κατανόηση και αυστηρότητα η Ελένη (Μαρία Καλλιμάνη), η σύζυγος του Τάκη.

Μια κλειστή κοινωνία, ένα σπίτι που βράζει, 4 χαρακτήρες όλο και πιο κοντά στα όριά τους. Ο Δημήτρης Νάκος, με πολλές μικρού μήκους ταινίας στο ενεργητικό του κι εδώ στην πρώτη του μεγάλου μήκους απόπειρα, ρίχνει τους 4 ήρωές του σε ένα καζάνι και τους αφήνει να αλληλεπιδρούν όλο και πιο επιθετικά μεταξύ τους. Εμείς μαζί του, ως θεατές, παρατηρούμε.

Τι λένε όλα αυτά που βλέπουμε, για την ανθρώπινη και την κοινωνική ηθική; Τι λένε για τους δεσμούς μας, για τα αδιέξοδα που χτίζουμε και αυτά στα οποία παγιδευόμαστε; Για τις κοινωνίες που μαθαίνουν να ζουν με τα εγκλήματά τους; Όλα αυτά συζητήσαμε με τον σκηνοθέτη κατά την πρώτη προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του ‘24 – κι ενώ είχε ήδη νωρίτερα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα μακριά από την Ελλάδα, στο Τορόντο.

Πώς ήταν οι προβολές στο εξωτερικό; Καμιά φορά έχουμε στο μυαλό μας ότι κάτι μπορεί είναι πολύ ελληνικό, αλλά βλέπεις ότι κάποιος θεατής από άλλη χώρα μπορεί να κάνει μια δική του σύνδεση με κάτι δικό του.

Δημήτρης Νάκος: Ναι, νομίζω πως το τοπικό λειτουργεί πολύ καλύτερα μερικές φορές. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι χώρες όπως η Τουρκία και η Ρουμανία, που έχουν πολύ έντονα τοπικές αφηγήσεις στις ταινίες τους, καταφέρνουν να βρουν διεθνές κοινό και να συμμετέχουν σε φεστιβάλ.

Και βλέπεις και αναπάντεχες συνδέσεις που δε θα περίμενες να κάνεις.

Δημήτρης Νάκος: Ακριβώς, μας το έλεγαν κι εκεί οι θεατές, τόσο στο Τορόντο όσο και στο Μονπελιέ που παίχτηκε η ταινία, ότι υπήρχαν αναλογίες με τις κοινωνίες τις δικές τους.

Μιλώντας για αυτά τα βιωματικά στοιχεία, ήταν κάτι τέτοιο πίσω από την ταινία κι εδώ; Πώς ξεκίνησε η ιδέα;

Δημήτρης Νάκος: Η ταινία ξεκίνησε από το βασικό της location, το αγρόκτημα, το οποίο είναι πραγματικό και βρίσκεται στην Κύμη, στην Εύβοια. Ανήκει στον πεθερό μου, και είναι ένας τόπος που γνωρίζω πολύ καλά, αφού τον έχω ζήσει για 15 χρόνια, σε όλες τις εποχές του χρόνου.

Είχαμε ήδη γυρίσει τρεις μικρού μήκους ταινίες εκεί, ανάμεσά τους και το 4 Μαρτίου, που είχε πολύ κοντινό σύμπαν με το Κρέας. Ο Παύλος Ιορδανόπουλος, που παίζει και σε αυτήν την ταινία, υποδύεται ξανά τον γιο του χασάπη. Οπότε, το μέρος με είχε μαγνητίσει, ήθελα να κάνω κάτι εκεί.

Εκείνη την περίοδο με απασχολούσε πολύ η ιδέα ότι κάποιος κάνει κάτι και ένας άλλος καλείται να τον ξελασπώσει, να πάρει την ευθύνη – είτε με τη θέλησή του, είτε χωρίς. Αυτό είναι κεντρικό και στην ταινία. Παράλληλα, δανειστήκαμε ιστορίες από την περιοχή, από πραγματικούς ανθρώπους, και τις συνθέσαμε μαζί με το μυθοπλαστικό στοιχείο της δολοφονίας.

Είναι πράγματα που έχουμε ακούσει ένα σωρό φορές να συμβαίνουν σε διάφορες επαρχίες. Δεν έχει γίνει φόνος στο συγκεκριμένο location, αλλά έχουν γίνει αλλού, σε μικρά χωριά, με αφορμή τσακωμούς για όρια και σύνορα – «γιατί πέρασε από το χωράφι μου», «γιατί ήταν εδώ πέρα», τέτοια πράγματα.

Παύλος Ιορδανόπουλος: «Αντί να φέρουμε τον χαρακτήρα στα μέτρα μας, πήγαμε εμείς στα μέτρα του χαρακτήρα»

Ο Παύλος Ιορδανόπουλος υποδύεται τον γιο του Τάκη του κρεοπώλη, γύρω από τον οποίο αρχίζει ουσιαστικά να περιστρέφεται το δράμα αυτής της ιστορίας εγκλήματος. Εδώ, μας εξηγεί πώς έχτισε τον χαρακτήρα, τι ρόλο έπαιξαν τα προσωπικά βιώματα, και πώς το δράμα χτίστηκε με τρόπο ώστε ο θεατής να έχει κατανόηση για όλους τους ήρωες.

Είχα ξανακάνει ταινία με τον Δημήτρη στην Κύμη, το 4 Μαρτίου, που έχει αρκετά κοινά στοιχεία. Ήμουν πάλι ο γιος του κρεοπώλη. Είχαμε τεστάρει πολλά πράγματα, είχα δει κι όλα τα locations, όλους αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους είναι βασισμένη η ταινία, τους γνώρισα.

Ένα δεύτερο κομμάτι έχει να κάνει με το ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια με άλλα δύο αδέρφια, αγόρια, και έναν πατέρα. Που μπορώ να πω ότι έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικογένειας, με τα καλά και τα κακά. Σε ένα παράλληλο σύμπαν με αυτό της ταινίας, πολλά πράγματα στις σχέσεις με τον Χρήστο, με τον Τάκη, με τη μητέρα – ήταν κάτι το οποίο εγώ μπορούσα να αντλήσω από προσωπικά στοιχεία. Όχι κατ’ανάγκη βέβαια, γιατί δεν χρειάζεται κάτι να το έχουμε βιώσει εμείς οι ίδιοι.

Έχω δει την ταινία αρκετές φορές και είχε ενδιαφέρον το πως, κι από συζητήσεις που έκανα μετά την προβολή, και σήμερα και χθες, καθένας διαλέγει έναν από τους τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες και μετά τσακωνόμαστε για το ποιος έχει δίκιο.

Έγινε μεγάλη κουβέντα πάνω σε αυτό. Γιατί η εύκολη λύση είναι να πάρεις τον χαρακτήρα και να πεις είναι καλός ή είναι κακός. Αλλά αυτό που κάναμε είναι ότι αντί να φέρουμε τον χαρακτήρα στα μέτρα μας, πήγαμε εμείς στα μέτρα του χαρακτήρα. Και μέσα εκεί μετά άρχισαν να δημιουργούνται οι σχέσεις. Πατέρας, μάνα, γιος, ψυχογιός. Πώς αρχίζουν και συνδέονται όλα αυτά;

Είναι πάρα πολλές οι στιγμές που δεν είναι μόνο τα δύο άτομα που μιλάνε. Ένας τρίτος παρακολουθεί. Κάποιος άλλος αναλαμβάνει δράση. Ή ενώ μιλάω με τη Μαρία έχω στο μυαλό μου τι έχει συμβεί στην προηγούμενη σκηνή. Ή μιλάει ο Ακύλας αλλά εγώ παρατηρώ τι κάνει η Μαρία και ακολουθώ. Όλο αυτό έχει μια τεράστια δυναμική.

Πώς μια κοινωνία συνεχίζει να ζει με την συγκάλυψη

Έχεις μεγαλώσει στην επαρχία. Πώς είναι διαφορετικές εκεί αυτού του τύπου οι δυναμικές;

Δημήτρης Νάκος: Θεωρώ ότι σε μια κλειστή κοινωνία, όπως αυτή που περιγράφουμε στην ταινία, όλα μεγιστοποιούνται. Στην επαρχία, οι κοινωνικές δυναμικές γίνονται πιο έντονες και πιο ξεκάθαρες. Μικρά ή μεγάλα εγκλήματα υπάρχουν παντού, και στις πόλεις, αλλά σε μια κλειστή κοινωνία αποκτούν άλλο βάρος, γιγαντώνονται και συγκαλύπτονται. Και μπορεί να μαθαίνονται πιο εύκολα.

Το ενδιαφέρον για μένα είναι το πώς οι άνθρωποι συχνά μαθαίνουν να ζουν με αυτά τα γεγονότα. Το πώς η κοινωνία αποφασίζει πως θα συνεχίσει να ζει με αυτό. Να ζουν γνωρίζοντας όλοι μια δολοφονία, για παράδειγμα.

Υπάρχει κι αυτή η αλυσίδα σχέσεων σε μια κλειστή κοινωνία – ο φούρναρης, ο οδηγός, ο χασάπης. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις ένα κομμάτι χωρίς να επηρεάσεις το σύνολο. Είναι μια πολύ κλειστή δομή.

Δημήτρης Νάκος: Ακριβώς όπως το είπες, έτσι το έχω εγώ στο μυαλό μου, με την αλυσίδα. Κι ο κάθε κρίκος της αλυσίδας ακόμα και να θέλει να βγει, δεν είναι πολύ εύκολο. Χρειάζεται δηλαδή ένα βίαιο και απότομο γεγονός για να μπορέσει να σπάσει αυτή η αλυσίδα, να έρθει η ρήξη.

Οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες σχηματίζουν μια τέτοια πολύ κλειστή αλυσίδα σχέσεων, ένα πλέγμα όπου γνωρίζουμε καλά τις σχέσεις όλων με όλους. Ήταν εξαρχής αυτή η δομή στο μυαλό σου;

Δημήτρης Νάκος: Ναι, και μάλιστα εξελίχθηκε οργανικά. Όσο περισσότερο έμπαινα στην ιστορία και την έγραφα, τόσο πήγαινε μόνη της. Ήταν πολλές οι σχέσεις και οι δυναμικές τους και δεν ήθελα να επικεντρωθώ σε μία μόνο. Το ενδιαφέρον ήταν στο πώς όλοι αλληλεπιδρούν και στο πώς οι σχέσεις όλων οδηγούν στην τελική έκβαση της ιστορίας.

Ποια ήταν η αρχική σου αφετηρία για την ανάπτυξη των χαρακτήρων;

Δημήτρης Νάκος: Ξεκίνησα από τη σχέση των δύο νεαρών, του γιου της οικογένειας και του ψυχογιού. Η ιστορία της ταινίας εξελισσόταν επί πέντε-έξι χρόνια, και σταδιακά οι ρόλοι των γονιών απέκτησαν μεγαλύτερη βαρύτητα. Στην αρχή ήταν πιο μικροί, αλλά όσο έγραφα, έβλεπα πόσο σημαντικές ήταν οι δυναμικές τους. Το μόνο καλό όταν έχεις τόσο χρόνο μπροστά σου για να κάνεις την ταινία! Την σκέφτεσαι και την ξανασκέφτεσαι! [γελάει]

Είχες τους ηθοποιούς στο μυαλό σου από την αρχή;

Δημήτρης Νάκος: Ναι, μου αρέσει να γράφω με συγκεκριμένους ηθοποιούς στο μυαλό μου. Το ίδιο έγινε και εδώ. Σκεφτόμουν συγκεκριμένα πρόσωπα και φωνές – πώς θα έλεγε μια ατάκα ο Παύλος ή η Μαρία ας πούμε. Επειδή μου αρέσει να γράφω τους διαλόγους, κάθε φορά σκέφτομαι πώς θα ακούγονται. Αυτό με βοηθάει και στο γράψιμο.

Επίσης, ήθελα ο ρόλος του Χρήστου, που έχει αλβανική καταγωγή, να είναι αυθεντικός. Ο Κώστας Νικούλι, που τον υποδύεται, όπως κι ο Χρήστος, έχει αλβανική καταγωγή και είναι μεγαλωμένος στην Ελλάδα. Ο Κώστας βέβαια είναι πολύ πιο ενταγμένος από μικρός από τον Χρήστο, έχει ζήσει σε άλλη κοινωνία κιόλας. Αλλά δεν ήθελα να το «κλέψω» όλο αυτό.

Επίσης ήθελα κι έναν άνθρωπο που να μιλάει τα αλβανικά όπως και στην πραγματικότητα. Ο Κώστας δεν τα μιλάει άνετα, γιατί δεν τα έχει μάθει με αυτό τον τρόπο – δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Και καταλαβαίνει κανείς γιατί στην ταινία ο Χρήστος δεν μιλάει τα αλβανικά με φυσικότητα, δεν τα ξέρει τόσο. Είναι Έλληνας με αλβανική καταγωγή.

Μαρία Καλλιμάνη: «Δεν μου ήταν άγνωστες αυτές οι γεύσεις»

Στο ρόλο της Ελένης, της συζύγου του Τάκη και μητέρας του Παύλου, η Μαρία Καλλιμάνη δίνει μια σε μεγάλο βαθμό σιωπηλή ερμηνεία από το background, μια ήρεμη δύναμη που παρακολουθεί και παίρνει τις αποφάσεις που άλλοι αδυνατούν. Εδώ, η βραβευμένη ηθοποιός μας εξηγεί πώς το μεγάλωμά της εμπλούτισε την ενσάρκωση αυτού του ρόλου.

Εγώ έχω μεγαλώσει στην επαρχία, έχω μεγαλώσει στο Αίγιο, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και κάποια πράγματα μου ήταν γνώριμα, τα όποια συζητούσαμε στην ταινία γι’αυτόν τον κοινωνικό περίγυρο. Για το πώς μια οικογένεια προσπαθεί να χτίσει κάτι ή πώς δημιουργούνται αυτές οι σχέσεις. Ένας έχει το κρεοπωλείο, ο άλλος την ταβέρνα. Υπάρχει ο άντρας που προσπαθεί να κάνει το μάγκα και να τα κάνει όλα και να τα καταφέρει, αλλά έχει υποφέρει η οικογένειά του από – σαν ένα μεγάλο παιδί. Αλλά πού οδηγεί αυτό;

Μου ήταν γνώριμα πράγματα.

Όχι όλα φυσικά. Αλλά και από το οικογενειακό μου περιβάλλον και από το κοινωνικό μου περιβάλλον, επειδή κι εμένα η οικογένειά μου ήταν άνθρωποι αυτοδημιούργητοι που είχαν ένα μαγαζί στην αρχή και μετά σιγά σιγά φτιάξανε και κάτι μεγαλύτερο. Δεν μου ήταν άγνωστες αυτές οι γεύσεις. Τα καταλάβαινα κάποια πράγματα. Τι σημαίνει ένας άνθρωπος που δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ, εκεί, σε ένα μαγαζί; Χωρίς να μπορώ να τα εκφράσω ακριβώς και συγκεκριμένα, είχα μνήμες, αισθήσεις.

Ηθική και αρχαία τραγωδία

Πρόκειται στην ουσία για ένα morality play με στοιχεία τραγωδίας. Τι σε τράβηξε σε αυτή τη φόρμα;

Δημήτρης Νάκος: Είναι ακριβώς αυτό που είπες. Βασίζομαι πολύ στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ειδικά στην τελική αποτύπωση της ιστορίας. Ο πραγματικός χαρακτήρας των ανθρώπων αναδύεται όταν βρεθούν υπό πίεση. Αυτές οι συνθήκες πίεσης είναι που αποκαλύπτουν ποιοι είναι πραγματικά και, μέσα από αυτές, αρχίζεις να πηγαίνεις προς τα πίσω για να καταλάβεις τι τους οδήγησε σε μια συγκεκριμένη στιγμή.

Αυτό ήταν κάτι στο οποίο δουλέψαμε πάρα πολύ και με τους ηθοποιούς – να γνωρίζουν σε βάθος το βιογραφικό των χαρακτήρων τους. Και δεν ήταν κάτι που το απαίτησα εγώ· το ήθελαν και οι ίδιοι. Όλοι τους είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί, και αυτό στο οποίο επικεντρωθήκαμε ήταν το παρελθόν τους και οι μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό το στοιχείο βγαίνει έντονα και στην ταινία. Είναι γραμμένο στο σενάριο, αλλά επειδή δώσαμε τόσο βάρος σε αυτό στις πρόβες, αναδύεται ακόμα πιο φυσικά στην τελική ερμηνεία.

Το στοίχημα εδώ, φαντάζομαι, είναι το κατά πόσο το κοινό θα αποδεχτεί αυτή τη δυναμική ή αν θα το απομακρύνει από την ιστορία.

Δημήτρης Νάκος: Αυτό που φαίνεται είναι πόσο δεμένοι είναι οι χαρακτήρες μεταξύ τους και πόσο ο τόπος τους «ρουφάει», δεν τους αφήνει να φύγουν. Ο τόπος τους κρατάει. Σαν να υπάρχει μια κατάρα – όχι απαραίτητα με τη μεταφυσική έννοια. Πιστεύω πολύ στην έννοια της επιλογής, όχι μόνο στην ταινία αλλά και στην πραγματική ζωή. Τα πράγματα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εμάς – από το αν αναλαμβάνουμε την ευθύνη και πόσο προσπαθούμε να αλλάξουμε τις καταστάσεις γύρω μας. Φυσικά, πολλές καταστάσεις είναι έξω από τον έλεγχό μας.

Όπως βλέπουμε όμως στην ταινία, αυτός είναι ο τόπος, αυτή είναι η κοινωνία. Πόσο εφικτό είναι τελικά να πάρεις μια διαφορετική απόφαση, να κάνεις την επιλογή σου;

Δημήτρης Νάκος: Ακριβώς. Εξαρτάται από το πόσο έχεις εκπαιδευτεί για να πάρεις μια άλλου τύπου επιλογή. Όλο αυτό είναι και θέμα εκπαίδευσης, όπως φυσικά και σε ποιο πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον ανήκεις, τι σου επιτρέπει η εποχή σου, η οικογένειά σου, η κοινωνία γύρω σου.

Πόσο «προγραμματισμένος» είσαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση; Και πώς μπορείς να αποπρογραμματιστείς, να βγεις από αυτό το μονοπάτι και να επιλέξεις κάτι διαφορετικό; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που με απασχολούν στην ταινία.

Info:

Το Κρέας κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος θα πραγματοποιήσει τα παρακάτω Q&A με το κοινό όλης της Ελλάδας:

  • Αθήνα, Cinobo Όπερα: Πέμπτη 6 Μαρτίου, 19.30 (μαζί με τους συντελεστές της ταινίας)
  • Λάρισα: 7 Μαρτίου
  • Κατερίνη: 8 Μαρτίου
  • Πάτρα: 10 Μαρτίου (μαζί με τον συνθέτη της ταινίας Κωνσταντή Πιστιόλη και τους ηθοποιούς Μαρία Καλλιμάνη, Κώστα Νικούλι και Παύλο Ιορδανόπουλο)
  • Ιωάννινα: 11 Μαρτίου (μαζί με τον Κωνσταντή Πιστιόλη και τον Παύλο Ιορδανόπουλο)
  • Κρήτη – Ρέθυμνο: 13 Μαρτίου
  • Κρήτη – Ηράκλειο: 14 Μαρτίου
  • Αλεξανδρούπολη: 15 Μαρτίου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα