ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΠΕΡ ΝΑ ΘΡΗΝΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Είδαμε «Βερενίκη» του Ρακίνα που σκηνοθετεί ο Ρομέο Καστελούτσι και πρωταγωνιστεί η Ιζαμπέλ Ιπέρ στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης Ρομέο Καστελούτσι πήρε το ρίσκο να αναμετρηθεί με ένα από τα πιο εμβληματικά και ριζοσπαστικά έργα της Δυτικής λογοτεχνίας, τη «Βερενίκη» του Ρακίνα, και να το “επαναφέρει” στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Προχώρησε έτσι, σε μία αφαιρετική διασκευή προσφέροντας μια νέα εκδοχή- μονόλογο που συνδυάζει την ποίηση και την εικαστική σύλληψη και μιλά με τον δικό του μοναδικό τρόπο για την τρέλα, την αλήθεια και το ψέμα του να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Η παράσταση προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον όπου και αν παρουσιάστηκε λόγω της ιδιαίτερης σκηνοθετικής προσέγγισής του και της σπουδαίας Ιζαμπέλ Ιπέρ, η οποία μεταμορφώνεται σε Βερενίκη, με τους ανδρικούς ρόλους να στέκονται γύρω της ως πρόσωπα βουβά.
Η υπόθεση του έργου του Ρακίνα
Η Βερενίκη είναι μια τραγωδία που γράφτηκε το 1670 και εκτυλίσσεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επικεντρώνεται στο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της Βερενίκης, της βασίλισσας της Ιουδαίας, του Τίτου, του γιου του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του Αντίοχου, βασιλιά της Κομμαγηνής.
Ο Τίτος, ο οποίος ετοιμάζεται να γίνει αυτοκράτορας της Ρώμης, αγαπά τη Βερενίκη και ζει μαζί της. Ωστόσο, λόγω των πολιτικών και κοινωνικών κανόνων της Ρώμης, ο Τίτος πρέπει να εγκαταλείψει τη Βερενίκη, καθώς ένας ξένος δεν μπορεί να γίνει αυτοκράτορας αν δεν παντρευτεί μια Ρωμαία. Έτσι, αναγκάζεται να αποχωριστεί την αγαπημένή του. Η Βερενίκη συντριμμένη από την απόρριψη, καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια του έρωτα και τη μοναξιά της. Την ίδια στιγμή, ο Αντίοχος, βασιλιάς της Κομμαγηνής και στενός φίλος του Τίτου, είναι επίσης ερωτευμένος με αυτή.
Η προσέγγιση του Ρομέο Καστελούτσι
Η δουλειά του Καστελούτσι χαρακτηρίζεται από βαθιά φιλοσοφική διάθεση, εικαστική ακρίβεια και ριζοσπαστική προσέγγιση στη σκηνική γλώσσα. Η Βερενίκη του δεν αποτελεί εξαίρεση. Η κλασική ιστορία της Ιουδαίας πριγκίπισσας, που παγιδεύεται στον αδιέξοδο έρωτά της για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο, πήρε νέα διάσταση στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η γλώσσα και το σώμα. Μία γλώσσα έμμετρη ομοιοκατάληκτη που ρίχνει άγκυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και μία θηλυκή φιγούρα/σώμα που μιλάει, σωπαίνει, διαλύεται και επανασυντίθεται μέσα σε εικόνες που προκαλούν συγκίνηση και αναταραχή.
Ο Καστελούτσι τοποθετεί τη δράση πίσω από ένα διάφανο παραπέτασμα, δημιουργώντας έναν ονειρικό, σχεδόν αβέβαιο κόσμο, ενισχυμένο από ηχητικά εφέ και σύγχρονα σκηνικά αντικείμενα. Η παράσταση έτσι απομακρύνεται μεν από την παραδοσιακή θεατρική μορφή δίνοντας έμφαση στη φυσική παρουσία και την έντονη σκηνική παρουσία της Ιπέρ, ενώ αφαιρετικές και εικαστικές εικόνες πλαισιώνουν τον λόγο της.
Μία μαγευτική Ιζαμπέλ Ιπέρ
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ ως Βερενίκη ζει αποκομμένη από τον κόσμο. Άλλοτε ήρεμη και βασιλική, άλλοτε εκρηκτική, εύθραυστη και ασταθής ζει ταυτόχρονα στο χθες και στο σήμερα, ένα σήμερα γεμάτο θλίψη και μοναξιά. Η ηρωίδα που “πλάθει” η Γαλλίδα πρωταγωνίστρια μοιάζει με μια θολή παρουσία- φάντασμα και ξεδιπλώνει τις τραγικές της διαστάσεις μέσα από τη σιωπή και τη θλίψη.
Οι δύο βασιλιάδες που την ποθούν, ο Τίτος και ο Αντίοχος έχουν πανομοιότυπο σωματότυπο, αλλά άλλο χρώμα. Ο ένας είναι άσπρος και ο άλλος μαύρος. Βγαίνουν στη σκηνή παίζοντας μπάσκετ, σαν δύο νέοι του σήμερα, ενώ μετά επιδίδονται αργά σε κινήσεις τελετουργικές. Δε μιλούν ποτέ. Η γλώσσα του σώματός τους μεταφέρει τη φιλία τους, αλλά και την αντίθεσή τους, όταν ο Τίτος πληροφορείται ότι ο Αντίοχος είναι επίσης ερωτευμένος με τη Βερενίκη.
Παράλληλα, ένα βουβό σύνολο από δώδεκα άνδρες, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, πλαισιώνει τη Βερενίκη και προσφέρει μία τω όντι ενδιαφέρουσα εκδοχή απομόνωσης. Οι άνδρες αυτοί δεν είναι απλώς κομπάρσοι της ιστορίας, εκπροσωπούν τα φαντάσματα μιας πολιτικής εξουσίας που καταδικάζει τη Βερενίκη στην εξορία και τη μοναξιά της.
Η σκηνική της παρουσία της Ιπέρ είναι απόκοσμη, μοιάζει να αναζητά την απελευθέρωση παραδομένη στον θρήνο του χαμένου έρωτά της. Όσο περνάει η ώρα ένα βαρύ πέπλο σκιάς φεύγει από πάνω της, η σκηνή γίνεται κόκκινη και η Βερενίκη της έρχεται αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο λόγος της γίνεται όλο και πιο αργός, βγαίνει με δυσκολία, οι λέξεις τρεμοπαίζουν και αυτό της δίνει μια έντονη αίσθηση ευαλωτότητας.
Όταν ο Καστελούτσι τη βάζει και να πει “Εγώ η Ιζάμπέλ”, η Ιπέρ από Βερενίκη επιστρέφει στον ίδιο της τον εαυτό και φέρνει την ιστορία στο σήμερα με τρόπο συγκλονιστικό. Μοιάζει μόνη σε ένα ανοιχτό πεδίο μάχης, σαν ένα νησί αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ο λόγος της γίνεται “έρημος” στην οποία βαδίζει προσπαθώντας να βρει λίγη ζεστασιά. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ή καταφύγια, μοναδική πηγή ζεστασιάς καταλήγει να είναι ένα καλοριφέρ. Αυτό αγκαλιάζει η πρωταγωνίστρια, λίγο πριν κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη και συνειδητοποιήσει την απέραντη μοναξιά της. Και δεν υποκύπτει. Αφήνει τη Ρώμη πίσω της, αφήνει την εξουσία και αποσύρεται φωνάζοντας με όση δύναμη της έχει απομείνει “μη με κοιτάτε”.
Η σύγχρονη διάσταση της παράστασης δεν περιορίζεται μόνο στη σκηνοθεσία, αλλά και στα σκηνικά και τα κοστούμια. Η Iris van Herpen, με την αέρινη και σχεδόν διαστημική αισθητική των κοστουμιών της, δημιουργεί ένα σύμπαν που ισχυροποιεί την αίσθηση ότι η Βερενίκη είναι αποκομμένη από κάθε σύμβαση του κόσμου γύρω της. Η μουσική του Scott Gibbons, που ντύνει το έργο με ήχους θλίψης και σιωπής, είναι σχεδόν χειροπιαστή και παροδική, με έναν ήχο που «εκφράζει» την ίδια την εσωτερική καταιγίδα της ηρωίδας.
Συμπέρασμα
Η Βερενίκη του Ρομέο Καστελούτσι δεν είναι μία παράσταση που θα αρέσει σε όλους, αλλά είναι ακριβώς αυτή η πρόκληση που την καθιστά μία τολμηρή θεατρική εμπειρία. Παρά την καλλιτεχνική αρτιότητα του εγχειρήματος αυτού, υπάρχουν στοιχεία που ίσως κουράσουν και ξενίσουν, η έντονη αφαιρετικότητα, οι σιωπές και ο αργός ρυθμός. Προσωπικά βρήκα τα στοιχεία αυτά προκλητικά και γοητευτικά. Όπως μαγευτική βρήκα και την παρουσία της Ιζαμπέλ Ιπέρ που στην παράσταση αυτή βρίσκεται στο απόγειο της υποκριτικής της Τέχνης ερμηνεύοντας την ιστορία μιας γυναίκας στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με τα βάθη της σιωπής και της μοναξιάς της να φτάνουν εκκωφαντικά στα αυτιά μας.