ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ “ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ” – ΕΝΑ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ
Η Ιόλη Ανδρεάδη υπογράφει ένα εξαιρετικό ανέβασμα του κλασικού έργου “Όσα παίρνει ο Άνεμος” που αιχμαλωτίζει τον θεατή μέσα σε ένα ονειρικό σκηνικό τοπίο που θυμίζει πίνακα ζωντανής ζωγραφικής
Η ιστορία του “Όσα Παίρνει ο Άνεμος” της Μάργκαρετ Μίτσελ είναι μια από τις πιο δημοφιλείς και αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές αφηγήσεις του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του τόσο στην παγκόσμια λογοτεχνία όσο και στην κινηματογραφική ιστορία.
Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1936, και από τη στιγμή της έκδοσής του, το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία, όχι μόνο λόγω της συναρπαστικής πλοκής του, αλλά και εξαιτίας των πολύπλοκων χαρακτήρων και των συναισθηματικών εντάσεων που αναδεικνύει.
Πρόκειται για την ιστορία της Σκάρλετ ο Χάρα, μιας ατίθασης και χειραφετημένης γοητευτικής κοπέλας, γόνου οικογένειας γαιοκτημόνων του Νότου, που από την ευμάρεια περνά στη στέρηση και προκειμένου να επιβιώσει, υπερβαίνει συχνά ακόμη και ηθικούς κώδικες.
Μέσα από τη ζωή της ίδιας αντικατοπτρίζεται μια ευημερούσα κοινωνία που την “παίρνει ο άνεμος”. μία κοινωνία που καταρρέει και πτωχεύει χωρίς κανείς να το περιμένει και πρέπει να ξαναχτιστεί από τα ίδια της τα συντρίμμια. Αλλά δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Το “Όσα παίρνει ο Άνεμος” είναι ίσως το πιο γνωστό αντιπολεμικό έργο που εξετάζει όχι μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και τη διάβρωση των αξιών σε περιόδους κρίσης. Αγγίζει διαχρονικά θέματα, όπως η αγάπη, η επιβίωση, η ηθική, φωτίζει τις κοινωνικές διακρίσεις και τις ρατσιστικές πρακτικές της εποχής και έχει φόντο τον καταστροφικό Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο που τα σάρωσε όλα προκαλώντας τη ριζική κοινωνική αναδόμηση.
Η κινηματογραφική μεταφορά του έργου το 1939, σκηνοθετημένη από τον Βίκτορ Φλέμινγκ με πρωταγωνιστές τους Κλαρκ Γκέιμπλ και Βίβιαν Λι, ενίσχυσε τη δημοτικότητά του και το καθιερώθηκε ως μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Το φιλμ κέρδισε 10 Όσκαρ, περιλαμβανομένων των βραβείων Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Ηθοποιού για τη Βίβιαν Λι.
Η διασκευή της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη
Η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, παραμένει μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του 20ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις και βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο της καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής κοινότητας. Το να αναμετρηθεί κάποιος με το εμβληματικό αυτό έργο, δεν είναι εύκολο στοίχημα. Γι΄αυτό και εκ των προτέρων πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο πως ένα τέτοιο εγχείρημα θα έχει λάτρεις και πολεμίους.
Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης ωστόσο το τόλμησαν. Μελέτησαν ενδελεχώς το κείμενο της Μίτσελ και προτείνουν μία τολμηρή και ρηξικέλευθη επανεξέταση του έργου, μία πιο σύγχρονη και πολιτικά φορτισμένη ανάγνωση. Το συγγραφικό δίδυμο δεν περιορίζεται απλώς σε μια πιστή επανεκτέλεση του κλασικού μυθιστορήματος, αλλά το αναδεικνύει μέσα από μια φρέσκια ματιά που εξετάζει τα επιμέρους και κρυμμένα στρώματα της ιστορίας.
Οι ήρωες του νέου αυτού θεατρικού έργου μοιάζουν με φαντάσματα του παρελθόντος. Βγαίνουν στη σκηνή φέροντας μαζί τους το βάρος του ρόλου τους, βυθίζονται στις σιωπές της ιστορίας και δε διστάζουν να οδηγήσουν στο φως πλευρές της αφήγησης που βρίσκονται στο περιθώριο – τη φωνή των μαύρων, των καταπιεσμένων και των αόρατων ανθρώπων του Νότου, αυτούς στους οποίους η Μίτσελ ελάχιστα αναφέρθηκε – και γι αυτό κατηγορήθηκε πολλάκις. Αυτό το εγχείρημα όχι μόνο ενδυναμώνει το έργο, αλλά μοιάζει να αποκαθιστά και ιστορικές αδικίες, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει και η Αμερικανή ακαδημαϊκός Laura L. Tesman.
Η σκηνοθετική ματιά της Ιόλης Ανδρεάδη
Η Ιόλη Ανδρεάδη προσεγγίζει σκηνοθετικά το έργο της Μίτσελ με μια εξίσου τολμηρή και αντισυμβατική ματιά. Παίρνει το ρίσκο και αποφασίζει να παραβιάσει την παραδοσιακή μορφή της αφήγησης, δίνοντας έτσι στον θεατή την ευκαιρία να κοιτάξει από διαφορετική σκοπιά τους χαρακτήρες. Οι εμβληματικοί ήρωες μετουσιώνονται εδώ σε φαντάσματα του αμερικανικού Νότου που επιστρέφουν για να μας υπενθυμίσουν ότι, αν και ο κόσμος τους φαίνεται ξεθωριασμένος, στην πραγματικότητα παραμένει αναλλοίωτος.
Νευραλγική η επιλογή της σκηνοθέτιδας να “τοποθετήσει” την παράσταση σε ένα λευκό κάδρο (υπογράφει η ίδια για πρώτη φορά και την εικαστική σύλληψη της σκηνογραφίας της παράστασής της) μεταμορφώνοντας τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά σε ένα εικαστικό θέατρο εν θεάτρω, ενισχύοντας τη μεταφυσική διάσταση της παράστασης. Οι ήρωες του έργου (ντυμένοι με τα εξαιρετικά κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη) ξεπηδούν από το λευκό αυτό κάδρο σαν ζωντανοί-νεκροί, αποκαλύπτοντας το κενό που αφήνουν πίσω τους οι κοινωνικές καταρρεύσεις και οι ιστορικές παραλείψεις, ενώ η σκηνή, αν και άδεια, μετατρέπεται σε ονειρικός τόπος που γεμίζει με την ένταση του παρελθόντος.
Την ατμόσφαιρα εντείνει και η σκηνοθετική φόρμα που επιλέγει η Ανδρεάδη για την παράσταση. Η κινησιολογία των ηρώων είναι συμβολική, σωματική, σχεδόν ονειρική, με κάθε σκηνή να θυμίζει πίνακα ζωντανής ζωγραφικής – tableaux vivant, γεγονός που αιχμαλωτίζει τη θέαση. Αυτή η ονειρικού ρυθμού ροή των σκηνών δημιουργεί μια ψυχολογική ένταση που σταδιακά κορυφώνεται, σαν το αργό θρόισμα του ανέμου που σταδιακά παρασύρει τα πάντα, χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον σταματήσεις.
Οι Παραβάσεις
Η παράσταση δεν αρκείται σε μια αποδοχή της ιστορίας, έτσι όπως έχει επικρατήσει μέσα από την κινηματογραφική της εκδοχή. Το συγγραφικό δίδυμο διαβάζει ενδελεχώς το βιβλίο και βγάζει “θησαυρό” πίσω από τα σημαίνοντα. Έτσι προχωρεί σε δύο κρίσιμες “παραβάσεις” που αναδεικνύουν τις σκοτεινές πλευρές του κόσμου.
Στην πρώτη, ο Ορέστης Τζιόβας ως Ρετ παίρνει το επί σκηνής μικρόφωνο και κοιτώντας μας στα μάτια φέρνει στην επιφάνεια την αλήθεια που κρύβεται πίσω από κάθε πόλεμο: «Δεν υπάρχει κανένας ιερός σκοπός. Δεν υπάρχει καμία αγία υπόθεση. Ο πόλεμος δεν είναι ιερός. Ο πόλεμος γίνεται ιερός μόνο για να μπορεί να πάει κάποιος να πολεμήσει. Γιατί αν αυτοί που ξεκινούν τον πόλεμο δεν τον παρουσιάσουν ως ιερό, ποιος θα πάει; Κανείς. Άσχετα τι λέει ο κάθε ρήτορας στα κορόιδα που πολεμούν, άσχετα με τους ιερούς σκοπούς που αποδίδονται στον πόλεμο, αυτός έχει πάντα μία μόνο αιτία. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καβγάς για φράγκα. Αυτό λίγοι το καταλαβαίνουν. Γιατί μας γεμίσανε τα αυτιά με κορώνες και φανφάρες.
Δε μας αφήσαν χώρο πια να ακούσουμε την καρδιά μας. Δε θα ‘πρεπε να πολεμάμε τους γιάνκηδες. Τίποτα δε μας κάναν οι γιάνκηδες. Οι πολιτικοί μας, μας κάναν. Αυτοί μας πρόδωσαν. Όλο λόγια, υποσχέσεις και αλισβερίσια. Κανείς τους δε δίνει δεκάρα για τον ανθρώπινο πόνο. Κανείς τους δε δίνει δεκάρα αν εγώ κι εσύ σκοτωθούμε. Αλλά εμείς γυρνάμε, βολικά, την πλάτη στην αλήθεια. Και φανταζόμαστε κάποιον ιερό σκοπό και κάποια άγια υπόθεση. Μα τι τα θες. Θα μου πεις στο τέλος ‘μπράβο Ρεττ, ανακάλυψες την υποκρισία και χαλάς τον κόσμο’. Σαν ένα μικρό αγόρι που βρήκε μια καρφίτσα και θέλει οπωσδήποτε να σπάσει ένα μπαλόνι.»
Στη δεύτερη, η Idra Kayne μάς μιλά για την ιστορική αδικία που δε γράφτηκε ποτέ: την καταπίεση των μαύρων, τη γενοκτονία τους, και τη συνεχιζόμενη βία που υφίστανται φτάνοντας στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και δημιουργώντας έναν διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Δε λείπει η αναφορά στην ηθοποιό Χάτι ΜακΝτάνιελ που 84 χρόνια πριν ερμήνευσε στην ταινία τον δικό της ρόλο, τη Μάμμυ, και υπήρξε η πρώτη μαύρη υποψήφια και νικήτρια του χρυσού αγαλματιδίου. Τραγική ειρωνεία το γεγονός πως η απονομή εκείνη, η 12η της ιστορίας, συνέβαινε σε ένα ξενοδοχείο που διαχώριζε τους λευκούς από τους μαύρους και η ΜακΝτάνιελ δεν καθόταν καν μαζί με τους συνυποψηφίους της.
«Μόνο την πρώτη χρονιά μετά τον εμφύλιο, 33 μαύροι δολοφονημένοι στο Τεννεσ;i, 29 στο Αρκάνσας, 24 στη Νότια Καρολίνα, 19 στο Κεντάκυ, 80 στο Μέμφις και τη Νέα Ορλεάνη. Ο φόβος και ο τρόμος βασιλεύει στις Πολιτείες. Αυτή είναι η ιστορία του Νότου» αναφέρει χαρακτηριστικά η Kayne.
Οι Ερμηνείες
Η χημεία των πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα των Λένα Παπαληγούρα και Ορέστη Τζιόβα, είναι εξαιρετική και η ένταση του ρομαντισμού τους γίνεται εκρηκτική, όχι μόνο στους λόγους, αλλά και στις σιωπές τους.
Η Λένα Παπαληγούρα, στον ρόλο της Σκάρλετ Ο’ Χάρα, καταφέρνει να αποδώσει με μοναδικό τρόπο την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της, αναδεικνύοντας όλες τις αντιφάσεις που τη χαρακτηρίζουν. Δεν φοβάται να αναδείξει την αδίστακτη και ρομαντική πλευρά της, φέρνοντας στη σκηνή μια Σκάρλετ που είναι ταυτόχρονα ήρωας και αντιήρωας. Είναι μια γυναίκα που διεκδικεί την επιβίωση με κάθε κόστος, καταλύοντας ηθικούς κανόνες και κοινωνικές νόρμες, και ταυτόχρονα αναζητά την αγάπη και την αποδοχή σε έναν κόσμο που καταρρέει γύρω της.
Ο Ορέστης Τζιόβας, στον ρόλο του Ρετ Μπάτλερ, φέρνει στη σκηνή μια ερμηνεία γεμάτη βάθος και πολυπλοκότητα, αποδίδοντας εξαιρετικά την εσωτερική πάλη του χαρακτήρα του. Ο Ρετ Μπάτλερ είναι ένας άντρας που ταλαντεύεται ανάμεσα στην αληθινή του αγάπη για τη Σκάρλετ και την αναγνώριση της κοινωνικής αδικίας που επικρατεί γύρω του. Η δύναμη της ερμηνείας του βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητά του να αποτυπώσει αυτή την αντίφαση του Ρετ, ο οποίος, αν και είναι γνωστός για τον κυνισμό και την αποστασιοποίηση του, νιώθει έντονα την ανάγκη να αγωνιστεί για την αγάπη της Σκάρλετ, ακόμα κι όταν γνωρίζει ότι αυτή η αγάπη είναι καταδικασμένη.
Η ερμηνεία της Idra Kayne στον ρόλο της Μάμμυ, αλλά και ως αφηγήτρια, είναι μια από τις πιο δυνατές και συγκινητικές στιγμές της παράστασης. Η φωνή της Μάμμυ, είναι η φωνή της αλήθειας και της δικαιοσύνης μέσα στον θολό κόσμο του “Όσα Παίρνει ο Άνεμος”. Η Μάμμυ δεν είναι απλώς μια μαύρη σκλάβα που ζει στο παρασκήνιο των γεγονότων, αλλά η κεντρική φωνή της αφήγησης που ενώνει τα διάσπαρτα κομμάτια της ιστορίας, αποκαλύπτοντας ό,τι είχε αφεθεί στο σκοτάδι της λογοτεχνικής παράδοσης. Ο λόγος της Kayne είναι γεμάτος ζωντάνια, ρευστότητα και ενέργεια, η ένταση της φωνής της είναι ταυτόχρονα απαλή και ισχυρή, και η ίδια αγκαλιάζει κάθε λέξη με τέτοια συναισθηματική φόρτιση που κάθε φράση, κάθε στίχος αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και βάθος.
Πολύ καλές η Δάφνη Καμμένου (Έλλεν), η Ελευθερία Πάλλα (Σουέλλεν), αλλά και ο Θάνος Κόνιαρης που ερμηνεύει πέντε ρόλους. Εξίσου στιβαρές είναι και οι ερμηνείες του Γεράσιμου Γεννατά που ως πατέρας της Σκάρλετ προσφέρει μια γερή βάση στην οικογενειακή δυναμική, του Όμηρου Πουλάκη που ως Άσλεϊ προσθέτει μια μελαγχολική διάσταση, γεμάτη αμφιβολία και απελπισία στον κομβικό του ρόλο και της Ιφιγένειας Καραμήτρου που ως Μέλανι δίνει, με υποκριτική απλότητα, το ηθικό συμπλήρωμα στον χαρακτήρα της Σκάρλετ επί σκηνής.
Η Μουσική του Γιώργου Παλαμιώτη: Το Ηχοτοπίο του Αμερικανικού Νότου
Η μουσική του Γιώργου Παλαμιώτη -σταθερός συνεργάτης της Ιόλης Ανδρεάδη τα τελευταία χρόνια- είναι καθοριστική. Το ιδιοσυγκρασιακό ηχοτοπίο που δημιουργεί συνδέει άρρηκτα την παράσταση με την ιστορία και τον πολιτισμό του αμερικανικού Νότου, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη διάσταση των χαρακτήρων και της δράσης. Η μουσική του, με την απλότητα και τη δύναμή της, καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια όλα όσα συνήθως μένουν κρυμμένα στη σιωπή, εμβαθύνοντας στην ψυχική κατάσταση των ηρώων και την ένταση των συναισθημάτων τους.
Τελικά αξίζει να δει κάποιος το Όσα Παίρνει ο Άνεμος;
Το Όσα Παίρνει ο Άνεμος που σκηνοθετεί η Ιόλη Ανδρεάδη είναι μια θεατρική ανασύνθεση που δεν περιορίζεται σε απλή αναπαραγωγή ενός γνωστού έργου, αλλά το ανανεώνει, το βαθαίνει και το εμπλουτίζει με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις που είναι περισσότερο επίκαιρες από ποτέ.
Μέσα από την τολμηρή διασκευή, τη σκηνοθεσία και τις δυνατές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, η παράσταση προσφέρει ένα νέο επίπεδο κατανόησης του κλασικού έργου της Μάργκαρετ Μίτσελ, που συνεχώς προκαλεί και αναδεικνύει τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, της επιβίωσης και της ιστορικής δικαιοσύνης.
Αξίζει να την παρακολουθήσουμε; Την απάντηση την έχει ήδη δώσει το θεατρόφιλο κοινό, που με την αθρόα του προσέλευση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έχει κάνει όλες τις παραστάσεις του έργου sold out.