ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ “THE DOCTOR” ΤΗΣ Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ – ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΑΜΕ Ο,ΤΙ ΞΕΡΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ “ΑΘΩΑ” ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ
Είδαμε το πολυσυζητημένο “The Doctor” που σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο Αμφιθέατρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Μετά από μία αυτοσχέδια απόπειρα έκτρωσης στο σπίτι, ένα 14χρονο κορίτσι βρίσκεται ετοιμοθάνατο με προχωρημένη σηψαιμία στο Ινστιτούτο Elizabeth, μια ιατρική κλινική για το Αλτσχάιμερ. Είναι όμως πια πολύ αργά για να σωθεί.
Όταν η Ρουθ Γουλφ, η επικεφαλής γιατρός του Ινστιτούτου, αρνείται να αφήσει έναν ιερέα να τελέσει την τελευταία μετάληψη του κοριτσιού, αφενός μεν γιατί δε διέθετε επαρκείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ασθενούς, αφετέρου δε επειδή αυτό θα προκαλούσε “έναν μη ειρηνικό θάνατο”, ξεσπά ένα σκάνδαλο που σύντομα λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια ιατρική απόφαση μετατρέπεται σε δίκη, καθώς όλοι έχουν γνώμη. Kαι την εκφράζουν με πάθος μέσα σε αυτήν τη δίνη που νομοτελειακά βυθίζει μαζί της όποιον βρεθεί στο επίκεντρό της.
Η πλοκή του “The Doctor”, της πολύ ελεύθερης διασκευής του Robert Icke (ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει πολύ ελεύθερη) του θεατρικού έργου του Arthur Schnitzler “Professor Bernhardi” (1912) ευθυγραμμίζεται σ΄ένα πρώτο επίπεδο στενά με το πρωτότυπο. Ο νοηματικός άξονας είναι κοινός με τη διαφορά ότι ο Bernhardi είναι ένας Βιεννέζος γιατρός του 1900 σε ένα νοσοκομείο και η Ρουθ Γουλφ μια Βρετανίδα γιατρός του σήμερα και κορυφαία επιστήμονας στις μελέτες για τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Και αυτή δεν είναι μία διαφορά αμελητέα, είναι η λεπτομέρεια που κάνει κανονική τομή ανάμεσα στα δύο κείμενα και μετουσιώνει το έργο του Icke σε μία βαθιά καυστική κριτική της εποχής μας. Τα ζητήματα φύλου, φυλής και τάξης αναδεικνύονται με τρόπο νευραλγικό, και όλες οι ταμπέλες που συνοδεύουν τα χαρακτηριστικά αυτά ενεργοποιούνται στο επί σκηνής “λαϊκό” δικαστήριο που στήνεται γύρω από την καθαρά ορθολογιστική απόφαση μίας γιατρού.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου επέλεξε να συστήσει στο ελληνικό κοινό ένα έργο του οποίου ο παλμός του χτυπά δυνατά στο σήμερα, καθώς στον πυρήνα του κρύβεται ολόκληρη η προβληματική των καιρών μας. Η ίδια μάλιστα έκανε και τη μετάφραση του έργου και το αποτέλεσμα είναι ένα στιβαρό, όσο και ζωηρό, ελληνικό κείμενο, που παρά την πυκνότητά του, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή με την καταιγιστικότητα της γραφής του και του “τραβά το χαλί” διαρκώς κάτω από τα πόδια, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό.
Τι είναι ηθικό και τι όχι; Τελικά υφίσταται η έννοια μιας συλλογικής ηθικής;
Ο Icke φλερτάρει επικίνδυνα με τα όρια ελαστικότητας των ηρώων του και δε διστάζει να οδηγήσει την κεντρική ηρωίδα του στο κατώφλι της θραύσεως. Ο κόσμος θα αντιμετώπιζε διαφορετικά τη Ρουθ αν ήταν άνδρας; Και πόσο τελικά η καθαρότητα της ιατρικής δεοντολογίας υπερισχύει έναντι όλων των προβληματισμών; Τα θέματα αυτού του έργου είναι πολλαπλά και ηχούν πιο δυνατά από ποτέ σε μια εποχή όπου οι φυλετικές και αντισημιτικές μισαλλοδοξίες ευδοκιμούν και οι πολιτικές ταυτότητας έχουν γίνει το υλικό των μονομαχιών.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου στήνει στη σκηνή του Αμφιθεάτρου, μέσα στο λιτό, ψυχρό και λειτουργικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη (που παραπέμπει στο αποστειρωμένο περιβάλλον μιας κλινικής, πόσο μάλλον μιας κλινικής για το Αλτσχάιμερ, όπου η μνήμη φθίνει όλο και περισσότερο) ένα ευφυές παιχνίδι ρόλων και ταυτοτήτων που διαρκώς αλλάζει εστίαση. Καθόλου εύκολο σαν εγχείρημα, καθώς η παράσταση είναι από γραφής στατική, βασισμένη στο λόγο. Με έννοιες νευραλγικές, αλλά και εξαιρετικά τραχιές να τίθενται υπό συνεχή διαπραγμάτευση, θα μπορούσε να έχει ολισθήσει σε μια ατέρμονη αντιπαράθεση των ηρώων μεταξύ τους. Ο σκόπελος αυτός όχι μόνο αποφεύγεται, αλλά παρακάμπτεται τελείως, καθώς μία εκπληκτική ομάδα ηθοποιών, συντονισμένων από τη σκηνοθέτιδα ακόμη και στις λεπτομέρειες, επεξεργάζεται τη μαχητική διανοητική πολυπλοκότητα των χαρακτήρων, οι οποίοι μας συστήνονται με αξιοπρόσεκτη επιδεξιότητα.
Οι ερμηνείες
Κορυφαία όλων η Στεφανία Γουλιώτη που δίνει μία αψεγάδιαστη ερμηνεία στον ρόλο της Ρουθ Γουλφ, μίας κορυφαίας γιατρού στον τομέα της, η οποία είναι προσκολλημένη σε μια οριακά τυραννική πίστη στον ορθολογισμό της ιατρικής επιστήμης. Κατά το πρώτο μέρος της παράστασης τη βλέπουμε δυναμική, άτρωτη, ανάλγητη, χωρίς τίποτα να διαπερνά το κουκούλι της επιστήμης της. Προτιμά να πέσει στην πυρά των social media από το να υποχωρήσει από τις θέσεις της. Η άτεγκτη ορθολογιστική της σκέψη είναι και αυτή που τελικά την καταστρέφει και την αποκαθηλώνει όχι μόνο από τη θέση της στην κλινική, αλλά και από κάθε είδους εγκαθιδρυμένη μέσα της βεβαιότητα.
Η Στεφανία Γουλιώτη μέσω της σπαρακτικής αναδίπλωσης της ηρωίδας στο δεύτερο μέρος του έργου την αναδεικνύει σε μία τραγική φιγούρα που σαν άλλος Οιδίποδας αρχίζει πια να “βλέπει” και πέρα από την προσωπική της αλαζονεία. Η τραγική της υπόσταση είναι ειρωνική, όσο εξωφρενική είναι και η θέση στην οποία βρίσκεται. Μια ηρωίδα που αδυνατεί να συνταχθεί με έναν κόσμο ξεκάθαρα αντρικό όσο και κατακερματισμένο, τελικά τιμωρείται περισσότερο γι’ αυτό που είναι, παρά γι’ αυτό που (υποτίθεται ότι) έκανε. Κι αρνείται επίμονα να ζητήσει «μία μόνο συγγνώμη», στο όνομα της πολιτικής ορθότητας…
Εξόχως χαρακτηριστική η σκηνή της «ανάκρισής» της στο τηλεοπτικό πάνελ, με συνομιλητές που ο καθένας τους έχει τη δική του ατζέντα. Στα όρια της απελπισίας η Ρουθ αναρωτιέται «αν αυτές οι ομάδες τεμαχίζονται όλο και πιο λεπτά, ποια ελπίδα μπορεί να υπάρχει για μια κοινή γλώσσα, πόσο μάλλον για ένα κοινό επίτευγμα;» Καθόλου τυχαίο που η κλινική της Ρουθ Γουλφ είναι μία κλινική για το Αλτσχάιμερ, καθώς από όλη την κατάτμηση της ανθρωπότητας, τείνουμε τελικά να ξεχάσουμε την ανθρώπινη ταυτότητά μας.
Εξίσου συγκλονιστική και η ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου στον ρόλο του καθολικού ιερέα που διακρίνεται από μία ουσιαστική εσωτερική δυναμική. Χωρίς περιττές εξάρσεις, ο έμπειρος αυτός ηθοποιός αφήνει ισχυρό το στίγμα του στα γεγονότα, ενώ στην τελευταία σκηνή του έργου – που δεν ξεκαθαρίζεται αν είναι αποκύημα της φαντασίας της Ρουθ ή αν λαμβάνει χώρα στην πραγματικότητα- μαζί με τη Στ. Γουλιώτη μάς χαρίζουν μία από τις καλύτερες στιγμές της φετινής θεατρικής σεζόν.
«Θα πρέπει να σκεφτείτε προσεκτικά τις ταυτότητες των ηθοποιών, όταν φτιάχνετε τη διανομή της παράστασης. Σε κάθε ενότητα η ταυτότητα κάθε ηθοποιού πρέπει να είναι ευθέως ασύμφωνη με την ταυτότητα του ρόλου, τουλάχιστον ως προς ένα σημείο. Οι ερμηνείες οφείλουν να διατηρούν το μυστήριο μέχρι να αποκαλυφθεί από το έργο. Σκοπός είναι το κοινό να επαναστοχάζεται πάνω σε πρόσωπα (και συμβάντα) καθώς μαθαίνει περισσότερα για κάθε χαρακτήρα». Αυτά σημειώνει ο ίδιος ο Icke για τη διανομή της παράστασης και αυτό ακριβώς λαμβάνει χώρα επί σκηνής. Έτσι γυναίκες ηθοποιοί παίζουν ανδρικούς ρόλους, λευκοί ηθοποιοί παίζουν μαύρους χαρακτήρες και ούτω καθεξής. Και αυτό το «πείραμα» όχι μόνο δεν ξενίζει, αλλά ιντριγκάρει τη φαντασία του θεατή ακόμη περισσότερο, ενισχύοντας κάποιες φορές και τις νότες χιούμορ που ηχούν μέσα στο κείμενο.
Η Κίττυ Παϊταζόγλου στον ρόλο του γιατρού Ρότζερ Χάρντιμαν δίνει μία αποκαλυπτική ερμηνεία και αποδίδει την τοξική αρρενωπότητα χωρίς ίχνος μανιερισμού. Βελούδινη η Μαριάννα Δημητρίου στον χαμηλότονο ρόλο της συντρόφου της Ρουθ, συγκινητική η παρουσία της Ζωής Ρηγοπούλου (παλιό μέλος του Αμφιθεάτρου) ως Μπράιαν Σύπριαν και εξαιρετικά δουλεμένος στα υποκριτικά του μέσα ο Λευτέρης Πολυχρόνης.
Συμπέρασμα
Μία έξοχη επιλογή κειμένου και μία νευρώδης σκηνοθεσία από την Κατερίνα Ευαγγελάτου και ένα φοβερό ensemble 11 ηθοποιών που με προεξάρχουσα τη Στεφανία Γουλιώτη μετατρέπει ένα έργο λόγου σε ένα επί σκηνής θρίλερ, που απευθύνεται σε όλα τα είδη κοινού και το φέρνει αντιμέτωπο με τις βεβαιότητές του. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η διαχείριση αυτού του πληθωρικού, διανοητικού κειμένου με τρόπο απολύτως θεατρικό.