ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ UNDERGROUND: ΤΣΟΡΤΕΚΗΣ – ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Εϊδαμε το “Underground” που σκηνοθετεί ο Νικίτα Μιλοβόγεβιτς στο θέατρο Ακροπόλ με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και τον Γιάννη Τσορτέκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Λίγοι κινηματογραφιστές διαθέτουν την αινιγματική γοητεία και το ξεχωριστό στυλ αφήγησης του Emir Kusturica (Εμίρ Κουστουρίτσα). Γλαφυρές απεικονίσεις της ζωής των Βαλκανίων, ζωντανοί χαρακτήρες, αφηγήσεις μέσα σε σουρεαλιστικά τοπία και υπόγεια… βασίλεια.
Ο Κουστουρίτσα μαγνητίζεται από την έννοια του υπογείου, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Από τους δαιδαλώδεις δρόμους του Σαράγεβο μέχρι τα κρυμμένα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης, οι ταινίες του συχνά εμβαθύνουν στα κρυφά στρώματα της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας αλήθειες που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια.
Στο επίκεντρο του οράματός του βρίσκεται η εξερεύνηση της ταυτότητας, της ιστορίας και της ανθρώπινης κατάστασης. Οι ταινίες του χρησιμεύουν ως πύλες σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα και η φαντασία, το καθημερινό και το μαγικό συνυπάρχουν σε τέλεια αρμονία και δένουν αριστοτεχνικά με την εκρηκτική βαλκάνια μουσική των χάλκινων του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Αυτό δεν είναι πουθενά πιο εμφανές από το εμβληματικό “Underground” (1995), την ταινία με την οποία απέσπασε ο ίδιος για δεύτερη φορά τον Χρυσό Φοίνικα, “στερώντας” το κορυφαίο κινηματογραφικό βραβείο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα το κέρδιζε με το «Βλέμμα του Οδυσσέα».
Η επική ιστορία δύο φίλων
Το “Underground” αφηγείται την επική ιστορία δύο φίλων, του Μπλάκι και του Μάρκο, με φόντο την πολιτική αναταραχή και τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο Μάρκο, χαρισματικός, αλλά και πανούργος, ηγείται μιας ομάδας παρτιζάνων σε ένα υπόγειο κίνημα αντίστασης κατά των ναζί. Ο Μπλάκι από την άλλη, είναι ένας απλός, καλόκαρδος άνθρωπος που εργάζεται σε ένα εργοστάσιο πυρομαχικών.
Την άνοιξη του 1941, οι δύο φίλοι μπαίνουν στον αντιστασιακό αγώνα κατά της γερμανικής κατοχής. Ο Μάρκο έχει κατασκευάσει στο υπόγειο κελάρι του σπιτιού του έναν χώρο παράνομης κατασκευής όπλων μέσα από το οποίο τροφοδοτούν τις επιθέσεις τους κατά των Ναζί. Ο Μπλάκι, ωστόσο, στην προσπάθειά του να απαγάγει την αγαπημένη του, διάσημη Γιουγκοσλάβα ηθοποιό, Νατάλια τραυματίζεται και ο Μάρκο τον φυγαδεύει στο υπόγειο μαζί με τους συντρόφους του.
Εκεί, σχηματίζουν τη δική τους αυτοσχέδια κοινότητα, σφυρηλατώντας δεσμούς φιλίας και συντροφικότητας μέσα στο χάος του πολέμου. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια της γης κρύβεται ένα σκοτάδι που απειλεί να τους καταβροχθίσει, καθώς οι πολιτικές εντάσεις και οι προσωπικές βεντέτες συγκρούονται σε μια δίνη προδοσίας και τραγωδίας.
Ο Β΄ πόλεμος τελειώνει, όμως ο Μάρκο “ξεχνά” να ενημερώσει τον Μπλάκι και την ομάδα του οι οποίοι συνεχίζουν να παράγουν όπλα υπογείως για τον μεγάλο αγώνα, καθώς τους πείθει ότι ο πόλεμος συνεχίζεται δημιουργώντας μια περίτεχνη παρωδία ενός φανταστικού κινήματος αντίστασης.
Με τα όπλα αυτά ο ίδιος θησαυρίζει, καθώς επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στο λαθρεμπόριο όπλων, ενώ σταδιακά αποκτά εξουσία μέσα στο Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μέχρι που στέκεται δίπλα στον Τίτο κατά τη διάρκεια στρατιωτικών παρελάσεων στο κέντρο του Βελιγραδίου.
Αυτή η παραπλάνηση και η χειραγώγηση του Μπλάκι και των συντρόφων του συνεχίζεται για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο μεταξύ η Γιουγκοσλαβία αλλάζει και εισέρχεται σε μία νέα εποχή…
Η θεατρική μεταφορά και η απόπειρα Μιλιβόγιεβιτς
Το να μεταφερθεί αυτή η δαιδαλώδης ιστορία στο θεατρικό σανίδι φαντάζει σαν κάτι ανέφικτο και γι΄αυτό δε θα πρέπει κανείς να μπει στη διαδικασία να συγκρίνει ταινία και παράσταση. Το εγχείρημα του ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ελλάδα Σέρβου σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγεβιτς μόνο εύκολο δεν ήταν.
Το επιχείρησε, ωστόσο, συνθέτοντας μια ολοκαίνουργια δική του διασκευή βασιζόμενος στην ομώνυμη εμβληματική ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα, στο θεατρικό έργο «Άνοιξη τον Ιανουάριο» και στο μυθιστόρημα «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα» του Ντουσάν Κοβάσεβιτς.
Η δραματουργία του είναι ως επί το πλείστον σφιχτή και ρέουσα και συντηρεί το ενδιαφέρον στη θέαση, κάτι που δυστυχώς δεν ισχύει με τη σκηνοθετική του ματιά, που πολλές φορές αναλώνεται σε ευκολίες και σε υπερφορτωμένους εμπορικούς εντυπωσιασμούς που στερούν από την παράσταση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ασύμβατη και αμετροεπής animation αισθητική με εικόνες τύπου κόμικ των πρωταγωνιστών, που προβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και που προσδίδουν στην παράσταση μία περιττή περιγραφικότητα, αλλά και η κωμική χροιά που προσπαθεί πάση θυσία να προσδώσει ο Μιλοβόγεβιτς σε κάποιες σκηνές.
Ο Σέρβος σκηνοθέτης μοιάζει να μην μπορεί να ελέγξει την παράσταση στο 100/100 της και δε διατηρεί τις δέουσες ισορροπίες ανάμεσα στον πάνω και τον κάτω κόσμο. Το υπόγειο σκηνικό του “Underground” χρησιμεύει ως ένας μικρόκοσμος της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας, ένας κρυφός κόσμος όπου οι χαρακτήρες αποσύρονται για να ξεφύγουν από τη σκληρή πραγματικότητα του πάνω κόσμου.
Όπως και στην ταινία, έτσι και στο θεατρικό, η “χρήση” του υπόγειου χώρου ως αφηγηματικό μέσο είναι συμβολική και αλληγορική και αυτό είναι σαφές στην παράσταση. Αντιπροσωπεύει τις κρυμμένες αλήθειες και τα καταπιεσμένα συναισθήματα που κρύβονται κάτω από την πρόσοψη της κοινωνικής τάξης, καθώς και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος μπροστά στις αντιξοότητες.
Ωστόσο αυτό που ισχύει στον κάτω, δεν ισχύει στον πάνω κόσμο, όπου ο πόλεμος πια έχει από καιρό τελειώσει και όλα κυλούν άνευρα και ολίγον φλύαρα. Αυτό που έντονα απουσιάζει από την παράσταση αυτή, είναι η μουσική της. Ναι μεν ακούγονται κάποια χαρακτηριστικά τραγούδια του Γκόραν Μπρέγκοβιτς και οι μουσικές πινελιές του Άγγελου Τριανταφύλλου είναι πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι αρκετό, πόσο μάλλον όταν υπάρχει και μία ζωντανή ορχήστρα.
Οι ερμηνείες
Μέσα στο εντυπωσιακό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη μόνο το βασικό πρωταγωνιστικό δίδυμο (Χαραλαμπόπουλος – Τσορτέκης) σκιαγραφεί με συγκινητική ευκρίνεια τους χαρακτήρες του έργου. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος καταφέρνει να ισορροπήσει -μετά από χρόνια τριβής στην κωμωδία- σ΄ένα πιο τραγικό ρόλο, αυτόν του αμφιλεγόμενου και γκρίζου χαρακτήρα του Μάρκο που διαρκώς αναδιπλώνεται προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, ενώ ο Γιάννης Τσορτέκης μάς χαρίζει μία απολαυστική ερμηνεία στον ρόλο του Μπλάκι, που για ολόκληρες δεκαετίες παραμένει ανόθευτα ιδεαλιστής. Στιβαρός και ταυτόχρονα ποιητικός ως αφηγητής ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος στον ρόλο του αφηγητή, αφήνει το δικό του στίγμα στην παράσταση.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί αναλώνονται σε θορυβώδεις και πομπώδεις υπερικινητικές ερμηνείες που αποπροσανατολίζουν και πολλές φορές εκνευρίζουν. Στην ίδια παγίδα αυτού του υπερπαιξίματος πέφτει και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στον ρόλο της Ναταλίας, καθώς δείχνει μονίμως εγκλωβισμένη σε μία αδικαιολόγητη βροντερή καρικατούρα.
Συμπέρασμα
Μία θεατρική μεταφορά με καλές προθέσεις που “πνίγεται”, ωστόσο, μέσα στον υπερβολικό θόρυβο και μία συγκεχυμένη και βαρυφορτωμένη σκηνοθετική οπτική. Και δυστυχώς, ούτε μία ούτε δύο καλές ερμηνείες φέρνουν την άνοιξη.
Θέατρο Ακροπόλ
Τετάρτη- Κυριακή
Κλείστε τα εισιτήριά σας ΕΔΩ