ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΟΝ NICK CAVE ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ- ΗΜΑΣΤΑΝ ΕΚΕΙ
Η Χριστίνα Τσατσαράγκου και ο Παναγιώτης Μένεγος γράφουν τις εντυπώσεις τους από τη συναυλία του Nick Cave μαζί με τον Colin Greenwood των Radiohead στη Στέγη.
Nick Cave στη Στέγη – Ένα “μειωμένο” σόου για να δούμε τι υπάρχει μέσα στα τραγούδια
Της Χριστίνας Τσατσαράγκου
Όταν περπατώντας στη οδό Λεοντίου πέφτεις πάνω στον ίδιο τον Nick Cave, να πλησιάζει με μαύρο βαν στο γκαράζ της Στέγης και να βγαίνει χαμογελαστός για αυτόγραφα, η συναυλία σε έχει αποζημιώσει πριν καν αρχίσει.
Η ευθυτενής φιγούρα του Cave με το κλασικό ατσαλάκωτο κοστούμι, πόζαρε χαλαρά για μερικές selfies στο Νέο Κόσμο, λίγο πριν από την εμφάνισή του στη Στέγη το βράδυ της Κυριακής (2/6) και όλο το θέαμα ήταν μια σουρεάλ έκπληξη. Οι συγκεντρωμένοι φανς ήταν ελάχιστοι (ποιος να το φανταζόταν ότι θα σταματήσει άλλωστε), αλλά ο Cave στάθηκε υπομονετικά στο… πεζοδρόμιο, δέχθηκε φιλοφρονήσεις και αποσύρθηκε ευγενικά για να ετοιμαστεί.
Η έντονη παρουσία του Cave στο “ζωντανό” του μου θύμισε αυτόματα το ντοκιμαντέρ “Mutiny in Heaven: The Birthday Party”, που προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας τον περασμένο Οκτώβριο.
Εκεί ο σκηνοθέτης Ian White διηγείται τις post-punk απαρχές του Nick Cave – με τον πάμφτωχο “βασανισμένο” Αυστραλό μουσικό να ταξιδεύει Μελβούρνη-Λονδίνο σαν ανεξέλεγκτο αγρίμι σε κλουβί.
“Η πρώτη σειρά στις συναυλίες μας δεν είναι για τους εύθραυστους” ακούγεται να λέει ο 20χρονος Cave για την πρώτη εποχή των “Birthday Party” και στην πλοκή σκιαγραφείται σαν ένας τόσο ακραίος χαρακτήρας, με τέτοια εμμονή στις καταχρήσεις και τέτοια μανία να δοκιμάσει τα πάντα, που μέχρι το τέλος της ταινίας απλά δεν πιστεύεις ότι σήμερα θα είναι ζωντανός. Επίσης του άρεσε να περπατάει πάνω σε τρένα όταν αυτά βρίσκονταν εν κινήσει. Και το έκανε!
Πενήντα χρόνια μετά είναι κάτι περισσότερο από ζωντανός και εμείς καθόμαστε μπροστά του εύθραστοι από κάθε άποψη, “αγκαλιά” με τη λιγότερο “επιθετική” εκδοχή του, ένα πιάνο, και τον Greenwood των Radiohead, διακριτικό συνοδοιπόρο στο μπάσο.
Τον Αύγουστο κυκλοφορεί το νέο (18ο) άλμπουμ του με τους Bad Seeds, με τίτλο “Wild God”, και ενώ έχουμε ήδη ακούσει δύο singles, στη Στέγη αφεθήκαμε στα παλιά κλασικά τραγούδια έρωτα, απώλειας, αναζήτησης του θεϊκού αποτυπώματος και του θανάτου, όπως μόνο ο Cave ξέρει να ερμηνεύει.
Η Στέγη γέμισε νωχελικά, αλλά τελικά δεν έπεφτε καρφίτσα. Σπάνια βλέπεις την Κεντρική Σκηνή τόσο λιτή από άποψη σκηνικού. Ένα μαύρο πιάνο, μία μίνιμαλ λάμπα πάνω από τις παρτιτούρες και μία εστιασμένη ακτίνα φωτός από προβολέα. Όλα απόψε θα είναι απλά και ουσιαστικά. Μαζί του ο Cave έφερε τον 54χρονο Colin Greenwood, με τον οποίο έχουν περιοδεύσει το 2022 και το 2023 , αλλά επιπλέον έπαιξε μπάσο στα άλμπουμ “Australian Carnage” και “Wild God”.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη με σκληροπυρηνικούς οπαδούς του Nick Cave και των Bad Seeds, που τον υποδέχτηκαν με ιαχές “we love you” και χειροκροτήματα.
Tο goth είδωλο ανέβηκε στη σκηνή χωρίς προκαταρκτικά, χωρίς φανφάρες και μουσική εισόδου. Πήρε θέση στο πιάνο και ο Greenwood στη σκηνή αριστερά του με το μπάσο. Απλά πράγματα και όλα ξεκινούν με το “Girl in Amber”.
Δεν περνάει πολλή ώρα για να ακούσουμε όλο το κόνσεπτ της βραδιάς από τα χείλη του ίδιου του Cave στο μικρόφωνο. Παρουσιάζοντας τον Greenwood μας λέει ότι τον έκλεψε από μία μικρή indie rock μπάντα, τους Radiohead. Το σόου περιλαμβάνει τραγούδια που “έχουν συρρικνωθεί για να φτάσουν στην ουσία τους και έχουν απεκδυθεί από τα πάντα, ώστε να ξαναβρούμε μία εσωτερική ποιότητα μέσα τους. Είναι στην ωμή τους μορφή, και τους επιτρέπουμε να διεκδικήσουν ξανά τον εαυτό τους και να μιλήσουν μέσα μας διαφορετικά”. Όπως μπορεί να ήταν όταν τα παρουσίασε για πρώτη φορά στους Bad Seeds. Ο Cave εξήγησε ότι αυτό θα απαιτούσε περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως από εμάς τους θεατές, αλλά και από τους ίδιους στη σκηνή.
Ξεκινάμε με σενάρια πνευματικής κατάρρευσης – ακόμα και της Χάνα Μοντάνα – και το υπέροχο “Higgs Boson Blues”. Τα περισσότερα, αλλά όχι όλα, τα τραγούδια του setlist ήταν κομμάτια των Bad Seeds. Τα “Jesus of the Moon” και “Galleon Ship” ζέσταναν την ατμόσφαιρα για να φτάσουμε στην αφιέρωση κάποιας τυχερής Μαρίας από το κοινό που ζήτησε στο Red Hand (το blogοειδές διαδικτυακό πρότζεκτ του Cave) το “Sad Waters”.
Το “O Children” αναφέρεται στον κόσμο που αφήνουμε στα παιδιά μας
Απόλυτος κυρίαρχος στο πιάνο ο Cave φτάνει στο εμβληματικό “O Children”, ένα τραγούδι που μας εξηγεί ότι το έγραψε βλέποντας τα παιδιά του να παίζουν σε ένα πάρκο στο Μπράιτον και ότι όσοι λένε ότι η δημιουργικότητα σταματάει όταν αποκτάς παιδιά, δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Το τραγούδι αναφέρεται στον κόσμο που αφήνουμε στα παιδιά μας, από τον οποίο δεν μπορούμε τελικά να τα προστατέψουμε. “Το έχω τραγουδήσει σε πολλές περιστάσεις αυτό το τραγούδι και κάθε φορά ‘γράφει’ διαφορετικά, όπως και σήμερα για πιο τραγικούς λόγους” λέει ο Cave, υπονοώντας σαφώς την απώλεια των δύο παιδιών του.
Και στο “Papa Won’t Leave You, Henry” μας εξήγησε ότι το τραγουδούσε συχνά ως ένα είδος παράξενου, σκοτεινού νανουρίσματος στον άλλο γιο του (όχι τους αποβιώσαντες) πριν από δεκαετίες, όταν ζούσαν στη Βραζιλία, εν μέσω πολιτικών και προσωπικών δυσκολιών. Τον έβαζε για ύπνο και σκαρφιζόταν μελωδίες για να τον κοιμήσει. Σήμερα, αυτό το μικρό αγόρι έχει αποκτήσει έναν εκπληκτικό γιο και τον έχει κάνει παππού.
Στο “Into My Arms”, όπως πάντα, άφησε το κοινό να συνεισφέρει απαλά τραγουδώντας το μαζί του, αλλά η απόλυτη διάδραση έγινε στην ξεσηκωτική εκτέλεση του “Balcony Man” από τον δίσκο “Carnage” των Cave και Warren Ellis (2021). Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, ο Cave ζήτησε από όσους βρίσκονται στους εξώστες να ουρλιάζουν κάθε φορά που τραγουδούσε τη λέξη “μπαλκόνι” δημιουργώντας ένα λυρικό πανδαιμόνιο, που σαν ηχητική δίνη “κατέβαινε” από το ταβάνι της Στέγης.
Ο Greenwood “ενώθηκε” με το κοινό απολαμβάνοντας τον Cave
Η ερμηνεία στο “Jubilee Street” ήταν ανεπανάληπτη (με τον Greenwood να προσθέτει βάθος και υφή στη μουσική) ενώ ήταν αδύνατον να έχεις ερωτευτεί και χωρίσει ποτέ και να μην βυθιστείς στις εικόνες του “I Need you”. Στο καταληκτικό μάντρα “just breathe, just breathe, just breathe” κανείς στην αίθουσα δεν πήρε την παραμικρή ανάσα. Ο Greenwood ακολούθησε τις μικροαλλαγές που έκανε ο Cave, και ήταν φανερό ότι οι δυο τους έχουν μια αόρατη κλωστή συνεννόησης. Θα περιμέναμε κανα δύο σόλο με το μπάσο του, αλλά ήταν φανερό ότι ο Cave ήταν ο master αυτού του universe.
Το χιούμορ δεν έλειψε από το σύνολο της βραδιάς, αλλά ανάλαφρη εμπειρία δεν τη λες. Σε μία ιδιωτική αίθουσα σίγουρα θα χρειαζόσουν μία κούτα χαρτομάντιλα και σεβαστή ποσότητα αλκοόλ για να ευχαριστηθείς αυτό το “απογυμνωμένο” σόλο κοντσέρτο με πιάνο. Ο Greenwood στα περισσότερα τραγούδια “ενώθηκε” με το κοινό απλά παρακολουθώντας τον Cave στο πιάνο από τις σκιές, ακουμπώντας τα χέρια στο μπάσο του.
Το “Shivers” στη μνήμη του Rowland των Birthday Party
Λίγο πριν από το φινάλε, ο βαρύτονος εκφραστικός Cave έσκαψε στις ρίζες του, πήγε πίσω στο πρώτο του συγκρότημα το “Boys Next Door” που μετασχηματίστηκαν σε “The Birthday Party”. Έπαιξε το “Shivers” σε ανάμνηση του κιθαρίστα Rowland S. Howard, ο οποίος έγραψε αυτό το τραγούδι το 1979 σε ηλικία 16 ετών, γυρνώντας από το σχολείο. Έφυγε από τη ζωή το 2009.
Επίλογος με το “Nobody’s Baby Now”, το “Palaces of Montezuma” των Grinderman και το “Cosmic Dancer” των T-Rex και του κιθαρίστα Marc Bolan. Εδώ επιτέλους ακούσαμε και τον Greenwood σε ένα όμορφο σόλο συγχρονίζοντας τα brain waves μας για την αυλαία.
Ο Cave έβαλε τελεία με το τραγούδι των Seeds “The Carnival Is Over”, μια διασκευή του αυστραλιανού folk pop συγκροτήματος “The Seekers” και τη φράση “θα σ΄αγαπώ μέχρι να πεθάνω”, την οποία φανερά μας αφιέρωσε, ενώ χάθηκε στο σκοτάδι μέσα σε κραυγές αγάπης και ενθουσιασμού.
Αντί επιλόγου, μερικές σκέψεις για τη δημιουργικότητα
O Cave είναι πλέον 66 ετών, έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου, τους θανάτους δύο παιδιών του, έχει γίνει παππούς, και δεν έχει απλώς επιβιώσει έχει θριαμβεύσει. Η κβαντική εκδοχή του που είδαμε στη Στέγη το βράδυ της Κυριακής δεν σταματάει να “εργάζεται” και να επανεξετάζει τον εαυτό της σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει.
Και το εξηγεί στο πιο πρόσφατο Red Hand File (Issue #286) όταν αναφέρεται στο πώς γνώρισε το είδωλό του τον Bryan Ferry, για να καταλήξει στη συνειδητοποίηση ότι το να δημιουργείς είναι κάτι ευπαθές και ιδιότροπο και για να συνεχίσεις να δημιουργείς χρειάζεται επίμονη και ακάματη καθημερινή εργασία.
“Γιατί βαθιά μέσα μου” – λέει ο Cave – “ξέρω ότι υπάρχει πάντα κάτι για να γράψω, αλλά ταυτόχρονα πάντα δεν υπάρχει και απολύτως τίποτα για να γράψω – και είναι τρομακτικά ελάχιστος ο χώρος ανάμεσα στα δύο”. Ευτυχώς για εμάς συνεχίζει να γράφει και να κάνει live, έστω και αν σε κάποια – όπως αυτό που είδαμε στη Στέγη – δεν περπατάει σαν Μεσσίας πάνω στο πλήθος και δεν σαρώνει από άκρη σ’ άκρη τη σκηνή… αλλά παίζει μόνο πιάνο και τραγουδάει. Στο τέλος πάντα υπογράφει: “Με αγάπη. Nick”.
Nick Cave στην Στέγη: Όταν το πόδι σου στο πάτωμα γίνεται η μπότα που λείπει απ’ την σκηνή
Του Παναγιώτη Μένεγου
Στην καινούρια σειρά ντοκιμαντέρ Κάμντεν που διηγείται την πολιτισμική ιστορία της διάσημης γειτονιάς του βόρειου Λονδίνου (και είναι διαθέσιμη στο Disney+) υπάρχει μια αφήγηση του Κρις Μάρτιν των Coldplay για ένα λάιβ από τις πρώτες άσημες μέρες της μπάντας: ο promoter τους είχε πουλήσει, δεν είχε εξασφαλίσει τον εξοπλισμό για να γίνει κανονικά η συναυλία κι ο ντράμερ Γουίλ Τσάμπιον αναγκάστηκε όλο το βράδυ να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα της μικρής μουσικής σκηνής προκειμένου να κάνει κάτι σαν τον ήχο της μπότας των ντραμς.
Τα ντραμς απουσίασαν πλήρως από τη φετινή επιστροφή του Νικ Κέιβ στην πόλη που τον λατρεύει ίσως λίγο περισσότερο από τις άλλες (και τους άλλους). Το εν ριπή οφθαλμού sold out τριήμερο “Nick Cave solo” στην Στέγη ήταν φτιαγμένο με τα απλούστερα υλικά, εκείνον στο πιάνο και την ευγενική φιγούρα του Κόλιν Γκρίνγουντ στο μπάσο («μιας indie μπάντας, δεν ξέρω αν τους ξέρετε, που λέγεται Radiohead», τον σύστησε ο Κέιβ εν μέσω αποθέωσης).
Για δύο ώρες ακούσαμε κομμάτια απ΄όλη τη δισκογραφία του Κέιβ με τους Bad Seeds και το πρόσφατο Carnage με τον Γουόρεν Έλις, διασκευές σαν κι αυτή στο “Cosmic Dancer” των T Rex που συζήτησαν άπαντες μετά στο πρώτο τσιγάρο με θέα τη Συγγρού ή στο “The Carnival is Over” των ξεχασμένων The Seekers, αλλά και φόρους τιμής όπως το “Shivers” του Ρόουλαντ Σ. Χάουαρντ, κάποτε άσπονδου συνοδοιπόρου του στις άγριες μέρες των Birthday Party (μαζί με μερικά πολύ γλυκά λόγια στη μνήμη του, από αυτά που μάλλον δεν του είπε ποτέ δια ζώσης).
Όλα τα κομμάτια «απογυμνωμένα από ο,τιδήποτε, προκειμένου να καταλήξουν στην πραγματική ουσία τους», όπως είπε ο Κέιβ στον εισαγωγικό του χαιρετισμό. Κι όντως, όταν ξεπερνάς (όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι) το αρχικό σοκ της έλλειψης όγκου, όταν με το σώμα σου κάνεις προσομοίωση τα γκάζια που μοιραία λείπουν (ως γνωστόν λάιβ του Κέιβ χωρίς “Tupelo” είναι σαν σουτζουκάκια χωρίς κύμινο ή Παναθηναϊκός χωρίς επτά αστέρια), έρχεται εκείνη η στιγμή που πιάνεις τον εαυτό σου να χτυπά το πάτωμα της σάλας για να προσθέσει την μπότα που λείπει. Το κάνει κι ο διπλανός σου, το κάνει και η διπλανή του, ίσως το κάνουν κι αυτές οι παρέες που μάλλον δεν τον έχουν δει ξανά (ή δε θα τον έβλεπαν σε ένα παραδοσιακό λαϊβάδικο ή φεστιβάλ), το κάνει και ο Γκρίνγουντ στην σκηνή. Και τότε, με έναν μαγικό τρόπο, η μαγεία έχει συμβεί: 800 άτομα στην αίθουσα – άλλη περισσότερο άλλος λιγότερο – έχετε βρει την ουσία. Mission accomplished.
Ο Κέιβ, το ξέρουμε πολύ καλά ότι, ως τελετάρχης, είναι μοναδικός. Είναι τέτοιο το «βάρος» που κουβαλά, η larger than life αυτοπεποίθησή του που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν πατάει εκείνος στα τραγούδια, αλλά τα τραγούδια σε αυτόν – τα πάει, τα φέρνει, τα σταματάει, τα ξεκινάει, δικά του είναι βάζει φωτιά και τα καίει. Νομίζω, του λείπει σε αυτή τη συνθήκη η πιο στενή επαφή που έχει με το κοινό στα «κανονικά λάιβ», ξέρετε αυτό το τελετουργικό που φασώνεται για κανα τέταρτο με τις δυο τρεις πρώτες σειρές. Αλλά είχε μαζί του μπόλικα αστεία, ακόμα περισσότερες καρικατουρέ υποκλίσεις για να υπονομεύσει πιθανούς high art συνειρμούς, επιπλήξεις για τον φωτιστή (που «τον πήρε ο ύπνος») κι ένα δύο σχόλια για την απώλεια που τόσο τον έχει χτυπήσει τα τελευταία χρόνια – βέβαια, τα είπε με τέτοιο deadpan ύφος που ίσως δεν έγιναν αντιληπτά. Μπόνους, οι φοβερές γραβάτες που είχε μαζί του αυτή τη φορά, κατευθείαν από το χρονοντούλαπο με τα ΠΑΣΟΚικά memorabilia της οκταετίας ‘81-89.
Highlights; Σίγουρα το “Girl in Amber” ακόμα κι αν το ακούσαμε πρώτο πρώτο κρύοι ακόμα, οπωσδήποτε η δυάδα “Jubilee Street” και “Push the Sky Away” πριν το ανκόρ, πάντα με κάθε τρόπο-σε κάθε χώρο-σε κάθε χρόνο το “The Mercy Seat”. Αν και προσωπικά θα κρατήσω την πρώτη στιγμή που άναψαν τα αίματα ακριβώς στη μέση του σετ με το φοβερό “Papa Won’t Leave you Henry” να ακολουθείται από μια απίθανη εκτέλεση του “Balcony Man” για «τα παιδιά στον εξώστη» (στους υπόλοιπους ο Κέιβ συνέστησε να το βουλώσουν). Προφανώς, τα περισσότερα κινητά σηκώθηκαν στη ζούλα στα “The Ship Song” και “Into My Arms”… μόνο που αυτό το τελευταίο (κι ασφαλώς συγκλονιστικό) κομμάτι πέστε να με φάτε, σταυρώστε με, πείτε με σνομπ-πιουρίστα ή ό,τι άλλο θέλετε, αλλά πεθαίνει λίγο λίγο μέσα μου. (Κι ο μόνος τρόπος να ξαναζωντανέψει είναι να γίνει κάποτε το ντούετο Κέιβ-Σαββόπουλου με το ολόγραμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη να σχηματίζεται από πίσω τους.)
Μιας και, λέμε τώρα, πιάσαμε τα πολιτικά, είχαμε και παρεμβάσεις με τρικάκια και πανό για την Παλαιστίνη. Πιο συγκεκριμένα, για τη διαχρονική επιλογή του Κέιβ να παίζει στο Ισραήλ (όπως π.χ. κι ο Τομ Γιορκ) που τον έχει φέρει σε αντιπαράθεση με όσους μποϊκοτάρουν, ας πούμε τον Ρότζερ Γουότερς και τον Μπράιαν Ίνο. Τώρα, μεγάλοι άνθρωποι είναι όλοι αυτοί, διαιτητή δεν χρειάζονται, αλλά όσον αφορά εμάς πάντα μου φαινόταν λίγο πρόχειρο κι άστοχο αυτό που προσπαθούμε να φέρουμε τον Κέιβ (με ορισμένες πολιτικές απόψεις του οποίου δεν είναι δα και δύσκολο να διαφωνήσεις) στα δικά μας μέτρα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα της «συζήτησης» που γίνεται στα ελληνικά σόσιαλ.
Μέχρι την επόμενη φορά, λοιπόν. Θα έχει και καινούριο άλμπουμ. To “Wild God” κυκλοφορεί την προτελευταία μέρα του Αυγούστου…