Ελεωνόρα Ζουγανέλη

ΕΛΕΩΝΟΡΑ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗ: “ΝΙΩΘΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΤΙ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ STORIES ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ”

Λίγο πριν από τη Μικρή Επίδαυρο, “στων τραγουδιών μας το μεγάλο μονοπάτι” η Ελεωνόρα Ζουγανέλη κάνει τον δικό της απολογισμό.

VOX, χειμώνας, φώτα στη σκηνή και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη τα δίνει όλα τραγουδώντας “Κλαίω κι οδηγώ στην Αττική οδό”. Στο βάθος του μαγαζιού ακούγονται ιαχές. Μια παρέα από κορίτσια ανεβάζουν πανό με τους στίχους και φωνάζουν “σ’ αγαπάμε”. Σπάνια πλέον βλέπουμε πανό σε κλειστά βραδινά μαζαγιά, αλλά το φαν κλαμπ της Ελεωνόρας σπάνια πτοείται.

Χρόνια νωρίτερα στο θέατρο Βράχων, κοντά στο ξεκίνημά της, την είδαμε να χάνεται κυριολεκτικά στις αγκαλιές των θαυμαστών της. Να ανοίγει τα χέρια της κάνοντας μια τεράστια αγκαλιά για να κλείσει όλο το κοινό, που μπροστά από τη σκηνή ανέμιζε κόκκινα πανό με το όνομά της γραμμένο καλλιγραφικά. Και το ρεπερτόριό της ήταν από τότε πολυσυλλεκτικό και θαρραλέο.

Κάτι που χαρακτηρίζει έναν καλλιτέχνη και τον ενδυναμώνει βήμα-βήμα είναι σίγουρα η αγάπη του κοινού. Και η Ελεονώρα την έχει κερδίσει από τα πρώτα της βήματα. Κι αν κάθε φορά που την ακούμε νιώθουμε ότι πρόκειται για μία καλλιτέχνιδα που ξεκίνησε μόλις χθες, η κόρη του Γιάννη Ζουγανέλη και της Ισιδώρας Σιδέρη μετράει 20 ολόκληρα χρόνια στο τραγούδι.

Μια πλούσια διαδρομή, που κύλησε με φυσικότητα, όπως λέει, στην οποία τόλμησε να δοκιμαστεί σε διαφορετικά είδη, να “αναμετρηθεί” με σπουδαία τραγούδια και να μπει σε διαφορετικά μουσικά μονοπάτια.

Με εννέα προσωπικά άλμπουμ, πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μουσικοθεατρικές παραστάσεις, συνεργασίες με σπουδαίους ερμηνευτές και συνθέτες και συμμετοχές σε μεγάλες μουσικές διοργανώσεις – και πάνω από όλα, έχοντας δημιουργήσει μια αυθεντική σχέση με το κοινό – η Ελεωνόρα κάνει έναν γλυκό απολογισμό όλης της διαδρομής της. 

Ελεωνόρα Ζουγανέλη: Στων τραγουδιών μας το μεγάλο μονοπάτι

Φέτος, επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο πλαίσιο του οποίου θυμίζουμε ότι είχε δώσει μια αξέχαστη συναυλία- αφιέρωμα στην Μελίνα Μερκούρη που γέμισε ασφυκτικά το Ηρώδειο, το 2014. Φέτος 26 και 27 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου θα την ακούσουμε σε κάτι πολύ ιδιαίτερο. Θα αφηγηθεί μια μουσική ιστορία με αφετηρία το “Μονοπάτι” του Γιώργου Μουζάκη. Θα ερμηνεύσει λαϊκά τραγούδια, με περάσματα από το ελαφρό τραγούδι, από αρχοντορεμπέτικα, αλλά και από τραγούδια μεσογειακά όπως και από τραγούδια της παράδοσης.

Με την ευκαιρία αυτής της … λαϊκότροπης επιλογής για αυτό το καλοκαίρι, ήπιαμε έναν καφέ μαζί της μία ημέρα με απόλυτο καύσωνα.

40 βαθμοί Κελσίου στο κέντρο της Αθήνας, η Ελεωνόρα ετοιμάζεται για διακοπές στην Σύρο και από το νου μας δεν φεύγει το τραγούδι “Πάει, πάει, πάει” του Ζαμπέτα σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη το οποίο την ακούσαμε να τραγουδάει σε ένα βιντεάκι online, αμέσως μόλις τελείωσαν οι πρώτες πρόβες για την Επίδαυρο. Καθισμένη στη γειτονιά της, στο παρκάκι κοντά στην πλατεία Μαβίλη, η Ελεωνόρα μόλις έχει τελειώσει τις πρώτες πρόβες για μία μουσική παράσταση-όνειρο που κοντοζυγώνει. Τραγούδια στα οποία με τη φωνή και την ερμηνεία της θα δώσει νέα πνοή.

Διαβάζοντας για το ξεκίνημά σου είδα με έκπληξη ότι ήταν το 2004 με τη συμμετοχή σου στο άλμπουμ “Δεύτερη Ακρόαση Νέων Ερμηνευτών” της Μικρής Άρκτου του Παρασκευά Καρασούλου. Δηλαδή σαν να ανοιγοκλείσαμε κάπως τα μάτια μας και πέρασε μία εικοσαετία, ενώ στις παρέες, μεταξύ μας, ακόμα σε νιώθουμε σαν “νεαρή τραγουδίστρια”.
Κοίταξε να σου πω την αλήθεια, εγώ με τα χρόνια – δηλαδή με τους αριθμούς – δεν τα πάω καλά. Δεν μου αρέσουν και δεν τα αποδέχομαι. Και όχι επειδή νιώθω αγωνία επειδή περνάει ο χρόνος και γερνάω. Καμία σχέση. Απλώς θεωρώ ότι αυτού του είδους η σκέψη είναι πολύ περιοριστική. Και ό,τι είναι περιοριστικό δεν μου αρέσει. Οπότε στην ουσία, επειδή τα πράγματα στη ζωή μου ήρθαν πάρα πολύ ωραία και γρήγορα και όταν μπαίνεις μέσα στη ροή αρχίζεις να κάνεις πολλά πράγματα και να ασχολείσαι με την εξέλιξή σου, δε θέλω να σκέφτομαι τον χρόνο. Εξάλλου, παράλληλα με τα επαγγελματικά έχω και μια άλλη ζωή, η οποία δόξα τω θεώ είναι γεμάτη με προκλήσεις, με δώρα και με κατανοήσεις. Είμαι ένας άνθρωπος πολύ ενεργός και αρκετά δημιουργικός, οπότε ο χρόνος περνάει χωρίς να τον αντιλαμβάνομαι. Μακάρι να παραμείνω “νεαρή τραγουδίστρια” γιατί αυτό σημαίνει ότι κάτι θα έχω κάνει καλά στον τρόπο ερμηνείας και στον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων.

Σε τι φάση σε βρίσκουμε;
Βρίσκομαι σε μία – όπως την αποκαλώ – κομβική στιγμή της ζωής. Πάλι. Γιατί εγώ πιστεύω ότι περνάμε κατά διαστήματα αρκετές κομβικές στιγμές. Έχω κληθεί λοιπόν, πάλι, δηλαδή εγώ έφερα τον εαυτό μου σε αυτό το σημείο, να κάνω μια αναδρομή. Να θυμηθώ κάποια πράγματα, κάποια που έκανα πολύ καλά, κάποια που ενδεχομένως με καθυστέρησαν, κάποια που θέλω να αλλάξω. Γιατί πιστεύω ότι όταν αλλάζεις κάποια πράγματα από το περιβάλλον αναγκάζεσαι να αλλάξεις και εσύ. Οπότε αυτό το διάστημα που με πετυχαίνεις, ναι, έχω κάνει αυτή την αναδρομή, Έχω χαρεί που υπάρχω τόσα χρόνια στο αυτό που λέμε ελληνικό τραγούδι και ψάχνω να βρω τον τρόπο να συνεχίζω να υπάρχω.

Εκτός από τη δισκογραφική σου διαδρομή έχεις τραγουδήσει σε σπουδαία αφιερώματα για τον Θεοδωράκη, τη Μερκούρη, τον Ξαρχάκο, τον Σαββόπουλο, τον Μαρκόπουλο. Τι θα ξεχώριζες από αυτές τις εμφανίσεις, για ποια είπες ένα έξτρα μπράβο στην Ελεωνόρα.
Είναι αρκετές αυτές οι στιγμές που έχω πει ένα μπράβο στον εαυτό μου. Αλλά αν έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχωρίσω μία θα σου έλεγα τη βραδιά της 10ης Ιουλίου του 2014, που με αφορμή την επέτειο των 20 χρόνων από τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη, ερμήνευσα τραγούδια της στο Ηρώδειο [στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στην παράσταση “Να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς”]. Και όχι γιατί η Πιάφ [η παράσταση ‘οδοιπορικό’ για τη ζωή της Εντίθ Πιαφ της Παμ Γκεμς, το 2015, στο Θέατρο Ρεξ] δεν ήταν το ίδιο σημαντική. Ίσως μάλιστα η Πιαφ εμένα προσωπικά σαν άνθρωπο να μου άφησε πολύ περισσότερα.

Απλώς η Μελίνα ήταν πιο κοντά στο κομμάτι του τραγουδιού. Μια παράσταση που εγώ τραγουδούσα και υπήρχε και ένα πλαίσιο. Η Πιάφ μέσα στην ψυχή μου έχει καταγραφεί πιο πολύ στο κομμάτι της θεατρικής μου εμπειρίας, μικρότερης φυσικά. Με βρήκε σε μία στιγμή που ήμουν πραγματικά πολύ νέα γι αυτό που είχα αναλάβει τότε. Για μένα βγήκε εις πέρας χωρίς απώλειες και χωρίς προβλήματα. Και είναι κάτι που θυμάμαι πολύ γλυκά και από τους συνεργάτες μου δηλαδή και από όσους με βοήθησαν να ανταπεξέλθω σε κάτι τόσο πολύ απαιτητικό σε αυτή την ηλικία.

Και σίγουρα αυτό που θυμάμαι έντονα – και που νοσταλγώ από εκείνη την περίοδο- είναι η άγνοια κινδύνου που έχεις όταν είσαι αθώος, νέος. Μπαίνεις με πολύ αυθορμητισμό στα πράγματα. Και αυτό που αναζητώ σε αυτή τη στιγμή τη ζωής μου, παρότι έχει παρέλθει ο χρόνος, έχει έρθει η ωριμότητα και μαζί της έχει φέρει εμπειρίες, είναι να μπορώ σε κάποια πράγματα να είμαι το ίδιο αυθόρμητη, χωρίς να πολυσκέφτομαι. Χωρίς να κατατρίβομαι με αυτά που μεγαλώνοντας σου φέρνει η ζωή και χρειάζεται συνεχώς να ζυγίζεις.

Στις ανοιχτές συναυλίες σε έχουμε δει και σου ταιριάζουν πολύ. Με την Αρβανιτάκη σε είδαμε σε κλειστό χώρο, σε βραδινό μαγαζί με πρόγραμμα. Το προτιμάς;
Μου αρέσουν και τα δύο πάρα πολύ. Έχει άλλο attitude η συναυλία και άλλο ο κλειστός ο χώρος. Θα σου έλεγα ότι μου αρέσει πολύ ο κλειστός χώρος, ακριβώς επειδή με εξιτάρει η διαδικασία να στήσεις ένα πρόγραμμα, και τα προγράμματά μου είναι πάντα παράξενα και πολυσυλλεκτικά. Ειδικά επειδή αγαπάω να λέω και κάποια λαϊκά τραγούδια, οι κλειστοί χώροι “βοηθούν” περισσότερο. Ακούς και τις φωνές των ανθρώπων να σιγοτραγουδάνε πιο εύκολα και έχει μια άλλη ζεστασιά.

Και στο Βράχων όταν λες λαϊκά χαμός γίνεται…
Ναι, ο κόσμος συμμετέχει με την ίδια χαρά είναι απλώς τελείως διαφορετικός ο τρόπος και τα πράγματα που μπορείς να δοκιμάσεις σε έναν ανοιχτό χώρο και σε ένα κλειστό. Αυτό που μου αρέσει σίγουρα πιο πολύ στην καλοκαιρινή περιοδεία είναι ότι είναι πιο συχνές οι εμφανίσεις. Γιατί τώρα πια τελοσπάντων, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες στη δουλειά μας εγώ εργάζομαι λίγες μέρες. Το χειμώνα συνήθως έχουμε μια δυο μέρες το πολύ, οπότε αυτό με κρατάει λίγο μακριά από τον κόσμο και μου λείπει η επαφή. Ενώ στις περιοδείες νιώθω πιο όμορφα.

Έχεις και φοβερό φαν κλαμπ. Πανό, φωνές. Πώς το εισπράττεις όλο αυτό.
Κοίταξε, είναι πάρα πολύ όμορφο και χαίρομαι τρομερά που υπάρχουν αυτά τα παιδιά που με ακολουθούν τόσα χρόνια με τόση πίστη. Είναι πολύ ενισχυτικό για μένα να τους βλέπω. Τους γνωρίζω φυσικά πια, αναγνωρίζω τις φατσούλες τους. Έχουμε επικοινωνία και σχέση – όση σχέση μπορούμε να έχουμε. Είναι εμψυχωτικό ειδικά στις πρεμιέρες ή σε πράγματα που ακόμα δεν έχεις βρει τα πατήματά σου. Έχεις εκεί ένα … “σκαλάκι”, που σου παρέχει μια ασφάλεια και τους/τις ευχαριστώ.

Από την άλλη ο καλλιτέχνης πιστεύεις ότι πρέπει να καλλιεργεί και ένα σταριλίκι, έναν μύθο;
Νομίζω ότι αυτό καταρχάς έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Δηλαδή πρέπει να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία σου. Γιατί όταν το κάνεις προσποιητά, φαίνεται και δεν “γράφει” το ίδιο. Οπότε σίγουρα παίζει ρόλο η ιδιοσυγκρασία του καθένα. Ανεξάρτητα από αυτό, θεωρώ ότι πλέον είναι δύσκολο να κρατήσεις τον μύθο έτσι όπως έχει γίνει η εποχή μας. Εγώ είμαι υπέρ του μύθου, γιατί έτσι μεγάλωσα. Θαύμασα ανθρώπους πολύ και ξέρω ότι αυτός ο μύθος εμένα μου έκανε καλό. Γιατί ακόμα και σήμερα που με κάποιους από αυτούς τους καλλιτέχνες, όπως με την Ελευθερία (Αρβανιτάκη) ας πούμε, συνεργαστήκαμε, για μένα δεν έχει πάψει ποτέ να έχει υπάρξει ένα ιδανικό. Όχι μόνο από μουσικής άποψης. Η Ελευθερία – και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες – ήταν πρόσωπα που θαύμαζα πολύ από πολλές απόψεις. Οπότε πιστεύω στον μύθο, αλλά έτσι όπως έχει γίνει τώρα το πλασάρισμα των πραγμάτων στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ δύσκολο.

Όλοι επιδιώκουν να βγάλουν και να δείξουν (ας μην βγάλω τον εαυτό μου απέξω) στα σόσιαλ μίντια κάτι άλλο εκτός από τη μουσική. Όσο πιο προσωπική στιγμή δείξεις, τόσο πιο καλά τα πηγαίνεις για τα στάνταρ της εποχής. Ο μύθος συνάδει και λίγο με τη μη προσβασιμότητα, με την απόσταση. Όχι απόσταση την ώρα του λάιβ, γιατί τότε πρέπει να φέρεις τον κόσμο κοντά. Εμένα ας πούμε μου άρεσε που δεν ήξερα τις προσωπικές στιγμές όσων θαύμαζα. Μου άρεσε που δεν είχα δει στο σπίτι, στον καναπέ με πιτζάμες έναν ηθοποιό που αγαπούσα. Τώρα αυτό το πράγμα έχει αλλάξει τελείως και προσαρμοζόμαστε.

Υπάρχουν στιγμές, ειδικά με τα όσα κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε στην επικαιρότητα – από πόλεμο και γυναικοκτονίες μέχρι πολιτικές ανακατατάξεις και τραγωδίες – που νιώθεις ότι “εδώ ο κόσμος χάνεται” κι εγώ πρέπει να ανέβω να τραγουδήσω;
Νιώθω – θέλω να το πιστεύω – ότι κάνω κάτι το οποίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στη διασκέδαση. Η διασκέδαση είναι ζητούμενο σε ένα live, αλλά η μουσική θεωρώ ότι μπορεί να σε βοηθήσει να απαλύνεις πράγματα, να θυμηθείς, να συνειδητοποιήσεις καλύτερα κάποια πράγματα. Και δεν είναι ανάγκη να είσαι με το δάχτυλο σηκωμένο και να κάνεις μάθημα. Μπορεί ένα τραγούδι, ένας στίχος, μια μελωδία να σε οδηγήσει και να σε κάνει να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, καλύτερος συνάνθρωπος, καλύτερος σύντροφος, καλύτερη μαμά, καλύτερος μπαμπάς. Για μένα η μουσική έχει θεραπευτικό ρόλο στη ζωή μου και ελπίζω να έχει και στον κόσμο την αντίστοιχη. Και από την άλλη, όσο σκληρά πράγματα και αν συμβαίνουν, δεν νιώθω ότι χρειάζεται να τα ξεχάσω για να βγω στη σκηνή. Τα κουβαλάω μαζί μου και ευελπιστώ ότι κι αυτό είναι ένα μήνυμα, γιατί έτσι είναι η ζωή. Τα πράγματα προχωρούν, ο χρόνος τρέχει, χάνουμε τους ανθρώπους μας και χρειάζεται να ανέβουμε στη σκηνή ή να πάμε στη δουλειά μας. Αυτή η υπέρβαση και η επικοινωνία με τον κόσμο σε κάνει καλύτερο.

Από πάντα ήθελες να ασχοληθείς με τη μουσική;
Είχα την τάση να θέλω να επικοινωνήσω. Ήθελα να ψάξω τους τρόπους και τα εκφραστικά μέσα, να επικοινωνήσω την ψυχή μου στον κόσμο. Αυτό ξεκίνησε με τις σπουδές μου στο θέατρο. Με κέρδισε πρώτα το τραγούδι, έρχεται πού και πού και με συναντάει ξανά το θέατρο και προσπαθώ να βρω και άλλους τρόπους. Να βρω και άλλα εκφραστικά μέσα να επικοινωνήσω. Για μένα το μεγάλο δώρο που μου έχει δώσει το τραγούδι είναι ότι έχω καταφέρει να εκφράσω τον εαυτό μου πράγμα που δεν είναι καθόλου αυτονόητο.

Πες μου λίγο για την Ελευθερία Αρβανιτάκη με την οποία τραγουδήσατε στο VOX, (κάνατε και) θα κάνετε καλοκαιρινή περιοδεία και πρόσφατα μια διασκευή στην «Ροκ Μπαλάντα» του Αντώνη Βαρδή και του Βασίλη Γιαννόπουλου. Γιατί επιλέξατε αυτό το τραγούδι;
Κοίταξε το τραγούδι μάς άρεσε από πάντα. Να πω ότι δουλεύαμε ήδη έναν χρόνο, μπορεί και ενάμιση, χωρίς να έχουμε νιώσει την ανάγκη να ηχογραφήσουμε μαζί κάποιο τραγούδι. Και το λέω γιατί με την Ελευθερία έχουμε μια συνεργασία πραγματικά ουσιαστική. Θα μου πεις, υπάρχει συνεργασία που να μην είναι ουσιαστική; Εμένα όλες μου οι συνεργασίες είχαν ουσία και όλες μου άφησαν κάτι. Απλώς η συνεργασία μαζί της κύλησε πάρα πολύ ωραία και ήρθαν όλα τα συναισθήματα με φυσικότητα. Πέρασα από τη συστολή που είχα, στην απελευθέρωση, πάντα με φόντο τον σεβασμό. Φυσικά από την πλευρά μου ο σεβασμός ήταν αυτονόητος, αλλά και από την πλευρά της Ελευθερίας ένιωσα πολύ μεγάλο σεβασμό και στην προσωπικότητά μου και στο ρεπερτόριό μου και στον τρόπο που έχω υπάρξει μέχρι σήμερα. Αυτό για μένα δεν ήταν αυτονόητο.

Και μόλις αυτό το κατάλαβα, άρχισα να αφήνομαι ακόμα περισσότερο και να θέλω να μάθω και να πάρω στοιχεία. Οπότε αυτή η επικοινωνία μάς έκανε την ώρα που βρισκόμαστε μαζί, να νιώθουμε ασφάλεια και να είμαστε πολύ κοντά. Όχι τυχαία και τυπικά. Φέτος, επειδή είπαμε να κάνουμε κάποιες συναυλίες σε μέρη που δεν πήγαμε πέρσι, είπαμε να ψάξουμε να βρούμε και κάτι που θα μπορούσε να μας συντροφεύσει. Δηλαδή να έχουμε και ένα άλλο αποτύπωμα πέρα από αυτή τη συνεργασία και σκεφτήκαμε αυτό το τραγούδι. Εγώ έχω εντάξει πολλές φορές τραγούδια του Βαρδή στο πρόγραμμά μου, και μου αρέσει πάρα πολύ το συγκεκριμένο.

Είχατε συναντηθεί;
Δεν έχουμε γνωριστεί όχι. Μπορεί να έχουμε συναντηθεί όσο εγώ ήμουν παιδί, αλλά δυστυχώς όχι δεν προλάβαμε. Δηλαδή για μένα δυστυχώς.

Τι … λαϊκά μονοπάτια θα πάρεις στη Μικρή Επίδαυρο φέτος; Θα είναι κάτι διαφορετικό για εσένα;
Αυτό το πρότζεκτ δυσκολεύομαι να το περιγράψω γιατί δεν είναι αυτονόητα σαφές όπως ήταν η Μελίνα που ήταν ένα πρόσωπο κεντρικό και τα “έδενε” όλα. Σε αυτή την παράσταση προσπαθούμε κι εμείς – κι αυτό είναι το στοίχημα για μας – να δέσουμε όχι τα ασύνδετα, αλλά πράγματα που έχουμε αγαπήσει μέσα στον χρόνο. Τραγούδια που έχουμε ξεχωρίσει. Και το “έχουμε” το λέω γιατί έχει καταλήξει να είναι μια πολύ ομαδική διαδικασία που έχει βέβαια αρχηγούς, εμένα, τη Λήδα Ρουμάνη και τον Θωμά Κωνσταντίνου στις ενορχηστρώσεις.

Έχουμε συλλέξει τραγούδια από τη δεκαετία του ‘30 μέχρι σήμερα -και το σήμερα είμαι εγώ – που για κάποιο λόγο, κάποια στιγμή, κάτι έκαναν στην καρδιά μας και στην ψυχή μας. Άλλοτε μας έκανε να σκεφτούμε, άλλοτε να τα ακούσουμε σε ένα μπαρ και να χορέψουμε. Και όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο μιας μεσογειακής μέθεξης. Δηλαδή προσπαθούμε να θυμηθούμε τις στιγμές μας μέσα στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση και στη Μεσόγειο και να πάρουμε στοιχεία και από κάποιες άλλες χώρες και τη λαϊκή τους παράδοση.

Όπως;
Όπως το “Volver, Volver” της Concha Buika ή το “Volare” (Nel blu dipinto di blu). Θέλω να πω ότι είναι κάποια πράγματα που έχουν λαϊκότητα στις αντίστοιχες χώρες παραδόσεις και προσπαθούμε και αυτά να τα φέρουμε μέσα στη δική μας κουλτούρα. Είμαστε μια επταμελής μπάντα με πάρα πολύ σπουδαίους μουσικούς. Ο κάθε ένας ξεχωριστά έχει και τη δική του προσωπική διαδρομή. Και γι αυτό και εγώ επαναπαύομαι γιατί είναι πολύ σημαντικό σε αυτά τα πρότζεκτ που είναι πιο “ανοιχτά”, να έρχονται άνθρωποι με ισχυρή προσωπικότητα και μουσική ταυτότητα. Γιατί αυτό από μόνο του δημιουργεί αυτό που λέμε “διασκευή”. Γιατί και εγώ πλέον τώρα που μεγάλωσα δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ πολύ αυτή τη λέξη.

Είναι “φορτισμένη” με κάτι που μας φαίνεται λιγότερο αυθεντικό;
Όχι τόσο αυτό, αλλά τώρα που κι εγώ μεγάλωσα κάνω διαφορετικές σκέψεις για τις διασκευές. Τι σημαίνει διασκευή; Ένα τραγούδι που το βλέπεις κάπως αλλιώς. Ναι, οκ, αυτονόητο. Τώρα πια προσπαθώ μη χρησιμοποιώντας αυτή τη λέξη να αφήνω μεγαλύτερη ελευθερία και στη δική μου ψυχή και στους ανθρώπους που συνεργάζονται. Γιατί όταν τους δίνεις την κατεύθυνση ότι ‘πάω να κάνω μια διασκευή’, ψάχνονται και κάνουν πράγματα στημένα. Ενώ όταν τους αφήνεις ελεύθερους να εκφραστούν γίνεται κάτι διαφορετικό. Πχ πώς θα ήταν ένα τραγούδι του Τσιτσάνη σήμερα, τι θα σήμαινε σήμερα; Και μάλιστα στη Μικρή Επίδαυρο; Δηλαδή οι μοναδικότητες των μουσικών, η καλλιτεχνική παρουσία του καθένα από εμάς, η ερμηνεία του σήμερα και ο χώρος που έχει τη βαρύτητά του θα φέρουν αυτό που θα λέγαμε παλιότερα “διασκευή”. Και όχι να τους αγχώσεις να ψάξουν να βρουν κάτι για να αλλάξει το τραγούδι οπωσδήποτε.

Μπορεί ένα τραγούδι να μην χρειάζεται να αλλάξει καθόλου, αλλά να πρέπει να παιχτεί με μια κιθάρα και εγώ να το πω -ας πούμε- πιο προζάτα. Αυτό από μόνο του είναι μια αλλαγή, χωρίς να σημαίνει ότι κομίζει κάτι νέο. Εγώ έχω κάνει πολλές διασκευές και στα live μου τις εντάσσω, τις αγαπώ, μου αρέσουν. Μ΄αρέσει πάρα πολύ να παίρνω τραγούδια από το παρελθόν, γιατί τα αγαπώ πραγματικά πάρα πολύ. Απλώς δεν θέλω να φορτώνω τους συνεργάτες μου πλέον με αυτό το βάρος να πρέπει οπωσδήποτε να βρουν κάτι να διαφοροποιηθεί το τραγούδι. Αυτό μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή, αν κι εγώ μπω στη διαδικασία να ξαναδώ μια δουλειά μου, ίσως ολόκληρη σε ένα άλλο πλαίσιο, ή μια δουλειά κάποιου άλλου συνθέτη.

Ένα τραγούδι με το οποίο έγινε χαμός ήταν για τη σειρά “Κόκκινο Ποτάμι” του Μανούσου Μανουσάκη – νομίζω το είχες και στο πρόγραμμα στο VOX.
Δεν το περίμενα και ούτε θυμάμαι πώς έγινε. Δηλαδή πραγματικά είναι καμιά φορά που σε βρίσκει κάτι χωρίς να το έχεις στο μυαό σου. Με πήρε τηλέφωνο ο Παπαδόπουλος να μου πει ‘έλα, έχω ένα τραγούδι για ένα σίριαλ’. Σαν να μου είπε έλα να πιούμε ένα καφέ. Και πήγα. Ήξερα για ποιο σίριαλ και την ιστορία πίσω από αυτό. Τόσο απλά. Και ξαφνικά χωρίς να το περιμένω αγαπήθηκε τόσο. Είναι αυτό που λέω καμιά φορά, όταν ζητάς κάτι, όταν το θες πολύ, δε σου ‘ρχεται και ξαφνικά σου έρχεται κάτι άλλο. Γενικά τα πάω καλά με την τύχη, βέβαια από μόνη της δεν κάνει και τίποτα. Αλλά αν πιστεύεις σε αυτήν, θεωρώ ότι κάποιες στιγμές σε επισκέπτεται και σου λέει ‘εντάξει, άντε, αφού με πιστεύεις πάρτο και αυτό’.

Μιλώντας για τραγούδια, διασκευές και καλλιτέχνες, η ΕΔΕΜ μας βομβαρδίζει με “προειδοποιήσεις” ότι το ελληνικό τραγούδι θέλει στήριξη στις πλατφόρμες, ότι το λαϊκό τραγούδι κινδυνεύει. Τι πιστεύεις;
Θεωρώ ότι το λαϊκό τραγούδι περνάει καλύτερη φάση. Βέβαια και αυτό που λέμε λαϊκό τραγούδι είναι πολύ ευρεία έννοια. Δηλαδή για τον καθένα λαϊκό είναι κάτι άλλο. Θα μου πεις δεν είναι η ποπ για τον καθένα διαφορετική; Ναι ο κάθε άνθρωπος έχει μια διευρυμένη οπτική. Ναι, το ελληνικό τραγούδι, τουλάχιστον αυτό που έχω εγώ στη δική μου ιδιοσυγκρασία ως ελληνικό, που είναι και αρκετά ανοιχτό στη δική μου αντίληψη – χρειάζεται υπεράσπιση. Αλλά νομίζω ότι στήριξη με την ευρεία έννοια χρειάζεται όλη η μουσική παραγωγή. Δεν είμαι ειδήμων και δεν παρακολουθώ τόσο πολύ τα πάντα στην ξένη μουσική, παρά μόνο καλλιτέχνες που εγώ αγαπώ. Αλλά διακρίνω μία φθορά. Στο εξωτερικό βέβαια οι παραγωγές είναι τεράστιες και υπάρχει ένα γιγαντιαίο σύστημα, μια βιομηχανία, που δουλεύει και είναι δύσκολο να καταλάβουμε τους μηχανισμούς. Αλλά η διαίσθησή μου λέει ότι η ποιότητα φθίνει. Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν μπει σε τριπάκια προώθησης του υλικού τους με τρόπους που κανείς δεν θα το περίμενε. Αισθάνομαι ότι εκεί υπάρχει ένα καμπανάκι.

Τι παρατηρείς να έχει αλλάξει στη μουσική… μάλλον προς το χειρότερο(;)
Βρήκα χρόνο τελευταία, κάνοντας αυτή την παύση να δω παραστάσεις, προγράμματα σε μαγαζιά και παρατηρώ ότι η μουσική έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται σαν background, σαν “περιβάλλον” για αυτό που συμβαίνει “μπροστά”. Τα τραγούδια δεν είναι σαν τα εφέ στο κινητό, που τα βάζεις για να γίνεται η εικόνα πιο όμορφη. Νιώθω τελευταία ότι γράφονται τραγούδια για να γίνονται stories στο κινητό. Και κοιτάμε αν ταιριάζει το background με τον συγκεκριμένο ήχο. Η μουσική είναι κάτι άλλο. Δημιουργήθηκε για άλλο λόγο. Είναι κάτι πολύ δυνατό και μαγικό και δεν μπορεί να φτάσουμε να παράγουν όλοι οι δημιουργοί τραγούδια για να υπάρχουν στα stories ανθρώπων. Θεωρώ ότι έχει χαθεί το μέτρο. Είναι καλό να κρατήσουμε τη μουσική για ψυχική ανάταση και για απελευθέρωση συναισθημάτων.

Μιλάς και για τις τεχνολογικές αλλαγές, το AI που ζωντανεύει και τους πεθαμένους, γεννάει στίχους, “γράφει” τραγούδια…
Για όλα αυτά… χρειάζομαι λίγο χρόνο! Δεν είμαι ακόμα καλή στα ήδη υπάρχοντα της τεχνολογίας όχι να πάω και παραπέρα. Δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσω γρήγορα να κάνω το βήμα και αν θα ακολουθήσει ο χαρακτήρας μου. Δεν θέλω να ακουστώ παρελθοντολάγνα, ίσα ίσα είμαι πολύ του σήμερα και μου αρέσει πάρα πολύ να βρίσκομαι δυνατά στο “τώρα”, ενεργή και δημιουργική. Απλώς κουβαλάω ασυναίσθητα ή και συνειδητά κάποια στοιχεία τα οποία τα έχω αγαπήσει τον εαυτό μου, και ανήκουν μάλλον σε μια παλαιότερη εποχή. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαι και ηλικιακά σε ένα μεταίχμιο. Έχω προσλαμβάνουσες από μια παλαιότερη εποχή, από τους γονείς μου. Εγώ διατηρώ πράγματα από το παρελθόν, τα αγαπώ, και δεν θέλω να τα αποχωριστώ. Σήμερα έχουν αλλάξει πολλά, τα παιδιά έχουν και “άλλους” γονείς άλλες γενιές.

Αρβανιτάκη - Ζουγανέλη στο Vox (Από την πρεμιέρα) NDP Photo / Minos EMI

Μας καθορίζουν (και) οι γονείς μας, ειδικά οι δικοί σου που είναι πασίγνωστοι καλλιτέχνες.
Πολύ. Δυστυχώς ή ευτυχώς μας καθορίζουν. Ειδικά οι δικοί σου με τόση εμπειρία στον χώρο της μουσικής. Δυστυχώς οι γονείς μου με επηρέασαν και με επηρεάζουν πολύ σε πολλούς τομείς, γιατί αρχικά ήταν παρόντες με τον τρόπο τους και παραμένουν ενεργοί στη ζωή μου. Και είναι ισχυρές προσωπικότητες. Με αξίες όμως. Δηλαδή θέλω να πω ότι μπορεί να έχουν ελαττώματα, όπως όλοι και εγώ και δυσκολίες, αλλά το αξιακό τους κομμάτι ήταν κάτι το οποίο το εκτιμώ και μου έχει φέρει πολύ ωραία πράγματα στη ζωή μου. Κρατάω αυτό, πάνω από όλα, και τα άλλα προσπαθώ να τα διαμορφώσω.

Μου είπες ότι βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή σε μια κομβική στιγμή. Τι σκέφτεσαι για μετά;
Πήρα λίγη απόσταση από αυτό που λέμε τραγούδι, τον περασμένο χειμώνα κάνοντας την παράσταση «Η Εκατομμυριούχος» στο Παλλάς. Ήταν κάτι το οποίο αναζητούσα πολύ καιρό. Δεν είναι ότι μου αρέσει να κάθομαι, ούτε μπορώ να κάνω διακοπές αιώνες, βαριέμαι πολύ. Απλώς με αφορμή το θέατρο προσπάθησα και συνειδητά να μην έχω επαφή με το τραγούδι. Ούτε με τους συνεργάτες μου. Ήθελα να δω λίγο απ’ έξω τα πράγματα. Αυτό είναι μια πολύ χρήσιμη διαδικασία, γιατί η ρουτίνα, η ζωή, οι υποχρεώσεις σε τραβολογάνε και κάνεις πολλά πράγματα, πολλές επαναλήψεις που δεν θες να κάνεις.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό μου έκανε καλό και έτσι μπήκα στη διαδικασία να δω λίγο τι θέλω να κάνω πραγματικά. Το θεωρώ, ας πούμε σαν και συμβολικό που προέκυψε η συνεργασία μου με την Ελευθερία, και κράτησε καιρό. Οπότε θέλω να δω λίγο πού από εδώ και πέρα η ζωή  χρειάζεται να με οδηγήσει. Έχω κι εγώ αλλάξει. Φυσικό είναι. Θέλω να προσπαθήσω δηλαδή να εκφράζομαι, να εξωτερικεύσω μέσα από τη δουλειά μου και τις αλλαγές μου και τις άλλες μου κατανοήσεις, όλο αυτό που έχω βιώσει και τον τρόπο που έχω εξελιχθεί. Ψάχνω τους ανάλογους συνεργάτες που θα μπορέσουμε να συμπορευτούμε. Είναι μια ωραία, δύσκολη, αλλά και πολύ δημιουργική συνάμα διαδικασία για έναν καλλιτέχνη. Και όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, απαραίτητη.

Έχω συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους, με πολύ διαφορετικούς συνθέτες, με πολλούς μουσικούς. Έχω πλέον αρκετές εμπειρίες και προσπαθώ να δω πως θα τις διαχειριστώ καλύτερα για εμένα και για τους γύρω μου. Παράλληλα ακούω και ενημερώνομαι ακούγοντας πράγματα που αφορούν καθαρά τη μουσική. Γιατί εγώ δυστυχώς όταν ακούω τραγούδια δεν ξεκουράζομαι. Το μυαλό μου σκέφτεται πρότζεκτ. Οπότε συνήθως επιλέγω σπίτι μου να ακούω πιο μουσικά πράγματα από όλα τα είδη, δηλαδή από Κούβα μέχρι γαλλική ποπ αλλά με μουσικό θέμα. Ακούω και διαλογιστικά για να ξεκουράζομαι.

Η συζήτησή μας ολοκληρώνεται φουλ καλοκαιρινά… με κουβεντούλα για τις διακοπές, την “παλιά” Μύκονο – καταγωγή του μπαμπά της  – την οποία σταθερά αγαπάει και τη θεωρεί οριακά τέλεια. Αν και – όπως λέει – δεν πιστεύει στο τέλειο.

Επόμενη στάση, λίγες διακοπές, πρόβες για τη Μικρή Επίδαυρο και πολλή μουσική για να νιώσει “πού χτυπάει ο παλμός”! Εντωμεταξύ, εμείς ακούμε συνεχώς το αγαπημένο “Κάπου Σ’ Έχω Ξαναδεί”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα