ΕΝΑΣ ΕΜΒΥΘΙΣΤΙΚΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΑΝΝΗ ΞΕΝΑΚΗ ΣΤΟ ΕΜΣΤ
Ο εικαστικός καλλιτέχνης Viron Erol Vert μας μιλά για τον “Ερημίτη”, την εμβυθιστική εγκατάσταση στο ΕΜΣΤ, εμπνευσμένη από το έργο του Ιάννη Ξενάκη.
Γνωρίζεις σε βάθος το έργο και την προσωπικότητα του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη και αρχιτέκτονα Ιάννη Ξενάκη; Σίγουρα όχι τόσο καλά όσο φανταζόσουν, και για αυτόν το λόγο το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) είναι το ιδανικό μέρος για να εξερευνήσεις τον βίο και το όραμα αυτού του ιδιοφυούς δημιουργού, λίγο μετά την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του.
Οι δύο μεγάλες εκθέσεις-αφιερώματα – “Ηχητικές Οδύσσειες” και “Ο Ξενάκης και η Ελλάδα” – συνεχίζονται και σε περιμένουν στο ΕΜΣΤ, μαζί με ένα εντυπωσιακό έργο που μόλις εγκαινιάστηκε και είναι εμπνευσμένο από τον ρηξικέλευθο Έλληνα συνθέτη, αρχιτέκτονα και μαθηματικό.
Πρόκειται για την επιτόπια εμβυθιστική εγκατάσταση του Γερμανού καλλιτέχνη Viron Erol Vert, με τίτλο “The Hermit” (Ο Ερημίτης, 2023) που δημιουργήθηκε ειδικά για το Μουσείο και συγκεντρώνει όλα τα βλέμματα. Η πολυσύνθετη εγκατάσταση, σε επιμέλεια Ιόλης Τζανετάκη, διερευνά διάφορες όψεις της πρακτικής του Ξενάκη, και αναδεικνύει τη βαρύνουσα επιρροή του στους σύγχρονους μουσικούς και ηχητικούς καλλιτέχνες.
Ο Viron Erol Vert είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη. Έντονα επηρεασμένος από το πολυπολιτισμικό του υπόβαθρο, το οποίο κινείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τοποθετεί στο κέντρο της καλλιτεχνικής του έκφρασης θέματα ταυτότητας, καταγωγής και γεφύρωσης των αντιθέσεων.
Παρόλο που ο Vert έχει περάσει από διάφορες “μεταμορφώσεις” όσον αφορά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και τις εκφράσεις του, εξακολουθεί να έχει ένα βαθύ ενδιαφέρον για τη μουσική ως μεταμορφωτική δύναμη και τείνει να τη χρησιμοποιεί στα έργα του. Τα τελευταία χρόνια τα έργα αυτά είναι, ως επί το πλείστον, η δημιουργία χώρων που βγάζουν τους ανθρώπους από τη ρουτίνα της καθημερινότητας – χώροι όπου οι άνθρωποι μπορούν να συναντηθούν, να κάνουν μία παύση και να μοιραστούν εμπειρίες που δεν θα ήταν δυνατόν να μοιραστούν πουθενά αλλού.
Το έργο του Ξενάκη αντήχησε μέσα στον Vert με έναν πολύ προσωπικό τρόπο – ακουμπώντας και τις ελληνικές του ρίζες – και αυτή η ενέργεια τροφοδότησε το “The Hermit”.
Τον συναντήσαμε σκεπτόμενο μέσα στην “καρδιά” του έργου του, στον 3ο όροφο του ΕΜΣΤ, πρόθυμο να μας εξηγήσει πώς οραματίστηκε αυτή την πολύχρωμη “ωδή” στο έργο του Ξενάκη.
Η κουβέντα μας, όπως είναι φυσικό, ξεκίνησε με ερωτήσεις για την καταγωγή του, το όνομα Viron (Βύρων) και το πώς άρχισε να ασχολείται με τις τέχνες.
“Για μένα τα ελληνικά είναι πιο πολύ η γλώσσα του φαγητού, που με συνδέει ψυχολογικά με την έννοια “σπίτι”. Μιλούσα με τις γιαγιάδες και με τις θείες μου ρωμέικα στην Πόλη” μας λέει με νοσταλγία στα ελληνικά ο Viron, που θα μπορούσε σε ένα γύρισμα της μοίρας να λέγεται Ευδόξιος, από το όνομα του Έλληνα παππού του. Τελικά πήρε το όνομα ενός καλού φίλου των γονιών του.
“ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ”
“Ο παππούς μου έμενε στην Αθήνα και είχε χωρίσει με τη Ιταλίδα γιαγιά μου, η οποία έμενε στην Κωνσταντινούπολη. Έζησαν πολλά χρόνια μαζί στην Πόλη και μετά για πολιτικούς λόγους – όπως και πολλοί άλλοι – εκείνος επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και έφυγε από τη ζωή. Οι γονείς μου σήμερα ζουν στην Κωνσταντινούπολη, στην Alanya. Είναι Έλληνες “Ρωμιοί” (το λέει στα ελληνικά). Ο πατέρας μου είναι από την Αντιόχεια και η μητέρα μου είναι Ελληνίδα της Κωνσταντινούπολης.
Εγώ μεγάλωσα στη Βόρεια Γερμανία, στα σύνορα με Ολλανδία. Στα 18 έκανα καλλιτεχνικές σπουδές στο Βερολίνο και αρχικά ασχολήθηκα με το σχέδιο μόδας, μετά σπούδασα τέχνες στην Αμβέρσα, και επέστρεψα στο Βερολίνο, όπου σπούδασα υφαντουργία. Τότε ήταν η φάση που συνειδητοποίησα ξεκάθαρα ότι θέλω να εξελιχθώ στο κομμάτι των τεχνών.
Το ότι έχω ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο, με βοηθάει στο να έχω μία ευρεία γκάμα επιλογών, ερωτήσεων και απαντήσεων. Όλοι άνθρωποι προσπαθούμε διαρκώς να βρούμε μια ισορροπία, βυθισμένοι στις αντιθέσεις
Συνηθίζουμε οικογενειακώς να “μεταπηδάμε” ανάμεσα σε χώρες, πολιτισμούς και κουλτούρες. Εχω συνηθίζει αυτή τη μίξη γλωσσών, θρησκειών, φαγητών, υλικών. Και αυτό το μεταφέρω στα έργα μου. Φέρνω κοντά τις διαφορές και προσεγγίζω έτσι τα θέματα της ταυτότητας.
Το ότι έχω ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο, με βοηθάει στο να έχω μία ευρεία γκάμα επιλογών, ερωτήσεων και απαντήσεων. Συχνά δουλεύω με συμπληρωματικά χρώματα, επειδή νομίζω ότι έτσι είναι και η ζωή μας. Εμείς ως άνθρωποι βρισκόμαστε πάντα ανάμεσα στη μία δυνατότητα και την άλλη δυνατότητα. Στο ναι ή το όχι, το μπροστά ή το πίσω, το κοντά ή το μακριά. Έτσι είμαστε όλοι άνθρωποι. Προσπαθούμε διαρκώς να βρούμε μια ισορροπία βυθισμένοι στις αντιθέσεις.”
Το συγκεκριμένο έργο έχει μία αισθητική εμπνευσμένη από το nightclubbing. Είπες ότι γνώρισες το Βερολίνο στα 90ς. Πώς έχει εντυπωθεί μέσα σου εκείνη η ατμόσφαιρα;
“Ήμουν 19 ετών όταν σπούδαζα στο Βερολίνο και φυσικά παραδόθηκα στην κουλτούρα της πόλης. Ήμουν εκεί 4 ή 5 χρόνια μετά την πτώση του τείχους και το Βερολίνο ήταν ακόμα “διχασμένο” αισθητικά και κοινωνικά. Η γενιά μου ήταν μία “μπερδεμένη γενιά”, γιατί οι γονείς ζούσαν ακόμα στην Ανατολή, αλλά τα παιδιά όχι. Και υπήρχε, φυσικά, ο αγώνας να βρεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτό το νέο σύστημα. Θα έλεγα λοιπόν ότι όταν σπούδασα στο Βερολίνο, όλα ήταν ακόμα πολύ ανοιχτά. Ήταν πολύ φτηνά, ελεύθερα, υπήρχε πολύς χώρος. Πολλή πειραματική μουσική, techno, clubbing, παρελάσεις αγάπης. Μια πολύ ηδονιστική ζωή.
Για να χρηματοδοτήσω τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω πορτιέρης σε κλαμπ (στο περίφημο Berghain) και εργάστηκα για 25 χρόνια. Το μισό της ζωής μου στην πραγματικότητα. Στα κλαμπ βλέπεις πολλά πράγματα, συμπεριφορές, πολλούς ανθρώπους σε διαφορετικές και συχνά ακραίες καταστάσεις. Η δουλειά αυτή επηρέασε το έργο μου τόσο όσο οι σπουδές μου και η καταγωγή μου. Αυτός είναι ο λόγος που όταν δημιουργώ χώρους, έχουν πάντα και μια σύνδεση με τη νυχτερινή ζωή, με αυτόν τον κοινωνικό τόπο όπου συναντιέσαι και μοιράζεσαι έντονες εμπειρίες.”
Και φτάνουμε εδώ στο ΕΜΣΤ, όπου μας περιτριγυρίζει ένα εντυπωσιακό έργο, το οποίο συνδέεται με τον Έλληνα δημιουργό Ιάννη Ξενάκη. Πώς φτάσαμε εδώ;
“Προσκλήθηκα από την Κατερίνα Γρέγου και την Ιόλη Τζανετάκη να δουλέψω πάνω σε μια σύγχρονη άποψη του έργου του Ιάννη Ξενάκη.
Είχαμε ήδη συνεργαστεί για την Μπιενάλε της Ρίγας (Riga International Biennial of Contemporary Art – RIBOCA). Γνώριζα φυσικά τη βαρύτητα του ονόματος του Ξενάκη, αλλά όταν αποφάσισα να δουλέψω πάνω σε αυτό το έργο, έκανα εκτενή έρευνα. Πάντα όταν πρόκειται να δημιουργήσω ένα τέτοιου είδους έργο “σκάβω βαθιά”. Κάνω όλα τα σχέδια σε 3D. Συνήθως φτιάχνουμε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο του κτιρίου και στη συνέχεια αρχίζουμε να κάνουμε κολάζ και να παίζουμε με τους χώρους στο τρισδιάστατο μοντέλο. Οπότε, αρχικά, ο χώρος είναι πολύ σημαντικός. Δημιουργώ μία σχέση με τον χώρο, ή πάω ενάντια σε μια σχέση που υπάρχει ήδη με τον χώρο.
Ο Ξενάκης ήταν μία πολύ δημοκρατική προσωπικότητα. Δεν ασκούσε κριτική όταν έφτιαχνε ήχους – αν κάποιος είναι καλός ήχος ή κακός ήχος, αν είναι ωραίος στο αυτί ή αν είναι κλασικός. Στην πραγματικότητα ξεπερνούσε αυτό το είδος στενής πλαισίωσης!
Εδώ ξεκίνησα από έναν λευκό κύβο – έτσι ήταν η αίθουσα αρχικά. Και προσπάθησα να ξεφύγω από την υπάρχουσα δομή. Επιστρέφοντας στον Ξενάκη, μελέτησα και εμπνεύστηκα από το έργο του, που είναι φυσικά εξαιρετικό. Εστίασα σε ένα από τα πρώτα έργα του Ξενάκη, τα “Έξι τραγούδια για πιάνο” (1950-51) – μια σύντομη σουίτα για πιάνο, η οποία εμπεριέχει πολλά στοιχεία ρουμανικής και ελληνικής δημοτικής μουσικής. Είναι ένας Έλληνας που έζησε εκτός Ελλάδας για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκείνη την εποχή αναζητούσε τις πολιτισμικές του ρίζες – κάτι με το οποίο μπορώ να ταυτιστώ. Και επίσης έλεγε ότι πρέπει να καταλάβεις πρώτα τη μουσική των προγόνων σου, ώστε μετά να γίνεις καλύτερος μουσικός. Και έτσι άρχισε να προβληματίζεται και να αναλύει την ελληνική δημοτική μουσική και τους ήχους της γης, του νερού, της πέτρας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έφτιαξε έξι κομμάτια. Αυτά δίνουν πνοή και έμπνευση στον χώρο εδώ που καθόμαστε.
Όλα όσα βλέπετε εδώ μέσα είναι βασισμένα στον αριθμό έξι. Συχνά χρησιμοποιώ στοιχεία αριθμολογίας στα έργα μου. Το έξι είναι ένας πολύ δυνατός αριθμός. Είναι ο αριθμός των “αγαπημένων”, της αγάπης, της δημιουργικότητας και της σύζευξης των αντιθέτων. Νομίζω λοιπόν ότι ο Ξενάκης είναι ένας άνθρωπος που φέρνει κοντά τα αντίθετα και συνθέτει τις διαφορές μέσα στο έργο του.
Ένα άλλο στοιχείο πάνω στο οποίο βασίστηκα είναι η ακολουθία Fibonacci, στην οποία κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο αριθμών που προηγούνται αυτού, κάτι με το οποίο είχε ασχοληθεί ο Ξενάκης ως μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στο έργο ξεκινάμε από τη μέση, πολύ συμμετρικά, και μετά συνεχίζουμε πιο abstract σε κάθε βήμα. Ό,τι βλέπετε στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένο με βάση την ακολουθία Fibonacci. Τα ύψη της κατασκευής, το μήκος των έξι μελωδών, το πολύχρωμο σχέδιο στο έδαφος που φτάνει στον τοίχο και ανυψώνεται – είναι όλα “χτισμένα” πάνω σε αυτή τη λογική. Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα έργο που να συνδέεται και να πηγάζει από το έργο του Ξενάκη με μία σύγχρονη ματιά και άποψη.”
Υπάρχει κάτι άλλο που ανακάλυψες για τον Ξενάκη εμβαθύνοντας στο έργο του;
“Είναι μια πολύ ιδιαίτερη και μοναδική χαρισματική προσωπικότητα. Είχε μια ζωή με πολλές δυσκολίες, τις οποίες αντιμετώπισε με θάρρος από νεαρή ηλικία και μας δείχνει, με το παράδειγμά του, πώς είναι η ζωή. Η αλήθεια στο έργο του είναι τόσο ισχυρή, που ακόμα και σήμερα βρίσκουμε μεγάλο ενδιαφέρον να το “ξαναδιαβάσουμε”, να το κατανοήσουμε και να μάθουμε από αυτό.
Στην εποχή που βρισκόμαστε είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να μοιραστούν μαζί μια εμπειρία, μια στιγμή απόλαυσης. Είναι, κατά τη γνώμη μου, πολιτική δήλωση το να περνάς καλά.
Επίσης, ήταν μία πολύ δημοκρατική προσωπικότητα, όπως ψυχανεμίστηκα από το έργο του. Δεν ασκούσε κριτική όταν έφτιαχνε ήχους – αν κάποιος είναι καλός ήχος ή κακός ήχος, αν είναι είναι ωραίος στο αυτί ή αν είναι κλασικός. Στην πραγματικότητα ξεπερνούσε αυτό το είδος πλαισίωσης, αυτά τα στενά κλασικά στοιχεία. Προσπαθώ, λοιπόν, σε αυτόν τον χώρο να δείξω αυτή τη “δημοκρατική” διάσταση μέσα από τα χρώματα και το παιχνίδι με το σκοτάδι. Έχουμε έξι αποχρώσεις σε κάθε βασικό χρώμα. Από ένα σκούρο μπλε πηγαίνουμε σε ένα πολύ ανοιχτό μπλε και αντίστροφα. Υπάρχει μία ανταλλαγή, ένα γιν και γιανγκ, ένα “έρχομαι και πηγαίνω” και είναι κάτι που έβαλα και στον ήχο.
Ειδικά στην εποχή που βρισκόμαστε, νιώθω ότι όλα αλλάζουν αυτή τη στιγμή πολύ έντονα και είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να μοιραστούν μαζί κάτι, μια εμπειρία, μια κοινή στιγμή απόλαυσης. Είναι, κατά τη γνώμη μου, μια πολιτική δήλωση το να περνάς καλά.
Κάποιος με ρώτησε για την κουλτούρα της rave μουσικής και των clubs, και αν αυτό έχει μία πολιτική διάσταση. Σε ένα κλαμπ πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται. Ως πορτιέρης έβλεπα εκατομμύρια ανθρώπους να περνάνε από μπροστά μου, διαφορετικού φύλου, σεξουαλικότητας, σωματικής διάπλασης. Έρχονται όλοι μαζί και μοιράζονται μια στιγμή χαράς, μαζί στο κλαμπ και αποδέχονται ο ένας τον άλλον και εμπνέονται ο ένας από τον άλλον. Κάτι τέτοιο θέλω να μεταφέρω στα έργα μου.”
Ποια είναι τα ηχοτοπία που ακούμε στον “Ερημίτη”;
“Μέσα από τα έξι χρώματα και τις έξι αισθήσεις και τις έξι καταστάσεις, ήθελα να έχουμε έξι διαφορετικές ηχητικές στιγμές που αντιπροσωπεύουν κάθε μία από αυτές τις ενέργειες. Προσκαλέσαμε έξι ηχητικούς καλλιτέχνες/ μουσικούς [Agatha & Kristianna Tsimpi, Korhan Erel, Franziska Lantz, Alexander Stewart / Ge1, Saint Precious, André Vida], οι οποίοι εμπνεύστηκαν με διαφορετικούς τρόπους και δίνοντάς μας αρχεία ήχου, που ακούγονται διαδοχικά στο πλαίσιο της εγκατάστασης. Όμως ο επισκέπτης μπορεί να “παράξει” ήχους πάνω στους έξι μελωδούς, που μετατρέπουν τον ίδιο τον χώρο σε μουσικό όργανο. Μπορείς να έρθεις εδώ να αράξεις με τους φίλους σου ή μόνος σου να σκεφτείς.”
Ασφαλώς και το φως παίζει τον ρόλο του…
“Ήθελα να υπάρχει μόνο μια πηγή φωτός στη μέση και να διαχέεται, επειδή ταιριάζει πολύ και στον Ερημίτη (Hermit). Στην κάρτα του ερημίτη στα ταρώ η φιγούρα κρατάει ένα φως στο χέρι και περπατάει μόνος στο μονοπάτι του [Ο ερημίτης αποσύρεται από τα γεγονότα, για να κάνει ενδοσκόπηση και να αναζητήσει την εσωτερική φωνή ή να επικαλεστεί το όραμα που θα έρθει από μέσα του]. Ήθελα όλα να μοιάζουν σαν να έρχονται από το κέντρο. Φυσικά, στην καθημερινότητα έρχεται φως από τα παράθυρα, αλλά και αυτό έχει στον συμβολισμό του. Κοιτάζεις έξω, βλέπεις τον δρόμο, βλέπεις τα αυτοκίνητα. Θέλουμε οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης με την πόλη και την κοινωνία.”
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο Ερημίτης; Είσαι εσύ; Ήταν ο Γιάννης Ξενάκης;
“Δεν μπορώ να μιλήσω για εκείνον φυσικά, αλλά από την ατμόσφαιρα του έργου του θα έλεγα ότι ήταν ένας “ερημίτης”. Νομίζω ότι γενικά τα μεγάλα δημιουργικά μυαλά είναι λίγο μόνα τους, σε έναν παράλληλο δικό τους κόσμο. Βέβαια γενικότερα όπως λέω πάντα για τον άνθρωπο, γεννιόμαστε μόνοι και θα φύγουμε μόνοι. Αλλά και ο καλλιτέχνης ίσως πιο πολύ, επειδή βάζει τη ζωή του και τα συναισθήματά του και τις συγκινήσεις του σε κάτι που είναι το έργο του, νιώθει λίγο ερημίτης. Προβληματίζεται, οραματίζεται και παρατηρεί την κοινωνία. Και αυτή την παρατηρητικότητα, ο καλλιτέχνης τη βάζει και στη δουλειά του.
Προσωπικά δεν φοβάμαι να είμαι μόνος. Δεν είναι εύκολο, αλλά νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία να συλλογιστείς, να καταλάβεις τον εαυτό σου, τις επιθυμίες σου.
Ξέρετε, όταν πεθαίνουμε, νομίζω ότι το μόνο πράγμα που μένει είναι ότι κάποιος μπορεί να μας θυμάται. Οταν κάποιος πεθαίνει πριν από 20 χρόνια, αφήνει πίσω ένα έργο, και μετά η νέα γενιά ανθρώπων συναντιέται σήμερα σε έναν χώρο όπως το ΕΜΣΤ και απολαμβάνει επαφές με τέχνη και μουσική, αυτό είναι υπέροχο. Θα ήθελα μία μέρα κάποιος να το κάνει και για μένα.”
Yπάρχει κάτι που θα ήθελες ιδανικά να νιώσει ο επισκέπτης του ΕΜΣΤ, όταν περπατήσει μέσα στον χώρο της εγκατάστασης;
“Θα πω αυτό που λένε όλοι οι καλλιτέχνες, ότι θα ήθελα ο επισκέπτης να νιώσει ελεύθερος και να εισπράξει το έργο όπως επιθυμεί. Να το νιώσει, να παίξει με τους ήχους, να έρθει με τους φίλους του, να ξαπλώσει μαζί τους και να κοιτάξει τον ουρανό, να κλείσει τα μάτια και να αφουγκραστεί ή να διαβάσει ένα βιβλίο. Θα ήθελα οι επισκέπτες να περάσουν όμορφα σε αυτόν τον χώρο και ίσως να επιτρέψουν σε μία ιδέα να έρθει ξαφνικά στο κεφάλι τους. Ας βγούμε λίγο έξω από τους κανόνες της καθημερινής ζωής. Είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στους ανθρώπους.”
VIRON EROL VERT. THE HERMIT
Project Room 1- 3ος όροφος
www.emst.gr