ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 80S ΜΕ ΤΗΝ CREEP RECORDS

Το Return of the Creeps είναι ένας DIY φόρος τιμής στην εταιρία που αποτέλεσε τη μήτρα της ελληνικής new wave σκηνής, κυκλοφορώντας δίσκους που σημάδεψαν ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή. Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαντζής μίλησε στο Magazine εν όψει της πολυαναμενόμενης πρώτης προβολής στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Κάποιος θα πει ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αν είχες ξασμένο μαλλί σαν του Ρόμπερτ Σμιθ των Cure και έμπαινες στο λεωφορείο, οι υπόλοιποι επιβάτες σιωπούσαν και έστρεφαν μακριά σου το βλέμμα τους – εκτός και αν σε κοιτούσαν επίμονα κουνώντας απαξιωτικά το κεφάλι. Άλλος θα πει ότι αν ήσουν πάνκης και περπατούσες στο δρόμο φορώντας κολλητά παντελόνια και σκισμένες μπλούζες, πάντα κάποιος θα σε έκραζε, μπορεί ακόμη και κέρματα να σου πετούσαν. Όχι ότι δεν συνέβαινε το ίδιο αν στην Αθήνα εκείνη τη μεταιχμιακή περίοδο ανταποκρινόσουν εμφανισιακά στα κελεύσματα οποιουδήποτε από τα νεωτεριστικά ρεύματα μουσικής που ξέφευγαν από την κλασική ποπ και ροκ εικονογραφία. Αν κυκλοφορούσες δε και με καμιά κιθάρα στην πλάτη, ίσως και να πήγαινες ακόμα περισσότερο γυρεύοντας.

Όλοι όσοι σήμερα τα θυμούνται αυτά ακριβώς γιατί τότε τα έζησαν στο πετσί τους θα ανατρέξουν νομοτελειακά σε ένα γεγονός κομβικής σημασίας για τη νεολαία εκείνης της εποχής που παρά τις αντιξοότητες έψαχνε τα μουσικά και αισθητικά πατήματά της στην εναλλακτική πλευρά του φεγγαριού: Το «Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Ροκ», δηλαδή το συναυλιακό τριήμερο με Birthday Party, New Order και Fall που πραγματοποιήθηκε στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ Σπόρτιγκ, στις 17, 18 και 19 Σεπτεμβρίου 1982, μια διοργάνωση της εταιρίας Independent Sound του Γιώργου -G Poly- Πολυχρονίου, που ήταν και η πρώτη εταιρία διανομής ανεξάρτητων άλμπουμ στην Ελλάδα, φέρνοντας στα εγχώρια δισκάδικα τίτλους από δισκογραφικές όπως η Factory και η 4AD. Μπορεί να είχε προηγηθεί η συναυλία των Police (30/3/1980, Σπόρτιγκ) και του Ρόρι Γκάλαχερ (12/91981, Γήπεδο ΑΕΚ, Νέα Φιλαδέλφεια), ήταν όμως αυτό το εναλλακτικό φεστιβάλ που σηματοδότησε αν όχι τη γέννηση, τότε σίγουρα την ύπαρξη «κάτω από το ραντάρ» μιας νέας σκηνής, η οποία συσπειρώθηκε γύρω ή ίσως και να ανθοφόρησε μέσα από την Creep Records, την πιο σημαντική ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία στην Ελλάδα εκείνα τα τόσο «άνυδρα» χρόνια – αν όχι και μέχρι σήμερα όπως επιμένουν όσοι εξαίρουν το ειδικό βάρος των Metro Decay, Yell-O-Yell, Villa 21, Cpt Nefos, και των υπόλοιπων συγκροτημάτων που ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν δίσκους με την ούγια της. Ακόμη και όσοι λόγω ηλικίας τα ανακάλυψαν όλα αυτά ετεροχρονισμένα, όπως ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Return of the Creeps». O Νίκος Χαντζής γεννήθηκε το 1987, ένα χρόνο αφότου έπεσε η αυλαία της εμβληματικής Creep, και θυμάται καθαρά και με τον πηγαίο λυρισμό που χαρακτηρίζει κάθε οριακή εφηβική εμπειρία, την πρώτη του επαφή με τον ήχο και τα συγκροτήματά της. 

Μπάμπης Δαλίδης και η μπάντα The Vyllies.

«Οι μνήμες μου γυρνάνε 20 χρόνια πίσω. Το μιλένιουμ έχει μπει για τα καλά. Η ζωή στην επαρχία είναι ασφυκτική και η μουσική το μοναδικό καταφύγιο όλες τις ώρες της ημέρας. Σε μια εποχή άνευ διαδικτύου, υπολογιστών, smartphones και γενικώς έτοιμης πληροφορίας, η οποιαδήποτε νέα μουσική ανακάλυπτες, έμπαινε για τα καλά στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου σου. Στη συνηθισμένη κοπάνα από το σχολείο, στην καθιερωμένη επίσκεψη στο δισκάδικο, οι ώρες μέχρι να περάσει το μεσημεριανό λεοφωρείο για το σπίτι ήταν μετρημένες, οπότε έπρεπε η “ψαξιματική” στα ράφια να είναι διεξοδική και αποτελεσματική. Μια μέρα, αφού έχω αποφασίσει με ποια CD θα αναχωρήσω, τα βήματά μου με πάνε στην προθήκη με τις συλλογές απέναντι ακριβώς από το ταμείο. Ανάμεσα σε δεκάδες αδιάφορες συλλογές απ’ όλα τα ελληνικά μουσικά είδη, στο τελευταίο ράφι υπήρχε μια με ένα πολύχρωμο εξώφυλλο που την έβλεπα πολλούς μήνες στο ίδιο ακριβώς σημείο άθικτη.

Metro Decay

Θυμάμαι το τελευταίο ράφι ήταν τόσο χαμηλά που σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα. Θυμάμαι ακόμη και το ταλαιπωρημένο σελοφάν της συσκευασίας, άφηνε στα δάχτυλα ένα παχύ στρώμα σκόνης, αυτό που μαζεύεται όταν περιεργάζεσαι CD και βινύλια με τις ώρες. Το περίεργο εξώφυλλο ήταν αρκετά εντυπωσικό και ο τίτλος αινιγματικός: “Return of the Creeps”. Οι μπάντες που αναγράφονταν στην πίσω πλευρά μου ήταν εντελώς άγνωστες ή αμυδρά μου έρχονταν στο μυαλό επειδή ίσως τις είχε πάρει το μάτι μου όποτε ξεφύλιζα το εγκόλπιο Get That Beat του Ντίνου Δηματάτη (το discogs της εποχής). Κάτι οι άγνωστες μπάντες, κάτι η υψηλή της τιμή για το δικό μου πενιχρό μπάτζετ, δεν αγόραζα για μήνες τη συλλογή. Ώσπου εκείνη την μέρα, άφησα πίσω στα ράφια ό,τι άλλο είχα διαλέξει και πήγα προς το ταμείο με το “Return of the Creeps” ανα χείρας. Η αγωνία μέχρι να μπω στο λεοφωρείο και το CD να μπει στο φορητό CD Player -αυτό το φθηνό που αποκαλούσαμε “ντισκμαν” και δεν άντεχε τους κραδασμούς, απλά κόλλαγε- που είχα μονίμως στην σχολική μου τσάντα, κορυφωνόταν. Φοράω τα ακουστικά και πατάω play. Ένα παιδικό παιχνίδι αρχίζει να κουδουνίζει και διαπερνάει τα αυτιά μου. Η μπασογραμμή από τα “Κειμήλια” των Metro Decay έχει ξεκινήσει και το συνθεσάιζερ με γρατζουνάει στην καρδιά. Αυτό ήταν. Είχα ήδη μολυνθεί».

Σε μια εποχή που ήταν αρκετά δεμένος συναισθηματικά με συγκροτήματα όπως οι Τρύπες, τα Μωρά στη Φωτιά και τα Διάφανα Κρίνα, ο ήχος και η εικόνα της Creep αποτέλεσε για εκείνον τον καταλύτη μιας μεγάλης αισθητικής μετατόπισης. «Ήταν κάτι εντελώς αλλιώτικο από τις υπόλοιπες μπάντες της “κατεστημένης” ελληνικής ροκ σκηνής που επικρατούσε την δεκαετία του ’80. Ήταν σαν μην υπήρχε άλλος τέτοιος σκοτεινός ήχος στην Ελλάδα νωρίτερα, με το μπάσο και τα συνθεσάιζερ στην πρώτη γραμμή. Ένας ήχος που μοιάζει να ξεπήδησε κατευθείαν από τα τσιμέντα μιας βρώμικης μητρόπολης. Μελωδίες που σε κάνουν να χορεύεις αυτό το αέναο μπρος-πίσω σε σκοτεινά υπόγεια»

Από εκείνη τη μέρα στο δισκάδικο «η αναζήτηση για οτιδήποτε είχε να κάνει με την Creep φάνταζε αναγκαία. Μέχρι και σήμερα νομίζω ότι οφείλω όλη μου την μουσική παιδεία σε εκείνη τη συλλογή. Και αν μου έλεγε τότε κάποιος ότι 20 χρόνια μετά ο τίτλος της θα γινόταν τίτλος ενός δικού μου ντοκιμαντέρ μάλλον θα τον έλεγα τρελό».

Villa 21

Ο Χαντζής, όπως θα περίμενε κανείς, σήμερα έχει στην κατοχή του όλους τους δίσκους που κυκλοφόρησε πριν από 40 περίπου χρόνια η Creep Records – για ευνόητους λόγους κάποιους σε επανεκδόσεις, «μου λείπουν ναυαρχίδες πρώτης έκδοσης, όπως το “Hello, Hell!” των Yell-O-Yell και το ομώνυμο EP των The Vyllies».

Το συγκεκριμένο δωδεκάιντσο του γυναικείου συγκροτήματος από την Ελβετία είναι και η μοναδική «αλλοδαπή» κυκλοφορία της Creep. Έτυχε να γνωριστούν στην Ίο με τους Yell-O-Yell, παρέμειναν στην Αθήνα όσο εκείνοι ηχογραφούσαν στο στούντιο και στα διαλείμματα οι Vyllies έγραψαν τα δικά τους τραγούδια. Το μόνο που χρειάζονταν άλλωστε ήταν το φτηνότερο keyboard της αγοράς, ένα πρωτόγονο Casio ήταν αρκετό για τον μινιμαλιστικό dark-pop ήχο τους. «Έτσι, από το πουθενά, βρεθήκαμε με άλλη μία πολύ καλή κυκλοφορία, που αγαπάω μέχρι σήμερα, στο ρόστερ της Creep» λέει στην κάμερα Μπάμπης Δαλίδης, σχεδόν μισό αιώνα αφότου αποφάσισε να ιδρύσει την εταιρία, επηρεασμένος από όσα διάβαζε στην NME και το Melody Maker, «δηλαδή ασχολιόμουν πολύ και με ενδιέφερε τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Αγοράζοντας αυτά τα περιοδικά είχα ζήσει το ξεκίνημα του punk και του new wave μετέπειτα, ήμουν ενήμερος. (…) Μιλάμε για Damned, Sex Pistols, τέτοια πράγματα. Και μετά Bauhaus, Cure, Chrome, Killing Joke, τα παίρναμε και τα ακούγαμε, οπότε μπορείς να πεις ότι ήμασταν συγχρονισμένοι με το τι συνέβαινε έξω. (…) Με το που απολύομαι από το στρατό το ’81 ανοίγω ένα μαγαζί στα Εξάρχεια, το Blow-Up, δισκάδικο, κι εκεί μου μπήκε η ιδέα, παρακολουθώντας την άνθιση του do-it-yourself στην Αγγλία, να φτιάξω την Creep»

Απολαυστική είναι η αφήγηση του μπροστά στην κάμερα του Νίκου Χαντζή όσον αφορά το πρακτικό κομμάτι της όλης υπόθεσης. «Για να στηθεί η Creep, ως εταιρία δηλαδή, με τόση χαρταδούρα από πίσω, δεν είχα καθόλου εμπειρία και δεν ήθελα καθόλου να ασχοληθώ. Το δικό μου πλάνο ήταν το καλλιτεχνικό κομμάτι, δηλαδή ηχογραφήσεις, εξώφυλλα, να τρέξω για τα εργοστάσια, αλλά μη μου πεις για “εταιρικά”. Για να λύσω αυτό το πράγμα, χρειάστηκα τη βοήθεια του πατέρα μου, ο οποίος τότε, ως συνταξιούχος στρατιωτικός, βοηθούσε κάποιον γνωστό του που έκανε εισαγωγές από λέβητες. Έκαναν μια τροποποίηση στο καταστατικό και έβαλαν μέσα: “Λέβητες: Εισαγωγές-Πωλήσεις και παραγωγή δισκογραφημάτων και διάθεση αυτών” κλπ. Η εταιρία ήταν σαν υποκατάστημα μιας ελβετικής ή βελγικής ονόματι Saint Roch. Γι’ αυτό αν δεις τους δίσκους της Creep από πίσω, λέει πάντα Saint Roch Hellas LTD. Δηλαδή είχα μπει τσόντα στο καταστατικό της. Οπότε λύθηκε αυτό. Από κει και μετά τεχνογνωσία δεν είχα. Ήθελα να είναι μια εταιρία με συνέπεια όπως η 4AD και η Factory. Ήθελα να έχει μια κατεύθυνση. Στην ουσία ήταν η δική μου κατεύθυνση, οι ήχοι που άκουγα εγώ, τα κομμάτια που μου άρεσαν»

Μπάμπης Δαλίδης

«Ήταν ο μπαμπάς του Μπάμπη, ο Ροδόλφος, όταν ανεβήκαμε στη Μεγίστης (σ.σ. στην Κυψέλη, όπου βρίσκονταν τα γραφεία της εταιρίας με τους λέβητες και συστεγαζόταν η Creep), μη γνωρίζοντας τι θα βρούμε, περιμένοντας τα γραφεία των ονείρων μας» λέει ο Γιώργος Κουλούρης των South of No North. «Είδαμε λέβητες. Και ένα συμπαθέστατο κύριο. Πήρε με μεγάλη χαρά το demo και είπε ότι θα μας ειδοποιήσει. Και μας ειδοποίησan. Είναι η δύναμη της άγνοιας και η δύναμη της θέλησης που σε βοηθάνε να καταφέρεις αυτό που ονειρεύεσαι. Δεν θα μπορούσαν να είχαν βγει σε καμία άλλη εταιρία οι South. Κι αυτό, πέρα από τη βεβαιότητα του τότε παρόντος μας, το καταλάβαμε και μετά. Γιατί δεν ήταν εταιρία η Creep, προσομοίαζε αδελφότητα θα έλεγα».

Το όνειρο μας έγινε πραγματικότητα χάρη στον Μπάμπη Δαλίδη, ο οποίος μόλις άκουσε τα κομμάτια μας, είπε αμέσως ναι» θυμάται ο Φρανκ Βακούλας των Headleaders.

«Οι δισκογραφικές εταιρίες την περίοδο εκείνη κυνηγούσαν τα εμπορικά συγκροτήματα» λέει ο Ανδρέας Παπαδόπουλος των Villa 21. «Οι new wave μπάντες ήταν δύσκολο να προσεγγίσουν ένα πιο ευρύ κοινό οπότε ήταν δύσκολο να φιλοξενηθούν από αυτές τις εταιρίες»

«Από τη στιγμή που οι Villa 21, οι Yell-O-Yell και οι Headleaders έβγαλαν δίσκο, το κάθε συγκρότημα σκεφτόταν: Μπορεί να βγάλουμε κι εμείς αν προσπαθήσουμε» τονίζει ο Αιμίλιος Κατσούρης, μετέπειτα ιδρυτής της επίσης πολύ σημαντικής Hitch Hyke Records. «Ενώ πριν από δέκα χρόνια, ένα γκρουπ που μπορεί να έπαιζε ροκ εν ρολ στην Ελλάδα για να βγάλει δίσκο ήξερε ότι ο μόνος τρόπος ήταν να κάνει κάτι εμπορικό, διαφορετικά ήταν αδιανόητο».

«Όταν άκουγα μια κασέτα που έφερνε κάποιο γκρουπ που μου κέντριζε το ενδιαφέρον, πάντα πήγαινα στις πρόβες τους. Ήθελα να δω κι άλλα πράγματα. Τι άλλα κομμάτια έχουν, πώς είναι το γκρουπ οπτικά» λέει ο Δαλίδης. Άπαξ και αποφάσιζε να τους εντάξει στο δυναμικό της Creep, σειρά είχε η επαγγελματική ηχογράφηση σε κανονικό, ακριβοπληρωμένο στούντιο. «Με τους ηχολήπτες είχαμε μεγάλη δυσκολία γιατί είχαν συνηθίσει να γράφουν άλλα είδη μουσικής» λέει ο Παπαδόπουλος των Villa 21 και ο Δαλίδης συμπληρώνει: «Το είδος που παίζαμε ήταν λίγο πρωτόγνωρο για τους ηχολήπτες. Τους καημένους τους ταλαιπωρήσαμε πάρα πολύ. Ειδικά έναν τον βγάλαμε από τα ρούχα του. Είχαμε διαφωνίες από το πρώτο σινγκλάκι των Yell-O-Yell». Ώσπου έπιασε δουλειά στο συγκεκριμένο στούντιο ένας μεγαλωμένος στη Νότια Αφρική και πρόσφατα επαναπατρισμένος ηχολήπτης ονόματι Χρήστος Μανωλίτσης που άκουγε ροκ. «Στα 24 μου βρέθηκα να δουλεύω στο Mastersound. Το πρώτο άλμπουμ που μου ανάθεσαν να κάνω ήταν το Ghost on the Move των Villa 21. Στα βαθιά κατευθείαν. Και ξεκινήσαμε μια συνεργασία που διήρκεσε πολλά χρόνια, πολλές ώρες παρέας».

Από το ντοκιμαντέρ.

Δεκαετίες αργότερα το συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Return of the Creeps» αποτελεί κατά κάποιο τρόπο απότοκο και της πρόσφατης πανδημίας, σύμφωνα με τον Νίκο Χαντζή, ο οποίος είχε ήδη ντεμπουτάρει σκηνοθετικά ένα χρόνο πριν από το πρώτο λόκνταουν με το «Μusic For Ordinary Life Machines», ένα ντοκιμαντέρ για την Μinimal Synth & Synthpunk σκηνή στην Ελλάδα. «Είχε κάνει ήδη ένα μεγάλο κύκλο, επί ελληνικού εδάφους, αλλά όχι όπως θα ήθελα ιδανικά. Η πανδημία χάλασε πολλά σχέδια, κυρίως προβολές στο εξωτερικό. Αναβολές, ακυρώσεις, live streaming, ένα σωρό δυσκολίες το είχανε κάνει να μείνει στην άκρη και να περιμένει να ηρεμήσει η μπόρα για να συνεχίσει το ταξίδι του, κάτι που τελικά έγινε ευτυχώς σε ένα βαθμό». Ώσπου τον Δεκέμβριο του 2020, μέσα στο δεύτερο λόκνταουν, «μία μέρα από το πουθενά μου σκάει η ιδέα να κάνω κάτι γιa την Creep. Ακόμα θυμάμαι τη ευφορία που ένιωσα. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο το ότι ήταν ένα θέμα που γνώριζα καλά ως ακροατής, οπότε θεώρησα ότι θα μου είναι και ευκολο να το υλοποιήσω. Σε επίπεδο pre-production, η έρευνα που χρειαζόταν να γίνει για το συγκεκριμένο θέμα προυπήρχε ήδη μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου, οπότε όλα κύλησαν υπέροχα. Χωρίς καν δεύτερη σκέψη, είπα στον ευατό μου ναι, θα το κάνω».

Την επόμενη κιόλας μέρα επικοινώνησε με τον ιδρυτή της Creep, Μπάμπη Δαλίδη. «Είναι εξαιρετικός άνθρωπος, αγαπάει πολύ την μουσική και εκτίμησε τις αγνές προθέσεις μου. Οπότε δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να τον πείσω. Πόσο μάλλον όταν του αράδιασα όλο το χρονοαδιάγραμμα που είχα φτιάξει στο μυαλό μου» λέει ο Χαντζής. Ως επί το πλείστον δεν δυσκολεύτηκε ούτε με τις μπάντες. «Κάθε γύρισμα μαζί τους ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Πόσο μάλλον όταν συνειδητοποιούσα ότι συνομιλώ face to face με μουσικούς ήρωες που μου έκαναν συντροφιά από τα σχολικά μου χρόνια και καθόρισαν την μουσική μου κουλτούρα. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιου είδους δυσκολία κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, θα έλεγα ότι ήταν περισσότερο προσωπική στεναχώρια όταν δεν κατάφερα να κάνω συνέντευξη με μία συγκεκριμένη μπάντα, η οποία και τελικά απουσιάζει τελείως σε “συνεντευξιακό” επίπεδο. Ευτυχώς όμως η παρουσία τους στην ταινία με αρχειακό υλικό και μουσικές είναι εμφανέστατη και δυνατή. Οι παρατηρητικοί θεατές και γνώστες της Creep θα το καταλάβουν μόλις δουν την ταινία. Επίσης μία δυσάρεστη στιγμή ήταν ο χαμός του Σπύρου Φάρου (Spy Spider). Ο Σπύρος, ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και καλιτέχνη που θα ήθελα να έχω στο ντοκιμαντέρ. Τον προσέγγισα, αλλά ήταν μάταιο. Δυστυχώς η κλονισμένη υγεία του δεν μας επέτρεπε να κάνουμε γύρισμα. Λίγο καιρό μετά μας άφησε».

Τρεις ήταν οι μήνες των γυρισμάτων μέσα στο 2021, άλλους τόσους χρειάστηκε για το μοντάζ και το post production το 2022, με το μπάτζετ του φιλόδοξου εγχειρήματος να είναι μηδενικό, και το DIY πείσμα του αρκετό για να ολοκληρώσει ο Χαντζής την έρευνα, να συγκεντρώσει «ανεκτίμητα οπτικοακουστικά ντοκουμέντα τα οποία ούτε εγώ φανταζόμουν ότι υπήρχαν, πολλά από τα οποία κάνουν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά στο ντοκιμαντέρ», να εξασφαλίσει συνεντεύξεις on camera με τους Μetro Decay, τους Headleaders, τους Clown, τον Angelo, τους Art of Parties, τις Vyllies από την Ελβετία και το υπόλοιπο ρόστερ, και φυσικά την εκ βαθέων εξομολόγηση του ιδρυτή της Creep (αλλά και ντράμερ των Villa 21), Μπάμπη Δαλίδη, που αφήνει τον θεατή άφωνο ειδικά όταν περιγράφει τη στιγμή που σήμανε το τέλος ενός label που ούτως ή άλλως δεν έπιασε ποτέ την καλή. Το Magazine δεν θα κάνει spoiler, κρατήστε όμως στο μυαλό σας εν όψει της προβολής την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου στις Νύχτες Πρεμιέρας τις εξής λέξεις: Nick Cave and the Bad Seeds.

«Ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσω λίγο παραπάνω για να την κρατήσω» λέει ο Δαλίδης. «Ίσως αν περνούσαμε τον σκόπελο τότε να συνέχιζε η Creep. Ή μπορεί και πάλι να μη συνέχιζε, που είναι και το πιθανότερο. Αλλά τουλάχιστον θα είχα ολοκληρώσει αυτά που είχα ήδη στα σκαριά και είχα δώσει το λόγο μου». Αυτό μόνο μετανιώνει.

Από το ντοκιμαντέρ.

Η αυλαία έπεσε το 1986 μετά από 21 κυκλοφορίες. Την περίοδο 1995-1997 η Creep επαναδραστηριοποιήθηκε με τη συνεργασία της FM Records, επανεκδίδοντας κάποιους δίσκους του υπάρχοντος καταλόγου και κυκλοφορώντας νέους των Blackmail, των Nightstalker και την περιβόητη συλλογή «Return of the Creeps». 

«Εμείς που είμαστε τυχεροί και είμαστε εδώ, ενώ κάποια παιδιά της Creep Records δεν είναι πλέον μαζί μας, εκτιμούμε όλο αυτό το πράγμα και το σεβόμαστε, άσχετα αν δεν το δείχνουμε ή δεν το διαφημίζουμε. Όλοι μέσα μας έχουμε σαν φυλαχτό αυτό που κάναμε τότε. Όλες οι μπάντες» λέει ο Γιάννης Παπαϊωάννου που για τους τότε δίσκους του ως Rehearsed Dreams είχε γραφτεί στο περιοδικό Ήχος το εξής αμίμητο: «Μας είχαν περιγράψει σαν “ξεδοντιασμένα βαμπίρ με ηπατίτιδα επειδή μιλούσαμε τόσο πολύ για θάνατο»

«Πολλές άλλες ανεξάρτητες εταιρίες θα ζήλευαν τον πλούσιο και ποικιλόμορφο κατάλογό της» τονίζει ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ. «Κακά τα ψέματα, οι μπάντες που πέρασαν από την στέγη της Creep σφράγισαν ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή και σκηνή. Κατ’εμέ αποτελούν την αφρόκρεμα του τότε ανεξάρτητου σκοτεινού ήχου στην Ελλάδα. Πολλές σημερινές μπάντες που παίζουν αυτό το ύφος, νομίζω έχουν ως “ευαγγέλιο” μουσικά έργα όπως το “Fell Frozen” των South of No North και την “Υπέρβαση” των Metro Decay. Ta σινγκλάκια είναι όλα καταπλητικά στο σύνολό τους. Και τα άλμπουμ είναι ένα κι ένα».

Το Magazine χρειάστηκε να του βάλει το μαχαίρι στο λαιμό για να διαλέξει το δικό του Top 5:

  1. Metro Decay – Υπέρβαση (1984 – CREEP05) / 2. South Of No North – Fell Frozen (1986 – CREEP13) / 3. Villa 21 – A Ghost on the Move (1983 – CREEP04) / 4. The Reporters – Bare Hands (1983 – CREEP01) / 5. The Vyllies – The Vyllies (1984 – CREEP06)

Info:

Το ντοκιμαντέρ «Return of the Creeps» του Νίκου Χαντζή θα προβληθεί την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου (20:00, Άστυ) στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα