FARAWAY DOWNS: ΠΩΣ ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ ΚΑΙ ΧΙΟΥ ΤΖΑΚΜΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕΙΡΑ, 15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Η μίνι σειρά του Disney+ επισκέπτεται το φιλμ Australia του 2008 και του κάνει μερικές απαραίτητες βελτιώσεις.
Στα μέσα των ‘00s, ο Μπαζ Λούρμαν είχε μια τεράστια λευκή επιταγή, να κάνει ό,τι θέλει.
To Moulin Rouge! του 2001 δεν ήταν ακριβώς τυπικό μπλοκμπάστερ κι ούτε από εκείνες τις ταινίες που η δύναμή τους μετριέται αυστηρά σε εισπράξεις. Παρόλαυτά, το κλασικό πια jukebox μιούζικαλ με τη Νικόλ Κίντμαν και τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ έφτασε τα $180 εκατομμύρια εισπράξεις παγκοσμίως, η ταινία κέρδισε 2 Όσκαρ και προτάθηκε για 8, πήρε 3 Χρυσές Σφαίρες, διασκευάστηκε σε θεατρικό μιούζικαλ, ξεπούλησε το σάουντρακ και γενικώς έγινε ένα από εκείνα τα πολυθρύλητα ποπ φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την κάθε εποχή.
Ένα μετα-μοντερνιστικό, μαξιμαλιστικό ποπ υπερθέαμα που με κάποιο τρόπο εξηγεί αρκετές από τις αισθητικές τάσεις των επόμενων πολλών χρόνων, το Moulin Rouge! εξασφάλισε στον Μπαζ Λούρμαν την δυνατότητα να κάνει, λίγο πολύ, οτιδήποτε ήθελε.
Είναι πάντα ένα συναρπαστικό θέμα αυτό, πώς χρησιμοποιούν δηλαδή διάφοροι σκηνοθέτες την σπάνια λευκή επιταγή που θα τους δοθεί από το Χόλιγουντ. Την χρησιμοποιείς για να κάνεις κάτι ασφαλές που θα σου εξασφαλίσει μακροημέρευση; Ή την ξοδεύεις πάνω στο πιο φιλόδοξο, ιδιοσυγκρασιακό πράγμα που ξέρεις ότι αλλιώς δε θα γινόταν και που όμως αποτελεί τεράστιο ρίσκο; (Πχ, οι Γουατσόφσκι μετά το Matrix έκαναν το Speed Racer. Ο Σόντερμπεργκ κι ο Κλούνεϊ μετά το Ocean’s Eleven έκαναν το Solaris. Σπουδαίοι άνθρωποι όλοι τους.)
ΛΕΥΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΡΙΣΚΟ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Η λευκή επιταγή του Λούρμαν τον γύρισε πίσω στην Αυστραλία, σε ένα κινηματογραφικό έπος παλιομοδίτικο στην δομή του (βλέπε και Όσα Παίρνει ο Άνεμος, Λόρενς της Αραβίας, τέτοια πράγματα) αλλά φυσικά με τις γνώριμες αισθητικές παρεμβάσεις του σκηνοθέτη: Μαξιμαλισμός, χρώματα, ποπ εικόνες στα όρια του μύθου, κιτς μελοδραματισμός, σκρούμπολ ρυθμοί, και μια πλαστικότητα σε ερμηνείες και υφή του όλου σύμπαντος.
Το Australia σαν σύλληψη θα είχε να κάνει με την χώρα του Λούρμαν και με ένα διαγενεακό τραύμα (έγκλημα, βασικά) που είναι γραμμένο με αίμα στην Ιστορία. Αφού πέρασε καιρό ερευνώντας σε βάθος την ιστορική αλήθεια, κατέληξε σε μια ιδέα που θα συνδύαζε το μεγαλεπήβολο ρομάντζο, με μια ιστορία για τις Κλεμμένες Γενιές. Δηλαδή, για τα παιδιά αβορίγινων που απήγαγε το κράτος με τη βία από τις οικογένειές τους, δίνοντάς τα στην εκκλησία ώστε να ενσωματωθούν στη λευκή κοινωνία.
Με φόντο αυτή την ιστορική αλήθεια, το φιλμ διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας όμως ως πρωταγωνιστές φυσικά ένα λευκό ζευγάρι. Η Νικόλ Κίντμαν παίζει τη Λαίδη Άσλεϊ, η οποία ταξιδεύει στην Αυστραλία προκειμένου να χωρίσει τον άπιστο άντρα της και να πουλήσει το ράντσο τους εκεί, το Faraway Downs. Όμως φτάνοντας στη χώρα, θα μάθει πως ο λόρδος Άσλεϊ έχει μόλις δολοφονηθεί από έναν επικίνδυνο αβορίγινα (κάτι που γρήγορα ως θεατές θα μάθουμε πως φυσικά δε ισχύει, κι η αλήθεια του θανάτου του είναι άλλη) και θα αναλάβει η ίδια τη διάσωση του ράντσου και της όποιας περιουσίας, με τη βοήθεια του Ντρόβερ – ενός γελαδάρη που παίζει ο Χιου Τζάκμαν, ειδικού στο να κατευθύνει τα βοοειδή μέσα από επικίνδυνες διαδρομές και μεγάλες αποστάσεις.
Είναι ένα τρομερά φιλόδοξο έπος, που συνάντησε κατά την κυκλοφορία του πολλά εμπόδια. Αρχικά, στις 2 ώρες και 45 λεπτά και με μια ιστορία που σε κάποιο σημείο φαίνεται να τελειώνει απλά για να ξεκινήσει κάποια άλλη (σαν το φιλμ να συμπεριλαμβάνει το εσωτερικό του σίκουελ), μπορεί εύκολα να κουράσει. Έπειτα, η διάθεση του Λούρμαν να απεικονίσει την Αυστραλία σαν κάτι το μυθολογικό, και με το γνωστό του στυλ, συγκρούεται συχνά με την απαιτούμενη φροντίδα που θέλει μια τέτοια ιστορία για να ειπωθεί: Οι χαρακτήρες των αβορίγινων μοιάζουν με αρχέτυπα στα περιθώρια ενός κλασικού λευκού ρομάντζου, κι είναι εκεί σε μεγάλο βαθμό ως κομμάτια πλοκής ή, ακόμα πιο προβληματικά, ως μαγικά στοιχεία.
Κι έπειτα, υπάρχει το φινάλε: Επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής, και την καταβύθιση σε μια σοκαριστική παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Λούρμαν δεν άκουσε το αρχικό του ένστικτο και αντικατέστησε το αρχικό του φινάλε με ένα άλλο, πολύ πιο ευχάριστο και τελικά ζαχαρένιο – οι ταινίες του Λούρμαν λειτουργούν εν μέρει κι επειδή κάποιο γλυκόπικρο ή πικρό στοιχείο έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον φρενήρη και over the top τόνο του φιλμ, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή αισθητική σύγκρουση. Στο Australia αυτό δεν υπήρξε. Είχαμε ζάχαρη πάνω στη ζάχαρα πάνω στη ζάχαρη.
Το φιλμ δεν ήταν ποτέ κακό στα αλήθεια, αλλά τα επιμέρους του προβλήματα το έκαναν να μοιάζει αληθινή απογοήτευση μετά την θρυλική πια Red Curtain Trilogy του Λούρμαν, δηλαδή τα φιλμ Strictly Ballroom, Romeo + Juliet και Moulin Rouge!, με τα οποία μας είχε συστηθεί και θριαμβεύσει στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της καριέρας του.
Το Australia πήρε ντεμί προς αρνητικές κριτικές, έκανε ταμείο λίγο πιο πάνω από το Moulin Rouge! (αλλά με τριπλάσιο μπάτζετ), πέρασε και δεν ακούμπησε στα βραβεία, και ξεχάστηκε γρήγορα από το κοινό. Ήταν επίσημο: Η μεγάλη λευκή επιταγή του Μπαζ Λούρμαν είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) σχεδόν-αποτυχία της καριέρας του.
FARAWAY DOWNS: ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΣΕ 6 ΜΕΡΗ;
Στη διάρκεια των ‘10s ο Λούρμαν έκανε μία μόνο ταινία (το Great Gatsby, που δίχασε ακραία αλλά έβγαλε ένα σωρό λεφτά και κέρδισε βραβεία) και έκανε και μια σειρά για το Netflix (το φανταστικό The Get Down, που όπως και οι περισσότερες σειρές του Netflix έπαψαν ταχύτατα να υπάρχουν στη συλλογική συνείδηση) και το κάπως αβέβαιο legacy αυτών των δύο μάλλον έκανε πολύ κόσμο να ξεχάσει τι εστί Μπαζ Λούρμαν. Στο σημείο που, όταν βγήκε το Elvis, η βιομηχανία το περίμενε ως αποτυχία και η αρχική αντίδραση (στις Κάννες, τότε) ήταν ελαφρώς αμήχανη.
Όμως ο Λούρμαν το είχε κάνει ξανά: Το Elvis έβγαλε λεφτά, έγινε σημείο αναφοράς, έφτασε σε βραβεία, άρεσε στον κόσμο. Νά’μαστε λοιπόν ξανά εδώ: 20 χρόνια μετά το Moulin Rouge!, ο Λούρμαν είχε ξανά κάτι σαν λευκή επιταγή. Και μπορεί να περιμένουμε ακόμα να δούμε τι θα έρθει μετά στο σινεμά, όμως έχει ενδιαφέρον πως ξανά, τη στιγμή που έφτασε στο σημείο κανείς να μη θέλει να του πει όχι, ο Λούρμαν γύρισε ξανά πίσω. Στην Αυστραλία.
Στη διάρκεια της πανδημίας, όσο το Elvis ήταν σε παύση παραγωγής, ο Λούρμαν λέει πως επισκέφθηκε ξανά το υλικό του από το Australia. Πολλές κομμένες σκηνές, εναλλακτικές λήψεις, όπως φυσικά και τα αχρησιμοποίητα φινάλε (είχε γυρίσει συνολικά τρία) ανάμεσα στα οποία κι εκείνο που αρχικά ήθελε να έχει δώσει στην ταινία.
Εκεί ήταν που του μπήκε για πρώτη φορά η ιδέα να επισκεφθεί ξανά εκείνη την ταινία, και να την επαναμοντάρει με ριζικό τρόπο – αυτή τη φορά, ως μια μίνι σειρά δίχως περιορισμούς χρόνου, και δίχως φόβο για το φινάλε που θα βάλει. Το αποτέλεσμα είναι το Faraway Downs, μια μίνι σειρά 6 επεισοδίων με συνολική διάρκεια σχεδόν μισή ώρα μεγαλύτερη του Australia, με εντελώς διαφορετικό φινάλε, αλλά και με δύο ακόμα βασικές διαφορές στην αφήγηση.
Αρχικά, η ιστορία κεντράρεται περισσότερο πάνω στον Νάλα, το μικρό αβορίγινα αγόρι που θα αγαπήσει η λαίδη Άσλεϊ της Κίντμαν, και για την επιβίωση του οποίου θα γίνει σταδιακά διατεθειμένη να ρισκάρει τα πάντα. Με μικρές παρεμβάσεις στην αφήγηση (μιας κι εξάλλου ήταν περιορισμένες οι αλλαγές που μπορούσαν να γίνουν: δεν υπάρχει νέο υλικό ή νέα γυρίσματα), η ιστορία μας έρχεται ελαφρώς περισσότερο μέσα από τα μάτια του μικρού παιδιού, από την άφιξη της Άσλεϊ, την εισαγωγή του Ντρόβερ αλλά και το ξετύλιγμα της πλοκής. Μοιάζει λιγότερο με πιόνι, λιγότερο με μαγικό ιθαγενή και περισσότερο με τον ήρωα του οποίου η διαδρομή συναντάται με της Σάρα Άσλεϊ και του Ντρόβερ.
(Όχι απόλυτα φυσικά – το συγκεκριμένο στοιχεία είναι βαθιά ριζωμένο στο DNA της συγκεκριμένης ταινίας κι είναι κάτι που σε κάποιο σημαντικό βαθμό πρέπει να δεχτεί εξαρχής ο θεατής επιλέγοντας να την παρακολουθήσει.)
Η άλλη αλλαγή έχει να κάνει με το ίδιο το φορμάτ, το σπάσιμο της ιστορίας πλέον σε επεισόδια. Γενικά φράσεις του στυλ «όχι, δεν είναι σειρά αυτό που κάνω, είναι μια ταινία σε 9 ώρες» είναι πλήρως άτοπες έως και αστοιχείωτες: Ο ρυθμός και η δομή της τηλεοπτικής αφήγησης διαφέρει τελείως από του σινεμά, γι’αυτό εξάλλου κι είναι διαφορετικά μέσα, αλλιώς θα ήταν πολύ απλά το ίδιο. Αν την ταινία σου την έχει ξεχειλώσει σε 9 ώρες και την έχεις κόψει όπου τύχει ανά μία ώρα, τότε φυσικά και δεν έχεις κάνει τηλεόραση, αλλά επίσης δεν έχεις κάνει και σινεμά.
(Υπάρχουν εξαιρέσεις φυσικά στον παραπάνω αφορισμό: Μια σειρά σαν το Sense8 είναι πολύ αγνά κατασκευασμένη πάνω στις δυνατότητες του streaming, με πυκνή αφήγηση, δεκάδες χαρακτήρες και τοποθεσίες, η σπάνια longform αφήγηση που αν την αφήσεις να στρημάρει μέχρι τέλους μοιάζει πράγματι με μια ταινία 12 ωρών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο Ντέιβιντ Λιντς, του οποίου το ‘90s Twin Peaks είναι 100% μια σειρά, μα του οποίου το Twin Peaks: The Return είναι και σινεμά και τηλεόραση, αλλά και δεν είναι ούτε σινεμά ούτε τηλεόραση, καθώς οι μόνοι αφηγηματικοί κανόνες στους οποίους υπακούει είναι η ονειρική κατάσταση του ίδιου του Λιντς.)
Με αυτό θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε τι είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, όταν λέμε πως η δουλειά που έχει κάνει ο Λούρμαν στη μεταφορά της ταινίας σε φορμάτ μίνι σειράς, είναι πραγματικά εξαιρετική. Κάθε κεφάλαιο, ή επεισόδιο, ή πράξη (όπως θες πες το) διαθέτει ρυθμό, διακυβεύματα και δικό του ξεχωριστό κρεσέντο. Τα επεισόδια δεν έχουν σταθερή διάρκεια (παίζουν από μισή ώρα μέχρι μια ώρα) παρά είναι οριοθετημένα εμφανώς με τρόπο που βγάζει νόημα από την ίδια την ιστορία.
Ένα επεισόδιο είναι ας πούμε η αγωνία ενός «drove», δηλαδή της μετακίνησης των ζώων μέσα από μια πολύ επικίνδυνη διαδρομή. Ένα άλλο η προδοσία που αφήνει τη Σάρα Άσλεϊ δίχως στον ήλιο μοίρα από τη μια στιγμή στην άλλη. Το κάθε ένα από αυτά τα 6 επεισόδια δεν μοιάζουν με ξεχειλωμένα προϋπάρχοντα acts, αλλά με μικρές στάσεις ενός μεγαλύτερου έπους, σε σημείο όπου υπάρχει ιδιαίτερη αγωνία, φόβος, έκσταση. Κατά την εξέλιξη του κάθε επεισοδίου υπάρχει πάντα κάτι νέο και διαφορετικό το οποίο διακυβεύεται.
Είναι σαν ο Μπαζ Λούρμαν να είχε γράψει εξαρχής αυτή την ιστορία σαν ένα δράμα σε έξι πράξεις – κάτι που κάνει πολύ ουσιώδες και καθόλου στομφώδες το συνοδευτικό tagline στους τίτλους αρχής του κάθε επεισοδίου: «Μια ταινία του Μπαζ Λούρμαν ειπωμένη σε έξι μέρη».
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ, ΑΤΟΦΙΑ
Εν τέλει το Faraway Downs, όπως θέλει να το κατηγοριοποιήσει κανείς, κι όποια σχέση ή μη έχει με το ορίτζιναλ Australia, είναι μια ιστορία που ταιριάζει σε αυτό το καλούπι στο οποίο παρουσιάζεται τώρα. Και φέρει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτυπώματα του Μπαζ Λούρμαν – τεράστιοι πίνακες ζωγραφισμένοι με χρώματα και συναισθήματα, μια μανιακή υπερβολή με λίγο από μελόδραμα, λίγο από σλάπστικ, και μπόλικο μύθο. Με χαιρέκακους villains που μόνο μουστάκι δε στρίβουν εμφατικά, και με ένα ensemble διασκεδαστικών χαρακτήρων που ποτέ δεν γίνονται περιττοί ή βαρετοί.
Στο κέντρο η Νικόλ Κίντμαν, φανταστικά ταιριαστή σε αυτό το σκηνικό, έχει καταλάβει απόλυτα την αποστολή. Κι ο Χιου Τζάκμαν στιβαρός, ένας βράχος απαραίτητος όταν γύρω του τα πάντα μοιάζουν τόσο φρενήρη και καρτουνίστικα. Το απολαυστικά παλιομοδίτικο ρομάντζο τους πλασάρεται μέσα από μια επική περιπέτεια που παραπέμπει σε σινεμά άλλων δεκαετιών (διάβολε, άλλου αιώνα) και μέσα από την ματιά ενός νεαρού αγοριού για το οποίο το μεγαλύτερο όνειρο είναι απλώς να ζήσει τη ζωή που θέλησαν γι’αυτό οι πρόγονοί του.
Ο Νάλα εκπροσωπεί και πιο άμεσα την κεντρική θέση του όλου σόου (που ήταν και θέση της ταινίας όμως παρουσιάζεται τόσο πιο αποτελεσματικά σε αυτή την νέα εκδοχή), για το πώς τελικά τίποτα και κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Αυτό που έχουμε είναι ο εαυτό μας, η ηθική μας, αυτά που νιώθουμε, κι αυτά που αφηγούμαστε – είτε είναι μύθοι, είτε είναι έρωτες, είτε είναι φόβοι, είτε είναι αλήθειες.
Όλα αυτά –ναι, μαζί με τις αδυναμίες, μαζί με τα λάθη που σήμερα ίσως δεν γίνονταν– αποτελούν μια κάποια κατάθεση στη δύναμη μιας ιστορίας να μετασχηματίζεται και να αποκτά μια αρκετά παρόμοια αλλά και τόσο διαφορετική μορφή. Μπορείς να παίξεις, να αλλάξεις πράγματα, ακριβώς σαν μια αφήγηση που αν την κάνεις καιρό μετά δε θα είναι φυσικά η ίδια. Όμως η καρδιά του στόρι; Θα είναι πάντα εκεί, ατόφια.
Και μαζί, φανερώνουν την συναρπαστική εμμονή ενός από τους πιο ξεχωριστούς auteur της εποχής μας, με μια προβληματική ιστορία για την πατρίδα του. Σα να προσπαθεί να σπάσει κάποιο κώδικά, να βρει μια αλήθεια εκεί μέσα που κι ο ίδιος δεν ξέρει καλά καλά ποια είναι.
Δεν πειράζει, φυσικά. Στην τέχνη έτσι κι αλλιώς τα ερωτήματα είναι που έχουν την μεγαλύτερη σημασία. Κι είτε είναι το Australia, είτε το Faraway Downs, έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε την επίμονη αυτή προσπάθεια. Στην πορεία περνάμε κι εμείς καλά – τώρα, με το Faraway Downs, σίγουρα κάπως καλύτερα.
Το Faraway Downs στριμάρει από την Κυριακή 26 Νοεμβρίου στο Disney+.