“ΦΟΝΙΣΣΑ”: Η ΕΥΑ ΝΑΘΕΝΑ ΜΑΣ ΕΞΗΓΕΙ ΠΩΣ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Καθώς η Φόνισσα καλπάζει στα ταμεία, η σκηνοθέτης μιλάει στο Magazine για το διαγενεακό τραύμα, τη σχέση της με τον Παπαδιαμάντη, και το πώς δημιουργήθηκε μια εμπορική επιτυχία με απόλυτα προσωπικούς όρους.
Μπορεί κάτι τόσο εμπορικό να έχει ποτέ δημιουργηθεί με απόλυτα προσωπικούς όρους και έγνοιες; Η κυνική μας πλευρά τείνει πάντα προς το «όχι», αλλά στην περίπτωση της Φόνισσας τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Φυσικά η θέση του Παπαδιαμάντη στη συλλογική μας συνείδηση και παιδεία είναι αδιαμφισβήτητη και πάντα μια διασκευή ενός έργου διάσημου σαν τη Φόνισσα, πάντα θα αποτελούσε σημαντικό πολιτιστικό γεγονός. Μα αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ είναι πως πέρα από προσδοκίες, πέρα από φεστιβάλ και βραβεία (με την ταινία να παίρνει κάμποσα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), πέρα από τα ταμεία (όπου είναι ήδη μια από τις εμπορικότερες της χρονιάς), έχουμε ένα φιλμ άκρως προσωπικό για την ίδια την δημιουργό.
Η Εύα Νάθενα, ενδυματολόγος και σκηνογράφος στο θέατρο (αλλά και στο σινεμά, με υποψηφιότητες Ίρις και με μια μικρού μήκους γυρισμένη από την ίδια), είχε για χρόνια μια σύνδεση με το έργο του Παπαδιαμάντη, χάρη στο ρόλο που έπαιξε στην κατανόηση του εαυτού της και του διαγενεακού τραύματος. Η μεταφορά στο σινεμά ήταν, επομένως, μια υπόθεση πολύ προσωπική.
Βασισμένη σε μια ιδέα της, και με σενάριο γραμμένο από την Κατερίνα Μπέη (της Ευτυχίας), η Νάθενα έστησε έναν εικαστικά επιβλητικό κόσμο ιδανικό να φιλοξενήσει την τραγωδία του Παπαδιαμάντη. Και καθώς η Φόνισσα συνεχίζει την πορεία της στις αίθουσες ως, πλέον, μια καθοριστική στιγμή για το ελληνικό σινεμά (και καλλιτεχνικό, και εμπορικό), η Εύα Νάθενα μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για όσα έφεραν αυτό το διήγημα στη μεγάλη οθόνη.
Από τη δική της προσωπική ιστορία, τη σχέση της με το σινεμά και τον Παπαδιαμάντη, την πιστότητα της διασκευής, και μια συνάντηση εξαιρετικά συμβολική. Μα πάνω από όλα για την βαθιά κατανόηση αυτής της πολύ σημαντικής ιδέας: Πως είμαστε οι καταγραφές μας.
Αυτά, είναι όσα μας διηγήθηκε η ίδια.
Ⅰ.
Αυτή η ταινία ξεκίνησε από μια δική μου ανάγκη. Χρόνια πριν καταλάβω τι λέει αυτό το κείμενο, κάτι με έκανε να συνδέομαι μαζί του. Φαινόταν να έχω μια φυσιολογική παιδική και προσωπική ζωή και όμως….! Όπως έχει κρυμμένα μέσα στο αφήγημα αυτό ο Παπαδιαμάντης πράγματα που δεν του επέτρεπε η εποχή να φανερώσει, έτσι και εγώ φαίνεται έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, να κάνω όλες τις αναγωγές και να καταλάβω και να φανερώσω και εγώ –αλλά και όλοι στο τραπέζι των προβών για την ταινία – σημάδια που έδειχναν το διαγενεακό μας τραύμα.
Ξεκλείδωσε τις δικές μου μνήμες. Λέγοντας δικές μου εννοώ της μητέρας μου, και της μητέρας της μητέρας μου. Γιατί είμαστε οι καταγραφές μας. Από εκεί πήρα τη σκυτάλη – κι έχει τεράστια σημασία ποιος και πώς θα μας δίνει τη σκυτάλη.
Οτιδήποτε θεωρούμε και πιστεύουμε ότι είναι μεταφυσικό, η επιστήμη έρχεται να του εξηγήσει. Λέει ας πούμε, η μνήμη είναι κυτταρική. Περνάει από το DNA από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Οι ειδικοί λένε ότι ένα παιδί που έχει λάβει κακοποίηση από τους γονείς του, δεν παύει ποτέ δυστυχώς να τους αγαπάει. Παύει όμως να αγαπάει τον εαυτό του και αυτό που έχει λάβει θα το στρέψει είτε προς τους άλλους, είτε προς τον εαυτό του.
Προσωπικά δεν έλαβα κακοποίηση από τους δικούς μου, ούτε σωματική ούτε λεκτική. Έτυχε όμως να έχει ατυχή περιστατικά η ζωή της μητέρας μου, που τη βρήκαν πολύ απροετοίμαστη γιατί είχε μια πολύ χειραφετημένη μητέρα. Έμελλε να εισπράξει από την οικογένεια του συζύγου της τραυματικά, το γεγονός ότι έκανε δύο κορίτσια στη σειρά – η δεύτερη ήμουν εγώ.
Κάπου εκεί στην εφηβεία μου τη ρώτησα, θέλοντας να μάθω αυτό που άκουγα από μικρή, πίσω από κλειδαρότρυπες και μισές κουβέντες και την ώρα που μου εξιστόρησε την τραυματική εμπειρία της, εκείνη την ώρα μου πέρασε το διαγενεακό της τραύμα. Διαβάζοντας από μικρή αυτό το αφήγημα, ήταν σαν να το διάβαζα με τα μάτια της μητέρας μου. Γι αυτό και μου μιλούσε τόσο ιδιαίτερα και ίσως και γι αυτό έχει τόση απήχηση στον κόσμο μια τόσο προσωπική ανάγνωση.
ⅠⅠ.
Μου έλειπε πολύ το σινεμά. Eίχα πάρει μιαν απόφαση να απομακρυνθώ, γιατί συνδέθηκα με έναν άνθρωπο που ήταν κατ’ εξοχήν άνθρωπος του σινεμά. Και μου το επέβαλε μια ιδιαίτερή ευθιξία και περηφάνια μαζί, σήμα κατατεθέν του τόπου καταγωγής μου.
Διέκρινα όμως ότι αυτό το κείμενο αν μεταφέρονταν, θα έπρεπε να γίνει μόνο στο σινεμά. Δούλευα πάνω σε αυτή τη σκέψη σκόρπια άλλοτε και κατά καιρούς, πολύ μεθοδικά, αλλά ήταν μια τόσο εσωστρεφής δική μου εργασία αυτή, που με συντρόφευε για πολλά χρόνια. Πίστευα πως: τι ωραία που θα ήταν να ερχόταν ένας μεγάλος σκηνοθέτης και να το πάρει όλο αυτό τον πλούτο που διέκρινα εγώ, να τον κάνει μια ωραία ταινία….!
Και κάποτε, το πρότεινα! Με θάρρος και θράσος στην τυχαία συνάντηση που είχα με τον Αλεξάντερ Πέιν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2013. Του είπα, πρέπει να’ρθείτε στην Ελλάδα να κάνετε μία ταινία. Μου λέει αμέσως με αυτό τον αυθόρμητο αμερικανικό, διαχυτικό τρόπο: δώσ’μου ένα καλό σενάριο και εγώ θα έρθω. Και του είπα να διαβάσει Παπαδιαμάντη και συγκεκριμένα τη Φόνισσα. Έβγαλε το μπλοκάκι και το σημείωσε.
Μπήκα πολύ τίμια δειλά και με συνέπεια να κάνω αυτή την ταινία. Υπήρχε η βάση, είχα δουλέψει μοναχικά 10 χρόνια. Μου έκανε παρέα αυτό το αφήγημα. Είχα πολλές σημειώσεις, πολλές πολλές εικόνες. Όλα αυτά τα μέρη που βλέπετε στην ταινία τα είχα συλλέξει ένα ένα. Έχω χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας άλλης εποχής.
Στην προετοιμασία της ταινίας, μιλούσαν μέσα μου πολλές ταινίες. Αλλά μία επέλεξα να δείξω στους συνεργάτες και στους συντελεστές που με επηρέαζε βαθιά – και αυτή είναι ο Μακεδονικός Γάμος του Τάκη Κανελλόπουλου.
ⅠⅠⅠ.
Για την ομιλούσα γλώσσα του Παπαδιαμάντη, δεν αγωνιούσα. Ήξερα ότι θα μεταφερθεί αυτολεξεί στην τανία και αυτό έγινε. Η γλώσσα που μιλούν και η κάθε λέξη, είναι του Παπαδιαμάντη και όχι του σεναρίου. Δεν αλλάξαμε τίποτα. Η λόγια όμως γλώσσα, ήταν το δικό μου ρίσκο και στοίχημα. Η λόγια γλώσσα, είναι η εικόνα, είναι η κάμερα στην δική μας ταινία, οπότε το κάδρο κι αυτό θα έπρεπε να μιλά με έναν τρόπο. Είναι όλα συμβολοποιημένα στον Παπαδιαμάντη και αυτό προσπαθήσαμε και στην ταινία.
Σαν ζωγράφος ξεκίνησα αυτή την ιστορία και σίγουρα η ζωγραφική μου παιδεία πάντα με οδηγεί σε οτιδήποτε κάνω.Έχοντας μάθει πολλά στη ζωή μου από τη ζωγραφική, να βλέπω αναλογίες, κλίμακες, ακόμα και μαθηματικά, προκειμένου να συστήσω ή να συνθέσω ένα κάδρο, άρχισα να διακρίνω το ίδιο ακριβώς και στο αφήγημα αυτό.
Το σενάριο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε και διατύπωσε και συμβολοποίησε ακόμα περισσότερο το τραύμα. Ψυχικό, σωματικό. Αυτή την πληγή, η οποία δημιουργούνταν μπροστά στα μάτια μας.
Στα διάφορα στάδια γραφής του σεναρίου και τους πειραματισμούς που κάναμε, κατάλαβα περισσότερο από ποτέ ότι πρέπει η κάθε λέξη να μείνει στη θέση της κι εμείς να κάνουμε τον κόπο να μπούμε στα μέτρα του Παπαδιαμάντη και “στο ψήλωμα του νου”, που λέει ο Ελύτης. Κι όχι να επιχειρήσουμε εμείς να τον φέρουμε στα μέτρα μας.
ⅠⅤ.
Το χωριό καταγωγής του πατέρα μου είναι στους πρόποδες του Ψηλορείτη στην Κρήτη και εγώ χρειάστηκε να ξορκίσω τους δικούς μου φόβους και δαίμονες με αυτό το τοπίο, το οποίο με στοιχειώνει. Να πάω να αναμετρηθώ. Πήρα την Καρυοφυλλιά και πήγαμε σε αυτά τα δυόμισι χιλιάδες μέτρα να ανεβούμε αυτό το ύψωμα σαν Γολγοθά.
Η ταινία δεν είχε εντοπιότητα, από πρόθεση δική μου. Και αυτό το επιχείρησα, για να φύγει γρήγορα από το μυαλό μας η κάθε ιστορική εντοπιότητα, το κάθε φολκλόρ στοιχείο, και να συγκεντρωθούμε στην ιστορία. Γιατί αυτή η ιστορία είναι το ζητούμενο. Τι έχει να μας πει αυτός ο άνθρωπος; Έκανε μια φιλάνθρωπη προφητεία για το μέλλον ο Παπαδιαμάντης. Όπως μας λέει τώρα η επιστήμη ότι ένα παιδί με αυτές τις καταγραφές και αυτά τα βιώματα, αυτό θα πράξει , έτσι κι αυτός μας έβαλε μπροστά μας μια πολύ σκληρή πραγματικότητα με κρυμμένη από κάτω μια άλλη σκληρότερη. Για να μας πει ότι αν δεν βρούμε τη λύση σ’αυτούς τους κόμπους, έτσι θα πορευτούμε στη ζωή.
Τα τοπία αυτά τα γνώριζα πριν τα επισκεφτώ. Έβαλα τα ακραία πράγματα να συνομιλήσουν. Το βουνό, η θάλασσα. Η Κρήτη, η Μάνη – και μεταξύ τους υπήρχαν γέφυρες, αισθητικές. Όταν πήγαμε στο πρώτο ρεπεράζ, με άλλη ιδιότητα εγώ τότε, ως production designer, ήξερα ήδη τον κόσμο που επιθυμούσα να φτιάξουμε.
Προσπάθησα να φτιάξω έναν χώρο άχρονο και άχρωμο που θα φιλοξενήσει αυτούς τους ανθρώπους, για λίγο. Να πουν αυτή την ιστορία και να φύγουν, σαν τα φαντάσματα. Δεν έχει χρόνο όλο αυτό. Ισχύει και στο σήμερα. Δυστυχώς. Και ισχύει με πολλούς τρόπους.
Μοιάζει να είναι μια ταινία εποχής όμως τα δικά μου τα υλικά και οι δικές μου οι δυνάμεις στις οποίες στηρίχτηκα, είναι τόσο σύγχρονες, και τόσο επιστημονικές. Βάλαμε την επιστήμη να εξηγήσει τα πάντα.
Ⅴ.
Εκτός από τη βία που έδωσαν οι γυναίκες δυστυχώς, προς γυναίκες, έχουμε κι αυτή την ανορθόδοξη καταστροφική ανατροφή στα αγόρια στρεφοντας τα να σηκώσουν έναν κακοποιητικό σταυρό του εαυτού τους, βάζοντάς τους με το ζόρι σε αυτά τα στερεότυπα του σκληρού και του προστάτη άντρα. Ρόλους που πολλοί δεν τους αντέχουν και δεν τους επιθυμούν κιόλας. Κι οι άντρες ήταν εγκλωβισμένοι για πολλά χρόνια –και είναι ακόμα– σε αυτή την πατριαρχική κατάσταση που διαλύει τα πάντα γύρω τους.
Το τραύμα είναι συλλογικό. Και τώρα, στην εποχή μας, από όλη αυτή την ιστορία με τον κορονοϊό βγήκαν κακοφορμισμένα τραύματα ανάμεσα στους εγκλεισμούς, στην ψυχολογία όλων μας. Ίσως γι’αυτό η ταινία ήθελε να γίνει αυτή τη στιγμή. Είναι πιο επιβεβλημένο να κατατεθεί το μήνυμα που έδωσε ο Παπαδιαμάντης ήδηπό το 1903. Και κάνοντας αυτή την αρχή, ενδεχομένως μπορέσουμε να καταλάβουμε το απύθμενο βάθος αυτού του ανθρώπου. Την απύθμενη γνώση του.
Λέει ο Ελύτης, 73 χρόνια μετά, αναφερόμενος στη Φόνισσα, σε ένα βιβλίο που έγραψε το 1976: Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας.
ⅤⅠ.
Ξαναβρεθήκαμε με τον Πέιν στο Evia Film Project. Πήγα και στάθηκα ξανά μπροστά του και του είπα: με θυμάστε; Φυσικά λέει, Θεσσαλονίκη, αυτή η ιστορία… Του είπα: Έγινε τελικά αυτή η ταινία και μάντεψε ποιος την έκανε. Εσύ, μου είπε. Πώς το ξέρετε;, του είπα. Κι έκανε μια κίνηση σα να λέει, φαινόταν.
Ίσως το είπε γιατί είχε διακρίνει από το 2013 που συναντηθήκαμε, το πάθος μου και την πίστη μου για αυτό το κείμενο.
Μου είπε μια συμβουλή ο Πέιν. Ό,τι και να σου λένε, εσύ θα σταθείς αυστηρά απέναντι στον εαυτό σου και θα πεις, αυτή η απόφαση που παίρνουμε τώρα θα μου αρέσει σε 10 χρόνια; Είναι πολύ δύσκολο, όμως αυτό είναι!
Η Φόνισσα προβάλλεται στις αίθουσες από την Tanweer.