Γιάννης Αγγελάκης

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΡΟΜΟΥ: Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Τη στιγμή που βιώνει τη μεγαλύτερή της άνθηση, βρίσκεται αντιμέτωπη και με έντονους περιορισμούς. Σε μία σειρά χώρες κυρίως της Δύσης και του Βορρά, θέτονται όλο και αυστηρότερα όρια στο πώς μπορεί να εξασκείται. 

Σε ένα από τα πιο γνωστά της αποφθέγματα η φωτογράφος Δωροθέα Λάνγκ είχε πει ότι «η κάμερα είναι ένα εργαλείο που διδάσκει τους ανθρώπους πώς να βλέπουν τον κόσμο χωρίς κάμερα». 

Σήμερα, την εποχή των social media και των αλγόριθμων, ο ψηφιακός κόσμος τέμνεται με τον πραγματικό. Ο άνθρωπος παράγει τεράστιους όγκους υλικού μέσα από κάμερες, μαθαίνει να βλέπει τον κόσμο χωρίς κάμερα, όμως – όλο και παραπάνω – τον βλέπει πλέον μέσα από οθόνες. 

Είναι μία περίεργη εποχή αυτή που ζούμε για τη φωτογραφία δρόμου.

Oι ψηφιακές κάμερες και τα κινητά που έκαναν τη φωτογραφία προσβάσιμη σε όλους καθώς και η ευκολία πλέον διακίνησης του υλικού που παράγεται μέσω ειδικών πλατφόρμων και social media, αλλά και η αίσθηση ότι αυτός που εξασκεί τη φωτογραφία δρόμου – όσο κακά και αν το κάνει – είναι καλλιτέχνης, έχει οδηγήσει σε μία έκρηξη ενδιαφέροντος και μία μεγάλη αύξηση του αριθμού των φωτογράφων δρόμου. Τροδοφοτεί μία αγορά που αποτελείται από εξειδικευμένα περιοδικά, οργανισμούς που εξειδικεύονται στη διενέργεια διαγωνισμών μέχρι και φωτογραφικές εταιρείες που παράγουν εξειδικευμένες κάμερες και εξοπλισμό για φωτογράφους δρόμου. 

Όμως την ίδια στιγμή που συμβαίνει αυτό, συμβαίνει και κάτι αντίστροφο: οι άνθρωποι εκφράζουν την οργή τους για τη φωτογραφία δρόμου! 

Στα social media, εκεί που οι φωτογράφοι μοιράζονται το υλικό τους, πολλοί άνθρωποι που ανακαλύπτουν για πρώτη φορά τη φωτογραφία δρόμου, νοιώθουν έκπληκτοι. Αισθάνονται απροστάτευτοι μπροστά στις κάμερες και αναγνωρίζουν πια την παρουσία των φωτογράφων στους δρόμους ως κίνδυνο. Συνειδητοποιούν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν και οι ίδιοι να αποτελέσουν θέμα μίας φωτογραφίας κάποιου καλού ή κακού φωτογράφου, δίχως να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους ή να έχουν έλεγχο στο πώς θα καταγραφεί η εικόνα τους. Νοιώθουν ότι παραβιάζεται η ιδιωτικότητά τους. Και οργίζονται. 

Δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και φωτογραφία δρόμου: Παράλληλες πορείες

Γιάννης Αγγελάκης

Η συζήτηση περί ιδιωτικότητας δεν είναι καινούργια. Είναι όσο παλιά είναι και η φωτογραφία δρόμου. 

Το 1890, την ίδια περίπου περίοδο που ξεκίνησε και η φωτογραφία δρόμου, σε άρθρο του στο Harvard Law Review ο Δικαστής Louis Brandeis και ο καθηγητής Samuel Warren αναφέρθηκαν στο «Δικαίωμα στην Ιδιωτικότητα». 

Στο άρθρο, ο νόμος αναγνωρίζεται ως ένα διαρκώς εξελισσόμενο προϊόν των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που δημιουργούν την ανάγκη για νέα δικαιώματα. 

Αιτία για τη συγγραφή του άρθρου περί «δικαιώματος στην ιδιωτικότητας» ήταν εν μέρει και οι εξελίξεις στη φωτογραφική τεχνολογία: 

«Πριν το 1884 οι κάμερες ήταν μεγάλες, ακριβές… δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν από το ένα μέρος στο άλλο και απαιτούσαν από αυτούς που αποτελούσαν τα θέματα των φωτογραφιών να παραμένουν ακίνητοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα ώστε να αποτυπωθεί η μορφή τους».

Όμως το 1884, η Eastman Kodak Company δημιούργησε την πρώτη φορητή κάμερα, μία φτηνή κάμερα που μεταφερόταν εύκολα και που μπορούσε να τραβήξει πολλές φωτογραφίες ανθρώπων σε δημόσιο χώρο δίχως να υπάρχει ανάγκη αυτοί να κάθονται κάπου ακίνητοι:

Με τον ερχομό της νέας τεχνολογίας και την αυξανόμενη δημοφιλία των ταμπλόιντ σκανδαλοθηρικών εφημερίδων οι Warren και Brandeis εξέφρασαν το φόβο ότι η φωτογραφία απειλεί το «δικαίωμα του να μην ενοχλείται κάποιος»:

«Οι στιγμιαίες φωτογραφίες και η βιομηχανία του τύπου έχουν εισβάλλει στον ιερό περίβολο της ιδιωτικής και οικιακής ζωής. Πολυάριθμες μηχανικές συσκευές απειλούν να επαληθεύσουν την πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία «ό,τι ψιθυρίζεται στην ντουλάπα θα διαρρέει από τις στέγες των σπιτιών»».

Η έλλειψη ορατότητας ως ελευθερία

Γιάννης Αγγελάκης

Πάντως, η συζήτηση περί ιδιωτικότητας δεν ανέκοψε την άνθηση της φωτογραφίας δρόμου.

Σε μία περίοδο που οι πόλεις μεγάλωναν με γοργούς ρυθμούς, γύρω από τα νεοδημιούργητα αστικά κέντρα της βιομηχανικής επανάστασης και τα φουγάρα που καπνίζαν ξεπηδούσε ένας πολιτισμός όλο ζωντάνια, στον πυρήνα του εργατικός. 

Οι φωτογράφοι εκείνης της εποχής είχαν σπουδαίες ιστορίες να μοιραστούν και ένα καινούργιο μέσο για να τις καταγράψουν. Βρέθηκαν εκεί για να αποτυπώσουν τις αγωνίες των ανθρώπων, τα συναισθήματα με όλη την έντασή τους, την καθημερινότητα που νοηματοδοτεί τις ζωές σε αυτό τον θαυμαστό, καινούργιο, βιομηχανικό κόσμο. 

Ως είδος η φωτογραφία δρόμου αποτύπωνε τα γεγονότα: το αληθινό πρόσωπο μίας νέας εποχής. Ως εκ τούτου, βρισκόταν αρκετά πιο κοντά στο φωτογραφία ντοκιμαντέρ και το φωτορεπορτάζ.

Και μπορεί η συζήτηση περί ιδιωτικότητας να ήταν στο προσκήνιο και να έχει ομοιότητες με αυτή που βρίσκεται σε εξέλ ιξη σήμερα, αλλά η αλήθεια είναι ότι το δικαίωμα στην ανωνυμία έμοιαζε καλά προστατευόμενο. 

Ήταν μια πολύ διαφορετική εποχή. Μία από αυτές τις διαφορές, όχι η περισσότερο ασήμαντη, ήταν η έλλειψη ορατότητας για το υλικό που παραγόταν συγκριτικά με τη σημερινή εποχή. Η έλλειψη ορατότητας, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, διασφάλιζε ότι οι φωτογράφοι δρόμου είχαν άφθονη ελευθερία δράσης. 

Οι φωτογραφίες έμεναν κυρίως κρυμμένες σε φωτογραφικά άλμπουμ που βρισκόταν καταχωνιασμένα σε συρτάρια και ντουλάπες. Αν κάποιος φωτογράφος τύγχανε κάποιας μεγαλύτερης αναγνώρισης, το υλικό του θα παρουσιαζόταν σε κάποια εφημερίδα, σε περιοδικά ή σε γκαλερί, όμως η ορατότητα αυτή ήταν αναμφισβήτητα περιορισμένη σε σχέση με σήμερα.



Το δικαίωμα στην ανωνυμία έμοιαζε προστατευμένο αφού ήταν πολύ πιο δύσκολο να συνδεθεί η εικόνα ενός ατόμου που φωτογραφιζόταν στο δημόσιο χώρο με τον πραγματικό άνθρωπο πίσω από αυτόν. 

Επίσης, ο αριθμός των φωτογράφων δρόμου ήταν πάρα πολύ μικρότερος, οι φωτογραφικές μηχανές πολύ πιο ακριβές και η φωτογραφία, ως εκ τούτου, ήταν πολύ πιο σπάνια και άρα πολύτιμη. Οι άνθρωποι δε φοβόταν την φωτογραφική τους αποτύπωση από κάποιον ξένο. Πολλοί μάλιστα την επιζητούσαν.

Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Ο καθένας μπορεί να δηλώνει ότι είναι φωτογράφος δρόμου, αρκεί να έχει πάνω του ένα μέσο καταγραφής, ακόμη και ένα φτηνό κινητό.

Στο instagram εξειδικευμένοι λογαριασμοί για τη φωτογραφία δρόμου έχουν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες followers. Καθημερινά στα social media μοιράζονται πάνω από 3,2 δισεκατομμύρια φωτογραφίες. Από αυτές, πολλές δεκάδες εκατομμύρια είναι φωτογραφίες δρόμου. Όχι όλες εξίσου καλές.

Πλέον, οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι το υλικό που θα μοιραστεί ο φωτογράφος δρόμου στους λογαριασμούς του στα social media είναι η ίδια η ζωή του, ακόμη και αυτή που θα επιθυμούσε να μείνει κρυφή. Και μπορεί να γίνει viral. 

Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Ο καθένας μπορεί να δηλώνει ότι είναι φωτογράφος δρόμου, αρκεί να έχει πάνω του ένα μέσο καταγραφής, ακόμη και ένα φτηνό κινητό.

Την ίδια στιγμή, οι νέες τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπων μέσω λ.χ. προγραμμάτων όπως το pimeyes.com μπορούν να συνδέσουν την εικόνα ενός ανθρώπου στο δημόσιο χώρο με πραγματικά στοιχεία γύρω απ’ αυτόν όπως υπάρχουν, λ.χ., σε προσωπικούς λογαριασμούς, στις ψηφιακές περσόνες που δημιουργούμε για να παρουσιάζουμε τον εαυτό μας στα social media. Η φωτογραφία δρόμου πλέον δεν είναι απλά μία καταγραφή της πραγματικότητας υπό την οπτική ενός καλλιτέχνη. Δε μπορεί να διασφαλίσει επαρκώς την ανωνυμία των ατόμων. 

Αναδύονται λοιπόν μια σειρά ζητήματα για τον φωτογράφο ο οποίος καλείται να περπατήσει τη λεπτή γραμμή μεταξύ καταγραφής της πραγματικότητας και της παραβίασης της ιδιωτικότητας του ατόμου. 

Η ιδιωτικότητα στην εποχή των social media

Γιάννης Αγγελάκης

Τι είναι όμως η ιδιωτικότητα στην εποχή των social media; Είναι η ίδια έννοια όπως πριν 130 χρόνια ή έχει και αυτή εξελιχθεί λόγω της διαρκώς και μεγαλύτερης επιρροής των νέων τεχνολογιών; 

Ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ σε ομιλία του στα βραβεία Crunchie το 2014 είχε δηλώσει – αρκετά βολικά για τον ίδιο, αν και με μία μεγάλη δόση αλήθειας – ότι ο ερχομός των social media άλλαξε τη σημασία της ιδιωτικότητας.

Είπε ότι:

«Οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον κάποια προσδοκία για ιδιωτικότητα, δεν αποτελεί πλέον κοινωνικός κανόνας. Οι άνθρωποι αισθάνονται άνετα όχι μόνο να μοιράζονται περισσότερες πληροφορίες και διαφορετικά είδη πληροφοριών, αλλά και πιο ανοιχτά και με περισσότερους ανθρώπους”.

Με την άνοδο των social media οι πολίτες / καταναλωτές – οι χρήστες – έχουν γίνει παραγωγοί content σε μαζική κλίμακα. Παρέχουν πληροφορίες για τις τοποθεσίες όπου βρίσκονται, δημοσιεύουν φωτογραφίες, βίντεο και βιογραφικά στοιχεία τους, πολλές φορές εμπλουτίζουν αυτά τα στοιχεία με προσωπικές σκέψεις σε μορφή κειμένου που εμβαθύνουν πάνω στο υλικό που μοιράζονται. 

Τα δεδομένα αυτά μετά κατηγοριοποιούνται με έναν τρόπο που γίνεται εύκολο να ανακαλυφθεί από άλλους. 

Ενώνουν ψηφίδες της ζωή τους σε μία προσεκτικά κατασκευασμένη και πολύπλοκη ψηφιακή περσόνα. 

Αυτή η περσόνα που προβάλλεται, αξιολογείται καθημερινά: αναγνωρίζονται μοτίβα στον τρόπο που παρουσιάζεται: Προσελκύει την προσοχή άλλων χρηστών και κρίνεται στη βάση και της δημοτικότητας που επιτυγχάνει.

Ουσιαστικά, η ανάρτηση υλικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτελεί ένα μέσο για να αφηγηθούμε τη ζωή μας: Αυτό που λέμε στους εαυτούς μας πως είναι η ζωή μας. Αυτό που θέλουμε να νομίζουν οι άλλοι ότι είναι η ζωή μας.

Τελικά, τα όρια μεταξύ αυτού που θέλουμε να παρουσιάζουμε ότι είναι η ζωή μας και αυτού που πραγματικά είναι η ζωή μας, θολώνουν.

Η κοινότητα των social media είναι μία κοινότητα που τα μέλη της διαρκώς ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να κερδίσουν την προσοχή των άλλων. Είναι μία κοινότητα που δημιουργεί την ανάγκη στα μέλη της διαρκώς να παράγουν και να μοιράζονται υλικό. Μία ανάγκη που τροφοδοτείται από τους κολοσσούς των social media των οποίων η επιτυχία εξαρτάται από την παραγωγή τεράστιου όγκου δεδομένων. Δεδομένα που τους δίνουν τη δυνατότητα μέσω της επεξεργασίας τους να κάνουν επιτυχείς προβλέψεις, που είναι η πηγή της τεράστιας κερδοφορίας τους.

Το «τέλος της ιδιωτικότητας» όπως την γνωρίζαμε έρχεται στην εποχή του «τέλους της δυνατότητας να ξεχνάμε».

Οι πληροφορίες τις οποίες μοιραζόμαστε στο ίντερνετ «έχουν τη δυνατότητα» να υπάρχουν για πάντα. 

Ο συνδυασμός αυτών των δύο ζητημάτων – η μετατροπή μας σε παραγωγούς content και η δυνατότητα το υλικό που αναρτάται να υπάρχει για πάντα – αλλάζει τον τρόπο που ορίζουμε το δημόσιο και το ιδιωτικό.

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται για να μείνουν για πάντα μετατρέπονται σε κομμάτια ενός παζλ που φανερώνουν τον ψηφιακό εαυτό, του οποίου η ύπαρξη έχει επιπτώσεις στην πραγματική ζωή.

Μετατρέποντας τον εαυτό μας σε brand

Γιάννης Αγγελάκης

Η ψηφιακή ταυτότητα ενός χρήστη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον μελλοντικό εργοδότη κατά τη διαδικασία της απόφασης για πρόσληψη, να αποτελέσει στοιχείο σε μία δίκη, να χρησιμοποιηθεί από άτομα που έχουν σκοπό να προκαλέσουν βλάβη.. 

Η παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – στο LinkedIn, το Instagram, το Facebook ή το Twitter – μετατρέπεται για ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού σε αναπόσπαστο μέρος της απόκτησης και της διατήρησης μιας θέσης εργασίας. 

Το πιο “καθαρό” παράδειγμα αυτού είναι ο influencer, του οποίου ολόκληρη η πηγή εισοδήματος είναι η παρουσίαση του εαυτού στο διαδίκτυο και η επίτευξη δημοφιλίας. 

Αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι επίσης το μέσο μέσω του οποίου πολλοί “εργαζόμενοι της γνώσης” – δηλαδή εργαζόμενοι που χειρίζονται, επεξεργάζονται ή δίνουν νόημα στις πληροφορίες- προωθούν τον εαυτό τους και δημιουργούν το εμπορικό τους σήμα.

Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν το Twitter για να μαθαίνουν για άλλες ιστορίες, αλλά το χρησιμοποιούν επίσης για να αναπτύξουν ένα προσωπικό εμπορικό σήμα και ένα κοινό που μπορεί να αξιοποιηθεί. 

Βρισκόμαστε υπό μία πίεση να παρουσιάζουμε διαρκώς νέο υλικό μέσω των λογαριασμών social media. Τιμωρούμαστε από τον αλγόριθμο αν η αναλογία δεν είναι ικανοποιητική.

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το LinkedIn όχι μόνο για βιογραφικά σημειώματα και δικτύωση, αλλά και για να δημοσιεύουν άρθρα που πιστοποιούν την προσωπικότητά τους (το εμπορικό σήμα τους) ως μάνατζερ ή επιχειρηματίες. 

Κι εμείς ως φωτογράφοι εξαρτόμαστε από την ψηφιακή περσόνα που κτίζουμε. Βρισκόμαστε υπό μία πίεση να παρουσιάζουμε διαρκώς νέο υλικό μέσω των λογαριασμών social media. Τιμωρούμαστε από τον αλγόριθμο αν η αναλογία δεν είναι ικανοποιητική. Παράγουμε περισσότερο υλικό που «δουλεύει καλύτερα» στο instagram, φωτογραφίες που φτιάχνονται για να βλέπονται μέσα από τις μικρές οθόνες των κινητών τηλεφώνων. Τις δημοσιεύουμε με ένα τρόπο και μία σειρά ώστε οπτικά να ικανοποιούν τις αισθήσεις. Προσπαθούμε να κρατήσουμε την προσοχή των άλλων χρηστών όσο παραπάνω γίνεται πάνω μας σε έναν κόσμο όπου η προσοχή είναι ένας πολύτιμος περιορισμένος πόρος για τον οποίο ο ανταγωνισμός διαρκώς οξύνεται.

Επιζητούμε την όσο μεγαλύτερη ορατότητα. Κυνηγούμε το virality. 

Όλο και παραπάνω μαθαίνουμε να φερόμαστε λες και αποτελούμε celebrities, περσόνες σε κάποιο big brother που οι ζωές μας βρίσκονται υπό παρακολούθηση κ;ι η επιτυχία μας εξαρτάται από την προσοχή και την αγάπη του κοινού. Εξαρτώμαστε από τα like.

Οι Καρντάσιανς είναι η προσωποποίηση μίας ολόκληρης κυρίαρχης φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία ο καθένας μπορεί να πετύχει αρκεί να «αρέσει», αρκεί η παρουσία του να δημιουργεί ενδιαφέρον. Aρκεί να είναι αρκετά δημοφιλής.

Η λέξη “branding” ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που συμβαίνει, καθώς υπογραμμίζει αυτό που γίνεται ο εαυτός: ένα προϊόν.

Την ίδια στιγμή, η άνοδος των smartphones δίνει τη δυνατότητα για παραγωγή υλικού 24 ώρες το 24ώρο. 

Τις πρώτες ημέρες του Facebook, ο χρήστης έπρεπε να τραβήξει φωτογραφίες με την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, να τις ανεβάσει στον υπολογιστή και να τις δημοσιεύσει σε άλμπουμ. Τώρα, το τηλέφωνό που έχω στα χέρια μου είναι μια εξελιγμένη φωτογραφική μηχανή, πάντα έτοιμη να καταγράψει κάθε στοιχείο της ζωής. 

Προγράμματα σε smartphone κάνουν την επεξεργασία φωτογραφίας και βίντεο εύκολη και γρήγορη με έναν τρόπο που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε μέχρι και πριν λίγα χρόνια. Έτσι, αυξάνεται η δυνατότητα του χρήστη να παρέχει συνεχείς ενημερώσεις στους λογαριασμούς του στα social media και διευκολύνει την παραγωγή υλικού για την ανάπτυξη του brand που είναι ο εαυτός.

Υπό αυτό το πλαίσιο, η ζωή ενός τεράστιου αριθμού ανθρώπων εξαρτάται από την εικόνα του στα social media και τις φωτογραφίες που αναρτεί, κι ο έλεγχος αυτής της εικόνας γίνεται καίριος. 

Ο ψηφιακός εαυτός έχει εξουσία πάνω στον πραγματικό εαυτό.

Κρίνοντας τον άνθρωπο μπροστά από τις μοναχικές οθόνες

Γιάννης Αγγελάκης

Όλα αυτά σε μία εποχή που ζούμε όλο και παραπάνω μπροστά από οθόνες και λιγότερο μαζί με ανθρώπους.

Σήμερα, ένας μέσος άνθρωπος ξοδεύει κατά μέσο όρο κάθε μέρα 6 ώρες και 37 λεπτά μπροστά από κάποια οθόνη. Τα αντίστοιχα νούμερα για την Gen Z (γεννηθείς από 1996 έως 2010) είναι ακόμη χειρότερα: ξοδεύουν πάνω από 9 ώρες ημερησίως μπροστά από οθόνες. 

Οι άνθρωποι ξοδεύουν το 44% του χρόνου τους όταν είναι ξύπνιοι μπροστά από οθόνες. Η πλειοψηφία αυτού του χρόνου (3 ώρες και 46 λεπτά) ξοδεύεται μπροστά από κινητά.

Κρίνουμε όλο και παραπάνω τους ανθρώπους στη βάση αυτών που βλέπουμε για τις ζωές τους μέσα από οθόνες, όχι από την επικοινωνία που έχουμε μαζί τους στον πραγματικό κόσμο. Παίρνουμε αποφάσεις για τους ανθρώπους με βάση τις εντυπώσεις που μας δημιουργούν οι ψηφιακές περσόνες τους, όπως τις βλέπουμε να ξεδιπλώνονται στις πλατφόρμες των τεχνολογικών γιγάντων, μπροστά από οθόνες.

Την ίδια στιγμή, όσο παραπάνω χρόνο περνάμε μπροστά από οθόνες, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε μοναχικοί.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Cigna, οι νεότεροι άνθρωποι είναι αυτοί που υποφέρουν περισσότερο από μοναξιά

Από το 2012, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ των εφήβων άρχισαν να αυξάνονται. Μέχρι το 2019 – ακόμη και πριν χτυπήσει η πανδημία COVID-19 – είχαν διπλασιαστεί. Όλο και περισσότεροι έφηβοι σε όλο τον κόσμο δήλωναν ότι ένιωθαν μοναξιά και σαν παρείσακτοι στο σχολείο. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι οι έφηβοι ήταν πιο πιθανό να παραδεχτούν τα αρνητικά συναισθήματα – οι συμπεριφορές που συνδέονται με την κακή ψυχική υγεία, όπως ο αυτοτραυματισμός και οι απόπειρες αυτοκτονίας, αυξήθηκαν επίσης περίπου την ίδια περίοδο.

Η αιτία αυτών των τάσεων φαίνεται ότι συνδέεται με τη χρήση smartphones. 

Από το 2012 και έπειτα, περισσότεροι άρχισαν να χρησιμοποιούν smartphones και να βρίσκονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για αρκετές ώρες την ημέρα. Ταυτόχρονα, οι έφηβοι άρχισαν επίσης να περνούν λιγότερο χρόνο με τους φίλους τους από κοντά ενώ κοιμούνται λιγότερο χρόνο. 

Χαρακτηριστικά είναι και τα εξής στοιχεία:

Η Generation Z, η γενιά που ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο μπροστά από οθόνες για να επικοινωνεί, είναι η πιο μοναχική γενιά. Οι γενιές άνω των 72 ετών είναι αυτές που αισθάνονται λιγότερο μοναξιά. 

Πρόκειται για μία αντιστροφή της πραγματικότητας που ίσχυε μέχρι πριν μερικά χρόνια όπου το πρόβλημα της μοναξιάς αφορούσε κυρίως ηλικιωμένους.

Η εικόνα του εαυτού που γίνεται παράγοντας αποξένωσης

Γιάννης Αγγελάκης

Σύμφωνα με τον επικεφαλή της ψυχιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων του Τέξας Δρ. Laurel Williams: 

«Το αίσθημα της κοινότητας παύει να υπάρχει. Ξοδεύουμε πολύ παραπάνω χρόνο μπροστά από οθόνες και όχι συνομιλώντας με άλλους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχει όμως μια κοινότητα στην οποία να απευθυνθείς, τότε το αίσθημα απελπισίας δεν έχει πουθενά να πάει».

Ο φόβος κυριαρχεί ακόμη και απέναντι από τον ίδιο τον εαυτό ο οποίος διαρκώς βρίσκεται υπό αυτο-αξιολόγηση και πάντα βρίσκεται ελλιποβαρής. Αδύναμος να λάβει τις σωστές αποφάσεις, αδύναμος να απελευθερωθεί από δεσμά. 

Αυτό που είναι ο εαυτός βρίσκεται πάντα απέναντι από αυτό που θα έπρεπε να είναι, ο εαυτός βρίσκεται απέναντι από τον «ιδεατό εαυτό», αυτό τον «αληθινό εαυτό» που πρέπει να απελευθερωθεί για να επέλθει η ατομική ευτυχία, η ατομική επιτυχία. 

Το άτομο μαθαίνει να ζει σε ένα διαρκές παρόν. Προβάλλει ιδεατές μορφές του εαυτού μέσα από τους λογαριασμούς στα social media, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που είναι. Επικοινωνεί περισσότερο μέσω αυτών. Εξαρτάται από αυτές.

Φυσική συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση που δεν επιτρέπει να «αγαπηθεί» ο εαυτός και επιτείνει την αναζήτηση αυτού που θα επιτρέπει την «αγάπη». 

Η «λύση» αναζητείται πάντα στο ατομικό επίπεδο.

Η γνωστή κοινωνική ψυχολόγος Sherry Turkle σημειώνει ότι υπάρχει κάτι πολύ ανησυχητικό στην εποχή μας. Στο τέλος το άτομο φθάνει σε ένα σημείο ώστε ο εαυτός να φθονεί την κατασκευασμένη εικόνα του εαυτού που προβάλλεται στα social media: 

«Βλέπουμε τις ζωές που έχουμε κατασκευάσει ψηφιακά όπου δείχνουμε μόνο τον καλύτερο εαυτό μας και αντιλαμβανόμαστε ότι οι πραγματικές μας ζωές απέχουν πολύ από τις ζωές που λέμε στους άλλους ότι ζούμε. 

Βλέπουμε τον εαυτό που έχουμε κατασκευάσει ως ένα Άλλο και νοιώθουμε κατώτεροι από αυτόν. Τον φθονούμε γιατί δε μπορούμε να είμαστε σαν αυτόν. Αυτό δημιουργεί μία αίσθηση αυτο-φθόνου που είναι βαθιά αποξενωτική». 

Αισθανόμαστε μη αυθεντικοί, υποκριτές, ένοχοι, μισούμε τα ίδια τα άβαταρ μας  – τις εξιδανικευμένες εκδόσεις του εαυτού μας – τα οποία ποτέ δε μπορούμε να φθάσουμε. Μισούμε το προσεκτικά κατασκευασμένο brand, που έχει γίνει ο εαυτός μας. 

Είμαστε δεμένοι συναισθηματικά μαζί τους γιατί έχουμε επενδύσει χρόνο και ενέργεια για την ανάπτυξή τους. Παίρνουν τον έλεγχο της ζωής μας. 

Η εικόνα του εαυτού, γίνεται παράγοντας καταπίεσης, σα ένα αντιστραμμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ στο οποίο ο πρωταγωνιστής οφείλει πάντα να καθρεπτίζει το ψεύτικο και αψεγάδιαστο. Του υπενθυμίζει ότι η αποδοχή που λαμβάνει είναι γι’ αυτό που ποτέ δεν ήταν πραγματικά και ποτέ δε μπορεί να γίνει.

Στην πραγματικότητα οι μόνοι που πραγματικά βλέπουν τον αληθινό εαυτό μας πίσω από το κατασκευασμένο προσωπείο είναι οι εταιρείες οι οποίες διαμορφώνουν την αρχιτεκτονική όπου αναπτύσσονται οι ψηφιακές περσόνες, συλλέγουν και μελετούν τα δεδομένα της ύπαρξής μας, τα κατηγοριοποιούν, αναγνωρίζουν μοτίβα συμπεριφοροράς τα οποία χρησιμοποιούν μετά για να βελτιώνουν τα προβλεπτικά τους μοντέλα που αποτελούν την πηγή των τεράστιων κερδών τους.

Η εποχή των selfies, η εποχή όπου μοιραζόμαστε φωτογραφικά στιγμιότυπα κάθε πτυχής της ζωής μας, που αισθανόμαστε τόσο μεγάλη την ανάγκη να προστατέψουμε την εικόνα μας, που καταργούμε αυτοβούλως την ιδιωτικότητά μας κι όμως θέλουμε να έχουμε τον έλεγχο του πώς παρουσιάζεται ο εαυτός μας στα κοινωνικά μέσα  – γιατί αυτό έχει πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή μας, γιατί όλο και παραπάνω επικοινωνούμε μέσω των ψηφιακών περσόνων – είναι ταυτόχρονα και μια μοναχική εποχή: είναι η εποχή του φθόνου. Φθόνου των άλλων αλλά και του ίδιου του αψεγάδιαστου πορτραίτου του εαυτού μας που προσπαθούμε να προβάλλουμε και που εν τέλει μετατρέπεται σε φορέα αποξένωσης. 

Η πραγματικότητα της φωτογραφίας δρόμου ενάντια στην εικονική πραγματικότητα 

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η φωτογραφία δρόμου, παρά του ότι λειτουργεί στον ίδιο κόσμο και ανθίζει μέσω αυτού, αποτελεί έναν κίνδυνο.

Στην εποχή των φίλτρων που αλλάζουν τη μορφή των προσώπων, της προσπάθειας του ατόμου να πλησιάσει την ιδανική φιλτραρισμένη εκδοχή του εαυτού, που πολλοί άνθρωποι επιλέγουν και προχωρούν σε πλαστικές χειρουργικές προσπαθώντας να μοιάσουν στις αψεγάδιαστες φιλτραρισμένες εκδοχές του εαυτού τους όπως προβάλλονται στα social media, η φωτογραφία δρόμου που αποτυπώνει τις ατέλειες της πραγματικότητας, που δεν καταγράφει αναγκαστικά «την καλύτερη εκδοχή του εαυτού» αλλά αρκετές φορές και την χειρότερη, την θλιμμένη, την σκεπτική, την γεμάτη απογοήτευση, είναι εχθρός. 

Η φωτογραφία δρόμου δεν κολακεύει, δε δείχνει αναγκαστικά την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, δείχνει αυτό που είναι μια συγκεκριμένη στιγμή υπό το βλέμμα ενός άλλου.

Αποτελεί ένα λίθο που μπορεί να πέσει πάνω στον καθρέπτη της (αψεγάδιαστης ή έστω επιλεκτικά φθαρμένης και γι’ αυτό «αληθινής») εικόνας του εαυτού που προσεκτικά κατασκευάζουμε και να τον ραγίσει. Αναγνωρίζεται ως μία παραβίαση όχι της ιδιωτικότητας αλλά της ικανότητας να προστατεύσουμε το brand του εαυτό μας – την οικονομική αξία του – διατηρώντας τον έλεγχο της εικόνας μας.

Είναι η εποχή που οι μαύρες γάτες δε δολοφονούνται όπως τον μεσαίωνα, αλλά παραμένουν στα αζήτητα των καταφυγίων ζώων και οδηγούνται στην ευθανασία επειδή δεν είναι αρκετά «selfie friendly». Πεθαίνουν γιατί δε γράφουν ωραία στις κάμερες. 

Η φωτογραφία δρόμου δεν κολακεύει, δε δείχνει αναγκαστικά την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, δείχνει αυτό που είναι μια συγκεκριμένη στιγμή υπό το βλέμμα ενός άλλου. Και για έναν φωτογράφο δρόμου, μία μαύρη γάτα – οι πτυχές του εαυτού μας που δεν μας κολακεύουν – μπορεί να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για φωτογράφηση.

Η προμπτογραφία ως «λύση» στο πρόβλημα της ιδιωτικότητας

Σημαντικό είναι εδώ να επισημάνουμε και τάσεις που έρχονται και τάσσονται απέναντι από τη φωτογραφία δρόμου ή δίνουν «λύση» στο πρόβλημα που αυτή αποτελεί. Μία τέτοια είναι η εξάπλωση μορφών τέχνης generative art τεχνητής νοημοσύνης. Η προμπτογραφία (promptography) αποκτά μία όλο και μεγαλύτερη δημοφιλία με το υλικό που παράγεται να ξεγελά ακόμη και έμπειρους φωτογράφους. Prompts είναι οι λεκτικές προτροπές προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση της τεχνητής νοημοσύνης για τη δημιουργία μίας εικόνας που μοιάζει με την πραγματικότητα. 

Η προμπτογραφία δίνει «λύση» στο πρόβλημα της ιδιωτικότητας και της ανωνυμίας αφού αυτό που καταγράφεται – αν και μπορεί να αποτυπώνει μία εικόνα που έχουμε ταυτίσει με τη φωτογραφία δρόμου – στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Όμως, το παραγόμενο αποτέλεσμα μοιάζει πιο εντυπωσιακό από το αληθινό. 

Ήδη, λογαριασμοί φωτογραφίας δρόμου στα social media ποστάρουν τέτοιου είδους δημιουργίες. Η πλειοψηφία των χρηστών δε μπορεί να διαχωρίσει το αληθινό από το ψεύτικο και επειδή το αποτέλεσμα είναι τόσο εντυπωσιακό, οι αναρτήσεις αυτές επιτυγχάνουν πολύ υψηλή ανταπόκριση. Γίνονται viral. Σε αυτές τις εικόνες αποτυπώνεται μία πραγματικότητα που δεν υπάρχει ή αν υπάρχει είναι πολύ σπάνιο να καταγραφεί με τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται στην εικόνα που δημιουργεί ο αλγόριθμος. 

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν αναφέρεται ότι αυτό που παρουσιάζεται είναι αποτέλεσμα μαθηματικών εξισώσεων που μεταφράζονται σε εικόνα από αλγόριθμους και αφήνεται η εντύπωση ότι αποτελούν πραγματικές φωτογραφίες που τραβήχθηκαν στον δρόμο.

Ένας κόσμος που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τον αντιληφθούμε

Γιάννης Αγγελάκης

Ένα επιπλέον ζήτημα που προκύπτει από την ανάδυση της προμπτογραφίας είναι ότι οι πραγματικές φωτογραφίες μοιάζουν πλέον πολύ πιο συνηθισμένες και λιγότερο εντυπωσιακές. H πραγματικότητα πλέον δεν «αρέσει» αρκετά. 

Αλλά ακόμα και οι φωτογραφίες που είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές, οι χρήστες βρίσκονται σε μία θέση να αναρωτιούνται αν είναι πραγματικά αληθινές ή αν είναι αποτέλεσμα τεχνητής νοημοσύνης.

Ο φωτογράφος είναι πολύ δύσκολο και σπάνιο να βρεθεί μπροστά σε μία πραγματικά μοναδική στιγμή. Ακόμα πιο σπάνιο είναι να την καταγράψει. Θα πρέπει να έχει αναπτύξει την τέχνη του και να έχει το αντίστοιχο ταλέντο ώστε να αντιληφθεί αυτό που βλέπει, να βρεθεί στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, στην κατάλληλη γωνία, με το κατάλληλο φως, να πατήσει το κουμπί στο σωστό κλάσμα του δευτερολέπτου. Ούτε ένα κλάσμα αργότερα ή νωρίτερα γιατί αλλιώς δε θα μπορέσει να αποτυπώσει μοναδικά αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη.  Για έναν αλγόριθμο όλές αυτές οι προϋποθέσεις είναι περιττές.

Ένας αλγόριθμος με την παράθεση μίας σειράς σωστών prompts μπορεί να παράγει τέτοιες εικόνες σε μαζική κλίμακα, ανά πάσα στιγμή με το πάτημα ενός κουμπιού. 

Ένας φωτογράφος μπορεί να ξοδέψει πολλά χρόνια για να αναπτύξει την τέχνη του. Όμως, όλη αυτή η πορεία που συνδέεται με την εξέλιξη και της προσωπικότητάς του, η γνώση που προέκυψε, η ικανότητα που ανέπτυξε τίθεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των υπόλοιπων ανθρώπων των οποίων τώρα η προσοχή στρέφεται προς μία άλλη εικόνα η οποία παράχθηκε επειδή κάποιος, πιθανά δίχως καμία ή με μικρή εμπειρία στη τέχνη της φωτογραφίας, έγραψε μία φράση σε μία μπάρα, σε έναν υπολογιστή, και πάτησε “enter”.

To σπάνιο και μοναδικό μετατρέπεται σε τετριμμένο.

Στο πλαίσιο μίας οικονομίας της προσοχής, το υλικό της πλειοψηφίας των φωτογράφων κινδυνεύει να τεθεί στο περιθώριο.

Προφανώς μία τέτοια εξέλιξη είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική κυρίως για νέους φωτογράφους των οποίων η τέχνη δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί.

Όμως πιο προβληματικό μπορεί να αποδειχθεί για την ίδια τη τέχνη της φωτογραφίας. 

Το εικονικό κυριαρχεί. Στην προμπτογραφία, το υλικό παράγεται καθώς ο άνθρωπος δίνει χρόνο μπροστά από κάποια οθόνη το οποίο μετά διαμοιράζεται για να καταναλωθεί από ανθρώπους μπροστά από οθόνες, όταν η φωτογραφία δρόμου για να δημιουργηθεί πρέπει οι δημιουργοί να ξοδέψουν χρόνο στον πραγματικό κόσμο.

Το τεχνητό ταυτίζεται με το εξαιρετικό, το έξω από αυτό τον κόσμο, το πραγματικό με το συνηθισμένο.



Τα σύνορα αληθινού με ψεύτικου θολώνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον το μόνο που έχει σημασία είναι η αποδοτικότητα του υλικού που παρουσιάζεται στα πλαίσια μιας αρχιτεκτονικής των social media. Στην πραγματικότητα, πλησιάζουμε γρήγορα στο σημείο όπου θα χρειαζόμαστε τη διαμεσολάβηση μηχανών για να αναγνωρίσουμε αυτό που πραγματικά υπάρχει. Θα έχουμε απωλέσει την εμπιστοσύνη στις αισθήσεις μας. «Χακάρεται» η δυνατότητά του ανθρώπου να αντιληφθεί την πραγματικότητα.

Ο πραγματικός κίνδυνος είναι ότι οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που στο σύντομο μέλλον θα κυριαρχούν στον κόσμο μας δε θα είναι το αποτέλεσμα της φαντασίας ή της οπτικής των ανθρώπων, αλλά μηχανών που θα ταϊζονται από προηγούμενες δημιουργίες ανθρώπων αλλά όλο και παραπάνω και από τις δημιουργίες που οι ίδιες δημιουργούν.

Από το εικονικό σεξ – σεξ χωρίς το ρίσκο της επαφής – έως τους A.I. companions – συντροφικότητα ως καταναλωτικό προϊόν, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του ατόμου, χωρίς τα αναπόφευκτα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων, στην προμπτογραφία – εικόνες κατά παραγγελία που προσομοιάζουν τη φωτογραφία, δίχως όμως πραγματικούς ανθρώπους, ζούμε στην εποχή της προσομοίωσης. Όμως, αυτό που χάνεται είναι η διαδρομή την οποία ο άνθρωπος πρέπει να κάνει για να κατακτήσει κάτι. Ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνο το έργο του, αλλά και η διαδρομή του μέχρι να φτάσει για να το παράξει.  

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Αν το μόνο που θα είχε σημασία είναι ο προορισμός και όχι το ταξίδι για να φτάσεις εκεί, ο υπερ-μοντέρνος Οδυσσέας μας, τι ιστορίες θα είχε να μοιραστεί;

Τι είδους μνήμη θα έχει μείνει;

Η ανάγκη να επαναφέρουμε τον άνθρωπο στο προσκήνιο 

Γιάννης Αγγελάκης

Σε αυτό τον νεο θαυμαστό εικονικό κόσμο, η καταγραφή της πραγματικότητας όπως πραγματικά είναι, μέσα από το ξεχωριστό βλέμμα πραγματικών ανθρώπων, αν και αναγνωρίζεται από πολλούς ως κίνδυνος, στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε μία αναγκαιότητα. 

Χρειαζόμαστε τη φωτογραφία δρόμου για να έχουμε μια πραγματική εικόνα ενός κόσμου που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τον αντιληφθούμε, που κρύβεται πίσω από φίλτρα, στον οποίο γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διαχωρίσουμε το τεχνητό από το αληθινό. Έναν κόσμο που το τεχνητό μοιάζει πιο πραγματικό από το πραγματικό. Πολλές φορές πιο ενδιαφέρον. 

Στη δυστοπία του όλο και πιο κοντινού πλέον μέλλοντος, ο φωτογράφος δρόμου ρίχνει φως στο σκοτάδι. Εξαρτάται από το φως και τη σκια για να αποτυπώσει αυτό που είναι πραγματικά, σε αντίθεση με τις φιλτραρισμένες εκδοχές του εαυτού και τις αλγοριθμικές εικόνες που δεν έχουν σχέση ούτε με το φως, ούτε με το σκοτάδι, αλλά με τα μαθηματικά και την παραπλάνηση.

Προς το παρόν, οι περιορισμοί σε πολλές χώρες αυξάνονται και οι φωτογράφοι δρόμου βρίσκονται στο στόχαστρο. Προσαρμόζουν το στυλ τους. Επιλέγουν όλο και παραπάνω το παιχνίδι των σκιων με το φως, τις σιλουέτες, κρύβεται το πρόσωπο και οι εκφράσεις του, λες και για να αποτυπώσουν με αυτό τον τρόπο μια εποχή σκοτεινή στην οποία ο άνθρωπος τίθεται σε ένα ιδιότυπο περιθώριο. 

Κρατάμε όλο και μεγαλύτερη απόσταση από τον άνθρωπο. Ο φόβος υπερισχύει και η φωτογραφία δρόμου με τις επιλογές που κάνουν οι φωτογράφοι, καθρεφτίζει αυτόν τον φόβο. Η αύξηση αυτού του τύπου φωτογραφιών, εν τέλει, θα έχει καταφέρει να αποτυπώσει κάτι πολύ αληθινό για την εποχή μας: την επικράτηση του φόβου για τον άνθρωπο, την απομάκρυνση από αυτόν.

Η Aurelie Filippetti, Υπουργός Πολιτισμού μεταξύ 2012 – 2014 στη Γαλλία κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον σοδιαλδημοκράτη Φρανσουά Ολάντ είχε δηλώσει ότι οι περιορισμοί που θέτονται στους φωτογράφους δρόμου είναι απαράδεκτοι γιατί «χωρίς αυτούς, η κοινωνία μας δεν έχει πρόσωπο».

Για να συμπληρώσει: 

«…κινδυνεύουμε να χάσουμε τη μνήμη μας». 

Όμως η μνήμη είναι η συγκολλητική ουσία των κοινωνιών, ακόμη και όταν θυμόμαστε πράγματα που ίσως θα θέλαμε να ξεχάσουμε. 

Ας το σκεφτούμε ξανά.

Είναι αυτή ιστορία που θέλουμε να πούμε για την εποχή μας στις επόμενες γενιές; Μία ιστορία στην οποία κυριαρχούν οι σκιές, οι ψηφιακές περσόνες, η προμπτογραφία και απουσιάζει ο πραγματικός άνθρωπος; Οπου ο Cartier-Bresson ή ο Josef Koudelka δε θα είχαν θέση;

Είναι αυτό το έδαφος πάνω στο οποίο θέλουμε να κτίσουμε το μέλλον των κοινωνιών μας; Ένα μέλλον χωρίς μνήμη;

Η φωτογραφία δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων επιλεγμένων, καλλιτεχνών ή επαγγελματιών, αλλά όλο και περισσότερο μια ευκαιρία για όλους.

Η τεχνολογική επανάσταση που συντελείται έφερε τη φωτογραφία στο επίκεντρο του σύγχρονου κόσμου μας και πρέπει να επιλέξουμε τι θα κάνουμε με αυτό. Μπορούμε  να στρέψουμε τη φωτογραφική μηχανή προς τον εαυτό μας. Μπορούμε όμως να την στρέψουμε προς τα έξω, προς την ομορφιά που είναι ο κόσμος που ζούμε ακόμα και όταν τα πράγματα γίνονται άσχημα.

Είναι μια ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι αφηγητές ιστοριών. Πραγματικών ιστοριών. Και οι ιστορίες μας μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο αληθινές.

Εξαρτάται από εμάς. 

Γιατί, όπως είχε πει ο Χενρί Καρτιέ – Μπρεσόν, η φωτογραφία είναι η αναγνώριση, μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, της σημασίας ενός γεγονότος.

Αυτού που πραγματικά συμβαίνει.

Γιατί, εν τελει, ο άνθρωπος χρειάζεται ιστορίες για να μοιραστεί. Πραγματικές ιστορίες. Ιστορίες που δίνουν νόημα στις ζωές μας. Που αξίζει να μοιραστούμε. Εξαρτιέται η ύπαρξή μας από αυτές. 

Είναι μία αναγκαιότητα. 

Είναι αναγκαίο να επαναφέρουμε τον Άνθρωπο στο προσκήνιο.

Info:

Περισσότερο φωτογραφικό υλικό στο giannisangelakis.com

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα