ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΜΑΤΑΚΗΣ: ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ, ΙΔΙΟΦΥΕΣ ΜΥΑΛΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΦΙΣΕΣ ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ
“Γιατί στην αφίσα του Poor Things η Έμα Στόουν έχει βαμμένα τα μάτια και τα χείλη της”; “Ποιον αγκαλιάζουν στον Αστακό”; “Γιατί στον Κυνόδοντα το δόντι αποτελείται από τρεις γραμμές; Καταρχάς, είναι καν δόντι”; Και άλλες πολλές ερωτήσεις προς τον χαρισματικό Έλληνα designer.
Από τον “Κυνόδοντα” μέχρι το “Poor Things”, και σε όλες τις ενδιάμεσες κινηματογραφικές στάσεις, έναν άνθρωπο βρίσκεις πίσω από τις αντίστοιχες αφίσες-κομμάτια αδιαίρετα πια του λανθιμικού σύμπαντος: τον Βασίλη Μαρματάκη. Και αν το σκεφτείς λίγο, δεν πρόκειται και για την πιο εύκολη δουλειά του κόσμου.
Αλλά το πώς καταφέρνει να αποτυπώσει το παράλογο(;) αυτών των ταινιών μέσα από ένα και μόνο σχέδιο, δεν είναι το μόνο που τον ρώτησα, ένα απ’ τα τελευταία βράδια του Δεκεμβρίου, σε ένα παγκάκι στο κέντρο της Αθήνας.
Τον ρώτησα και τι δουλειά κάνει “κανονικά” (“designer” μου είπε, σήμερα έχει δικό του γραφείο, παλιότερα ήταν στην MNP Athens ως συνιδρυτής της), πώς γνωρίστηκε με τον Ευθύμη Φιλίππου και τον Γιώργο Λάνθιμο (σε μια διαφημιστική), πότε έκανε την πρώτη του αφίσα, αν κάνει εξώφυλλα και για βινύλια ή βιβλία (ναι και ναι), πώς εμπνέεται, και γενικά βγήκε απ’ το στόμα μου ένας σωρός από απλοϊκές ερωτήσεις, αντάξιες παιδιού δημοτικού, για ένα αντικείμενο εργασίας που αγνοώ βαθιά. Δυστυχώς.
Αλλά αυτός ο χαμογελαστός και φιλικός άνθρωπος είχε την κατάλληλη υπομονή, αυτή που μόνο καθηγητές έχουν (διδάσκει και στη σχολή Βακαλό) για να γίνει η παρακάτω κουβέντα:
Έλεγα σε έναν φίλο μου ότι νιώθω πως εσύ κάνεις το αντίθετο από ό, τι κάνουν οι υπόλοιποι, δηλαδή όλοι φτιάχνουν μια αφίσα για να τη δούμε και να καταλάβουμε τι αφορά η ταινία, εσύ όμως φτιάχνεις μία αφίσα, για να την καταλάβει αυτός που έχει ήδη δει την ταινία. Δεν ξέρω πόσο έξω έχω πέσει.
Θα σου πω κάτι. Κάποιοι φίλοι που τώρα είδαν το “Poor Things”, όταν βγήκαν απ’ το σινεμά μου είπαν “ΟΟΟΟΟΟΚ”…
…”τώρα καταλάβαμε τι έκανες”.
Ναι. Αυτό που προσπαθώ να κάνω με την αφίσα είναι να φτιάξω κάτι σαν μια μικρή πύλη για την ταινία, μια είσοδο. Σαν πόρτα φαντάσου το.
Που για να την καταλάβει κάποιος την αφίσα, θα πρέπει να ξέρει και λίγο από την ιστορία;
Όχι, τίποτα. Απλά επειδή δεν μπορείς να πεις όλη την ταινία με την αφίσα, παίρνεις ένα ή δύο στοιχεία της ιστορίας και τα χρησιμοποιείς με ένα εικαστικό τρόπο για να δημιουργηθεί ένα entry point για την ταινία. Αυτό προσπαθώ να κάνω.
Και να τη δεις και να πεις “μμμ, αυτό πρέπει να είναι ενδιαφέρον”.
Γιατί η πρώτη επαφή που έχεις με την ταινία, συνήθως είναι η αφίσα, έτσι δεν είναι;
Εσύ πότε χαίρεσαι περισσότερο; Όταν δεις το αποτέλεσμα της δουλειάς σου σε φωτογραφία στο ίντερνετ ή όταν το δεις τυπωμένο σε χαρτί κάπου ψηλά να κρέμεται;
Ξέρεις, τι; Δυστυχώς, σπάνια το βλέπω τυπωμένο πια. Και γι’ αυτό έχω στο μυαλό μου να δουλεύω για πολύ μικρά φορμάτ. (σ.σ. μου δείχνει το κινητό του)
Έχεις το μυαλό σου δηλαδή πως θα φαίνεται η αφίσα όταν τη δει ο άλλος σε μικρή εικόνα;
Ναι, πχ στο Instagram. Δυστυχώς.
“Δυστυχώς” γιατί αυτό σε περιορίζει;
Με περιορίζει πάρα πολύ γιατί τα εικαστικά πρέπει να είναι φτιαγμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργούν και μεγάλα και μικρά. Για παράδειγμα τώρα, ήταν η αφίσα τόσο μικρή online και την ίδια στιγμή είχε καλύψει την πρόσοψη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Νιώθω ότι είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος αυτός. Με ποιον μιλάς για αυτά;
Με κανέναν. Νομίζω πηγαίνω, μαθαίνοντας. Για παράδειγμα όταν είχα κάνει αφίσα για το “Chevalier” της Τσαγγάρη, όπου δείχνει ένα τιμόνι…
…που είναι ναυτικό.
Όχι, δεν είναι. Και αυτό ήταν πρόβλημα, εκεί κατάλαβα ότι δεν λειτουργεί τελείως η αφίσα σε μικρό φορμάτ. Αυτό που δείχνει και μοιάζει με τιμόνι είναι πέη -ένα για τον κάθε ηθοποιό. Αλλά όλοι λένε “α, να ένα τιμόνι”. Όταν τη δεις την αφίσα τυπωμένη μεγάλη, αυτά φαίνονται. Σε μικρή εικόνα όμως δεν φαίνεται.
Οπότε αυτό με έμαθε να σκέφτομαι πώς πρέπει να λειτουργεί σε όλα τα μεγέθη αυτό που σχεδιάζω.
Πόσο καιρό μπορεί να σου πάρει να φτιάξεις μία αφίσα;
Μπορεί έναν μήνα, μπορεί και τρεις.
Τις ταινίες εσύ τις έχεις δει πρώτα ή σου έχουν πει τι γίνεται;
Τα πάντα έχουν συμβεί, αλλά συνήθως μου στέλνουν το σενάριο και μετά μπορεί να πάω και στα γυρίσματα. Αλλά όχι πάντα. Στον “Θάνατο του Ιερού Ελαφιού” που γυριζόταν στις ΗΠΑ δεν είχα πάει αλλά στο “Poor Things” που γυριζόταν στην Ουγγαρία, πήγα.
Και κάποια στιγμή βλέπω και την ταινία σε διάφορες φάσεις της. Σε πρώτη φάση πχ τη βλέπω χωρίς να είναι φτιαγμένος ο ήχος. Οπότε κάπως έτσι εγώ ξεκινάω ήδη και δουλεύω.
Για παράδειγμα, τώρα στην ταινία του Γιώργου επειδή υπήρχαν ενδιάμεσοι τίτλοι χρειάστηκε να τους φτιάξουμε πριν φτιάξω την αφίσα, οπότε σχεδιάστηκε πρώτα η γραμματοσειρά. Δηλαδή μερικές φορές τα δουλεύω και ανάποδα.
Νομίζω και στο πόστερ για το “Favourite” είχες παίξει κάπως με τη γραμματοσειρά.
Ναι κι εκεί. Κοίτα, έχεις να εκφράσεις κάποια πράγματα μέσα από μια αφίσα, έτσι; Και αυτό πρέπει να το εκφράσεις με εικόνες και με τυπογραφία.
Για παράδειγμα στο “Favourite” ο λόγος που τα γράμματα είναι τόσο ακραία αραιά μεταξύ τους είναι γιατί κάνω κάπως ένα σχόλιο πάνω σε εκείνη στην τυπογραφία της εποχής αλλά και στη γελοιότητα του καθωσπρεπισμού της.
Ξέρεις, όλο αυτό μου φαίνεται σαν ένα εντελώς ξεχωριστό κομμάτι τέχνης, και αναρωτιέμαι αν έχεις σκεφτεί ποτέ να κάνεις ένα καλλιτεχνικό έργο που να μη βασίζεται σε ταινίες, να πεις “θα κάνω μόνος μου μία έκθεση με 30 αφίσες που θα τις φτιάξω να εκφράσω αυτό που θέλω εγώ ως καλλιτέχνης”.
Όχι, δεν έχω κάτι που να θέλω να εκφράσω από μέσα μου. Εκφράζομαι μέσα απ’ τα πρότζεκτ που κάνω. Έτσι διοχετεύω τη δημιουργικότητά μου σε πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί να φτιάξω μία playlist, μπορεί να κάνω ένα κολάζ για μένα αλλά δεν έχω κάτι που να πρέπει να εκφράσω οπωσδήποτε.
Δεν είναι μεγαλύτερη πρόκληση για σένα να κάνεις αφίσες για ταινίες από τα υπόλοιπα; Λες και “όχι” σε ταινίες;
Λέω “όχι” αλλά θα σου πω γιατί. Επειδή τώρα δουλεύω με τον Λάνθιμο ο οποίος είναι για μένα ιδανική περίπτωση, καθώς μ’ αρέσουν πολύ οι ταινίες του, και μου παίρνει και πάρα πολύ χρόνο να τις δουλέψω. Οπότε προτιμώ να κάνω κάτι άλλο.
Μου έρχονται προτάσεις από διάφορους, πχ πριν λίγα χρόνια έκανα σκηνικά για την παράσταση της Αργυρώς Χιώτη και του Ευθύμη Φιλίππου, το “Νερό της Κολωνίας”, για το Εθνικό Θέατρο. Και αυτό μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον.
Ή με ενδιαφέρει να κάνω μια ωραία έκδοση. Τώρα πχ δουλεύω την εταιρική ταυτότητα ενός αρχιτέκτονα. Και αυτά μ’ αρέσουν. Απλά με τις ταινίες έχει γίνει κάπως πιο γνωστή η δουλειά μου και μου ‘ρχονται πολλές προτάσεις για άλλες ταινίες.
Το περίεργο ξέρεις ποιο είναι; Πώς και δεν σε έχουν πάρει έξω να κάνεις εκεί δουλειές;
Μα σχεδόν όλοι οι πελάτες μου είναι έξω. Έχω ελάχιστους πελάτες στην Ελλάδα.
Εγώ εννοούσα όμως, ξέρεις, κινηματογραφικές παραγωγές.
Κοίτα… Μου ζητάνε συχνά να κάνω (σ.σ. χαμηλώνει το βλέμμα και το λέει με κάποια συστολή)
Ναι δεν είναι κακό που το λες, προφανώς θα συμβαίνει.
Αλλά το θέμα είναι ότι δεν προλαβαίνω και ότι όπως σου είπα δεν θέλω να κάνω συνέχεια ταινίες γιατί μ’ αρέσει να κάνω και άλλα πράγματα -λογότυπα, να σχεδιάζω βιβλία, διάφορα.
Α, κάνεις και βιβλία;
Ναι, έχω σχεδιάσει εκδόσεις για τους Gucci, Sternberg Press, Jan van Eyck Academie, ΔΕΣΤΕ, MIT Press.
Έχεις πει “όχι” σε ταινία που να την είδες μετά και να το μετάνιωσες, να είπες “ωραία ταινία τελικά, ίσως έπρεπε να την έχω κάνει”;
Ναι, έχει τύχει. Και φυσικά έχει τύχει να έχω δουλέψει σε ταινία που ήθελα πάρα πολύ και να έχει απορριφθεί αυτό που τους έφτιαξα.
Είχα κάνει αφίσα για μια πολύ ωραία γερμανική ταινία και τελευταία στιγμή ο ηθοποιός φρίκαρε και είπε ότι “αυτή εγώ δεν θέλω να βγει”. Και ήταν πολύ κρίμα γιατί ήταν μία από τις πλέον αγαπημένες μου δουλειές.
Έκανες άλλη ή έφυγες;
Με πλήρωσαν κανονικά και έκαναν μόνοι τους μια άλλη αφίσα. Αυτή δεν βγήκε ποτέ.
Γενικά πάντως είναι πολλοί παράγοντες για να βγει κάτι πολύ ωραίο. Δεν αρκεί μόνο εγώ να το σχεδιάσω, πρέπει και οι άλλοι να μην το χαλάσουν.
Μπορείς να προσαρμοστείς σε κάτι άλλο, σου είναι εύκολο ή πάντα θα ψάξεις να βρεις το περίεργο;
Κοίτα, έχω ένα πράγμα το οποίο κάνω και θέλω αυτοί που έρχονται, να έρχονται για αυτό. Μου φαίνεται περίεργο να έρθουν σε μένα και να ζητήσουν κάτι άλλο.
“Έχω την ταυτότητά μου, έρχεσαι για αυτό, ξέρεις ποιος είμαι”.
Ναι, οπότε μου έρχονται και λίγο συγκεκριμένου στιλ ταινίες, συνήθως έτσι λίγο πιο dark. Αλλά είμαι OK μ’ αυτό.
Εσύ ήσουν από πριν αυτός ο τύπος; Δηλαδή πριν ξεκινήσεις να κάνεις τις αφίσες, αυτά που σκεφτόσουν και αυτά που διάβαζες ήταν σ’ αυτό το μήκος κύματος;
Ναι.
Δηλαδή ήρθε και κούμπωσε, δεν σε πήγε κάποιος προς τα εκεί.
Όχι, ήμουν ήδη εκεί. Σκέψου η πτυχιακή μου στη σχολή ήταν “Σεξουαλικότητα και Ταινίες Τρόμου”.
Επίσης θυμάμαι 13ών χρονών στο σχολείο, που πρότεινα ως πρόεδρος της τάξης να δούμε όλοι μαζί τον “Εξορκιστή” και το “Πνεύμα του Κακού”. Μαζευτήκαμε και το κάναμε.
Πρόσφατα συνάντησα κάποιους συμμαθητές από τότε και μου είπαν “θυμάσαι που το σταματήσαμε; Είχαμε φρικάρει τελείως”.
Μικρός σηκωνόμουν το βράδυ και έβλεπα το Twilight Zone. Και ξυπνούσε ο πατέρας μου και μου ‘κλεινε την τηλεόραση, με έστελνε για ύπνο..
Αγαπημένες αφίσες έχεις; Για παράδειγμα είπες για τον “Εξορκιστή”, φαντάζομαι θα σ’ αρέσει.
Η αγαπημένη μου είναι μία του Χανς Χίλλμαν για τον “Πορτοφολά” του Ρομπέρ Μπρεσόν.
Δείχνει ένα χέρι που βγαίνει μέσα από μια τσέπη ενώ σε όλες τις άλλες αφίσες της ταινίας το χέρι μπαίνει μέσα. Αυτή η διαφορά είναι ακριβώς η ταινία γιατί αυτός ο πορτοφολάς είναι ένας άνθρωπος χαμένος μέσα στην πόλη, όπου ψάχνει για βοήθεια. Οπότε αυτή η αφίσα πιάνει το νόημα της ταινίας πιο πολύ από το χέρι που μπαίνει μέσα να κλέψει.
Πόσοι θα τα προσέξουν αυτά όμως; Δεν νιώθεις μερικές φορές λίγο μόνος;
Όχι οι άνθρωποι που έχω γύρω μου τα καταλαβαίνουν (σ.σ. γελάει). Αλλά εντάξει δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι είναι ένα καλλιτεχνικό έργο πολύ δυνατό, ένα visual πολύ ωραίο.
Για παράδειγμα, είδα που είπε ότι στην αφίσα στον “Κυνόδοντα” έχεις κάνει το σχέδιο με τρεις γραμμές που συμβολίζουν τα τρία παιδιά της οικογένειας. Αυτό πχ δεν θα το καταλάβαινα.
Καταρχάς, τον “Κυνόδοντα” τον έχουμε κάνει ως MNP, εγώ και η Κατερίνα Παπαναγιώτου, οι δυο μας.
Ειδικά αυτό που λες δεν το ‘χει καταλάβει κανένας. Άσε που πολλοί νομίζουν ότι αυτό το σχέδιο είναι ένα δόντι.
Δεν είναι δόντι; Έλα ρε συ τώρα, γιατί με κάνεις να νιώθω τόσο άσχετος;
Αυτό είναι ένα σύμβολο ηχητικής παραμόρφωσης.
Σαν το εξώφυλλο των Joy Division;
Ναι, είναι μια παραμόρφωση η οποία δημιουργεί όμως διαφορετικά πεδία μέσα και έξω.
Μα, είναι OK να μην το έχει καταλάβει κάποιος. Το θέμα είναι: σου έκανε κάτι; Εσύ μπορείς να το μεταφράσεις όπως θες.
Θέλαμε να φτιάξουμε μία εικόνα με τρεις γραμμές. Αυτές ξεκινούν απ’ το ίδιο σημείο, στη συνέχεια και οι τρεις ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ώσπου καταλήγουν πάλι στο ίδιο σημείο. Και μέσα σ’ αυτό δημιουργούν έναν εσωτερικό χώρο.
Αυτή είναι η πιο αφαιρετική αφίσα που είχαμε κάνει.
Και τώρα μας την κάνεις ακόμα πιο αφαιρετική.
Και δεν τη χρησιμοποίησαν πουθενά στο εξωτερικό. Πουθενά. Έλεγαν “τι είναι αυτό;”. Μόνο στην Ελλάδα τη χρησιμοποίησε η Feelgood.
Όταν εμείς την είχαμε σχεδιάσει δεν περιμέναμε να φτάσει η ταινία μέχρι τα Όσκαρ, ότι θα γινόταν χιτ. Νομίζαμε ότι θα είναι κάτι πιο arthouse, πιο μικρό.
Και πώς έτυχε και ζήτησε ο Λάνθιμος από εσάς να του φτιάξετε το πόστερ; Ήσασταν φίλοι;
Δεν μας ζήτησε, ήρθε πολύ φυσικά γιατί ήμασταν κολλητοί φίλοι με τον Ευθύμη Φιλίππου. Και δουλεύαμε και μαζί. Οπότε όταν γύρισαν την ταινία, δεν συζητήθηκε ποτέ ποιος θα το έκανε. Ήμασταν μια παρέα και ήταν αυτονόητο ότι θα την κάναμε εμείς.
Απ’ την άλλη τότε τον Λάνθιμο δεν τον ήξερα και πάρα πολύ. Γνωριζόμασταν μέσα απ’ τη διαφήμιση αλλά δεν κάναμε παρέα.
Αλλά το πήρατε και εσεις πολύ ζεστά, δεν είναι ότι “επειδή είναι φίλος μας, πάμε τώρα να του κάνουμε μία χάρη να τελειώνουμε”.
Όχι, γουστάραμε πάρα πολύ.
Μ’ αρέσει πάντως που έχετε κρατήσει αυτές τις σχέσεις, παρότι ο Λάνθιμος έχει φύγει, ζει στο εξωτερικό. Μου φαίνεται πολύ παρεΐστικο έτσι όπως το βλέπω.
Ναι, είμαστε μια παρέα. Και συμβαίνει γιατί εκτιμούμε πολύ ο ένας τη δουλειά του άλλου. Υποθέτω ότι αυτό είναι.
Και θα μπορούσαν να έχουν φουσκώσει τα μυαλά του, να του έχουν πει του Λάνθιμου στην Αμερική ότι “έλα μωρέ, ποιον Έλληνα τώρα, θα σου βρούμε εδώ εμείς, έχουμε δέκα τέτοιους, που μπορεί να μην είναι καλύτεροι, αλλά είναι δικοί μας, είναι μεγάλοι, έχουν κάνει εκατό ταινίες για το Χόλυγουντ, ξέρουν…”.
Θα μπορούσαν αλλά αυτό, ξέρεις, έχει να κάνει με τον Λάνθιμο. Απ’ την αρχή ήταν και δική του επιλογή η συνεργασία μας.
Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπώσεις το παράλογο που έχουν αυτές οι ταινίες του Λάνθιμου, αυτό το weird.
Δεν το εκλαμβάνω ως weird αυτό. Πώς να στο πω τώρα… Εμένα οι αφίσες που πάντα μ’ άρεσαν, ακόμα και από κωμωδίες, ήταν λίγο πιο περίεργες. Δηλαδή θυμάσαι την αφίσα του “Airplane”; Το “Τρελή Απίθανη Πτήση”; Ήταν ένα αεροπλάνο δεμένο κόμπο. Και ήταν μια αφίσα όχι για weird ταινία αλλά για κωμωδία.
Για μένα είναι ενδιαφέρον ως entry point κάτι το οποίο είναι οπτικά ασυνήθιστο.
Στην αφίσα στις “Άλπεις” τι ήθελες να κάνεις;
Στις “Άλπεις” είναι μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι παριστάνουν κάποιους άλλους με πολύ κακό τρόπο, με πολύ DIY τρόπο, και έτσι ήθελα να είναι και η αφίσα. Πρόκειται απλώς για ένα κολάζ, μία φωτοτυπία, την οποία τη μεγάλωσα.
Είναι στο χέρι δηλαδή;
Ναι, είναι φτιαγμένη και κομμένη στο χέρι με κόλλα. Είναι το ορίτζιναλ κολάζ όπου είναι ο ένας “τσαρλατάνος” πάνω στον άλλον. Οπότε η ιδέα ήταν να υπάρχει μία αφίσα κακοφτιαγμένη, σαν να την είχαν φτιάξει οι ίδιοι για να κάνουν πρόμο στον εαυτό τους.
Συν ότι σχηματίζουν ένα πράγμα σαν τσίρκο ο ένας πάνω στον άλλον, συν ότι είναι λίγο μυτερό αυτό, που θα μπορούσε να είναι και μια οροσειρά. Έχει διάφορες αναγνώσεις.
Στην αφίσα του Αστακού; Πχ εκεί αν δεν έχεις δει την ταινία δεν μπορείς να καταλάβεις τι κάνει ο άλλος.
Ναι απλά στον “Αστακό” καταλαβαίνεις ότι αγκαλιάζει κάτι το οποίο δεν υπάρχει. Για μένα αυτό φτάνει.
Είναι αυτή η ιδέα του τι σημαίνει να έχεις κάποιον ή πώς είσαι αν σου λείπει. Ή αν αναγκάζεσαι τελικά να χάσεις κάτι από σένα για να βρεις τον άλλον. Και όταν τον έχεις, είσαι ολόκληρος; Είναι διάφορα ερωτήματα.
Αυτός είναι μόνος του εκεί, έτσι;
Ναι αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα και στην Αγγλία στην ίδια αφίσα έβαλαν δίπλα στον Κόλιν Φάρελ και την Ρέιτσελ Βάις, που είναι και αυτή σαν αγκαλιάζει κάποιον, το οποίο για μένα ήταν τεράστιο λάθος. Εγώ τον είχα τον καθένα μόνο του σε κάθε αφίσα. Στη μια ο ένας, στην άλλη ο άλλος. Και θα έπρεπε να είναι μόνος του ο καθένας, γιατί αλλιώς, αφού είναι μαζί, δίπλα δίπλα, γιατί δεν αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον; Δεν έχει κανένα νόημα να είναι έτσι.
Τα δύο χέρια είναι του Ευθύμη btw (γελάει). Δεν είναι του Κόλιν Φάρελ.
Νομίζω ότι αυτή η αφίσα άγγιξε πολύ κόσμο, ήταν πολύ στενάχωρη η εικόνα.
Ναι, η μαμά μου το λέει αυτό, μου λέει “παιδί μου, αυτή η αφίσα με συγκινεί κάθε φορά που τη βλέπω”.
Οι γονείς σου δηλαδή το χαίρονται αυτό, τους αρέσει;
Κοίτα, ο μπαμπάς μου δεν ζει πια αλλά το χαίρονταν πολύ.
Το καταλάβαιναν αυτό που κάνεις;
Ε, ναι, δεν ήταν σαν τη γιαγιά μου που έλεγε ότι είμαι “γραφιστικιστής” (γελια). Επίσης έβλεπαν σινεμά. Η μητέρα μου πχ με είχε πάει στα 13 μου και είχα δει Φασμπίντερ. Οπότε καταλαβαίνεις…
Άσχετο αλλά στις πρεμιέρες πηγαίνεις;
Ναι, σχεδόν σε όλες.
Αλλά δεν το ‘χεις “κάπως” στο μυαλό σου, δεν σε εντυπωσιάζει.
Φυσικά και με εντυπωσιάζει (γελάει). Είναι τρελή χαρά να δω την αφίσα μου εκεί. Πώς δεν είναι; Είναι εντυπωσιακό. Απλά αν είσαι μέρος αυτού του πράγματος, έχεις και μια μεγάλη αγωνία πώς θα πάει. Και επειδή είναι και φίλοι μου, θέλω να πάει καλά, θέλω να αρέσει η ταινία, να ενθουσιαστούν όλοι και να χειροκροτάνε.
Οπότε έχω μια τρελή αγωνία και δεν το ευχαριστιέμαι 100%. Θυμάμαι δηλαδή στον “Κυνόδοντα” την πρώτη φορά που παίχτηκε στις Κάννες, που πρόσεχα μέχρι και το τρίξιμο της πόρτας στο σκοτάδι όταν έφευγε κάποιος απ’ την αίθουσα.
Και πάντα κοιτάω πως προβάλλεται η αφίσα. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που είδα την αφίσα του “Αστακού” στραβοκολλημένη πάνω σε μια flat screen οθόνη στο πάρτι της ταινίας, μπροστά από ένα μπουφέ με καναπεδάκια…
Έπαθες εγκεφαλικό;
Όχι, ξέρεις τι; Είναι ωραίο γιατί λες “ναι, είναι και αυτό η αφίσα”.
Και μετά είναι ο “Θάνατος του Ιερού Ελαφιού”;
Σε αυτά τα γυρίσματα δεν είχα πάει. Εκεί η βασική ιδέα ήταν το νοσοκομείο. Είχαμε δύο αφίσες.
Πολύ επιβλητική η μία, αυτή που είναι έτσι ψηλή, δεν ξέρω πως να το περιγράψω.
Εκεί είναι θαύμα που δεν υπάρχει η Νικόλ Κίντμαν. Δηλαδή να έχεις τη Νικόλ Κίντμαν στην ταινία και να μην υπάρχει στο πόστερ…
Πώς την κατάφερες, πώς την πείσατε;
Να σου πω την αλήθεια είχα φτιάξει και ένα δεύτερο πόστερ για την παρουσίαση με τη Νικόλ Κίντμαν να κάθεται στο κρεβάτι. Και σκεφτόμουν ότι αν πραγματικά φρικάρουν θα τους πω “εντάξει, υπάρχει και αυτό”. Αλλά πήγε μια χαρά οπότε δεν τους το έδειξα ποτέ.
Και η ίδια δεν είπε τίποτα δηλαδή;
Όχι ήταν μάλλον μια χαρά, δεν είχαμε κανένα θέμα.
Η ιδέα είναι όταν ένας άνθρωπος χρειάζεται να ζήσει τη φρίκη να βλέπει έναν αγαπημένο του άνθρωπο στο νοσοκομείο. Εκεί που είσαι τελείως αβοήθητος, που είσαι στο έλεος των γιατρών, της τύχης -του Θεού για κάποιους. Οπότε είναι αυτός πολύ μικρός μπροστά σε κάτι που είναι πολύ επιβλητικό και μεγάλο.
Στην αφίσα είναι σαν να βρίσκεται στον πάτο ενός πηγαδιού. Αν δεις, δεν υπάρχει ταβάνι. Δηλαδή είναι κάτι το οποίο συνεχίζεται για πάντα προς τα πάνω.
Συν ότι ο πρωταγωνιστής είναι μπροστά σε δύο σώματα, που σε δεύτερο επίπεδο είναι η επιλογή που έχει να κάνει στην ταινία.
Στο “Favourite” τι ήθελες να κάνεις;
Εκεί η αφίσα είναι το κεφάλι της βασίλισσας αλλά με αυτό το προφίλ που βλέπουμε στα γραμματόσημα. Πάνω του είναι δύο γυναίκες, όπου η μία κάτι της κάνει στο μάτι, κρατάει μια βούρτσα. Πρέπει να σου πω ότι αρχικά κρατούσε ένα μαχαίρι αλλά το βρήκαν πολύ βίαιο και το αλλάξαμε -που για μένα είναι πολύ πιο βίαιο, το να της βουρτσίζει τον βολβό του ματιού.
Και η άλλη γυναίκα είναι καβάλα και τα γεννητικά της όργανα είναι στο στόμα της, σαν να την πνίγει. Αυτή είναι η ερωμένη της και αρχικά κράταγε κάτι σε leather, ήταν έτσι λίγο BDSM. Και αυτό μου ζήτησαν και το βγάλαμε, ήθελαν να το κουλάρουμε λίγο, να μην είναι τόσο άγριο. Οπότε τώρα κρατάει πέρλες και είναι σαν να τη στολίζει, το οποίο επίσης έχει νόημα γιατί στην ταινία και οι δυο τους την καλλωπίζουν κάπως.
Και η βασίλισσα είναι σε μια κατάσταση σαν να είναι νεκρή. Την έχω ασπρίσει και πάρα πολύ και είναι χαμένη σε ένα μαύρο φόντο.
Και η αφίσα στο “Poor Things”;
Η πρώτη αφίσα, η οποία είναι αυτή με το μέικ απ, είναι ένα πολύ κοντινό της Έμα Στόουν, που όμως δεν είναι μέικ απ. Αυτό αν το δεις από κοντά, είναι τρεις άντρες -δύο στα μάτια, ένας στο στόμα.
Νόμιζα ότι θα μου έλεγες “δεν είναι μέικ απ, το έχω ζωγραφίσει εγώ στο χέρι από πάνω στην αφίσα”.
Το έχω κάνει στο χέρι αλλά είναι οι τρεις άντρες της ταινίας, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν κάποια σχέση μαζί της. Εδώ κάπως προσπαθεί να γίνει πιο ελκυστική χρησιμοποιώντας η ίδια τους άνδρες με το δικό της τρόπο.
Η δεύτερη αφίσα μετά είναι το σώμα της, το οποίο αναδύεται μέσα από ένα άλλο σώμα.
Και στην τρίτη αφίσα, επειδή η ηρωίδα είναι φοβερά ειλικρινής, ό, τι σκέφτεται το λέει γιατί έχει ένα παιδικό μυαλό κατά κάποιον τρόπο, έχει μία τεράστια τρύπα από το στήθος και κάτω και είναι όλα τα έντερα της έξω, τα οποία έντερα, βέβαια, είναι κομμάτια μάρμαρα -λεπτομέρειες από τα σκηνικά της ταινίας. Και σε όλα αυτά τα μαρμάρινα σωθικά βρίσκονται όλοι οι άντρες της ταινίας.
Κάποια άλλη αφίσα που να έκανες και να σου άρεσε πολύ; Όχι για ταινία του Λάνθιμου.
Έκανα για μία γερμανική ταινία, το “Great Freedom”. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία ενός γκέι ο οποίος είχε φυλακιστεί στο Άουσβιτς, αλλά όταν βγήκε, επειδή συνέχισε να είναι παράνομο το να είσαι γκέι, τον ξαναέβαλαν φυλακή. Οπότε αυτός ο άνθρωπος πέρασε όλη του τη ζωή από κελί σε κελί μέχρι το ‘70κάτι, που σταμάτησε να ισχύει αυτός ο νόμος
Και στην αφίσα τι έχεις κάνει;
Αυτός, παρότι ζούσε μέσα στη φυλακή, έζησε ελεύθερος με τον δικό του τρόπο -πχ πάντα είχε συντρόφους κτλ. Οπότε έφτιαξα το κεφάλι ενός φυλακισμένου, το οποίο έχει αυτό το πορτάκι που έχουν οι πόρτες των κελιών και μέσα απ’ αυτό βγαίνει ένα άλλο κεφάλι που ζητάει τσιγάρο. Και έρχεται ένα άλλο χέρι που του το ανάβει.
Ήθελα να φαίνεται ότι ακόμα και έτσι περιορισμένος σ’ αυτό το κλειστό κελί, κατάφερε να βρει επαφή με άλλους ανθρώπους.
Άσχετο αλλά εσύ design που σπούδασες;
Έχω σπουδάσει έξι χρόνια στο Λονδίνο, στο Camberwell College of Arts. (σ.σ. Λέμε για τα 90s, την britpop, και κάπου εκεί με αφορμή τους Pulp, έρχεται και η επόμενη, παραλίγο μοιραία για την υγεία του, ιστορία)
Ο Τζάρβις έμενε δίπλα στη σχολή σε κάτι εργατικές κατοικίες, τον βλέπαμε να περνάει συχνά. Είχαν βγάλει άλμπουμ αλλά δεν είχαν γίνει ακόμα huge, ήταν πολύ πριν το “Different Class”. Σκέψου ότι πρώτη φορά ειδα τους Pulp ως support στους Saint Etienne. Και έπαθα πλάκα. Και μου λέει ένας φίλος, “γείτονας ο Τζάρβις, φίλος μου”.
Και είχε πάει σπίτι του και είχε πάρει την ηλεκτρική γραφομηχανή του, καθώς δεν την ήθελε. Και μια μέρα ενώ την έχει στην πρίζα, πάω εγώ να γράψω και με τινάζει το ρεύμα -με πέταξε κάτι μέτρα.
Κόντεψε να με σκοτώσει η γραφομηχανή του Τζάρβις δηλαδή.
Έχεις να λες μια ωραία ιστορία όμως. Όλα αυτά εσύ πως τα φτιάχνεις; Με προγράμματα στον υπολογιστή; Στο χέρι;
Με όλους τους τρόπους. Πολλές φορές σχεδιάζω στο χέρι κάτι πολύ γρήγορα για να μην το ξεχάσω.
Ζωγραφίζεις καλά;
Όχι, ζωγραφίζω πάρα πολύ κακά. Τώρα έχω γίνει λίγο καλύτερος αλλά φαντάσου μου ‘χε πει ο καθηγητής μου στη σχολή ότι έτσι και ξαναζωγραφίσω θα μου σπάσει τα δάχτυλα. Γιατί χαλούσα το portfolio μου.
Επίσης, επειδή η σχολή που πήγαινα ήταν drawing based, δηλαδή θεωρούσαν ότι τα πάντα ξεκινούσαν από το σχέδιο, με είχαν βάλει για δύο βδομάδες σε ένα δωμάτιο μαζί με κάτι σάπια λαχανικά να τα ζωγραφίζω για εξάσκηση.
Αυτό είναι πολύ λανθιμικό πάντως.
Οι άλλοι είχαν τελειώσει την εργασία αλλά εμένα μου είπαν ότι πρέπει να καθίσω κι άλλο. Και αυτά που έπρεπε να ζωγραφίσω με τον καιρό σάπιζαν.
Δεν το έχω τραύμα πάντως, είμαι ΟΚ πια με το πως ζωγραφίζω.
Καταλαβαίνεις φαντάζομαι πώς τόση ώρα δεν μου μιλάς για απλές αφίσες ταινιών. Αυτές είναι πολύ meta, πολύ άλλο επίπεδο.
Μα τι είναι μια απλή αφίσα ταινίας;
Δεν ξέρω… Είναι τρεις φάτσες, είναι ο Ράμπο ημίγυμνος με ένα όπλο…
Δυστυχώς τώρα έχει γίνει αυτό με τις φάτσες.
Γιατί παλιά ήταν αλλιώς;
Βέβαια, η αφίσα ήταν τέχνη από μόνη της.
Εσύ τις θαύμαζες από πάντα; Δηλαδή στο σπίτι σου μεγαλώνοντας είχες αφίσες κολλημένες στον τοίχο;
Ναι, πάντα. Ήταν γεμάτος.
Τι αφίσες είχες;
Θυμάμαι τον μπαμπά μου που φρίκαρε πάντα με τον Robert Smith (γελάει). Και τον είχα τότε απ’ την περίοδο του Lullaby, οπότε το ‘βλεπε και δεν καταλάβαινε τι είναι αυτό το πράγμα. Παρότι του άρεσε η μουσική, την ακούγαμε στο αυτοκίνητο, απλά το visual τον ενοχλούσε.
Αλλά ήμουν ένα παιδί που είχε πάντα αφίσες. Ήταν καλυμμένοι οι τοίχοι.
Είχα την “Betty Blue” του Ζαν Ζακ Μπενέξ, από το νέο κύμα του γαλλικού κινηματογράφου, είχα το “Eraserhead”, είχα το “Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της”…
Εσύ ήσουν πάντα των ταινιών; Η αγαπημένη σου τέχνη είναι το σινεμά;
Όχι, η μουσική είναι.
Κατέβαζα και αφίσες απ’ τον δρόμο, είχα πχ των The The απ’ το λάιβ τους στον Λυκαβηττό.
Αλλά παρόλα αυτά δεν έχεις κάνει πολλά εξώφυλλα δίσκων;
Όχι, είχαμε κάνει πάρα πολλά ως MNP για την Κλικ Records και την Undo, εταιρείες που έβγαζαν κυρίως ελληνική ηλεκτρονική μουσική.
Έχεις κάνει και του Μιχάλη Δέλτα.
Ναι είχαμε κάνει πρώτα το “Dancing with an angel”. Συνολικά πρέπει να έχουμε κάνει τρία για εκείνον. Γενικά έχω κάνει πάρα πολλή μουσική. Τώρα τελευταία κάνω και βινύλια ξανά, συσκευασία, το οποίο είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Τελευταία έχω σχεδιάσει του Oliver Sim των XX, το George του Φιλίππου και του Larry Gus, το Poor Things, το οποίο έχει artwork φτιαγμένο ειδικά για την ταινία, που είναι ένα σώμα σαν κουκούλα σε ένα άλλο σώμα, της Michaela Meise, το “Ich Bin Griechin” -αυτή τραγουδάει Θεοδωράκη στα γερμανικά, της Ελένης Ικονιάδου…
Στέρεο Νόβα άκουγες;
Βέβαια.
Οπότε φαντάζομαι όταν έκανες του Μιχάλη Δέλτα…
…μεγάλη χαρά. Και, μάλιστα, είχαμε μια κασέτα τους όσο ήμασταν στην Αγγλία, και όταν μπήκαν και έκλεψαν το σπίτι μας και μας πήραν το κασετόφωνο, κλαίγαμε περισσότερο για την κασέτα των Στέρεο Νόβα που ήταν μέσα παρά για το κασετόφωνο γιατί ήταν παλιό και χαλασμένο.
Λέγαμε “ΕΙΧΕ ΤΟΥΣ ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ ΜΕΣΑ! (γελάει). Γιατί τότε δεν ήταν όπως σήμερα που βρίσκεις τη μουσική παντού.
Καθόσουν και ζωγράφιζες πάνω στις κασέτες;
Πάντα. Όλες οι κασέτες είχαν κολάζ. Επίσης και όλα μου τα βιβλία στο σχολείο είχαν κολάζ. Δεν καταλάβαινες ποιο βιβλίο είναι ποιο, δεν ξεχώριζαν.
Με φωτογραφίες από περιοδικά δηλαδή;
Ναι. Αγόραζα πάρα πολύ. Έχω ακόμα το πρώτο τεύχος του Κλικ. Αλλά και γενικά στο σπίτι μας έμπαιναν πολλά περιοδικά. Η μητέρα μου αγόραζε “Γυναίκα”, “Πάνθεον” και ένα φεμινιστικό περιοδικό που το έλεγαν “Σκούπα”.
Και επειδή οι φίλοι μεταξύ μας φτιάχναμε κασέτες ο ένας στον άλλον, πάντα κάναμε εξώφυλλα στις κασέτες. Ακόμα και σήμερα όταν πάω στα σπίτια τους βρίσκω τέτοιες κασέτες. Τις έχουμε κρατήσει, και για μένα είναι από τα πιο ωραία αντικείμενα που έχω και στο δικό μου σπίτι.
Οπότε είχες καταλάβει από μικρός τι θα κάνεις. Όταν τελείωσες τις σπουδές στην Αγγλία ήρθες εδώ και ασχολήθηκες με τη διαφήμιση κατευθείαν;
Ναι, βρήκα δουλειά σε διαφημιστική ενώ έκανα ακόμη το στρατιωτικό μου. Ήταν στην τότε νεοσύστατη Upset! του Γιάννη Κακουλίδη. Εκεί γνωρίστηκα και με τον Ευθύμη Φιλίππου και με τον Λάνθιμο.
Ο Ευθύμης Φιλίππου τι ήταν τότε;
Ήταν junior copywriter και εγώ ήμουν junior art director. Ήταν η πρώτη μας δουλειά, καθόταν ακριβώς πίσω μου.
Και ο Λάνθιμος ήταν εξωτερικός συνεργάτης, έκανε διαφημιστικά ως σκηνοθέτης. Αλλά από τότε ήταν στους τοπ τρεις καλύτερους.
Θυμάμαι λέγαμε “μακάρι να κάνουμε ένα ωραίο τηλεοπτικό σενάριο, μπας και το γυρίσει ο Λάνθιμος”.
Βλέπω κάθε φορά που βγάζουν ξένα σάιτ τις καλύτερες αφίσες της χρονιάς, πάντα έχουν και μια δικιά σου μέσα. Πώς το εισπράττεις αυτό;
Είναι πάντα μεγάλη χαρά όταν βλέπω να αρέσουν γιατί και εγώ ο ίδιος είμαι φαν του σινεμά, είχα αφίσες στον τοίχο από ταινίες άλλων.
Tώρα υπάρχει μια έκθεση στο Βερολίνο με σημαντικές αφίσες της ιστορίας του σινεμά, και είναι πολύ μεγάλη χαρά να έχουν δυο αφίσες μου εκεί. Δεν το παίρνω ως δεδομένο, πάντα χαίρομαι.
Από πού εμπνέεσαι; Από άλλους που κάνουν αφίσες;
Αυτό που με εμπνέει περισσότερο είναι οι καλές τέχνες- γλυπτική, ζωγραφική, installations. Τα περισσότερα βιβλία μου είναι εκτός γραφιστικής. Πιο πολύ βρίσκω έμπνευση από έναν ζωγράφο παρά στα γραφιστικά.
Τι κάνει για σένα μια αφίσα καλή; Είναι τόσο απλοϊκό αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το ρωτήσω.
Να νομίζω ότι θα δω μια γαμάτη ταινία. Τόσο απλό.
Δεν είναι όμως λίγο κόντρα σε αυτό που λένε “μην κρίνεις ένα βιβλίο απ’ το εξώφυλλό του”;
Εγώ δυστυχώς το κρίνω. (Και τα βιβλία τα κρίνω).
Μπορεί να μη δεις μια ταινία αν δεν σ’ αρέσει το πόστερ της;
Υπήρχαν ταινίες στο βιντεοκλάμπ που πήγαινα πιτσιρίκι, τις οποίες δεν τις νοίκιασα ποτέ επειδή ήταν χάλια το εξώφυλλο (σ.σ. γελάει πνιχτά άρα μάλλον ενοχικά). Ενώ μπορεί να είδα μέτριες ταινίες επειδή είχαν καλό εξώφυλλο.
Για παράδειγμα είχα λυσσάξει να δω το “The Warriors” γιατί είχα ψαρώσει πολύ με το εξώφυλλο -μ’ αυτούς, με τα γράμματα, με τα σπρέι, τα δερμάτινα…
Στο ανατολικό μπλοκ, μάλιστα, που έκαναν τις δικές τους αφίσες, συνέβαινε και το αντίθετο. Ήταν τόσο απίστευτες που έκαναν κάποιες αμερικανικές ταινίες να φαίνονται καλύτερες από ό,τι ήταν.
Εδώ στην Ελλάδα δεν φοβούνται πολύ στο θέμα της αφίσας, δεν είναι όλα πολύ συμβατικά; Αυτές που βλέπεις από καλλιτέχνες (δεν λέω τους εναλλακτικούς), πχ στην παραλιακή για τους λαϊκούς τραγουδιστές… Αυτό σε εξιτάρει καθόλου, θα ήθελες να το πειράξεις και να πεις “κοίταξε τι ωραίο μπορεί να γίνει ακόμα κι αυτό”;
Θα μπορούσε, γιατί όχι; Πιστεύω ότι μπορεί να γίνει πολύ ωραία δουλειά στα πάντα. Άλλωστε, και κάποιες άλλες αφίσες, όπως πχ του “Poor Things”, μη νομίζεις ότι πήραν εύκολα έγκριση.
Παρότι εκεί πέρα είναι προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο.
Ναι, γιατί είναι μεγάλες παραγωγές, και οι αφίσες μας παραμένουν κάπως περίεργες για αυτούς.
Από τις ταινίες που έχεις κάνει, ποια αφίσα σε δυσκόλεψε πιο πολύ;
Όλες με δυσκόλεψαν το ίδιο, δεν ήταν καμία εύκολη.
Αυτή που να στη γύρισαν πιο πολλές φορές πίσω;
Δεν μου γύρισαν ποτέ καμία και ξέρεις γιατί; Γιατί τους δίνω πολλά προσχέδια. Δεν δείχνω μόνο δύο πχ.
Δεν λες δηλαδή “γεια σας, τα λέμε σε έναν μήνα”. Είναι δουλειά που δείχνεις βήμα βήμα την πρόοδο σου;
Όχι, δεν κατάλαβες. Δεν τη δείχνω καθόλου. Όταν λέω “προσχέδια”, εννοώ τους δείχνω τις τελικές εκδοχές αλλά τους δίνω και options. Δηλαδή για το “Poor Things” είχα δώδεκα διαφορετικά τελικά προσχέδια όποτε είχαν να διαλέξουν, δεν μπορούσαν να σου πουν “δεν μ’ αρέσει κανένα”. Αν τους δείξεις τόσα και δεν τους αρέσει τίποτα, σημαίνει πως πρέπει να πάνε σε άλλον γραφίστα, δεν έχω εγώ να κάνω κάτι άλλο.
Τους ζητάς να βγάλουν ειδικές φωτογραφίες για την αφίσα;
Πάντα δουλεύω με το υλικό που ήδη υπάρχει. Δεν ζητάω ποτέ να γίνει φωτογράφηση.
Σκέφτομαι ότι είμαστε μια μικρή χώρα που μας έχουν όλοι γραμμένους, ένα προτεκτοράτο εγκαταλελειμμένο στην εσωτερική του μαφία, που έχει πει και ο Αγγελάκας, αλλά εξαιτίας σου, εξαιτίας του Λάνθιμου και εξαιτίας άλλων πέντε ανθρώπων, υπάρχουμε. Το νιώθεις αυτό; Ότι βγάζετε την Ελλάδα προς τα έξω, ότι μας κάνετε να φανούμε παγκοσμίως;
Όχι, για κάποιον λόγο δεν το έχω σκεφτεί.
Δεν είστε πάρα πολλοί αυτοί που να δίνετε μία άλλη οπτική της χώρας, διαφορετική από ό,τι μας έχουν στο μυαλό τους με τζατζίκι, μουζάκα κλπ.
Οι οποίοι να ζούμε κιόλας εδώ, ε; Γιατί ο Ευθύμης ζει εδώ, εγώ ζω εδώ… Τι να σου πω, όχι, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ αυτό.
Ευκαιρία να το σκεφτείς. (γελάμε)
Ωραίο είναι αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν είμαστε μόνο εμείς. Είναι και άλλοι Έλληνες.
Με τέτοια μαζική αποδοχή μου φαίνεται είναι πολύ λίγοι. Πχ ο Λάνθιμος κάνει μία ταινία και τη βλέπουν εκατομμύρια. Τέλος πάντων, αυτό νιώθω, ότι μας βγάζετε λίγο από τον επαρχιωτισμό μας. Κάπως σαν να αποκτάμε μια ορατότητα ως χώρα.
Κοίτα, όταν ήμουν στην Ολλανδία στο peak της κρίσης, ήμουν σε μια ακαδημία που ήταν φοβερά πολιτικοποιημένη και αρκετά αριστερή, η οποία έχει αλλάξει αρκετά πια αλλά τότε ήταν σαν ένα “design αριστερό μοναστήρι”.
Και είχαμε διοργανώσει ένα συνέδριο με μία φίλη, το “Imagery of Crisis”. Εκεί είχαμε καλέσει διάφορους και από την Ελλάδα και συζητούσαμε για την εικόνα της χώρας μας μέσα από τα ΜΜΕ, πώς παρουσιαζόμασταν εκείνη την περίοδο.
Πως στην αρχή ήμασταν οι τριχωτοί τεμπέληδες, πως μετά γίναμε οι rioters, οι αναρχικοί που τα σπάμε, μετά ήμασταν οι πειθήνιοι, και λίγο μετά γίναμε και οι εργατικοί που βάλαμε μυαλό.
Αλλά ήταν φοβερή η εικόνα της Ελλάδας μέσα από τα ΜΜΕ, εντελώς απαξιωτική και ντροπιαστική.
Θυμάμαι να πηγαίνω στη σχολή και να μου λέει ο γραμματέας, σαν αστείο, “hey, Vasilis, ποιο νησί σας λες να αγοράσουμε”;
Και ξέρεις ποιο είναι το τρελό; Τον συγκεκριμένο άνθρωπο, όταν βγήκε η υπερδεξιά κυβέρνηση που ήθελαν, τον έδιωξαν από τη δουλειά, χωρίς να προλάβει καν να βγάλει σύνταξη.
Και κάτι τελευταίο. Η “αγαπημένη” σου αφίσα από όσες έχεις κάνει, ποια είναι;
Είναι αυτές για κάποιες συναυλίες των New Order και των Cure.
Οι New Order είχαν παίξει στην Ελλάδα μια φορά το ‘80 και δεν είχαν ξανάρθει. Έτσι όταν ήταν να παίξουν στο Ejekt του 2006 είχαμε φτιάξει ως MNP μια αφίσα η οποία έγραφε “i used to think that this day would never come”, το οποίο είναι στίχος από το “True Faith” και από κάτω μόνο η ημερομηνία.
Μας άρεσε πολύ η μπάντα και το είχαμε κάνει με πολλή αγάπη. Ήταν απλώς ένα φλούο πόστερ με ένα πολύ απλό typo.
Και πριν τέσσερα χρόνια όταν είχαν έρθει οι Cure σχεδίασα τέσσερις διαφορετικές αφίσες, οι οποίες είχαν μόνο στίχους συγκεκριμένων τραγουδιών. Σε κάθε αφίσα η κάθε γραμματοσειρά όμως ήταν η ίδια από το εξώφυλλο του συγκεκριμένου άλμπουμ που υπήρχε το συγκεκριμένο τραγούδι . Είχε για παράδειγμα το font απ’ το “Pornography” και έγραφε “in the heat of the night the animals scream” από το “Hanging Garden”. Και από κάτω έγραφε απλά την ημερομηνία της συναυλίας.