ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΕ ΤΕΤΟΙΟ ΠΑΤΑΓΟ ΤΟ ADOLESCENCE;
Η σειρά-φαινόμενο του Netflix έγινε εν μια νυκτί το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι φιξιόν της χρονιάς. Και υπάρχει πολύ καλός λόγος για αυτό.
Όλα στο Adolescence ξεκινάνε με μια σύλληψη. Αλλά όχι μια από αυτές που σου αφήνουν περιθώριο να αμφιβάλλεις για το τι έχει συμβεί, για το ποιος είναι ο ένοχος, για τι τελοσπάντων είναι αυτό που βλέπεις.
Παρότι αφηγηματικά κινείται σε χωράφια γειτονικά του true crime (κι ας μην είναι τυπικά true crime το ίδιο), το Adolescence φροντίζει πολύ γρήγορα να κάνει σαφές πως εδώ δεν είμαστε για έναν από Εκείνους του λόγους.
Δεν είμαστε εδώ για να ερευνήσουμε, δεν είμαστε εδώ για να σκαλίσουμε τα στοιχεία, δεν είμαστε εδώ για θεωρίες – δεν είμαστε εδώ, εν ολίγοις, για να στήσουμε μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από ένα ειδεχθές έγκλημα. Είμαστε εδώ, για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Για να προσγειώσουμε τη φιξιόν της βίας, με κρότο στην βουβή πραγματικότητα.
Είναι πολύ σημαντική αυτή η εξαρχής διαπίστωση/πρόθεση για έναν πολύ βασικό λόγο.
Γιατί το Adolescence δε θέλει να προσδώσει την παραμικρή αίσθηση σασπένς (άρα και, εκ των πραγμάτων, γκλάμουρ) σε αυτή τη φονική διαδικασία. Ναι, θα μας πάει μια διαδρομή μέσα στο κεφάλι, στην οπτική, και στον κόσμο ενός έφηβου δολοφόνου, αλλά ξέρει κι η ίδια η σειρά πως έχει έναν πάρα πολύ καλό λόγο (και μια μεγάλη ευθύνη) για να το κάνει αυτό. Θέλει να μας δείξει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός έφηβου αγοριού που κοίταξε την ονλάιν κόλαση – κι εκείνη το κοίταξε πίσω.
Η incel κουλτούρα, το «80-20», η «manosphere», ο κόσμος του Άντριου Τέιτ, η οργή, ο μισογυνισμός. Πράγματα που οι γονείς να μην έχουν ιδέα καν τι σημαίνουν σαν λέξεις, αλλά που ένα έφηβο αγόρι τα έχει στη σφαίρα επιρροής του με πάσα βεβαιότητα.
Είναι ένας τρομακτικός, νέος κόσμος που έχει σχηματιστεί εκεί έξω όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, και σε αυτό ακριβώς αντέδρασαν – με θαυμαστή προσοχή και ευαισθησία – οι δημιουργοί της σειράς Στίβεν Γκράχαμ και Τζακ Θορν. Ο Θορν, διάσημος θεατρικός δημιουργός στην Αγγλία (βλέπε και Harry Potter and the Cursed Child) με πολύ σημαντικά credits και στην τηλεόραση, αποκάλυψε στον Guardian πως ήταν ο Γκράχαμ –από τα πολύ κλασικά πρόσωπα του αγγλικού σινεμά και τηλεόρασης εδώ και χρόνια– που τον προσέγγισε με το ξεκίνημα μιας ιδέας.
Ο Γκράχαμ πρότεινε στον Θορν να γράψει ένα σενάριο που να ξεκινά με ένα έγκλημα με μαχαίρι (σαν αυτά που συμβαίνουν κατ’επανάληψη στην Αγγλία) και το οποίο να εξερευνά τη βία νέων αντρών απέναντι σε γυναίκες. Είχε δύο όρους: «Να ειπωθεί σε μια σειρά μονοπλάνων, και να μην πέσει το φταίξιμο στους γονείς».
Είναι ήδη εμφανές πως ο Γκράχαμ δεν είχε στο μυαλό του ένα συμβατικό δράμα, καθώς σε αυτούς ήδη τους αρχικούς όρους διαφαίνεται η απουσία ενός παραδοσιακού φταίχτη – λέμε φταίχτη κι όχι ενόχου φυσικά, μιας και ο ένοχος υπάρχει, είναι ο νεαρός Τζέιμι, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε καθώς αναζητούμε τα ευρύτερα αίτια μιας (έστω και φίξιοναλ) γυναικοκτονίας.
Στην ιστορία που εν τέλει ανέπτυξαν οι δυο άντρες, το κλειδί θα ήταν αυτός ο ονλάιν κόσμος. Που όπως λέει κι ο Θορν, «μπορώ να βάλω έλεγο [στο κινητό του 9χρονου γιου μου], αλλά δεν γνωρίζω καλά τον ψηφιακό κόσμο – ο 12χρονος ανιψιός μου ήδη κάνει πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Έχω δει αυτά που μπορεί να δει [ονλάιν] και δεν ξέρω πώς να τον σταματήσω από το να τα βλέπει».
Στην σειρά, ο 13χρονος έφηβος Τζέιμι συλλαμβάνεται για τον φόνο μιας συμμαθήτριάς του, τον οποίο ο ίδιος αρνείται πως διέπραξε αλλά από την ψυχρή ηρεμία όλων, και από τις αντιδράσεις των πάντων (και κυρίως του πατέρα του, που παίζει ο Γκράχαμ, όταν βλέπει ένα βίντεο στο αστυνομικό τμήμα) συνάγουμε γρήγορα και με ευκολία πως δεν είναι καν η ουσία. Ο Τζέιμι το έκανε – αλλά γιατί;
Αυτό λοιπόν που εκτυλίσσεται μέσα από τα 4 επεισόδια που ακολουθούν, γυρισμένα όλα με μονοπλάνα που εντείνουν την ναυτία μας καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας μάλλον αδιέξοδης αναζήτησης, είναι μια έρευνα μέσα από διαφορετικά στάδια διαδικασίας. Στο πρώτο επεισόδιο, η σύλληψη, η απαγγελία των κατηγοριών, ο Τζέιμι που μοιάζει να μην καταλαβαίνει τι θέλουν όλοι από εκείνον, ο πατέρας του που σοκάρεται, ένας κύκλος ενηλίκων σε απόλυτο σοκ.
Στο δεύτερο επεισόδιο, η έρευνα στον σχολικό περίγυρο, που αποκαλύπτει εύθραστες (αν όχι εντελώς πια διαλυμένες) δυναμικές. Παιδιά που γνωρίζουν αλήθειες που οι ενήλικοι ούτε καν υποψιάζονται. Η ανηλεής, συχνά απάνθρωπη, κοινωνική διαστρωμάτωση του σχολικού περιβάλλοντος πάντοτε υπήρχε και πάντοτε ήταν τόσο σκληρή – αλλά ποτέ δεν καταγραφόταν, δεν διαμοιραζόταν, δεν διατυμπανιζόταν με τέτοιο τρόπο, σα να βρίσκεται σε διάλογο με το ίδιο το άπειρο του ίντερνετ. Οι φόβοι και ανασφάλειες της σχολικής αυλής γίνονται φόβοι και ανασφάλειες που προβάλλονται σε όλο τον (δημόσιο) ονλάιν ιστό. Και αυτά που κάποτε κυκλοφορούσαν στόμα με στόμα, τώρα ποστάρονται σε ψηφιακή κοινή θέα. Τα πάντα, ξαφνικά, είναι μεγιστοποιημένα.
Το τρίτο επεισόδιο κρατά το κλειδί και, μάλλον, την καρδιά του όλου εγχειρήματος των Θορν και Γκράχαμ. Σε μια επίμονη εξέταση του Τζέιμι από την παιδοψυχολόγο Μπριόνι, ξεδιπλώνονται με θαυμαστή ψυχραιμία (όσο και συνταρακτικής ενδοσκοπικής παρατηρητικότητας) όλα τα θραύσματα του διαλυμένου ψυχισμού του 13χρονου αγοριού.
Κάθε αντίφαση (ο Τζέιμι δεν καταλαβαίνει αν ποθούσε την Κέιτι ή αν την μισούσε), κάθε σύγκρουση ανασφάλειας και εγωισμού (ο Τζέιμι πιστεύει ότι είναι άσχημος και μιλά μετρημένα και γαλήνια, εκτός από όταν εκρήγνυται και μετατρέπεται σε ένα alpha τέρας επιθετικότητας), κάθε αποκόλληση από την πραγματικότητα (ο Τζέιμι δεν μοιάζει να έχει χωνέψει βαθιά μέσα του ότι πρώτον, σκότωσε την Κέιτι και ότι δεύτερον, η Κέιτι ήταν αληθινός άνθρωπος) χαρτογραφεί μια κατακερματισμένη προσωπικότητα, ξανακολλημένη άτσαλα σαν αντικατοπτρισμός των τερατωδών επαγγελματιών μισογύνηδων του διαδικτύου.
Το συνδυασμό αποτροπιασμού και ταραχής που βιώνουμε, τον βλέπουμε αρχικά στο πρόσωπο της Μπριόνι, παιγμένης αποστομωτικά από την Έριν Ντόχερτι (του The Crown), η οποία ξετυλίγει κομματάκι κομματάκι τον ιστό ενός αληθινού πολιτισμικού σοκ και δίνει μάχη με τον εαυτό της να κρατήσει ψύχραιμη και ουδέτερη στάση. Εδώ είναι που λειτουργεί και πιο αποτελεσματικά η επιλογή του Γκράχαμ για γύρισμα σε μονοπλάνο, καθώς η κάμερα του Φίλιπ Μπαραντίνι (της ταινίας Σημείο Βρασμού, που γύρισε και τα 4 επεισόδια της σειράς) κινείται στον χώρο χωρίς σεταρισμένη τροχιά – σα να είμαστε εμείς που παρακολουθούμε με σοκ και δέος τον όλο διάλογο.
Το ήδη υποτιμημένο 4ο επεισόδιο ολοκληρώνει με έναν τρόπο το όλο κοινωνικό θεώρημα, εστιάζοντας σε μια οικογένεια που προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ, διερωτώμενη πού είναι το δικό της φταίξιμο.
Η σειρά είναι κι εδώ προσεκτική: Από τη μία, σαφώς και δεν ρίχνει (τουλάχιστον με ευθύ, εύκολο τρόπο) το φταίξιμο στους γονείς, ίσα-ίσα, συμπονεί μαζί τους, γιατί κι ο Θορν κατά δική του ομολογία νιώθει ανήμπορος μπροστά στη χαοτική επίδραση ενός κόσμου άγνωστου στον ίδιο. Από την άλλη, δεν κρύβει μέσα από τις διάφορες λεπτομέρειες που συζητιούνται στη διάρκεια της σειράς, την λίγο-πολύ αναμενόμενη ψυχολογική πληγή που έχει αφήσει ο πατέρας στον γιο. Η ανάμνηση ενός «δεν με κοίταζε καν» όταν ο γιος απογοήτευσε τον πατέρα, δεν σβήνει, ούτε μειώνεται η ισχύς της. Όμως δεν είναι παρά ένα μυριοστό κομμάτι ενός φρικιαστικού παζλ.
Αν μη τι άλλο, ο πατέρας εδώ μοιάζει ακόμα πιο χαμένος κι από τον ίδιο τον γιο.
Εκεί ίσως είναι τελικά το κλειδί για την άμεση επιτυχία της σειράς. Για την ακρίβεια η επίδρασή της μοιάζει να είναι τέτοια, που ακόμα κι η ίδια η λέξη «επιτυχία» μοιάζει κάπως φτηνή για να περιγράψει το φαινόμενο. Πρόκειται περισσότερο για ένα ταρακούνημα.
Ένα από τα προβλήματα με τα social media όπως έχουν εξελιχθεί, είναι το πώς καταλήγουν να σου ενισχύουν τα πιο εκμεταλλεύσιμα συναισθήματά σου. Όταν ο αλγόριθμος καταλαβαίνει πως θυμώνεις με κάτι, σου φέρνει κι άλλα παρόμοια ή όλο και εντονότερα πράγματα για να σε εξοργίσουν. Αν φοβάσαι κάτι, θα αρχίσει να σε φοβίζει περισσότερο.
Όταν ο αλγόριθμος καταλαβαίνει πως το έφηβο αγόρι είναι θυμωμένο με μια κοπέλα (ή/και την φοβάται), ας είμαστε σίγουροι πως αυτό που φέρνει μπροστά του δεν είναι ψύχραιμα λόγια που θα το βοηθήσουν να καταλάβει καλύτερα αυτό που νιώθει και πώς θα γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος – του φέρνει έναν τύπο που καπνίζει πούρα, καβαλάει ακριβά αμάξια, και με ύφος καρδιναλίων του λέει «δεν είσαι επιτυχημένος σαν εμένα, άρα η γυναίκα δε θα σε θέλει ποτέ, άρα πρέπει να δράσεις».
Φυσικά, εν τέλει πίσω από όλα αυτά δεν κρύβεται κάτι καινούριο. Η εκμετάλλευση (αν όχι απευθείας εμπορευματοποίηση) της αντρικής οργής και ανασφάλειας έτσι κι αλλιώς είναι η ρίζα του κοινωνικού μισογυνισμού. Απλώς τα social media, όπως σε κάθε τομέα έτσι κι εδώ, εντείνουν και μεγευθύνουν.
Σε μια υποδειγματικά γραμμένη και δομημένη μίνι σειρά 4 επεισοδίων (από τις σπάνιες κιόλας τέτοιες περιπτώσεις που δε νιώθεις ότι βλέπεις απλώς μια ταινία κομμένη στα 4), ο Θορν τεμαχίζει το ζήτημα και το εξερευνά σε διαφορετικά επίπεδα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες – ένα γνώριμο συγγραφικό τρικ του σε σειρές όπως το Skins ή το The Eddy, αλλά εδώ χρησιμοποιημένο σε τέλεια εφαρμογή.
Και δε μπορείς να μη νιώσεις πως αυτό που σταδιακά αποκαλύπτουν/ανακαλύπτουν οι ενήλικες χαρακτήρες στους οποίους επικεντρώνεται το κάθε επεισόδιο, είναι ένα έγκλημα σε slow motion, που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως ήταν τέτοιο.
Η τρομερή σύνδεση που έχει πετύχει η σειρά με το σύνολο του πληθυσμού οφείλεται μάλλον στην αμεσότητα και τον πόνο με τον οποίο την φέρνουν στη ζωή οι Θορν, Γκράχαμ και Μπαραντίνι. Το Adolescence δεν έρχεται πιστεύοντας πως φέρνει τις απαντήσεις. Έρχεται σαν μια κραυγή απόγνωσης.
Σημείο Βρασμού: Η προηγούμενη συνεργασία Γκράχαμ-Μπαραντίνι
To 2021 o Φίλιπ Μπαραντίνι σκηνοθέτησε το έντονο θρίλερ κουζίνας Σημείο Βρασμού (Boiling Point), όπου πρωταγωνιστεί και πάλι ο σταθερός συνεργάτης, Στίβεν Γκράχαμ. Αυτή ήταν η κριτική μας κατά την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες:
Όταν τα πάντα πάνε στραβά στη διάρκεια μιας βραδιάς: Ο σεφ ενός μεγάλου εστιατορίου του Λονδίνου φτάνει με καθυστέρηση στη δουλειά και βρίσκει τα πάντα εκτός ρυθμού. Μια απροειδοποίητη επιθεώρηση μειώνει το rating του εστιατορίου την ώρα που η βραδινή βάρδια επιφυλάσει κάθε λογής έκπληξη κι εμπόδιο. Ένας παλιός συνεργάτης του είναι εκεί, μαζί με μια κριτικό εστιατορίων, για δικούς του σκιώδεις λόγους, σε ένα τραπέζι οι πελάτες είναι ιδιότροποι και αγενείς, οι παραγγελίες των υλικών έχουν μείνει πίσω, κι αυτά είναι μόνο η αρχή.
Με τη δράση να εξελίσσεται μέσα από ένα μονοπλάνο, το φιλμ μας ρίχνει βαθιά στον κόσμο των υψηλής πίεσης εστιατορίων με μια διάθεση αν μη τι άλλο θρίλερ. Η δράση είναι καταιγιστική, τα απρόοπτα έρχονται χωρίς σταματημό, και το φιλμ πιάνει το θεατή από το λαιμό και δεν τον αφήνει μέχρι το τέλος.
Οι σκηνοθετικές ακροβασίες λειτουργούν μεν αποτελεσματικά (η ταινία είναι καθηλωτική κι αυτό οπωσδήποτε μετράει για κάτι) αλλά από την άλλη υπάρχει μια σαφής αίσθηση χορογράφησης που τελικά λειτουργεί αντίθετα, υπογραμμίζοντας διαρκώς την φύση κατασκευής του έργου σε συνδυασμό με το εκθετικής απιθανότητας σερί από απρόοπτα που συμβαίνουν στη διάρκεια μιας νύχτας. Ωστόσο, και παρά ένα φινάλε δραματουργικά μετέωρο, το φιλμ ως αγνό κομμάτι αγχώδους entertainment, είναι δύσκολο να μην σε κερδίσει και να μην σε διασκεδάσει.
To Adolescence στριμάρει στο Netflix. Το Σημείο Βρασμού στριμάρει στο Cinobo.