ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΝΩ ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΝΕ ΠΟΛΥ;
Συγγραφείς από την Ελλάδα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα συλλογές διηγημάτων που αξίζει να διαβάσετε, μιλάνε ανοιχτά στο NEWS 24/7 για το πώς είναι να επιλέγεις τον πιο δύσβατο εμπορικά δρόμο των μικρών ιστοριών μυθοπλασίας για να εκφραστείς λογοτεχνικά σε μια χώρα πλούσια σε βιβλία αλλά φτωχή σε αναγνώστες.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα -μια πλούσια χώρα σε βιβλιοπαραγωγή και φτωχή ακόμα σε αναγνώστες, όπως επισημαίνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης»- για να αποδοθεί στα αποκαρδιωτικά στοιχεία περί φιλαναγνωσίας στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο εκδίδονται ολοένα και περισσότερα βιβλία, λογοτεχνίας και μη.
Σε ολόκληρο τον κόσμο οι συλλογές διηγημάτων ανέκαθεν πουλούσαν λιγότερο από τα μυθιστορήματα. Σε μια παλιά της συνέντευξη, μάλιστα, η εκλιπούσα νομπελίστα Άλις Μονρό, χαριτολογώντας έλεγε ότι θα είχε προλάβει να πλουτίσει βαθιά αν στην πολυδεκαετή συγγραφική της καριέρα των αναρίθμητων περγαμηνών και της παγκόσμιας φήμης, είχε προτιμήσει τη μικρή από τη μεγάλη φόρμα για να εκφραστεί λογοτεχνικά.
Ειδικά όμως στην Ελλάδα -και σε χώρες ανάλογων ποσοτικών/ποιοτικών χαρακτηριστικών όσον αφορά την αγορά του βιβλίου- σχεδόν κανείς δεν επιλέγει να γράψει λογοτεχνία όχι για να πλουτίσει αλλά ούτε καν για να βιοποριστεί αποκλειστικά από αυτή.
Γράφουμε λογοτεχνία για να εκφραστούμε, για να επικοινωνήσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, σε ό,τι με αφορά προσωπικά για να διαχειριστώ τα ζητήματα που με απασχολούν στη ζωή μου την εκάστοτε περίοδο γραφής, κοινώς όχι για να εκθέσω άλλους αλλά ξέροντας ότι αναπόφευκτα θα εκτεθώ εγώ, κι αν ο δρόμος για να επιτευχθούν αυτά ή η ψευδαίσθησή τους είναι ο ακόμη πιο δύσβατος εμπορικά των λίγων λέξεων, παραγράφων, σελίδων ενός διηγήματος, σε αυτόν θα περπατήσουμε, γιατί άλλος μπροστά μας δεν υπάρχει καν. Κι ας μας ρωτάνε -ακόμη κι αν το έχουμε κάνει στο παρελθόν- κάθε τρεις και λίγο: «Μυθιστόρημα πότε με το καλό;»
Αυτά σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου μου βιβλίου, της συλλογής διηγημάτων Ένα για τον δρόμο (εκδ. Μεταίχμιο). Για αυτά αποφάσισα να ζητήσω τη γνώμη συγγραφέων που επίσης κυκλοφόρησαν πρόσφατα τις δικές τους συλλογές που αξίζει να διαβάσετε αυτό το καλοκαίρι. Η Αλεξάνδρα Κ*, ο Αχιλλέας ΙΙΙ, η Μαρία Μανωλέλη και ο Απόστολος Στραγαλινός μιλάνε ανοιχτά στο NEWS 24/7.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την φθίνουσα ικανότητα συγκέντρωσης όλων μας θα περίμενε κανείς ότι τα διηγήματα σήμερα θα ήταν ως λογοτεχνικό είδος πιο δημοφιλές από ποτέ. Ούτε καν. Τι στο καλό συμβαίνει;
Αλεξάνδρα Κ*: Υπάρχει μια παρεξήγηση γύρω απ’ το διήγημα. Νομίζουν πολλοί ότι το διαβάζεις γρήγορα κι εύκολα, ότι δεν θα σε παιδέψει, αλλά στην πράξη είναι το αντίθετο. Για μένα το διήγημα απαιτεί έναν ρυθμό ανάγνωσης δυο φορές πιο αργό απ’ το μυθιστόρημα αν θες να «μπεις» μέσα του, να το κατανοήσεις και να γευτείς όλα όσα έχει να σου προσφέρει. Θέλει συγκέντρωση, θέλει και εμπιστοσύνη στην συγγραφέα. Είναι αφηγήσεις συμπυκνωμένες, όπου κάθε λέξη μετράει, και όπου τα νοήματα δεν δίνονται φόρα παρτίδα, είναι παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Κρύβει μυστικά, παίζει μαζί του, τον καλεί να το «ξεκλειδώσει». Και φυσικά κάποιες φορές μπορεί το διήγημα να είναι ψευτοδιήγημα και να σε αφήσει με άδεια χέρια, ή να είναι τόσο κρυπτικό, που να σε αφήσει απ’ έξω. Και μένεις να αναρωτιέσαι: εγώ δεν κατάλαβα ή αυτό δεν είχε κάτι να μου πει; Είναι πολύ εύκολο να νιώσεις intimidated από ένα διήγημα. Δεν αρέσει σε όλους αυτό το παιχνίδι, κι η αλήθεια είναι ότι έχει και τα ρίσκα του. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για κάτι πιο γρήγορο (βλ. εύκολο) από το μυθιστόρημα. Προσωπικά, τις περισσότερες φορές διαβάζω δύο και τρεις φορές ένα διήγημα μέχρι να μου αποκαλυφθεί. Αλλά η στιγμή της αποκάλυψης είναι μια μικρή έκρηξη στον εγκέφαλο που σπάνια τη βρίσκω στη μεγάλη φόρμα.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Παρότι ποτέ δεν θυμάμαι να κυκλοφορούν τόσα πολλά καλά βιβλία, νομίζω ότι έχουν μειωθεί κι άλλο εκείνοι που απολαμβάνουν το διάβασμα. Ίσως επειδή, πράγματι αυξάνεται η ανικανότητα συγκέντρωσης, εν μέρει λόγω της επέκτασης της κυριαρχίας των πάσης φύσεως οθονών Πιστεύω ότι κάποια στιγμή –αν αυτό δεν συμβαίνει ήδη, δηλαδή– οι άνθρωποι θα διαβάζουν αποκλειστικά posts τριών γραμμών, και αμέσως μετά θα χρειάζονται αρκετή ώρα για ξεκούραση, γεγονός που σημαίνει ότι οι απαντήσεις μου έχουν ελάχιστες πιθανότητες να διαβαστούν ολόκληρες.
Μαρία Μανωλέλη: Δεν γνωρίζω γιατί τα διηγήματα δεν είναι δημοφιλή. Βασικά δεν γνώριζα καν ότι δεν είναι δημοφιλή. Όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα σαν αναγνώστρια, σε ηλικίες τρυφερές κι εφηβικές, δεν μου άρεσαν τα διηγήματα γιατί πάνω που ταυτιζόμουν ή συμπονούσα τον ήρωα, τσουπ η ιστορία τελείωνε κι ο συγγραφέας με άφηνε μετέωρη. Ίσως οι αναγνώστες προτιμούν να βυθίζονται σε μια ιστορία, να μαθαίνουν περισσότερες λεπτομέρειες για τους ήρωες, τους τόπους και τις καταστάσεις και αυτό είναι κάτι που στη μικρή φόρμα δε γίνεται. Ίσως πάλι η «επιτυχημένη ανάγνωση» να συνδέεται με το σημείο εκείνο που έχουμε καταδυθεί σε μια ιστορία και ό,τι attention span και να έχουμε αδημονούμε για τη συνέχεια και αυτό είναι κάτι που μπορεί να μας συμβεί μόνο με τα μυθιστορήματα.
Απόστολος Στραγαλινός: Η άποψή μου είναι ότι στην εποχή της κατανάλωσης πληροφοριών, του FOMO, της πολυπραγμοσύνης, του περισπασμού οι αναγνώστες δεν διαθέτουν πολύ χρόνο και υπομονή για ανάγνωση (ογκωδών) βιβλίων. Θα διαβάσουν στο μετρό, λίγο πριν κοιμηθούν, στην παραλία. Θα περίμενε κανείς μια στροφή προς το διήγημα, τη νουβέλα κλπ. Ομολογώ ωστόσο πως δεν έχω ιδέα αν τα διηγήματα είναι ή δεν είναι το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό είδος. Και να σου πω κάτι: Δεν με ενδιαφέρει και πολύ. Πιο πολύ σημασία έχει για μένα ο κόσμος να διαβάζει. Και να διαβάζει ποιοτικά βιβλία, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, ό,τι τέλος πάντων εμπιστεύεται στο ένστικτο και στο γούστο του, παρά ό,τι διαφημίζεται μαζικά από mainstream κριτικούς και το μάρκετινγκ. Προσωπικά, είμαι φίλος της μικρής φόρμας. Αυτή μου ταιριάζει. Προσώρας τουλάχιστον. Απευθύνομαι στο αναγνωστικό κοινό μέσα από μικρά κεφάλαια και σύντομα διηγήματα προσφέροντάς του δόσεις ελιξιρίου ζωής για να κατευνάσει την εξοντωτική καθημερινότητα. Ακόμα κι ως μεταφραστής (π.χ. Κάφκα, Σλινκ, Χέσσελ, Τσβάιχ – υπό έκδοση), αλλά κι ως αναγνώστης, επιλέγω συνήθως μικρής ή μεσαίας έκτασης μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Πιστεύω ότι μέσα σε διακόσιες ως τριακόσιες σελίδες μπορείς να πεις, ό,τι έχεις να πεις. Εξάλλου, αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, πάντα προτιμούσα το σπινταριστό, στακάτο rock and roll που τα έλεγε όλα μέσα σε δυόμιση λεπτά, παρά τα περίτεχνα, αυτοαναφορικά και ατελείωτα πεντάλεπτα (και βάλε) έπη του classic rock.
Στην Ελλάδα τα ποσοστά φιλαναγνωσίας είναι γενικά αποκαρδιωτικά. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη σε εμπορικό επίπεδο για κάποιον που γράφει διηγήματα. Προφανώς κανείς (έστω σχεδόν κανείς) στην Ελλάδα δεν γράφει λογοτεχνία για να πλουτίσει. Είναι όμως η παραπάνω συνθήκη κάτι που σας απασχολεί; Αν αξίζει, που λένε, τον κόπο; Εν πάση περιπτώσει, γιατί προτιμάτε να γράφετε σε αυτή τη φόρμα;
Αλεξάνδρα Κ*: Κάποιες ιστορίες απαιτούν μικρή φόρμα, κάποιες μεγάλη, εγώ απλώς τις υπακούω. Υπάρχουν κάτι λεπτομέρειες της ζωής, μικροκινήσεις, κλάσματα δευτερολέπτου, μισή λέξη, που συμπυκνώνουν ολόκληρη την ύπαρξη ενός ανθρώπου, κι αυτό με συγκινεί. Κάτι που στη μεγάλη φόρμα (και στη ζωή) θα ήταν ανθυπολεπτομέρεια, με το διήγημα έχω την ευκαιρία να το φωτίσω, να το μεγεθύνω, να του δώσω διαστάσεις που μπορεί κι εγώ η ίδια να μην τις είχα φανταστεί. Είναι σαν να βουτάω μέσα σε αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου και να το ανατέμνω για να το καταλάβω πρώτα εγώ, και για να σου δείξω κι εσένα, σαν παιδάκι, τι βρήκα εκεί μέσα. Δεν θα γίνω πλούσια γράφοντας, αλλά θα ‘χω περάσει καλά. Προσωπικά πάντως δεν με παίρνει να έχω παράπονο για την εμπορική υποδοχή της παρθένου Μαρίας. Για κάποια απ’ τα διηγήματα είχα μάλιστα ήδη πληρωθεί από εφημερίδες και περιοδικά, κάποια είχαν γίνει ήδη γνωστά ονλάιν, θέλω να πω ότι, όκεϊ, δεν είναι ότι το ‘χει και για πέταμα ο κόσμος το διήγημα. Αλλά να πούμε και ότι, αν ήθελα μέσα στα τελευταία χρόνια να γράψω μυθιστόρημα, δεν θα μπορούσα να το στηρίξω ούτε από άποψη χρόνου, ούτε χρημάτων.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Πολλά πράγματα είναι αποκαρδιωτικά εδώ γύρω… Ένας Έλληνας συγγραφέας, επιλέγοντας να ασχοληθεί αποκλειστικά με την τέχνη του, δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο όχι μόνο να πλουτίσει, αλλά ούτε καν να επιβιώσει, ανεξαρτήτως του αν προτιμά το διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα ή οποιοδήποτε άλλο είδος. Αυτή η συνθήκη, ενοχλητική καθώς είναι, ασφαλώς με έχει απασχολήσει, ωστόσο, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που κάποιος καταφέρει να αποδεχτεί ότι η εν λόγω κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη και τόσο δεδομένη όσο το ότι ο ήλιος εμφανίζεται από την ανατολή, τότε μπορεί να πάψει να εκνευρίζεται, να απελευθερωθεί από συγκεκριμένα ταπεινά κίνητρα – όπως για παράδειγμα την επιθυμία να βιοπορίζεται από κάτι που αγαπά και στο οποίο είναι καλός, για φαντάσου θράσος! Και αν αυτός ο κάποιος είναι τυχερός, ίσως καταλήξει να δημιουργεί για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ξεκίνησε να το κάνει: για την προσωπική του, κυρίως, ευχαρίστηση. Έτσι λοιπόν, μακριά από την επιδίωξη του πλούτου ή της αναγνώρισης της αξίας του έργου του, έχει κανείς τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη δημιουργία ως την υπέρτατη πηγή ικανοποίησης, και μπορεί να συνεχίσει να μπαίνει στον κόπο του γραψίματος, όντας απολύτως σίγουρος ότι αυτός ο κόπος αξίζει. Είναι μια συμπεριφορά που μοιάζει μη ορθολογική, αφού εξασφαλίζει αρκετές ώρες απομόνωσης, αμφιβολιών και πνευματικού αγώνα, χωρίς καμία σπουδαία υλική ανταμοιβή, χωρίς έναν ενθαρρυντικό λόγο από το άλλο σου μισό, τους οικείους σου ή τη σπιτονοικοκυρά σου. Προφανώς πρόκειται για κάποιο είδος ψυχικής διαταραχής, και μάλλον το μοναδικό για το οποίο έχουν θεσπιστεί μέχρι και βραβεία…
Όσον αφορά το διήγημα, προτιμώ αυτή τη φόρμα επειδή με κρατάει σε φόρμα, επειδή ταιριάζει περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία μου, επειδή τα μεγάλα ερωτήματα (με τα οποία υποτίθεται ότι ασχολούνται τα μυθιστορήματα) μου φαίνονται λιγότερο ελκυστικά από τις τρύπες που ανοίγω στη πραγματικότητα αξιοποιώντας τις μικρές ρωγμές της και στήνοντας παράδοξες, γεμάτες υπόνοιες, ιστορίες. Προτιμώ το διήγημα επειδή πλήττω με τις μακροσκελείς περιγραφές και απεχθάνομαι τις κοιλάδες που, μάλλον, είναι απαραίτητο να υπάρχουν στην αφήγηση ενός μυθιστορήματος, επειδή προτιμώ να κόβω δρόμο από τα σκοτεινά στενά από το να βαδίζω επί ώρες ολόκληρες στο ίδιο τοπίο, επειδή –όπως επεσήμανε ο Χούλιο Κορτάσαρ– αν η λογοτεχνία είναι αγώνας μποξ, το μυθιστόρημα κερδίζει στα σημεία, ενώ το διήγημα πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσει με νοκ άουτ, επειδή με τα διηγήματα μπορώ να δημιουργώ περισσότερους κόσμους στο ίδιο διάστημα και να τους αναπτύσσω όσο ο ίδιος επιθυμώ, χωρίς την υποχρέωση να εξαντλήσω τις δυνατότητές που παρέχουν ή να ξεπεράσω έναν ορισμένο αριθμό σελίδων (ώστε αυτό που έγραψα να περάσει το σύνορο του διηγήματος και μετά της νουβέλας), προκειμένου στη συνέχεια να ξεχυθεί στο λιβάδι της λογοτεχνίας σαν χαρωπό καλοθρεμμένο μοσχάρι και να αρχίσει να κυλιέται ανέμελα στο παχύ χάρτινο γρασίδι. Τέλος, όπως συμβαίνει και με άλλα πράγματα, τα οποία είμαι σίγουρος ότι δεν χρειάζεται να αναφέρω, σε μια ιστορία περισσότερη σημασία έχουν το περιεχόμενο, η διατήρηση του ενδιαφέροντος, η τεχνική και το πάθος, παρά το μέγεθος.
Μαρία Μανωλέλη: Δεν έχω επιλέξει σε ποια φόρμα μου αρέσει να γράφω. Η διαδικασία της γραφής για εμένα είναι μια εσωτερική ανάγκη που προκύπτει συχνότερα μετά από συναισθηματική φόρτιση . Γράφω γιατί οι ήρωες έρχονται και μου σφηνώνονται στο μυαλό και θέλω να ελευθερωθώ από αυτούς. Ο πιο εύκολος τρόπος για αυτό μπορεί να γίνει με ένα διήγημα αλλά και πάλι δεν το προαποφασίζω. Το σίγουρο είναι πως το μυθιστόρημα είναι πολύ πιο απαιτητικό και όπως πολύ σωστά ανέφερες μιας και σχεδόν κανείς στην Ελλάδα δε ζει από τη συγγραφή, οι περισσότεροι δεν έχουμε την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου. Η πλειοψηφία των συγγραφέων που γνωρίζω κάνουν κι άλλη ή κι άλλες δουλειές άρα ο χρόνος που διαθέτει κάποιος για να γράψει περιορίζεται από το κυνήγι της επιβίωσης. Δεν είναι ψέμα αυτό το «αχ να ζούσα σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα κι όλη μέρα θα έγραφα», είναι μεγάλη αλήθεια.
Απόστολος Στραγαλινός: Να πλουτίσει; Πλάκα κάνουμε σίγουρα. Στην Ελλάδα; Πιο εύκολα πιάνεις το τζόκερ. Εμείς δεν είμαστε από αυτή την πάστα, αν υπάρχουν κάποιοι που το κατάφεραν μπράβο τους, να το πουν πώς το έκαναν και σε εμάς. Φαντάσου δηλαδή τον Χ.Φ Λάβκραφτ ή τον Μπόρχες, από φιλοδοξία ή υπερβολική αυτοπεποίθηση, ας πούμε, να ξύπνησαν μια μέρα και να είπαν: «Τώρα θα στρωθώ να γράψω διηγήματα για να πλουτίσω». Αστειεύομαι προφανώς. Δεν είναι αυτό το κίνητρο. Για μένα δεν έχει πρωτεύουσα σημασία η φόρμα που θα δανειστώ για τη συγγραφή, αλλά το περιεχόμενο, οι ιδέες. Γράφω διηγήματα, επειδή είναι πιο γρήγορα στην εξέλιξή τους, πιο άμεσα, ζυγίζω τις λέξεις μία-μία – απόρροια της μεταφραστικής μου ιδιότητας και δη από τα αυστηρά και σχολαστικά ως προς τους κανόνες και την ακρίβεια Γερμανικά – συναρμολογώ τα νοήματα και δημιουργώ μια ιστορία, η οποία φροντίζω να μην κινδυνεύσει να πλατειάσει, να κουράσει, να προλάβει να μπει στο πειρασμό του προπατορικού αμαρτήματος πλείστων συγγραφέων, της αυτοψυχανάλυσης και του αυτοερωτισμού. Επομένως, στο επίκεντρο δεν είναι αυτός που γράφει. Είναι η πράξη. Το μήνυμα. Να μην παραβλέπουμε ότι η επικοινωνία με τον κόσμο απελευθερώνει. Από το εγώ μας καταρχάς. Απελευθερωμένοι μπορούμε να ανακαλύψουμε και αναγνωρίσουμε τον άλλον, να συνεχίσουμε μαζί, συνοδοιπόροι, όχι μόνοι.
Εσείς κατά κανόνα τι διαβάζετε περισσότερο; Διηγήματα ή μυθιστορήματα;
Αλεξάνδρα Κ*: Όταν έχω πολύ χρόνο, διηγήματα και δοκίμια. Κι όταν είναι κλασικά, τρελαίνομαι να ψάχνω μετά ονλάιν αναλύσεις, ερμηνείες, μεταφράσεις, το παρασκήνιό τους. Τα μυθιστορήματα τα έχω για πιο καθημερινή κατανάλωση.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Θέλω να πιστεύω πως δεν κάνω διακρίσεις.
Μαρία Μανωλέλη: Διαβάζω κυρίως μυθιστορήματα όμως μέσα στο top ten αγαπημένων μου βιβλίων είναι σίγουρα τα διηγήματα της Λουσία Μπερλίν, του Ρέιμοντ Κάρβερ και προσφάτως συμπεριέλαβα στο top ten μου τα διηγήματα του Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ.
Απόστολος Στραγαλινός: Διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, ποίηση, ιστορία, πολιτική, ό,τι χρειάζομαι για το ταξίδεμα. Από τη Γερμανική παράδοση του λογοτεχνικού κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) του 18ου αιώνα μέχρι τους μοντέρνους συγγραφείς – Γάλλους, Ρώσους, αγγλόφωνους κλασσικούς, τη beat generation φυσικά, τους καταραμένους ποιητές και γενικά καταραμένους και ταλαιπωρημένους. Από Έλληνες ξεκινώ από Μητσάκη, Βουτυρά, Χριστομάνο, Ροδοκανάκη, περνάμε από γενιά του ‘30, Τερζάκη, Λαπαθιώτη, Φιλύρα, Μελισσάνθη, Κοτζιούλα, συνεχίζω με Μελισσάνθη, Λεοντάρη, Γονατά, Εμπειρίκο, Παυλόπουλο, τον Γ.Μακρή, τον Καχτίτση, τη Γώγου, τον Πετρόπουλο και φτάνω σε ελάχιστους συγκαιρινούς μας. Δεν έχω προτίμηση στη φόρμα των αναγνωσμάτων μου. Αρκεί να νιώθω την ανάγκη της ανάγνωσης – κι ευτυχώς την έχω καθημερινά.
Σύμφωνα με το χιλιοειπωμένο κλισέ οι μυθιστοριογράφοι γράφουν διαρκώς το ίδιο μυθιστόρημα. Τι γίνεται με τους διηγηματογράφους; Ποια είναι τα μεγαλύτερα -βγαλμένα από τη ζωή ή όχι- κλισέ;
Αλεξάνδρα Κ*: Χα. Ακόμα ένα κακόπιστο κλισέ για συγγραφείς κι ακόμα μια ερώτηση που δεν χρειάζεται στ’ αλήθεια να απαντηθεί. Ας πάρουμε τον Τσέχωφ, τον Κάρβερ, τη Μπερλίν, τρεις τεράστιους διηγηματογράφους με πολύ πολύ συγκεκριμένο σύμπαν και βλέμμα. Θεωρείς ότι γράφουν διαρκώς το ίδιο διήγημα; Και αν ναι, τι; Βαριέσαι; Άσε μας.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Το μεγαλύτερο κλισέ νομίζω ότι είναι ότι ένας άνθρωπος που του αρέσει να γράφει ξεκινά με διηγήματα και όταν αποκτά εμπειρία και γίνεται αρκετά καλός με αυτά, τότε αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα. Κλισέ που έχει τόση βάση όσο το να περιμένεις από έναν εξαιρετικό ιππέα, να περάσει στην ποδηλασία, πριν ξεκινήσει να οδηγεί μοτοσυκλέτα…
Μαρία Μανωλέλη: Δεν ξέρω τι γίνεται στο μυαλό όσων γράφουν, γενικότερα όμως θεωρώ πως για να μπορείς να αποτυπώσεις μια ιστορία με αληθοφάνεια θα πρέπει στη ζωή σου να έχεις πολλή περιέργεια ακόμα και για αδιάφορες λεπτομέρειες. Ένα κλισέ που με απελευθέρωσε είναι αυτό που λέμε «η περιέργεια του συγγραφέα». Μόνο όταν άρχισα να γράφω κατάλαβα γιατί με απασχολούσαν τόσο οι άσχετες λεπτομέρειες για τις ζωές των άλλων. Μέχρι τότε νόμιζα ότι ήμουν αδιάκριτη. Μετά τα απέδωσα όλα στο συγκεκριμένο κλισέ.
Απόστολος Στραγαλινός: Νομίζω ότι δύο είναι τα κύρια κλισέ – αυτά που διδάσκει η ζωή – για εμάς τους διηγηματογράφους. Το ένα είναι «καλά ρε συ, το διήγημα είναι η πιο δύσκολη λογοτεχνική φόρμα, τι κάθεσαι και ταλαιπωριέσαι με δαύτο;» Το δεύτερο, το ακριβώς αντίθετο: «Το διήγημα δεν φτουράει, δεν είναι παρά η προθέρμανση, το ζέσταμα για το μυθιστόρημα. Μόνο τότε αρχίζει να μετράει το κοντέρ». Διαλέγεις και παίρνεις. Επειδή πάντως με τα κλισεδάκια δεν τα πάω καλά, θα ξαναπώ ότι σημασία έχουν οι ιστορίες, τα ερεθίσματα, η έμπνευση, η στόχευση, όλα αυτά δηλαδή που πλάθονται στο κεφάλι και κατόπιν αποτυπώνονται στο χαρτί, και όχι η ταμπέλα που θα σου κολλήσουν ή το λογοτεχνικό είδος που θα επιλέξεις κάθε φορά να χρησιμοποιήσεις ως δίαυλο των ιδεών σου.
Ο Τζέιμς Γουντ, ο κριτικός λογοτεχνίας του New Yorker και κατά πολλούς σημαντικότερος αυτή τη στιγμή στον κόσμο, έχει δηλώσει τα εξής στο NEWS 24/7: «Εννοείται ότι αφήνω βιβλία στη μέση. Αν μετά από 40 σελίδες δεν έχει γίνει καμία σύνδεση, κλείσ’ το και πιάσε άλλο βιβλίο. Η ζωή είναι μικρή και ο Τολστόι είναι πάντα εκεί. Σε περιμένει. Αναρωτιέται: “Γιατί δεν με έχεις διαβάσει ακόμα;”». Συμφωνείτε; Με μια συλλογή διηγημάτων πότε καταλαβαίνετε ότι δεν αντέχετε άλλο; Ή μένει άσβεστη ως το τέλος η ελπίδα ότι η επόμενη ιστορία θα σας συνταράξει;
Αλεξάνδρα Κ*: Μένει. Ειδικά στα διηγήματα βάζω μπροστά όλη μου την πίστη στη συγγραφέα γιατί μπορεί κάπου μέσα σε μια ιστορία να κρύβεται μια έκπληξη που να ανατρέπει ό,τι διάβασες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θα παρατήσω το βιβλίο μόνο αν νιώσω ότι δεν σέβεται το παιχνίδι μας.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Η πίστη στην ιδέα ότι μπορεί να αλλάξεις γνώμη για μια συλλογή διηγημάτων στην οποία έχεις φτάσει μέχρι τα μισά χωρίς να καταφέρεις να συνδεθείς με ό,τι έχεις διαβάσει, μοιάζει με την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρχουν μεγάλες φράουλες στον πάτο από το κουπάκι που έχεις αγοράσει από τη λαϊκή. Συνήθως, εφόσον διαθέτεις κάποια εμπειρία ως αναγνώστης. καταλαβαίνεις από αρκετά νωρίς αν κάτι πηγαίνει στραβά, όπως καταλαβαίνεις αν κάτι σου αρέσει τόσο ώστε να μη σκέφτεσαι καν να το εγκαταλείψεις, και να αναζητείς ευκαιρία για να συνεχίσεις την ανάγνωση, πηδώντας από το ένα διήγημα στο άλλο, όπως ο Νέντι Μέριλ, πρωταγωνιστής του διηγήματος του Τζον Τσίβερ Ο Κολυμβητής, πηδούσε από πισίνα σε πισίνα και από κήπο σε κήπο κολυμπώντας μέχρι να φτάσει στο σπίτι του. Με τη στοίβα των αδιάβαστων καλών βιβλίων να αυξάνεται διαρκώς, το να παρατάς ένα βιβλίο που δεν σου προσφέρει ικανοποίηση δεν μοιάζει καθόλου κακή ιδέα, παρότι εμπεριέχει πάντοτε ένα ρίσκο, αλλά πλέον το κάνω, με όλο και λιγότερες ενοχές.
Μαρία Μανωλέλη: Συμφωνώ με τον Τζέιμς Γουντ. Υπάρχουν τόσα βιβλία στη λίστα μου που θέλω τρεις ζωές για να τα διαβάσω, σίγουρα πλέον δε δίνω χρόνο σε κάτι που δεν με κερδίζει είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για διηγήματα. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία σύμφωνα με τις βιβλιοκριτικές που εμένα δεν με κέρδισαν και βιβλία που αγόρασα με κάποια επιφυλακτικότητα και με ρούφηξαν- δεν τα άφηνα από το χέρι μου. Είναι και θέμα συγκυρίας τι θα σε αρπάξει από το λαιμό την εκάστοτε περίοδο της ζωής σου.
Απόστολος Στραγαλινός: Ναι, συμφωνώ, παρότι έχω τον ψυχαναγκασμό ότι πρέπει να τελειώσω ένα βιβλίο ακόμα κι αν δεν μου αρέσει ούτε στην αρχή, ούτε στη μέση. Μετά, όταν φας το βόδι, στην ουρά θα σταματήσεις; Ξέρεις πότε μου συμβαίνει αυτό; Όταν αφήνομαι να παρασυρθώ από ενορχηστρωμένες διθυραμβικές κριτικές και λέω, ε, ας το διαβάσω κι εγώ. Ευτυχώς δεν το κάνω πια τόσο συχνά. Επιλέγω με το ένστικτό και το γούστο μου και είμαι μια χαρά. Άλλωστε δεν θα μου φτάσει ο χρόνος που μου απομένει για να διαβάσω όσα βιβλία δεν έχω προλάβει και να ξαναδιαβάσω όσα με μάγεψαν, μου προσέφεραν κόσμους μαγικούς και τελικά με διαμόρφωσαν. Νομίζω ότι και με μια συλλογή διηγημάτων ψυχανεμίζεσαι από την αρχή αν απευθύνεται (και) σε σένα ως αναγνώστη. Δίνω ωστόσο πολλές ευκαιρίες μέχρι την τελευταία ιστορία. Όπως ακριβώς και τοποθετώντας ένα βινύλιο τριάντα τριών στροφών στο πικάπ. Θα το ακούσεις ως το τέλος. Σπάνια να μην ανακαλύψει η βελόνα ένα καλό κομμάτι που θα σου κάνει, έστω κι αν ο υπόλοιπος δίσκος είναι μάπα. Αποφασίζεις ύστερα αν θα τον βάλεις στη δισκοθήκη σου ή θα τον πασάρεις σε κάποιον κολλητό για δώρο στην ονομαστική του γιορτή.
Ας παίξουμε το παιχνίδι του High Fidelity: Μπορείτε να καταρτίσετε το προσωπικό σας Top 5 αγαπημένων -και γιατί;- διηγηματογράφων;
Αλεξάνδρα Κ*: Όχι, καταπιέζομαι. Ανέφερα ήδη τρεις αγαπημένους κλασικούς, προσθέτω σ’ αυτούς και τη Λισπέκτορ. Από σύγχρονες, Σαμάντα Σβέμπλιν, Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, Λίντια Ντέιβις, Τζαμάικα Κινκέιντ. Από την ελληνική παραγωγή, ζήλεψα το Κήτος της Φωσκόλου, το Παραθερισταί με Ελαφρά Αισθήματα του Θ. Πάνου, το Γκιακ φυσικά, και αγαπώ πάντα, βαθιά, τις ιστορίες του Χουλιαρά. Πάντως, αν θέλει κανείς -κι ο πιο άσχετος με τη λογοτεχνία- να καταλάβει τους μηχανισμούς του διηγήματος, ας διαβάσει το Κολυμπώντας στη λιμνούλα υπό βροχήν του Σόντερς.
Αχιλλέας ΙΙΙ: Έντγκαρ Άλαν Πόε, για την λεπτή τεχνική, την ατμόσφαιρα και τη, συχνά μακάβρια γοητεία. Χούλιο Κορτάσαρ, για την ανατροπή και τη ματιά σε έναν κόσμο που μετά από την ανάγνωση των έργων του δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Ίταλο Καλβίνο, για τη μαγεία της αστείρευτης δημιουργίας του ενός κόσμου μετά τον άλλον. Σάκι (Έκτορ Χιου Μονρό), για το πνεύμα και τον μοναδικό του τρόπο να σατιρίζει το κατεστημένο. Δημοσθένης Βουτυράς, για την αγάπη του περιθωρίου, των ταπεινών και της τρυφερότητας με την οποία ανέδειξε στις ιστορίες του ό,τι οι περισσότεροι θεωρούσαν ασήμαντο.
Μαρία Μανωλέλη: Όπως ανέφερα ήδη ξεχωρίζω την Λουσία Μπερλίν, τα τελευταία πέντε χρόνια την τοποθετώ στην πρώτη θέση γιατί καταφέρνει να διεισδύσει στους ήρωες της έστω και μέσω της σύντομης φόρμας τόσο πολύ που διαβάζεις τα διηγήματά της σαν μυθιστορήματα. Η αυτοβιογραφική της διάθεση, μου την κάνει ακόμα πιο προσιτή και νιώθω ότι κάνω μαζί της ένα διάλογο ή ακούω μια φίλη να μου λέει τα δικά της. Έχω σχέση λατρείας. Λατρεύω επίσης τον Κάρβερ, κανείς δεν μπορεί να πει τόσα πολλά με τόσο λιτό τρόπο. Γυρίζω και ξαναγυρίζω στον Μπιντέ του Μάριου Χάκκα. Αυτό ακριβώς εννοώ όταν σε αρπάζει ένα διήγημα από το λαιμό. Αγάπησα τα διηγήματα του Παπαμάρκου στο Γκιακ, με ξάφνιασε η τρυφερή προσέγγιση σκληρών γεγονότων και καταστάσεων με συναίσθημα που καταπίνεται και δεν ξεχειλίζει ποτέ, σε αφήνει με τη συγκίνηση στο λαιμό, πριν γίνει δάκρυ. Προσφάτως, μου πρότεινε ο Σπύρος Γιανναράς τους Τριλοβίτες του Πάνκεικ. Το βιβλίο είναι εξαντλημένο και κακώς-πολύ κακώς- δεν επανακυκλοφορεί. Το βρήκα μεταχειρισμένο και ένιωσα πάλι αυτά τα δικά μου, τις συγγένειες δηλαδή που διακρίνω ανάμεσα σε ανθρώπους όχι μόνο διαφορετικών καταβολών και εθνικοτήτων αλλά και άλλων εποχών. Η δύναμη των περιγραφών του είναι στα όρια της τηλεμεταφοράς.
Απόστολος Στραγαλινός: Δύσκολα μου βάζεις εδώ. Διότι χίλιοι μύριοι συγγραφείς και ποιητές έχουν γράψει διηγήματα. Θα αναφέρω πέντε, αλλά θα μπορούσα να βάλω στη θέση τους δεκάδες άλλους. Τον Τζακ Λόντον, επειδή με την ίδια λατρεία τον διαβάζω σήμερα, όπως στα δεκατρία μου έτη. Τον Χέρμαν Μέλβιλ, επειδή ήταν ένας εμβληματικός συγγραφέας, ο οποίος δεν υπήρξε μόνο παραμυθάς, αλλά έζησε τις ιστορίες του και μου εμφύσησε μαζί με πολλούς άλλους την αγάπη μου για τις ιστορίες με θέμα την ανοιχτή θάλασσα. Τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, επειδή τα βράδια με έκανε να μην μπορώ να κοιμηθώ και με ανάγκασε να οξύνω την όραση και την ακοή μου στο σκοτάδι. Τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, εντάξει, για την απίθανη γλώσσα και για την εποχή. Τον Χάινριχ Φον Κλάιστ, επειδή τα διηγήματά του έχουν την ικανότητα να ανατέμνουν κάθε πολυδιάστατη έκφανση του ανθρώπινου βίου με μια απολαυστική γραφή που θυμίζει αναγεννησιακούς πίνακες.
Ας ευθυμήσουμε στο τέλος: Πόσες φορές, και μάλιστα με αφορμή την κυκλοφορία μιας συλλογής σας, έχετε ακούσει σχόλια τύπου: «Καλοτάξιδο! Μυθιστόρημα πότε με το καλό;»
Αλεξάνδρα Κ*: Είναι αστείο ότι αυτή την ερώτηση την κάνουν είτε οι όχι συστηματικοί αναγνώστες είτε οι πολύ μεγάλοι εκδοτικοί. Το έχω ακούσει σε παρουσιάσεις, το ακούει συχνά και η ατζέντισσά μου από editors. Πάντως το τελευταίο διήγημα που ξεκίνησα να γράφω παίρνει σιγά σιγά έκταση μυθιστορήματος κι εγώ απλώς το ακολουθώ ξέροντας ότι για αρκετό καιρό θα υποφέρω (κυρίως οικονομικά).
Αχιλλέας ΙΙΙ: Πολύ περισσότερες από τις φορές που εγκατέλειψα στη μέση ένα βιβλίο και του ευχήθηκα «καλοτάξιδο», αφήνοντάς το στη στασιμότητα κάποιου ραφιού, και καταδικάζοντάς το να μη διαβαστεί ποτέ ολόκληρο, από κανέναν.
Μαρία Μανωλέλη: Το πρώτο μου βιβλίο είναι μυθιστόρημα. Πήρα το δρόμο ανάποδα οπότε μάλλον δεν θα με ρωτήσει κανείς «πότε με το καλό μυθιστόρημα;» Βέβαια οι άνθρωποι είμαστε απρόβλεπτοι και πάντα μας αρέσει να ρωτάμε γιατί κάποιος δεν κάνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη κάνει. Ίσως τώρα να με ρωτάνε «Άντε, πότε με το καλό και μια ποιητική συλλογή;» Η ερώτησή σου μου θύμισε τότε που ζούσε η μάνα μου και με ρωτούσε κάθε μέρα «Πότε θα κάνεις κι ένα κορίτσι;» (έχω δύο γιους). Έτσι σκέφτεται η πλειοψηφία. Έκανες αυτό; Κάνε και κάτι άλλο τώρα. Κάνεις κάτι άλλο; Α τώρα κάνε κι εκείνο. Προσδοκώ έναν εαυτό που δεν θα τον επηρεάζουν καθόλου τέτοιες ερωτήσεις.
Απόστολος Στραγαλινός: Ουκ ολίγες. Αναμενόμενο δεν είναι; Παρατηρείται αναμφισβήτητα μια μανία με τα μυθιστορήματα, μολονότι τις προθήκες των βιβλιοπωλείων κοσμούν τα διηγήματά μας. Είναι σαν να τεκνοποιήσαμε, να γεννήθηκε το κορίτσι μας, και τώρα οι συγγενείς και φίλοι να μας εύχονται «άντε με το καλό τώρα κι ένα παιδί». Δεν θα ξεμπερδέψουν με εμάς εύκολα, είμαστε αγύριστα κεφάλια.
Η συλλογή διηγημάτων Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο της Αλεξάνδρας Κ* κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο Διηγήματος του λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης».
Η συλλογή διηγημάτων Τέλος πάντων του Αχιλλέα ΙΙΙ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Η συλλογή διηγημάτων In God We Trust της Μαρίας Μανωλέλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Η συλλογή διηγημάτων Το πρωί που θα φύγουμε του Απόστολου Στραγαλινού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Η συλλογή διηγημάτων Ένα για τον δρόμο του Θεοδόση Μίχου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.