ΓΚΑΡΙ ΟΛΝΤΜΑΝ ΣΤΟ NΕWS 24/7: “ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΛΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΑΥΤΟΥΣ”
Με αφορμή την εμφάνισή του στην “Παρθενόπη” του Πάολο Σορεντίνο, ο βραβευμένος με Όσκαρ Γκάρι Όλντμαν μιλάει στο Magazine για τον εθισμό που ξεπέρασε, για τη μυθολογία των κατεστραμμένων ποιητών, για τη συνεργασία του με τον Κρίστοφερ Νόλαν, για το τηλεοπτικό “Slow Horses” και για τον άλλο σκηνοθέτη που θέλει οπωσδήποτε να συνεργαστεί.
Δεν είναι και πολύ συχνό να συναντάς έναν από τους πιο εμβληματικούς πρωταγωνιστές του σύγχρονου σινεμά μπροστά σου αλλά και, πέρα από αυτό, σε ένα ρόλο που δεν τραβά όλη την προσοχή πάνω του. Γκάρι Όλντμαν ως καρατερίστας; Ναι, γιατί όχι;
Αυτό συμβαίνει στη νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο, την Παρθενόπη, όπου ο Όλντμαν παίζει τον συγγραφέα Τζον Τσίβερ, ένα μεγάλης σημασίας αλλά μικρού περάσματος ήρωα – βουτηγμένου στο αλκοόλ αλλά και σε μια αίσθηση αλήθειας πάνω στον κόσμο.
Ο ίδιος ο Όλντμαν δεν μοιάζει να απέχει και πάρα πολύ. Όταν τον συναντάμε στις Κάννες, όπου η Παρθενόπη παίζεται σε παγκόσμια πρεμιέρα, ο σπουδαίος ηθοποιός μιλά μαζί μας για την πλευρά του που κάποτε παραδιδόταν σε εθισμούς, αλλά και το πώς βλέπει τον κόσμο –και τη δουλειά του– σήμερα.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός (The Darkest Hour) μίλησε ανοιχτά μαζί μας για τους ρόλους που έπαιξε στο σινεμά – και πώς τους έφερε κοντά του. Από τη συμμετοχή του στο σετ του Πάολο Σορεντίνο μέχρι τον Κρίστοφερ Νόλαν, κι από την εμπειρία του τηλεοπτικού Slow Horses μέχρι μέχρι ένα throwback στο Πέμπτο Στοιχείο. Στην πορεία της κουβέντας, ο Όλντμαν ήξερε πότε και πώς να ελαφρύνει το κλίμα, να αστειευτεί, ή απλά να μιλήσει για τη σχέση του με τους ρόλους του, με τον πιο απλό τρόπο.
Λίγες ώρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της Παρθενόπης (που κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες από την The Film Group), ο Γκάρι Όλντμαν είχε πολλά να πει για την τέχνη του, για τους ρόλους του και για τους μεγάλους συνεργάτες του – από τον Σορεντίνο και τον Νόλαν, μέχρι εκείνους που δεν έχουν έρθει ακόμα.
Στην Παρθενόπη παίζεις τον Τζον Τσίβερ, πόσο εξοικειωμένος ήσουν με αυτόν ως προσωπικότητα, πώς φαντάστηκες να τον ενσαρκώνεις;
Έχω διαβάσει το Swimmer. Δεν είμαι μεγάλος μελετητής του Τζον Τσίβερ. Αλλά σύντομα συνειδητοποιείς ότι διαβάζοντας το σενάριο και μιλώντας με τον Πάολο πρόκειται για ένα είδος ρομαντικής, ελαττωματικής, μελαγχολικής κατασκευής κι όχι βιογραφία. Είναι η ιδέα του Πάολο για τον Τσίβερ, κι όχι ο πραγματικός. Έτσι, με αυτή την έννοια, έμεινα αρκετά μέσα στην ποίηση του έργου. Θέλω να πω… τον υποδύομαι και δεν τον υποδύομαι. Βγάζει νόημα αυτό;
Είδα μια συνέντευξή του με τον Ντικ Κάβετ κι αυτό μου έδωσε ένα σημείο επαφής. Νομίζω ότι το έχω ξαναπεί αυτό… Όντας αλκοολικός σε ανάρρωση και έχοντας περάσει μέρες ολόκληρες πίνοντας διαρκώς μέσα μια αναταραχή, αναγνωρίζεις όλα τα σημάδια. Ενστικτωδώς καταλαβαίνεις γιατί κάποιος θα αυτοκαταστρεφόταν. Και το έκανε, ξέρεις. Στο τέλος, αν δεν σταματήσεις, θα σε πιάσει.
Ο Πάολο μου είπε, θέλω να παίξεις αυτό τον πολύ βασανισμένο, θλιμμένο, μελαγχολικό μεθύστακα, αυτό είναι το είδος της εικόνας που θέλω. Οπότε το πήρα από εκεί και πέρα.
Είναι δύσκολο να υποδυθείς με ουσιαστικό και όχι υπερβολικό τρόπο κάποιον που είναι μεθυσμένος;
Όχι όταν έχεις υπάρξει τόσο μεθυσμένος όσο ήμουν εγώ! [γελάει] Όχι, μπορείς να το παρακάνεις, υποθέτω. Το μυστικό είναι ότι πρέπει να φανταστείς ότι οι γωνίες των ματιών σου είναι πολύ κουρασμένες. Αλλά μόνο οι γωνίες. Πρέπει να το φανταστείς σαν μια αίσθηση στα μάτια.
Υποδύομαι τον Τζάκσον Λαμπ στη σειρά Slow Horses, ως αλκοολικό. Και πριν από αυτό έπαιξα τον Mank, ήταν αλκοολικός κι αυτός. Οπότε βρίσκομαι στην δική μου κινηματογραφική αλκοολική περίοδο, όπως φαίνεται. [γέλια] Αλλά έχουν υπάρξει πολλές φανταστικές ερμηνείες μεθυσμένων όλα αυτά τα χρόνια. Αν έπρεπε να τις κατατάξω… Το νούμερο ένα θα ήταν μάλλον ο Ντενζέλ Ουάσινγκτον στο Flight. Ω ναι, αυτή είναι μια απίστευτη, ακριβής απεικόνιση και περιγραφή ενός αλκοολικού.
Αλλά ο χαρακτήρας του Ντενζέλ είναι πολύ μυστικοπαθής σχετικά με τον εθισμό του. Εδώ στην Παρθενόπη έχουμε κάποιον που το χαίρεται. Υπάρχει νομίζεις ένα είδος ρομαντισμού στην ιδέα της αυτοκαταστροφής;
Θέλω να πω, πολλοί από τους ανθρώπους που θαύμαζα μεγαλώνοντας… ξέρεις, είναι το κλισέ, έτσι δεν είναι; Είναι ο πεινασμένος καλλιτέχνης, είναι ο μεθυσμένος ποιητής, είναι ο κατεστραμμένος καλλιτέχνης, είναι ο Μπρένταν Μπίαν, είναι ο Χέμινγκγουεϊ κι ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, όλα αυτά… Ναι, υποθέτω. Και ρομαντικοποιήσαμε τον ποιητή με τους εθισμούς, έτσι δεν είναι; Όπιο κι αψέντι κι όλα αυτά τα πράγματα.
Φαντάζομαι ότι ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι έλκονταν από τα μεγάλα ταξίδια. Τότε κάποιος που απομακρυνόταν από την Αμερική ίσως αισθανόταν λιγότερο ανασταλμένος. Ο Φιτζέραλντ το έκανε, έτσι δεν είναι; Ναι… Φαίνεται ότι πάνε χέρι-χέρι, ε; Με το πέρασμα των χρόνων, συγγραφείς και ποιητές και ηθοποιοί και ζωγράφοι, η μυθολογία τους είναι αυτή των γοητευτικών losers. Αλλά αυτές οι μέρες είναι πια πίσω μου.
Τι είναι αυτό που ψάχνεις σήμερα στο έργο σου λοιπόν; Στα σενάρια, στους ρόλους, στους σκηνοθέτες;
Θυμάμαι πώς προήλθε αυτή η συνεργασία κι έχει πλάκα. Ήμουν σε ένα φεστιβάλ και έδινα μια συνέντευξη [δείχνει το τραπέζι] και ένας δημοσιογράφος μου είπε, ξέρεις, έχεις συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχει κάποιος με τον οποίο θα ήθελες να δουλέψεις συγκεκριμένα τώρα, σε αυτή τη φάση της καριέρας σου; Και είπα, ναι, υπάρχουν πιθανώς μερικοί, αλλά υπάρχει ένας που μου έρχεται στο μυαλό, ο οποίος είναι ο Πάολο Σορεντίνο. Με ρώτησαν γιατί, και είπα απλά ότι μου αρέσουν οι ταινίες που γυρίζει. Λατρεύω τις ιστορίες που αφηγείται για τους ανθρώπους για τους οποίους γράφει και τους οποίους φαντάζεται. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του.
Αυτό έφτασε σε εκείνον λοιπόν! Και βρήκε το email μου και μου έγραψε και μου είπε, α, άκουσα ότι είσαι θαυμαστής της δουλειάς μου, και εμένα μου αρέσει η δουλειά σου. Ετοιμάζω τώρα αυτή την ταινία και υπάρχει ένας μικρός ρόλος σε αυτήν. Θες να το διαβάσεις και να το σκεφτείς; Και, ίσως να δουλέψουμε. Ε, και δεν είναι κάθε μέρα που ανοίγεις το email σου και παίρνεις ένα μήνυμα από τον Πάολο Σορεντίνο! Νομίζω ότι απάντησα και είπα κάτι σαν, «θα έρθω να παίξω ακόα και μια σκιά στον τοίχο για σένα». Δεν με νοιάζει πραγματικά.
Αλλά διάβασα το σενάριο και μου άρεσε η ιστορία, και, εμ, τα σενάριά του είναι πολύ λογοτεχνικά. Είναι σαν μυθιστόρημα. Διαβάζεις ένα άλλο σενάριο και λέει πχ ότι ο Τζον σηκώνεται και κινείται και ανοίγει την πόρτα. Αλλά με τον τρόπο που γράφει ο Πάολο, βλέπεις την ταινία. Είναι πολύ περιγραφικό. Και αυτό που με εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι κάποιοι σκηνοθέτες απλά γυρίζουν πολύ υλικό και μετά παίζουν με αυτό και το μετακινούν και μετά λένε, ας δοκιμάσουμε να βάλουμε αυτό εδώ ή ας δοκιμάσουμε αυτό το κομμάτι μουσικής. Κάτι σαν κολάζ. Προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους, κάτι που είναι επίσης δημιουργικό και είναι ένας άλλος τρόπος να δημιουργείς.
Αλλά όταν διάβασα το σενάριο του Πάολο, είδα όλη την ταινία μπροστά μου, και το συγκεκριμένο τραγούδι που θα έπαιζε όταν μπαίνουμε σε μια σκηνή, όταν βγαίνουμε κλπ. Πραγματικά λεπτομερές.
Πώς επηρεάζει αυτό την ερμηνεία σου; Βλέπει δηλαδή και την ερμηνεία σου ήδη στο μυαλό του και καθοδηγεί τους ηθοποιούς σε κάτι επίσης συγκεκριμένο;
Όχι, δεν… [σκέφτεται αρκετή ώρα χωρίς να μιλήσει] Πήγαινα να πω όχι! Αλλά ξέρεις, τώρα που το σκέφτομαι ίσως όντως να σε σπρώχνει για να πάρει αυτό που θέλει! Είναι πολύ πονηροί οι σκηνοθέτες, έτσι δεν είναι; [γέλια]
Ποιος ήταν να δεις… Α, ήταν ο Λικ Μπεσόν. Σου έλεγε πώς θέλει να ειπωθεί η ατάκα, το δοκίμαζα, το δοκίμαζα, κι αυτός απλά έλεγε «όχι», «όχι», «όχι»… «μπίνγκο!». Θυμάμαι ότι έλεγε πως ήθελε την ατάκα ακριβώς. Την έπαιζε κιόλας για σένα μερικές φορές. Στο Πέμπτο Στοιχείο, ο ιερέας μου λέει, «Ζοργκ, είσαι ένα τέρας». Και εγώ γυρνάω και λέω [με αφ’υψηλού ύφος] «πφ, το ξέρω» [γελάει]. Εκείνος το ήθελε ακριβώς με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και μου λέει «γιατί δεν το δοκιμάζεις και λίγο έτσι;». Με έσπρωχνε προς κάτι άλλο αλλά ήξερε ακριβώς πού ήθελε να καταλήξω. Και το δοκιμάζα λίγο, λίγο, λίγο, εκείνος «όχι», «όχι», «όχι» και όταν τελικά έφτασα σε ένα [το κάνει με ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη φωνή] «το ξέρω!» τότε λέει, «μπίνγκο!».
Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι σκηνοθέτες που σε σπρώχνουν προς κάτι συγκεκριμένο, ναι. Μερικές φορές η υποκριτική είναι να έρχεσαι με ιδέες και οι ιδέες σου είτε να απορρίπτονται είτε να δουλεύονται, όπως με τον Πάολο. Λες, ίσως θα μπορούσα να κάνω αυτό, και εκείνος λέει δείξε μου. Και το κάνεις, και λέει ναι, μου αρέσει, μου αρέσει. Άλλοι σκηνοθέτες είναι πολύ άκαμπτοι με το πώς το θέλουν. Αλλά στο τέλος της ημέρας, νομίζω ότι είσαι σαν σερβιτόρος. Είσαι στην υπηρεσία του σκηνοθέτη και του υλικού.
Στο μέτρο των δυνατοτήτων μου χαίρομαι να τους το δώσω, αν έτσι το βλέπουν στο μυαλό τους. Είναι το μωρό τους. Είναι η ταινία τους. Ξέρεις, οι ηθοποιοί μερικές φορές νομίζουν ότι όλα αφορούν αυτούς [γελάει]. Υπάρχουν πολλά κινούμενα μέρη και δεν αφορά πάντα μόνο εσένα. Πρέπει λοιπόν να ενταχθείς στην τοιχογραφία του συνολικού πράγματος. Ο άνθρωπος που πραγματικά αφηγείται την ιστορία είναι ο Πάολο Σορεντίνο. Είναι η γαμημένη ταινία του! Δεν είναι δική μου η ταινία.
Στην τηλεόραση έχεις μεγαλύτερη ελευθερία λόγω της φύσης του μέσου; Γυρίζεται πιο γρήγορα, ή ίσως δεν υπάρχει τόσο κεντρικός έλεγχος από έναν auteur.
Στο τέλος της ημέρας, πάντα καταλήγει στο υλικό. Μου αρέσει ας πούμε ακόμα να παίζω τον Τζάκσον Λαμπ. Και… σε μια βδομάδα επιστρέφω σε αυτό κιόλας. Γυρίζουμε ακόμα την πέμπτη σεζόν και έχουμε την τέταρτη έτοιμη. Και νομίζω ότι η τέταρτη και η πέμπτη είναι οι καλύτερες μέχρι τώρα.
Αλλά γενικά σίγουρα έχεις μεγαλύτερη ελευθερία γνωρίζοντας ποιος είσαι και δουλεύοντας με τον σεναριογράφο. Επίσης, το Slow Horses βασίζεται σε βιβλία οπότε έχεις αυτά σαν πρότυπο, και είναι και πολύ καλά. Οι σεναριογράφοι θα γράψουν για σένα ενδεχομένως πώς να κάνεις ή να πεις κάτι, και μπορείς πάντα να λες «α, ο Λαμπ δεν θα το έκανε αυτό». Ξέρεις, εκεί πρέπει να σιγουρευτούμε πλέον ότι είμαστε αληθινοί πρωτίστως απέναντι στον χαρακτήρα.
Οπότε έχεις πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Ασχολούμαι καθημερινά, ασχολούμαι περισσότερο. Δεν είμαι παραγωγός αλλά μπορώ να δίνω σημειώσεις και άλλα τέτοια. Οπότε έχω μεγαλύτερη δημιουργική εμπλοκή στη σειρά από ό,τι στο σινεμά. [σκέφτεται για μια στιγμή]
Ο Κρις Νόλαν ας πούμε… φτιάχνει την ταινία και πηγαίνει και την διορθώνει και την συνθέτει και τα συναρμολογεί όλα μαζί. Και μετά την βλέπεις! Δεν συνεργαζόμαστε δηλαδή με αυτή την έννοια. Αλλά αν δουλεύεις με τον Κρις Νόλαν, ξέρεις ότι δεν πρόκειται να τα σκατώσει, έτσι δεν είναι; [γελάει]
Υπήρχε κάποιος τρόπος με τον οποίο η δουλειά σε ένα ιταλικό κινηματογραφικό πλατό ήταν διαφορετική από τη δουλειά σε ένα βρετανικό ή αμερικανικό πλατό;
Μπορώ να μιλήσω μόνο για αυτή την συγκεκριμένη εμπειρία. Ήταν πολύ ήσυχα, πολύ ήρεμα. Ο Πάολο δεν υψώνει τη φωνή του. Το συνεργείο με το οποίο έχει συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια μοιάζει σχεδόν να προβλέπει τι θα θέλει στη συνέχεια. Κάνει το πιο αξιολάτρευτο πράγμα. Γυρίζαμε μια σκηνή γύρω από την πισίνα και όσο ήμασταν εκεί γύρω ο Πάολο απομακρύνεται κάπως –η γυναίκα μου τράβηξε μάλιστα μια πολύ όμορφη φωτογραφία του από μακριά– και πάει και ακουμπάει ήρεμος σε ένα τοίχο καπνίζοντας το πούρο του. Ήταν σα να βρισκόταν κάπου πολύ μακριά η σκέψη του. Και μετά γυρίζει πίσω και λέει, «λοιπόν, η κάμερα θα μπει εδώ, και εσύ θέλω να κάθεσαι με αυτό τον τρόπο σε αυτό το σημείο».
Ήταν πραγματικά γοητευτική εμπειρία. Ε, και… περιμενα ιταλικά, πώς να το πω. [γελάει] Σκεφτόμουν ότι το πλατό θα ήταν γεμάτο φασαρία, όλοι θα μιλούσαν με χειρονομίες [αρχίζει να κάνει την ιταλική χειρονομία και φωνάζει δυνατά] «έεεεϊ, έεεεεϊ». Δεν ήταν έτσι! Το συνεργείο κινείται πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά. Μου έκανε εντύπωση, αλλά από την άλλη όλοι οι σκηνοθέτες έχουν την ταυτότητά τους στο γύρισμα.
Ο Κρις Νόλαν ας πούμε θέλει να είσαι ντυμένος με το κοστούμι και όλα τα σωστά ρούχα για να κάνεις πρόβες. Θέλει να δει τους ανθρώπους όπως θα είναι στην ταινία .Άλλοι σκηνοθέτες είναι ευχαριστημένοι αν έρθεις με ένα hoodie και τα αθλητικά σου παπούτσια κι έρθεις για να καδραριστεί η σκηνή και πας μετά να αλλάξεις για να ετοιμαστείς για το γύρισμα. Όλοι δουλεύουν με τους διαφορετικούς, μυστηριώδεις τρόπους τους. Όλοι! Αλλά κάποιοι είναι φασαριόζοι, κάποιοι είναι αγενείς, κάποιοι είναι λίγο τραμπούκοι, κάποιοι είναι πολύ γλυκοί. Κάποιοι είναι αστείοι. …και είναι όλοι τρελοί. [γελάει] Όλοι πρέπει να είναι λίγο.
Η εικόνα που είχες για τον εαυτό σου ως ηθοποιός είναι κάτι που υπήρχε εκεί από την αρχή της καριέρας σου; Το πώς προτιμάς να δουλεύεις στο πλατό, πώς θες να συνεργάζεσαι.
Όταν έκανα θέατρο, θυμάμαι ένα συγκεκριμένο έργο στο οποίο έπαιζα και είχα μια σκηνή που διαδραματιζόταν στη Νοτιοανατολική Ασία. Ήμουν σε μια φρουρά αλλά έπρεπε να εμφανιστώ γυμνός. Αλλά έπρεπε να βαφτώ, γιατί κανονικά ο χαρακτήρας μου θα φορούσε σορτσάκι και κάλτσες ως στρατιωτική ενδυμασία μες στη ζέστη, οπότε θα έπρεπε να έχω σημάδια του ήλιου σε σημεία του σώματός μου. Ο λαιμός μου θα έπρεπε να είναι πιο κόκκινος από το υπόλοιπο σώμα μου, ας πούμε. Η μύτη μου πιο κόκκινη, από το μαύρισμα. Έκανα ένα σημάδι εκεί που είχα τα γυαλιά μου. Ένα λευκό σημάδι στον καρπό μου εκεί που ήταν το ρολόι μου. Τα πόδια μου θα ήταν λευκά από στα γόνατα θα γίνονταν καφέ, γιατί μέχρι εκεί θα έφτανε θεωρητικά το σορτσάκι. Το ίδιο με τα μανίκια στα χέρια.
Και θυμάμαι ότι όλοι με πείραζαν γιατί πήγαινα πολύ νωρίς κάθε μέρα. Πήγαινα από τις 5 για μια παράσταση που ξεκινούσε 7μιση, απλά για να κάνω κάθε μέρα το μακιγιάζ μου. Με πείραζαν για αυτό! Αλλά ήταν η πρώτη μου παράσταση μετά τη δραματική σχολή, και ήταν σημαντικό ως προς το πώς δούλευα μετά. Πάντα μου άρεσε αυτό, το συγκεκριμένο. Η λεπτομέρεια. Δεν αντέχω το γενικό. [θυμάται κάτι, γελάει]
Κάποτε ρώτησα έναν ηθοποιό από πού κατάγεται, γιατί ήταν άγγλος αλλά είχε αμερικάνικη προφορά. Του λέω, από πού είσαι. Και λέει, «από τις ταινίες». [τον πιάνει νευρικό] Δεν είναι αρκετά καλή απάντηση αυτή, έτσι δεν είναι;;; Είναι λίγο γενικό για μένα. [γελάει, και μονολογεί] «…από τις ταινίες…». [γελάει]
Κάτι συγκεκριμένο λοιπόν. Τώρα που έχεις δουλέψει με τον Σορεντίνο, ποιος είναι ο επόμενος στη λίστα σου; Ίσως τώρα το πληροφορηθεί κι ο επόμενος! Να βρούμε το επόμενο gig σου. [γέλια]
Θα ήθελα να ξαναδουλέψω με τον Σορεντίνο! Είναι εκεί ψηλά στη λίστα. Για την ακρίβεια είναι μόνο δύο στη λίστα, και μετά τον Σορεντίνο είναι ο Πολ Τόμας Άντερσον.
Γιατί αυτόν;
Γιατί είναι πολύ bloody good, έτσι δεν είναι; [γελάει] Κάνει πολύ καλές ταινίες. Είναι μοναδικό ταλέντο. Οι ταινίες του είναι… πώς παρακολουθείς μια σειρά και ανακοινώνουν ότι θα υπάρξει νέα σεζόν και πανηγυρίζεις επειδή σου αρέσει και θα ξαναδείς τους χαρακτήρες που αγαπάς; Έτσι νιώθω όποτε ακούω ότι υπάρχει νέα ταινία του Σορεντίνο. Ανυπομονώ να τη δω. Και το ίδιο με τον Πολ Τόμας Άντερσον. Πάντα με ιντριγκάρει η ματιά του.
Έχει πλάκα που είπες αυτόν, γιατί στην πρεμιέρα του φεστιβάλ, την Δεύτερη Πράξη του Κεντίν Ντιπιέ, ο Βενσάν Λαντόν παίζει έναν ηθοποιοί που λέει ότι έχει μισήσει την υποκριτική και είναι έτοιμος να τα παρατήσει, φεύγει από το πλατό και τότε δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον Πολ Τόμας Άντερσον – και ξαφνικά φτιάχνει η διάθεσή του, αγαπά την υποκριτική ξανά.
Ξέρεις πώς είναι αυτά! Μερικές φορές κάνουμε καμιά ανόητη ταινία που κάπως μας ξεφουσκώνει τα πανιά, είναι σα να μην οδηγεί πουθενά. Το κάνεις απλά για τα λεφτά. Φυσικά δεν έχω τίποτα εναντίον αυτής της επιλογής, πρέπει να πληρώσω την υποθήκη και να βάλω τα παιδιά στις σπουδές τους. Έτσι βγάζω τα λεφτά μου, αυτή είναι η δουλειά μου! Αλλά… αυτό…; [δείχνει μια αφίσα της Παρθενόπης]. Αυτό είναι από την χαρά της αγάπης για τον κινηματογράφο. Οπότε μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά αυτό. Να είσαι στα όριά σου, και ξαφνικά να παίρνεις εκείνο το τηλεφώνημα από τον σκηνοθέτη που ήθελες, και τότε να λες «ώπα, τώρα σίγουρα δεν θέλω να φύγω».
Η Παρθενόπη προβάλλεται στις αίθουσες από την The Film Group. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο στο φεστιβάλ Καννών.