Η PRISCILLA ΤΗΣ ΣΟΦΙΑ ΚΟΠΟΛΑ ΦΕΡΝΕΙ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΒΙΣ
Ακόμα, το Hit Man και η νέα ταινία του οσκαρικού Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι (Drive My Car) αποτελούν δύο εντυπωσιακά πετυχημένες εκδοχές του καλλιτεχνικού σινεμά.
Η αφήγηση του διάσημου, δύσκολου, ιδιοφυούς καλλιτέχνη ήταν πάντα τόσο βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση της κουλτούρας μας που είναι δεδομένα ενδιαφέρον το τι μένει όταν μετακινηθεί έστω λίγο η οπτική γωνία μας.
Σε ιστορίες που εμπλέκουν τόσο εμβληματικές, τιτάνιες φιγούρες, είναι ανθρώπινη και ίσως αναπόφευκτη η τάση να θέλουμε να μπούμε να στα δικά τους παπούτσια, να καταλάβουμε τον δικό τους κόσμο και τη δική τους υποκειμενική πραγματικότητα. Η ιδιοφυία, η επιτυχία, η αγωνία, το χρήμα, η δόξα, η καταστροφή – πώς να μην σου φανεί συναρπαστικό;
Είναι μια έντονη σκέψη σε μια μέρα του φεστιβάλ Βενετίας όπου έκανε πρεμιέρα η Priscilla της Σοφία Κόπολα, μια τρυφερή, μελαγχολική, σκληρή ταινία για της ζωή της έφηβης Πρισίλα Πρίσλεϊ ως αντικείμενο της προσοχής και του έρωτα του φτασμένου ειδώλου Έλβις. Όπου ένας πλούσιος, πανίσχυρος άντρας δημιούργησε ένα κλίμα περίφραξης και ελέγχου πάνω στη ζωή μιας 16χρονης κοπέλας που ακόμα προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι είναι αυτό που συμβαίνει στον κόσμο της.
PRISCILLA: ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΞΠΟΖΕ
Το Priscilla δεν είναι ακριβώς φτιαγμένο ως «κατηγορώ» – η Σοφία Κόπολα διαθέτει μια υπερβολικά τρυφερή οπτική για να μπορέσει (ή και να θελήσει) να κάνει ακριβώς κάτι τέτοιο. Όμως εστιάζοντας σε αυτά τα χρόνια της ζωής της Πρισίλα, η ταινία εκτός από τη μελαγχολική οπτική πάνω στη ζωή ενός κοριτσιού που ένιωθε τόσο μόνο, αναγκαία υπογραμμίζει και αυτή την μετατόπιση της οπτικής.
Όπως οι περισσότερες ταινίες της Κόπολα, αφορά άτομα στην περιφέρεια της διασημότητας ή/και του celebrity culture με μια προσέγγιση όμως αρκετά σιωπηλή, και εσωτερική. Η Μαρία Αντουανέτα, ένα παραγνωρισμένο στην εποχή του αλλά τελικά εξαιρετικά σημαντικό και επιδραστικό φιλμ, δεν θέλησε ποτέ να πει την ιστορία μιας επανάστασης ούτε να ασχοληθεί με την Αντουανέτα ως πολιτικό ον. Αντίστοιχα, το αριστούργημα Somewhere (βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, άκρως διχαστικά τότε) δεν εξετάζει του κουλτούρα της διασημότητας παρά την χρησιμοποιεί ως ανάγλυφη ταπετσαρία, ως βίωμα μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια απλή ιστορία πατέρα και κόρης γεμάτη σιωπές, ακινησία, μελαγχολία και την προσπάθεια ανθρώπων να νοιαστούν παρά την αδυναμία τους να το εκφράσουν.
Το Priscilla ανοίγει με ένα κοντινό πλάνο στα πόδια της νεαρής ηρωίδας καθώς περπατάει σε ένα ζεστό, φουντωτό χαλί– τα βαμμένα δάχτυλά της να χάνονται μέσα σε μια χρωματιστή ζεστασιά. Είναι ήδη από το πρώτο αυτό πλάνο, όχι μια ιστορία για τη διασημότητα, και σίγουρα όχι μια ιστορία για τον Έλβις. Είναι όμως η ιστορία ενός κοριτσιού, μοναχικού, που προσπαθεί να γεμίσει με νόημα και εξήγηση έναν κόσμο που μοιάζει να μην έχει χρόνο για αυτήν.
Η απουσία δραματικών κορυφώσεων και εξάρσεων είναι αφενός κάτι ήδη γνώριμο και λειτουργικό μες στο σινεμά της Κόπολα, αφετέρου απομακρύνει τελείως την ταινία από το χώρο του εξποζέ – τα μεγάλα, σημαδιακά γεγονότα της ζωής της Πρισίλα (ή και του Έλβις) σχεδόν πάντα απουσιάζουν από το κάδρο κι από την ιστορία, αφήνοντάς μας μαζί της σε στιγμές μικρές, λεπτομερείς. Το πώς αντιλαμβάνεται έναν άδειο χώρο για πρώτη φορά. Πώς φοράει τις βλεφαρίδες. Πώς κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ένα σιωπηλό χαμόγελο. Ένα ανήσυχο βλέμμα.
Μέσα από αυτές τις λεπτομέρειες σχηματίζεται και η ευρύτερη εικόνα της σχέσης της με τον Έλβις. Από το πώς προσκαλείται για πρώτη φορά στο σπίτι του (μια εξαιρετικά creepy στιγμή αν την αναλογιστεί απολύτως ψύχραιμα και λογικά). Από το πώς εκείνος την αντιμετωπίζει και πώς οι υπόλοιποι ψιθυρίζουν στα περιθώρια του κάδρου ή πώς κοιτάζουν με βλέμμα απορίας ή/και ανησυχίας. Το πώς σταδιακά αρχίζει να της ζητά να μείνει για πάντα όπως είναι (…στα 15) ή το τι θα φορά ή το αν θα δουλεύει.
ΕΝΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΡΟΣΜΕΝΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι πληροφορίες αυτές έρχονται διάσπαρτα και αποσπασματικά ανάμεσα σε μεγάλα κομμάτια φιλμικού χρόνου όπου κυριαρχεί μια ακινησία – κάτι ανάμεσα σε δέος και σε φόβο. «Είμαι εδώ!» – «ΟΚ, αλλά πού είμαι;» – «Είμαι στο σπίτι του Έλβις, μόνη μου!» – «Αλλά γιατί είμαι εδώ;». Η οπτική ανήκει τόσο απόλυτα στην έφηβη Πρισίλα, που ακόμα κι αυτά τα στοιχεία δεν παρουσιάζονται με τρόπο επιθετικό, μιας κι έτσι κι αλλιώς ένα νεαρό άτομο ζαλισμένο από το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό για το παραμύθι που ζει, δε θα έβλεπε ποτέ τίποτα ως απειλητικό ή χειριστικό. Τουλάχιστον στην αρχή.
Η ταινία είναι βασισμένη στην αυτοβιογραφία Elvis and Me του 1985 καθώς και σε συζητήσεις που η Κόπολα είχε με την ίδια την Πρισίλα (η οποία διατηρεί και credit παραγωγού), μια εμπλοκή αληθινού προσώπου που συνήθως γεννά εξαιρετικά προβληματικό και δημιουργικά συμβιβαστικό υλικό. Όμως είναι ενδιαφέρον πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι πως, μέσα από αυτή την αφηγηματική και αισθητική προσέγγιση, είναι η ίδια η Πρισίλα που καταλήγει να μοιάζει τελείως απούσα. Βλέπουμε ό,τι βλέπει, αλλά ποτέ το βλέμμα δεν είναι στραμμένο στην ίδια, μένοντας ένα κενό στην καρδιά του ίδιου του φιλμ της.
Η Κέιλι Σπέινι είναι εκπληκτικό κάστινγκ ως παρουσία και επιβεβαιώνει τη διάθεση της Κόπολα να δουλεύει διαρκώς με αδοκίμαστους ηθοποιούς που φέρνουν τα σωστα vibes στο ρόλο και στο όλο κομμάτι, παρά απαραιτήτως κάτι το ακαδημαϊκά στέρεο. Ερμηνευτικά η Σπέινι είναι αρκετά επίπεδη και δε βοηθάει την ταινία, ούτε και βοηθιέται ιδιαίτερα από αυτήν, αλλά από την άλλη δύσκολα φαντάζεσαι άλλη ηθοποιό στο ρόλο. Απέναντί της, ο Τζέικομπ Ελόρντι του Euphoria με μια ομορφιά που μοιάζει να κρύβει κάτι σκοτεινό και με τις παράλογες διαστάσεις του (είναι ακόμα πιο ψηλός από όσο φαίνεται) κάνει έναν Έλβις που μοιάζει σα σκιάχτρο, σαν goofy μπαμπούλας. Διάνα.
Το Priscilla συνεχίζει έτσι ένα απρόσμενο trend του φετινού Διαγωνιστικού, με αμερικάνικες βιογραφικές ταινίες που με ένα τρόπο ή τον άλλον καταλήγουν περίεργα –αν και όχι απαραιτήτως πάντα επιτυχημένα– αντισυμβατικές, εστιάζοντας περισσότερο στη ροή του χρόνου παράλληλα με τους ήρωές τους και σε κάποιων υπαρξιακό κυκλώνα που τους περιτριγυρίζει (μέσα από μια έντονη αφοσίωση στην εκάστοτε μεγάλη σχέση της ζωής τους) παρά στην ίδια τους την περσόνα. Έχει ενδιαφέρον, και το Ferrari, το Maestro και το Priscilla το εκτέλεσαν όλα με διαφορετικούς τρόπους – κανένα φιλμ δεν αποτέλεσε θρίαμβο, ούτε έφτασε κοντά στην κορυφαία στιγμή του εκάστοτε δημιουργού, όμως αποτέλεσαν όλα ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο είδος.
(Μόλις έχουμε επίσημες πληροφορίες για την κυκλοφορία της ταινίας στην Ελλάδα, θα ανανεώσουμε το άρθρο.)
«ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΤΙΜΕΣ ΣΕ ΚΑΚΟΠΟΙΗΤΕΣ»
Οι σκέψεις περί κυρίαρχης αφήγησης κάποιου ισχυρού, διάσημου καλλιτέχνη επεκτείνονται και πέρα από το Priscilla, σε ένα φεστιβάλ όπου πριν λίγες μέρες ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα δήλωνε πως «σε μερικές δεκαετίες όλοι θα έχουν ξεχάσει την υπόθεση βιασμού από τον Πολάνσκι, αλλά όλοι θα θυμούνται τις ταινίες», πριν η νέα ταινία του σκηνοθέτη κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ. (Μαζί με αυτές του Λικ Μπεσόν και του Γούντι Άλεν– ο Μπεσόν κατηγορήθηκε από πολλές γυναίκες για σεξουαλική παρενόχληση κι από μία για βιασμό, ενώ ο Άλεν είχε τη δική του συνταρακτικά άνιση σχέση ισχύος, συνάπτοντας δεσμό με την θετή κόρη της γυναίκας του όταν εκείνη ήταν 20 κι εκείνος 56.)
Η περίπτωση ειδικά του Πολάνσκι είναι ακραία. Ο συνδυασμός της απλουστευτικής και προσβλητικής δήλωσης του Μπαρμπέρα με την πρεμιέρα στο φεστιβάλ του The Palace, μιας ταινίας που πήρε τις συνολικά μακράν χειρότερες κριτικές από οποιοδήποτε άλλο φιλμ στο φεστιβάλ, σχηματίζει εκ των πραγμάτων μια εικόνα εκμετάλλευσης και κυνισμού από τη διοργάνωση. Ποια ήταν η μεγάλη ανάγκη να προγραμματιστεί μια ταινία του 0% στο Rotten Tomatoes στο φεστιβάλ, δίνοντας ακόμα μια τιμητική θέση στον βιαστή Πολάνσκι;
Ο Μπαρμπέρα μπορεί να πιστεύει πως οι βιασμοί ξεχνιούνται ενώ η τέχνη μένει, μπορεί να παπαγαλίζει τσιτάτα σαν το πολυφορεμένο «ας διαχωρίσουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη» (κάτι που δεν γίνεται και δεν υφίσταται ως έννοια), αλλά στο τέλος της μέρας είναι σαφές πως εδώ δεν ήταν καμία τέχνη που τον οδηγούσε, καμία εσωτερική σύγκρουση, παρά η δίψα για σύγκρουση και πρωτοσέλιδα και διαμαρτυρίες και τίτλους.
H Ariane Labed, ηθοποιός και σκηνοθέτης, πήρε τη δική της θέση πάντως καθώς βρέθηκε στη Βενετία για την πρεμιέρα της ταινίας της The Vourdalak στην Εβδομάδα Κριτικής, και έκανε αυτή την εμφάνιση, γράφοντας στο σώμα της «όχι άλλες τιμές σε κακοποιητές».
HIT MAN: ΤΟ CROWD PLEASER ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
To Hit Man του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, που προβλήθηκε εκτός διαγωνιστικού, ξεπετάχτηκε σχεδόν από το πουθενά ως το μακράν μεγαλύτερο crowd pleaser του φεστιβάλ, μια από εκείνες τις ταινίες που ακούς γέλια και παλαμάκια σε όλη τη διάρκεια –ακόμα και της δημοσιογραφικής– προβολής.
Βασισμένο σε άρθρο του περιοδικού Texas Monthly, εμπνέεται από μια πραγματική περσόνα της οποίας της ιστορία φουσκώνει με μπόλικο φίξιον, δημιουργώντας μια απολαυστική σκρούμπολ μίξη αλήθειας και υπερβολής, που είναι αστεία, είναι σέξι και διαρκώς απρόσμενη. Στην ταινία, που έχουν γράψει μαζί ο Λινκλέιτερ κι ο χαρισματικός πρωταγωνιστής Γκλεν Πάουελ (Top Gun: Maverick), ο Γκάρι Τζόνσον είναι καθηγητής κολλεγίου που δεν ζει και την πιο συναρπαστική καθημερινότητα. Διδάσκει φιλοσοφία στους φοιτητές του και τους μιλάει για την αξία του να γίνονται οι άνθρωποι που θέλουν να είναι– «αυτός δεν είναι ο τύπος οδηγάει ένα Civic;» ψιθυρίζει ένας από τους φοιτητές του, σα να λέει «ο καθηγητής μας είναι ο πιο βαρετός άνθρωπος του κόσμου, και θα μας μάθει και το ποιοι –μπορούμε να– είμαστε;».
Την ίδια ώρα, ο Γκάρι είναι και συνεργάτης της αστυνομίας της Νέας Ορλεάνης, βοηθώντας τους στο τεχνικό κομμάτι κάποιων κρυφών επιχειρήσεων. Μέχρι που με κάποιο πραγματικά απίθανο τρόπο βρίσκεται ξαφνικά να είναι ο ίδιος το πρόσωπο των επιχειρήσεων, είναι ο ίδιος που πρέπει να πείσει τους στόχους για την ψεύτικη ταυτότητά του. Προσποιείται πως είναι επαγγελματίας εκτελεστής, προκειμένου να υπάρξει ηχογράφηση του στόχου, να δίνει τα λεφτά «αγοράζοντας» την εκτέλεση. Στην κάθε επιχείρηση, ο Γκάρι είναι και κάποιος άλλος, ανάλογα τον στόχο. Είπαμε, γίνε αυτός που θέλεις να είσαι.
Σε μια από αυτές τις επιχειρήσεις, συμβαίνει το άκρως κινηματογραφικό: Ο Γκάρι, τώρα προσποιούμενος πως είναι ο γεμάτος αυτοπεποίθηση, σέξι εκτελεστής Ρος, αρχίζει να φλερτάρει με τον στόχο, την Μάντισον (Άντρια Αρχόνα του True Detective) ξεκινώντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι που τραβά υποψίες και βλέμματα.
Ο Λινκλέιτερ δημιουργεί μια από τις πιο αστείες και διασκεδαστικές ταινίες της χρονιάς εκμεταλλευόμενος τον παραλογισμό της όλης σύλληψης, και ταυτόχρονα στήνει ένα σέξι, ρομαντικό και φιλοσοφικό ερωτικό παιχνίδι ταυτοτήτων ανάμεσα στον «Ρος» και τη Μάντισον. Ο Γκλεν Πάουελ όχι απλά μεταμφιέζεται αλλά αλλάζει όλη του την ενέργεια από σκηνή σε σκηνή σε μια ερμηνεία κανονικά θα πρέπει άμεσα να τον μετατρέψει σε σταρ πρώτης γραμμής, ενώ δίπλα του η Αρχόνα ακολουθεί με κέφι και ερωτισμό καθώς ανάμεσά τους δημιουργείται μια παλιομοδίτικα χολιγουντιανή ενέργεια– όπου η ηθική του κομματιού είναι απλώς μια διάσταση ενός διαρκούς, γοητευτικού παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο επικίνδυνους εραστές.
Χωρίς κοιλιές, χωρίς αμήχανες και άνευρες στροφές πλοκής, με ένα κεντρικό ζευγάρι απρόσμενο, φαν και αναπολογητικά σέξι, με χιούμορ και ρυθμό και ζωντάνια, ο Λινκλέιτερ θυμίζει εδώ πόσο εύκολο μπορεί να του είναι να σκηνοθετήσει ένα τόσο απόλυτο και αγνό crowd pleaser. Το κοινό στις προβολές της Βενετίας ήταν ολοζώντανο, κάνοντας το Hit Man έναν από τους must-see σε αίθουσα τίτλους της ερχόμενης σεζόν. (Η ταινία έχει διανομή στην Ελλάδα.)
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΟΥ DRIVE MY CAR ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΑ
Πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθούμε και σε ένα σπουδαίο φιλμ που προβλήθηκε και συγκεντρώνει προβλέψεις για κάποιο μεγάλο βραβείο. Η πιο υπόγεια συνταρακτική ταινία του φεστιβάλ πρέπει να είναι το Evil Does Not Exist του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, ο οποίος ακολουθεί το Όσκαρ και τον γενικευμένο θρίαμβο του Drive My Car με μια χαμηλών τόνων ταινία στην επαρχιακή Ιαπωνία – αποφεύγοντας έτσι τυχόν καλέσματα του Χόλιγουντ ή το όποιο άγχος του πώς ακολουθείς μια μεγάλη επιτυχία με κάτι ακόμα μεγαλύτερο. Ο Χαμαγκούτσι απλώς δημιουργεί κάτι μικρότερο, αλλά όχι λιγότερο σαρωτικό.
Στην ταινία o Τακούμι κι η μικρή κόρη του ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Τόκιο, εκεί όπου γενιές και γενιές πριν από αυτούς έχουν μάθει να ζουν σε αρμονία με τη φύση. Το άνοιγμα κι η πρώτη πράξη της ταινίας αντικατοπτρίζουν αυτό ακριβώς καθώς παρασυρόμαστε στις διαδικασίες της φύσης, από το κυνήγι στο δάσος μέχρι το κόψιμο των ξύλων. Όμως όπως συμβαίνει όλο και εντονότερα στον σύγχρονο κόσμο μας, αυτή η ισορροπία πρόκειται να διαταραχτεί βίαια όταν μια εταιρεία από το Τόκιο αποφασίζει με το έτσι θέλω να χτίσει έναν τουριστικό τόπο απόδρασης για τους κατοίκους της πόλης, κοντά στο χωριό. Ένα glamping σάιτ για να ξεδίνουν λεφτάδες εσωτερικοί τουρίστες, καταπιέζοντας φυσικά βίαια το οικοσύστημα της επαρχιακής αυτής περιοχής.
Όταν οι κάτοικοι το μαθαίνουν, η εταιρεία στέλνει δύο αντιπροσώπους από το Τόκιο για μια ενημέρωση των ντόπιων, όπου γρήγορα γίνεται σαφές πως το έργο θα έχει αρνητική επίπτωση στην περιοχή και στην ύδρευση. Και κάτι ακόμα που γίνεται σαφές: Οι αντιπρόσωποι δεν έχουν καμία ουσιαστική εξουσία, τα πάντα είναι προαποφασισμένα, κι όλα αυτά είναι απλώς ένα σόου για τα μάτια του κόσμου. Ο εν λόγω κόσμος όμως δεν αποδέχεται απλώς τη μοίρα του κι έτσι αρχίζει μια περίεργη συνύπαρξη που θα οδηγήσει σε κάτι το νομοτελειακά συνταρακτικό.
Ο Χαμαγκούτσι για μια ακόμα φορά δείχνει το τεράστιο χάρισμα που έχει στο να αφήνει χαρακτήρες να ξεδιπλώνονται με κινηματογραφικούς ρυθμούς και φαινομενικά δίχως καμία πίεση ή χειρισμό από τον ίδιο τον δημιουργό τους. Όλο το μεσαίο μέρος του φιλμ είναι μια εκτεταμένη συνάντηση κατοίκων και εκπροσώπων της εταιρείας που ο Χαμαγκούτσι φιλμάρει σχεδόν σα να ήταν ο Φρέντερικ Γουάιζμαν κι αυτό να ήταν κάποια αληθινή δημοτική συνέλευση.
Αυτή η υπομονετική καταγραφή χαρακτήρων, τόπου, και χαρακτήρων σε σχέση με τον τόπο τους, έχει ως αποτέλεσμα την εμβύθιση του θεατή στα όσα (δεν) εξελίσσονται, παράλληλα με τους δύο αντιπροσώπους της εταιρείας που βρίσκουν τους εαυτούς τους να συναρπάζονται και να μαγεύονται κι εκείνοι από τους ρυθμούς και την αρμονία του χωριού και της φύσης. Σαν να ξεχνούν τι είναι αυτό που εκπροσωπούν, πριν έρθει το απότομο ξύπνημα. Αυτή η υπνωτιστική μελέτη συμπεριφορών και φυσικής αρμονίας σημαίνει πως η μια κάποια αποχώρηση στην κορύφωση της ταινίας προσγειώνεται με τρόπο βουβά συγκλονιστικό, με το επαρχιακό φόντο και την ειρηνική του ακινησία αυτή τη φορά να αποκτά μια εντελώς διαφορετική νοηματοδότηση.
Ο Χαμαγκούτσι πλάθει με τα πιο απλά υλικά ένα σιωπηλά σαρωτικό φιλμ πάνω στην ασυδοσία της corporate τουριστικοποίησης και του πώς εισβάλει σε ένα αρμονικό οικοσύστημα, την ώρα που το καπιταλιστικό τέρας από πίσω της παραμένει ουσιαστικά άφαντο, απρόσωπο. Καταστρέφοντας από μακριά. Η ταινία έχει διανομή στην Ελλάδα κι ο βραβευμένος με Όσκαρ Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι μίλησε αναλυτικά στο The Magazine για τις θεματικές της ταινίας, σε μια συνέντευξη που θα διαβάσετε κατά την κυκλοφορία του φιλμ στη χώρα μας.