Ηλίας Ανδριόπουλος: Ο Ξυλούρης, η Μπέλλου και η τελευταία γενιά των μεγάλων οραμάτων
Διαβάζεται σε 13'Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος μιλά στο NEWS 24/7 για την εποχή των μεγάλων οραμάτων και την πολιτική που δεν στάθηκε στο ύψος της.
- 13 Σεπτεμβρίου 2023 08:23
Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες μουσικοσυνθέτες και σπουδαίος εκπρόσωπος του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος, στην πολυετή μουσική του διαδρομή έχει μελοποιήσει ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Διονύσιου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου, αλλά και στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Νίκου Γκάτσου και του Μιχάλη Μπουρμπούλη.
Ένας ακάματος δημιουργός που ανήκει στην τελευταία γενιά των μεγάλων οραματιστών και έχει συνεργαστεί με τον Νίκο Ξυλούρη, τον Μανώλη Μητσιά, τον Αντώνη Καλογιάννη, τη Σωτηρία Μπέλλου, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τη Νένα Βενετσάνου και πολλούς ακόμα γνωστούς καλλιτέχνες, που ερμήνευσαν τα έργα του.
Ο Ηλίας Ανδριόπουλος ετοιμάζεται να συναντήσει το κοινό που αγάπησε τα τραγούδια και την μουσική του και θα συνταξιδέψει μαζί του σε μια μοναδική συναυλία με τίτλο: «Ταξίδι στον Ήχο και το Χρόνο», που θα γίνει στο Ηρώδειο την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου.
Μια πολύ καλή ευκαιρία να θυμηθούμε τη διαδρομή του, αλλά και να μας μιλήσει ο ίδιος για τους σταθμούς αυτής της πλούσιας μουσικής κληρονομιάς.
Το 1975, ο Μάνος Κατράκης τον παρουσιάζει στο θέατρο “Ακροπόλ”
Ο Ηλίας Ανδριόπουλος γεννήθηκε στο Λαντζόι Ολυμπίας τον Ιανουάριο του 1950. Μετά το Γυμνάσιο πηγαίνει στην Αθήνα, όπου το βράδυ σπουδάζει μουσική στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και την ημέρα κάνει διάφορα επαγγέλματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Δάσκαλοί του η Ελένη Γαϊδεμβέργερ, ο Μιλτιάδης Κουτούγκος, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος.
Την περίοδο 1970-1972 και ενώ ήταν φαντάρος έγραφε τραγούδια, αλλά το επίσημο “βάπτισμα” στη μουσική έμελλε να είναι άλλο και πιο θεαματικό! Ήταν το 1975 στο θέατρο «Ακροπόλ», όταν ο Μάνος Κατράκης παρουσίασε τον τότε νεαρό συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλο στο αθηναϊκό κοινό, στην πρώτη του συναυλία. Το Νοέμβριο του 1976 κυκλοφόρησε ο 1ος δίσκος του με τον τίτλο “Κύκλος Σεφέρη”, με τραγούδια σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη και τραγουδιστές τον Νίκο Ξυλούρη και την Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Το 1978 κυκλοφόρησε ο 2ος δίσκος του με τίτλο “Εικόνες”, που περιλάμβανε τραγούδια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και Νίκου Γκάτσου καθώς και ορισμένα ορχηστρικά κομμάτια, ενώ μεγάλο βήμα για την καθιέρωσή του αποτέλεσαν οι τρεις συναυλίες που έδωσε, στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών, τον Αύγουστο του 1978, στο Θέατρο Λυκαβηττού.
Ακολούθησαν οι εμβληματικοί – και διαχρονικοί πλέον – κύκλοι τραγουδιών, τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» 1979 (στίχοι Μ. Ελευθερίου, Μιχ. Μπουρμπούλη – ανάμεσα στα τραγούδια είναι και το “Θα σε ξανάβρω στους Μπαξέδες“), και τα «Λαϊκά Προάστια» 1980 (στίχοι Μ. Μπουρμπούλη), που σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία πέραν της καλλιτεχνικής.
Κατόπιν, εμπλουτίζοντας με περισσότερα έντεχνα στοιχεία την μουσική του, και αφού ανοίγεται πια σε συμφωνική ορχήστρα, επαγγελματική χορωδία, και λυρικούς τραγουδιστές καταθέτει έργα όπως: οι «Προσανατολισμοί» του Οδυσσέα Ελύτη, οι «Ωδαί» του Ανδρέα Κάλβου, οι «Αργοναύτες» σε ποίηση Γ. Σεφέρη, Ν. Γκάτσου, Μ. Ελευθερίου, τα «Εαρινά Τραγούδια», ο «Φιλόπατρις», μουσική για αρχαίο δράμα κ.ά.
Λίγο πριν ακούσουμε στο Ηρώδειο ένα απάνθισμα μουσικής και τραγουδιών από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της δημιουργικής πορείας του Ηλία Ανδριόπουλου – μιας πορείας που ανέδειξε τον λόγο μεγάλων ποιητών και κορυφαίων στιχουργών – ο συνθέτης μίλησε στο NEWS 24/7 για τα όνειρα μιας γενιάς που “άφησαν το αποτύπωμα της ποιότητας και της ευγένειας“.
Το πρώτο “βάπτισμα” στα μουσικά πράγματα το πήρατε το 1975, στο θέατρο Ακροπόλ, όπου σας παρουσίασε στο κοινό ο Μάνος Κατράκης. Τι αναμνήσεις έχετε από εκείνη τη συναυλία και πώς σημάδεψε το ξεκίνημά σας;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για ένα νέο παιδί, γιατί δεν ήμουν ακόμα συνθέτης, να τον παρουσιάζει στο κατάμεστο θέατρο Ακροπόλ, γιατί εκεί δόθηκε η πρώτη μου συναυλία τον Μάρτιο του 1975, ο Μάνος Κατράκης. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Είχα δίπλα μου τον καλλιτεχνικό ανθό της εποχής, Νίκο Ξυλούρη, Χάρις Αλεξίου, Τάνια Τσανακλίδου. Νομίζω πως η επιτυχία εκείνης της συναυλίας μου άνοιξε τα φτερά για να πετάξω στον κόσμο της μουσικής. Η απορία, θυμάμαι, του Κατράκη, του Ξυλούρη, όλων ήταν, πώς ένα παιδί άγνωστο γέμισε ασφυκτικά το θέατρο.
Η εξήγηση που μπορώ να δώσω τώρα, που έχουν περάσει τόσα χρόνια, είναι ότι το κλίμα ήταν τότε φορτισμένο, γιατί βρισκόμασταν στην αρχή της μεταπολίτευσης. Και οι νέοι έτρεχαν να γνωρίσουν κάθε καινούργιο συνθέτη, που αυτοσυστηνόταν. Δεν ξεχνώ τον ενθουσιασμό και την αθωότητα εκείνων των χρόνων. Ονειρευόμασταν όμορφες μουσικές και τραγούδια και μια Ελλάδα να ταξιδεύει με σημαία της την ποιότητα και την πολιτιστική αναγέννηση, αφήνοντας πίσω της το φάντασμα της Δικτατορίας.
Με το έργο σας “αποδεικνύεται” ότι η μεγάλη ποίηση είναι πάντα επίκαιρη. Ποια είναι η δυναμική της μελοποιημένης ποίησης στο σήμερα και πώς μπορεί να την πλησιάσει η νέα γενιά;
Κοιτάξτε. Ότι έχει αξία, εννοώ καλλιτεχνική αξία, ο χρόνος δεν το καταβάλλει, δεν το σβήνει και το μεταφέρει στο μέλλον. Αυτός είναι ο νομοτελειακός κανόνας της ζωής. Δεν αλλάζει με επικοινωνιακά κόλπα, τα οποία φέρνουν τους τελευταίους πρώτους και τους πρώτους, τελευταίους. Αυτά είναι συμπτώματα παρακμής, που τα βιώνουμε βασανιστικά τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. Η μεγάλη ποίηση, όπως λέτε, αλλά και η αντίστοιχη μουσική όταν ανταμώνουν, δημιουργούν μία τρίτη καινούργια κατάσταση, αφού απελευθερώνουν πρωτόγνωρα συγκινησιακά φορτία απίστευτης ομορφιάς, που μόνο η σύζευξη αυτών των δύο τεχνών, μπορεί να μας γνωρίσει.
Σε περιόδους ακμής του αισθητικού λαϊκού φρονήματος, λίγες δεκαετίες πριν, γνωρίσαμε μία καθολική σχεδόν αποδοχή, αυτού του καλλιτεχνικού φαινομένου. Τώρα τα πράγματα, να μην μπούμε στις αιτίες, έχουν υποχωρήσει και αφορούν τους πιο εκλεκτικούς και μουσικόφιλους. Σε ό,τι αφορά τις νέες και τους νέους θα έλεγα, πως παράλληλα με τα σύγχρονα ακούσματά τους, καλό είναι να ανακαλύψουν, να διευρύνουν τις επιλογές τους και με την άλλη πλευρά του τραγουδιού, την πιο πνευματική, που έχει να κάνει με την μουσικοποιημένη ποίηση, τους μεγάλους συνθέτες, τους μεγάλους ποιητές και τα μεγάλα τραγούδια. Να αμφισβητούν και να απορρίπτουν την ρηχότητα και τη χυδαιότητα των δήθεν τραγουδιών που τους πλασάρει το οπτικοακουστικό σύστημα.
Τι ονειρεύτηκε η δική σας γενιά και πώς βλέπετε την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα σήμερα – πολιτιστικά και κοινωνικά.
Θα έλεγα ότι ανήκω στην τελευταία γενιά των μεγάλων οραμάτων. Δεν νομίζω να υπάρξουν καινούργια οράματα και καινούργιοι οραματιστές, τουλάχιστον στο κοντινό μέλλον. Θα αργήσει πολύ να μετακινηθεί η παγκόσμια πνευματική και αισθητική παρακμή, έτσι όπως έχει επικαθίσει σαν ένα βαρύ, μαύρο σύννεφο πάνω από την ανθρωπότητα. Μόνο τα ανήσυχα και ευαίσθητα πνεύματα θα διασωθούν και δεν θα τους πνίξει αυτό το βύθισμα. Οι μεγάλοι δημιουργοί γεννιούνται για να εκφράσουν την εποχή τους. Και κάποιες φορές με τον δυναμισμό της προσωπικότητάς τους, την διαμορφώνουν.
Η δική μου γενιά, μιλώ για τα πιο διαλεχτά παιδιά της, έδωσε ευγένεια και ποιότητα στους οραματισμούς της. Ονειρεύτηκε προκοπή, πολιτιστική αναγέννηση, κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά τίποτε από αυτά δεν γνώρισε. Αν φέρνει κάτι η μουσική και τα τραγούδια από εκείνα τα χρόνια, είναι το αποτύπωμα της ποιότητας και της ευγένειας. Τίποτε άλλο. Δυστυχώς η πολιτική δεν στάθηκε στο ύψος της και έκανε μεγάλη ζημιά. Στην πορεία το αυτονόητο έγινε δυσνόητο και δυσκολευόμαστε πια να συνεννοηθούμε.
Καθίσατε στο τραπέζι δίπλα σε πολύ σημαντικούς δημιουργούς όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Ελευθερίου – Ποιους θα ξεχωρίζατε ότι έπαιξαν τον πιο καθοριστικό ρόλο στις επιλογές σας. Πώς σας επηρέασαν σαν προσωπικότητες;
Αυτά τα σπουδαία ονόματα που αναφέρατε, λίγα χρόνια πριν κοσμούσαν την Ελλάδα. Τώρα τι έχει απομείνει; Νοιώθω μόνος. Αν κέρδισα κάτι στη ζωή μου, πέραν του έργου μου, γιατί χρήματα δεν κέρδισα, είναι η γνωριμία μου, η σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν είσαι ένα νέο παιδί, που ψάχνει να βρει τον δρόμο του και σου κάνουν την τιμή να σε δεχτούν στο τραπέζι τους, στην κουβέντα τους, στην συντροφιά τους, με κάποιους γίνεσαι φίλος, τέτοιες μορφές, τότε νιώθεις ευεργετημένος από την τύχη και την ζωή. Θα έλεγα πως όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, προσέθεσαν και κάτι στην καλλιτεχνική και ανθρώπινη διαμόρφωσή μου. Και γι αυτό τους είμαι ευγνώμων. Στον καιρό μας, οι νέοι καλλιτέχνες δεν έχουν τέτοια δυνατότητα. Αλλωστε και ποιον να συναντήσουν;
Ποιο ποίημα του Σεφέρη ξεχωρίζετε – είναι το αγαπημένο σας – και γιατί;
Θα σας αναφέρω ένα ποίημα, που δεν έχω μουσικοποιήσει, γιατί στους Αργοναύτες, έχω γράψει μουσική σε αρκετά ποιήματα του Σεφέρη. Το «Όνειρο» ηταν το πρώτο ποίημα του, που έγραψα μουσική στα 1971. Την ημέρα του θανάτου του.
Ο Σεφέρης είναι μία μεγάλη ποιητική μορφή, αλλά και ένας από τους τελευταίους διδασκάλους που έχουμε. Έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην αισθητική και πνευματική μου διαμόρφωση. Αν και μου είναι δύσκολο να διαλέξω μόνο ένα ποίημα από το έργο του, θα στεκόμουν στο ποίημα «ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ». Θυμάμαι, το διαβάζαμε κρυφά, στα σπίτια που μαζευόμαστε παιδιά στα χρόνια της Δικτατορίας, και παίρναμε κουράγιο.
Πείτε μας την ιστορία πίσω από τον δίσκο “Γράµµατα στον Μακρυγιάννη”, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους της δεκαετίας του ’70.
Για να κατανοήσουμε σήμερα, πώς γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», θα πρέπει να ανατρέξουμε πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Να δούμε πώς εκινείτο η τότε εποχή. Πλανιόταν γύρω μας ένα αίτημα εθνικής αυτογνωσίας, αλλά και πνευματικής αυτογνωσίας, που μας οδηγούσε στα ηρωικά σύμβολα του κοντινού μας παρελθόντος, όπως ο Μακρυγιάννης, το 1821, ποιητές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος κλπ. Μαζί με τον Ελευθερίου θέλαμε, μέσα από σύγχρονες αναφορές στον Μακρυγιάννη, να φέρουμε μπροστά αυτά τα σύμβολα που μισούσε και απαγόρευε λίγα χρόνια πριν η Δικτατορία.
Κυριαρχούσε στους πνευματικούς κύκλους, αλλά και στην νεολαία, η επιρροή της γενιάς του ’30. Μέσα λοιπόν από αυτό το κλίμα, ξεπήδησε αυτός ο δίσκος. Πράγματι , όπως το λέτε. Ο δίσκος αυτός πέραν της καλλιτεχνικής του σημασίας, σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία και έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, όταν κυκλοφόρησε. Τραγουδήθηκε και αγαπήθηκε με ένα τρόπο λατρευτικό θα έλεγα, κάτι που κρατά ως τις μέρες μας και με γεμίζει μεγάλη ικανοποίηση. Βέβαια μην ξεχνάμε τους θαυμάσιους στίχους του Μ. Ελευθερίου και του Μ. Μπουρμπούλη, που έδωσαν φτερά στη μουσική μου. Το καλό τραγούδι έχει ανάγκη τον καλό στίχο, την καλή μουσική και την καλή ερμηνεία για να ταξιδέψει στις καρδιές των ανθρωπων.
Συνεργαστήκατε στα “Λαϊκά Προάστια” το 1980 με τη Σωτηρία Μπέλλου, μία από τις κορυφαίες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία σας σε έναν δίσκο που έγραψε ιστορία και εξύμνησε τα “βιώματα του λαού”.
Ανταμώσαμε πρώτη φορά με την Μπέλλου τον Ιούλιο του 1979, όταν ήρθε να τραγουδήσει στην συναυλία μου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, πέντε ρεμπέτικα. Στο τέλος της συναυλίας της πρότεινα να ερμηνεύσει τα « Λαϊκά Προάστια», που λίγο πριν στην ιδια συναυλία , είχε τραγουδήσει κάποια από αυτά, η Βίκυ Μοσχολιού.
Δέχτηκε με χαρά και από την επόμενη μέρα, ξεκινήσαμε στο σπίτι μου τις πρόβες. Γίναμε φίλοι, ηχογραφήσαμε τον δίσκο, δώσαμε δεκάδες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Στην τελευταία της εμφάνιση τον Φεβρουάριο του 1994, γιατί μετά δεν ξανατραγούδησε, άρχισαν τα σοβαρά προβλήματα υγείας, την διηύθυνα στο θέατρο Παλλας.
Η ερμηνεία της στα «Λαϊκά Προάστια» πιστεύω, είναι συγκλονιστική. Δεν είναι απλώς καλή. Η Μπέλλου κομίζει εδώ το τραγικό στοιχείο, το παράπονο, τον πόνο και τον καημό των λαϊκών ανθρώπων, που κατοικούσαν στις εργατικές συνοικίες της Αττικής. Η Μπέλλου ότι άγγιζε με την φωνή της, το έκανε αθάνατο. Υπήρξα τυχερος που ακολούθησα την διαίσθησή μου και μαζί με τον Μπουρμπούλη επέμενα να τραγουδήσει αυτή τον δίσκο. Περιττό να πω, ότι μετά την κυκλοφορία του, έκανε ρεκόρ στις πωλήσεις. Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι τα τραγούδια αγαπήθηκαν, τραγουδήθηκαν, ρίζωσαν και συγκίνησαν χιλιάδες ανθρώπους.
Τι θα ακούσουμε στο Ηρώδειο την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου σε μια συνάντηση παλαιότερων και νεότερων ερμηνευτών. Μιλήστε μας και για το δεύτερο μέρος στο οποίο θα διευθύνετε μετά από πολλά χρόνια τα “Γράμματα στο Μακρυγιάννη” και τα “Λαϊκά Προάστια”.
Μετά από πολλά χρόνια και αφού το επίσημο φεστιβάλ με απέρριψε για δεύτερη φορά από το πρόγραμμά του, πήρα την απόφαση να δώσω αυτή την συναυλία την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο. Θα είναι ευκαιρία να ανταμώσουμε με τους παλαιότερους και νεότερους φίλους της μουσικής μου και να ταξιδέψουμε μαζί με τους ήχους των τραγουδιών που αγαπήσαμε.
Στην συναυλία του Ηρωδείου θα έχω κοντά μου διαλεχτούς καλλιτέχνες και αγαπημένους φίλους. Τον Μανώλη Μητσιά, κλασικό ερμηνευτή, που δεν χρειάζεται συστάσεις καθώς και δύο εξαίρετες ερμηνεύτριες της νεότερης γενιάς, την Νατάσσα Μποφίλιου και την Παυλίνα Βουλγαράκη. Θα συμμετέχει η θαυμάσια μικτή χορωδία «Μελωδοί», που διευθύνει ο Γιώργος Ζιάκας. Επίσης η εξαίρετη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη θα διαβάσει επί σκηνής ποιήματα του Γ. Σεφέρη και Ν. Γκάτσου.
Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που διηύθυνα για τελευταία φορά, συναυλία μου στο θέατρο Λυκαβηττού. Στο Ηρώδειο θα διευθύνω το δεύτερο μέρος και συγκεκριμένα τα έργα μου «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» και «Λαϊκά Προάστια». Την περιμένω αυτή τη στιγμή, που θα ακουστεί το έργο μου και θα διευθύνω.
Ξέρετε δεν κάνω συχνές εμφανίσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια το αποφεύγω. Εν τω μεταξύ συνέπεσε στις 17 Οκτωβρίου, λίγες μέρες μετά το Ηρώδειο, να έχω προγραμματίσει μία δεύτερη συναυλία μου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με διαφορετικά έργα και με άλλους ερμηνευτές.