ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑ
Η παράδοση, η μουσική και το πανηγύρι μέσα από την εμπειρία του φεστιβάλ “Γιατί είναι μαύρα τα βουνά;” που έγινε το καλοκαίρι στην Ήπειρο.
“This feeling, ‘the kefi’, is the same thing”. Οι εφηβικές φωνές έχουν κοπάσει πια στις όχθες του Αώου ποταμού, η νεολαία που μαζεύεται κάτω από το τοξωτό πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας έχει πάει πια για ύπνο. Είναι περασμένες τρεις, ξημέρωμα Κυριακής προς Δευτέρα. Δυο άντρες συζητούν, ο ένας έχει καταγωγή από την Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ο άλλος από την Κρήτη. Συζητούν για την παραδοσιακή μουσική και τα πανηγύρια. Ο Αμερικάνος υποστηρίζει πως βλέποντας το όλο αυτό ως “εξωτερικός” καταλαβαίνει πως είτε πάει σε πανηγύρι στα βουνά της Ηπείρου είτε σ’ ένα χωριό της Κρήτης “το συναίσθημα, δηλαδή το κέφι, είναι το ίδιο πράγμα” παρά το γεγονός ότι η μουσική διαφορετική. Ο κρητικός αμφισβητούσε αυτή τη θέση, προφανώς γιατί η καταγωγή του το επέτρεπε. Το ίδιο ενδεχομένως θα έκανε και ένας ηπειρώτης.
Εγώ, ως Αθηναίος παρακολουθούσα αποσβολωμένος, πιστεύοντας ότι η πραγματική απάντηση σε αυτή τη διαφωνία θα έλυνε όλα τα προβλήματα της ζωής μου. Αυτή είναι και η λειτουργία, άλλωστε, ενός φεστιβάλ. Για το διάστημα που γίνεται, αποκόβεσαι από την πραγματικότητα, και όλη η καθημερινότητά σου γυρνά γύρω από τα ζητήματα που που βάζει το φεστιβάλ. Στο “Γιατί είναι μαύρα τα βουνά;” δεν ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις γύρω από τα φυσική παλέτα των οροσειρών αλλά στο αν υπάρχουν τελικά διαφορές στην παραδοσιακή μουσική των Βαλκανίων. Και όχι μόνο αυτό.
Την ερώτηση τη βάζει και ο δημιουργός του φεστιβάλ που έγινε για δεύτερη φορά από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικάνος της ιστορίας μας, είναι αυτή η πάστα ανθρώπου που αποφάσισε ν΄ αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι: την παραδοσιακή μουσική. Αν και στη χώρα μας οι συλλέκτες μπορεί ν΄αντιμετωπιστούν και με δόσεις ειρωνείας, στην Αμερική είναι μια βασική συστατική κουλτούρα του ίδιου του κράτους. Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, που ο Κινγκ έχει εργαστεί, από τις πρώτες στιγμές της λειτουργίας της έστελνε και στέλνει ανθρώπους να μαζέψουν κάθε ήχο από κάθε σπιθαμή της χώρας.
Έτσι, με την ιδιότητα του εθνογράφου, του συγγραφέα και του μουσικού παραγωγού βρέθηκε πριν από αρκετά χρόνια στην Ελλάδα όπου μαγεύτηκε με τον ηχητικό πλούτο της χώρας. Έγραψε ένα βιβλίο για το “Ηπειρώτικο Μοιρολόι”, την αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης (εκδ. Δώμα) και τώρα ζει στον “παράδεισο”, δηλαδή στην Κόνιτσα σ’ ένα σπίτι που το εκθειάζουν όσοι το έχουν επισκεφθεί. Ο ίδιος απαντούσε “it’s too small” -είναι πολύ μικρό-. Ο λόγος; Δεν χωράνε οι χιλιάδες πλάκες 78 στροφών που έχει μαζέψει από την περιήγησή του στη χώρα μας.
Ο Κινγκ εστιάζει την προσοχή του την παραδοσιακή μουσική γιατί όπως γράφει στο βιβλίο του είναι ένα στάδιο πριν από την εμπορευματοποίηση του είδους. Ιδιαίτερα όμως σε αυτή της Ηπείρου “γιατί έχει αρχαίες ρίζες με αδιάσπαστη συνέχεια. Δεύτερον υπάρχει μια απίστευτη συναισθηματική ένταση. Τρίτον, υπάρχει ένας αδιάρρηκτος δεσμός ανάμεσα στο χώμα και τους ανθρώπους. Και, τέταρτον, αναγνωρίζω μια άφατη διάσταση η οποία αποκαλύπτει κάτι βαθύ για την ανθρώπινη κατάσταση.”
Το φεστιβάλ έγινε στο “Σπίτι της Χάμκως”. H Χάμκω δεν είναι μια απλή προσωπικότητα. Ήταν η μητέρα του Αλή Πασά, κορυφαία φιγούρα του 190υ αιώνα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία., με τη λέξη δολοπλόκος να είναι λίγη για να τη χαρακτηρίσει. Το σπίτι είναι φτιαγμένο σ’ ένα σημείο που μοιάζει σαν η Χάμκω να το χρησιμοποιούσε για να εποπτεύει το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων.
Κάπως, έτσι κάθε βράδυ ξεκινούσε ο Κρίστοφερ Κινγκ και τις “εργασίες” του φεστιβάλ. Από τα υψώματα του αρχαιολογικού χώρου, μ΄ένα πικάπ δίπλα του, σαν να κάνει εκπομπή στο ραδιόφωνο. Έβαζε ένα τραγούδι και το έντυνε με την ιστορία της περιοχής και της εποχής. «Αυτή η δεύτερη χρονιά του “Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων” εστιάζουν την προσοχή μας σε δύο θέματα: τη σύγχρονη έννοια της μουσικής σύγκλισης και τον ρόλο των Ρομά στη μουσική των νότιων Βαλκανίων. Αυτό που ακούμε σήμερα σε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια είναι αποτέλεσμα ανθρώπων που διατηρούν αλλά και προσαρμόζουν τη μουσική τους, προκειμένου αυτή να παραμείνει επίκαιρη, ζωντανή και δυναμική. Αν η μουσική είναι όντως απαραίτητη ως εργαλείο για την επιβίωσή μας, τότε τα εργαλεία μας πρέπει να είναι εξίσου προσαρμόσιμα με εμάς. Διαφορετικά, και οι δύο θα πάψουμε να υπάρχουμε. Και δεν υπάρχει πιο πλούσιο μέρος με μουσική τόσο θετική απέναντι στη ζωή από την Ελλάδα και τα νότια Βαλκάνια. Τα σημερινά εθνικά σύνορα στα νότια Βαλκάνια προέκυψαν από την κατάρρευση της πολυεθνοτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα», θα πει.
Και συνεχίζοντας ιδιαίτερα για τα Βαλκάνια θα προσθέσει πώς: «Οι μουσικές παραδόσεις ν αντανακλούσαν ένα μωσαϊκό διαφόρων εθνοτικών, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η μουσική σε αυτές τις περιοχές απέκτησε εθνικά χαρακτηριστικά, παρακάμπτοντας τα εθνοτικά, καθώς τα σύνορα παγιώνονταν και γίνονταν μετακινήσεις πληθυσμών. Παρ’ όλα αυτά, οι κοινές καταβολές αυτών των διαφορετικών μουσικών παραδόσεων εξακολουθούν να είναι εμφανείς μέχρι σήμερα, καθώς εξελίσσονται στις σύγχρονες μορφές τους.»
«Ας τραγουδήσουμε, ας φάμε και ας χορέψουμε, γιατί ίσως εκεί να βρίσκεται η απάντηση» λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. «Το Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά στην Κόνιτσα είναι μια ευκαιρία να συνδεθούμε συναισθηματικά και να ζήσουμε μια κοινή εμπειρία μέσω της μουσικής, αυτής της πανανθρώπινης γλώσσας που μας κάνει να αντιληφθούμε όσα μας ενώνουν. Πάμε στην Ήπειρο που την αγαπάμε και την ξέρουμε. Θέλουμε να πηγαίνουμε σε μέρη που αναγνωρίζουμε τις ρίζες τους, σε τόπους που μιλούν στην ψυχή μας. Ψηλά στα βουνά, όπου η γεωγραφία του περίκλειστου και του απομονωμένου συνδέθηκε με μια διαδρομή άξιων ανθρώπων που έγιναν αξιότεροι όταν χρειάστηκε να φύγουν και να μεταναστεύσουν σε άλλες περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
Γι’ αυτό και γιορτάζουμε σε αυτά τα χωριά, με μουσικούς που έκαναν το ανάποδο ταξίδι και συχνά περνούσαν τα σύνορα με τα πόδια, και τώρα έχει έρθει η ώρα να γιορτάζουμε όλοι μαζί, να χορεύουμε, να τρώμε.
Ένας αλλιώτικος μετανάστης, ο Κρίστοφερ Κινγκ, κάποιος που ερωτεύτηκε το τσίπουρο, τα βουνά, μα πάνω από όλα τα μουσική των Βαλκανίων, μπήκε στην ομάδα της Στέγης για να ακούσουμε όλοι μαζί προσεκτικά τα σπάνια 78άρια του στο «Σπίτι της Χάμκως», να απογειωθούμε με τον παγανιστικό ήχο του ζουρνά ή να εισχωρήσουμε στα έγκατα της γης με το ηπειρωτικό κλαρίνο.
Η μουσική αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα και η ανυπαρξία της μας κάνει πιο γεμάτους, πιο ωραίους, πιο ενδιαφέροντες. Στην αγωνία και την επιθυμία μας να μιλάμε για δημοκρατία, μέσω των παραγωγών μας στη Στέγη και φυσικά με το STEGI.RADIO και το πολυσυλλεκτικό πρόγραμμά του, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και σε φυσικές σκηνές, το φεστιβάλ Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά είναι ένας ακόμα τρόπος να γιορτάσουμε τη δημοκρατία και την ειρήνη.»
ΤΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑ
Η τύχη τα έφερε έτσι και από τον Ιούλιο που βρέθηκα στην Κόνιτσα μέχρι και σήμερα παρακολούθησα διάφορες εκδηλώσεις παραδοσιακής μουσικής από την Ήπειρο ως τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Οπότε θα τολμήσω να πάρω θέση σε διάφορα ζητήματα που έβαλε το κείμενο και το θέρος.
Τελικά, βγάζει το ίδιο συναίσθημα το ηπειρώτικο κλαρίνο με την κρητική λύρα; Στο τέλος της ημέρας, ναι. Συγκίνηση, γείωση, χαρά, έκσταση, διονυσιασμός. Υπάρχει εκείνο το στοιχείο του γλεντιού που συμβαίνουν όλα μαζί σε όποιο σημείο της χώρας και να “πανηγυρίζεις”. Άρα στη διαφωνία που ξεκινά το κείμενο ο Κρίστοφερ Κίνγκ έχει δίκιο.
Εξελίσσεται η παραδοσιακή μουσική; Ξεκάθαρα ναι. Στην Κόνιτσα οι περισσότεροι μουσικοί ήταν νεαρής ηλικίας και το ίδιο συνέβαινε και στο κοινό. Στα πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα η μισή ορχήστρα αποτελείται από νέους ανθρώπους. Στις καλοκαιρινές συναυλίες υπάρχουν όλο και περισσότερες μπάντες που συγγενεύουν με την παραδοσιακή μουσική. Το “παραδοσιακή” είναι περισσότερο μια ταμπέλα για να συνεννοούμαστε παρά ένας ήχος που μπορεί να μπει μια τελεία.
Είναι το πανηγύρι τέχνη; Δεν έχει νόημα η απάντηση αλλά έχει ενδιαφέρον όλη η συζήτηση που έχει ξεκινήσει φέτος. Από τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Biennale της Βενετίας με το «Ξηρόμερο/Dryland» όπου μέσα από αντικείμενα, ήχους και εικόνες οι καλλιτέχνες αναζήτησαν την ανθρώπινη εμπειρία στο οικοσύστημα του ελληνικού πανηγυριού. Μετά αυτό το οικοσύστημα αναλύθηκε διεξοδικά σε άρθρα αν είναι για όλους ή για όσους έχουν τη γνώση, τα φόντα και τα παράσημα για να συμμετέχουν. Πολύ κακό για το τίποτα. Τα πανηγύρια, ό,τι κι αν είναι, επιμένουν να είναι “αυθεντικοί τόποι” όπου όλες και όλοι θ’ αναζητούν.
Γιατί είναι μαύρα τα βουνά; “Τα βουνά δεν είναι μαύρα, είναι πράσινα”, απάντησε και είχε δίκιο ο μικρός Πέτρος. Καθώς όμως βούλιαζα το πληκτρολόγιο στη σκέψη μου για να γράψω κάτι βαθυστόχαστο, θυμήθηκα τη σύντομη συνομιλία που είχαμε στο Σπίτι της Χάμκως με τον ποιητή, δημοσιογράφο και βαθύτατο ερευνητή του δημοτικού τραγουδιού, Παντελή Μπουκάλα. Αφού καταλήξαμε γρήγορα ότι η παρακολουθούμε την εξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής, μου συνέστησε να διαβάσω ένα αφιέρωμα για το δημοτικό τραγούδι που έχει επιμεληθεί στο περιοδικό Χάρτης. Το έκανα μετά από μέρες και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το κείμενο του Μπουκάλα για την αξία της “νύχτας” στα δημοτικά τραγούδια. Για την αγωνία να μην έρθει το πρωί και σβήσει τα καμώματα του φεγγαριού. Μαύρα είναι τα βουνά και τη νύχτα που έχουμε το πανηγύρι. “Ας μην ξημέρωνε ποτέ”, λοιπόν.