“ΚΑΡΓΑ”- ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ
Προδημοσίευση από τη νέα συλλογή διηγημάτων του Θεοδόση Μίχου.
Με το που έφτασε στα χρόνια που είχε ο άντρας όταν τον χτύπησε η αρρώστια, άρχισε και το σπίτι να παραπαίει. Η χήρα που, μέσα σε έξι μήνες μετά την ξαφνική του εμφάνιση στην ουροδόχο κύστη, είχε δει τον καρκίνο να τον ξεπαστρεύει, ράκος ούσα ακόμη μέσα της –κι ας είχε πια λιώσει ο μακαρίτης– από την απώλεια της επί κοντά μισό αιώνα κορόνας στο κεφάλι της, με απολύτως ατροφικά, έπειτα από δεκαετίες θρησκοληψίας, τα εναπομείναντα ψήγματα ορθολογισμού στη σκέψη της και με γνώμονα ότι η εκκλησία δέχεται τα μάγια, ανήγαγε τη σύμπτωση σε συμβολισμό μείζονος σημασίας.
Εν ολίγοις, βλέποντας το μωσαϊκό στο σαλόνι να θαμπώνει, τα λούκια στις βεράντες να βουλώνουν, τα πλακάκια στην αυλή να φουσκώνουν, τους σοβάδες στους τοίχους μέσα έξω να σκάνε, τα χρειάστηκε μην τυχόν είχε έρθει πια και η ώρα του σπιτιού της. Αφενός για να μην πέσει και την πλακώσει, γιατί ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα την έβρισκαν οι κόρες της κι αν θα την έκλαιγαν με ανοιχτό φέρετρο προτού την παραχώσουν, αφετέρου για να τιμήσει τη μνήμη του άντρα της με τον οποίο και τι δεν είχαν στερηθεί για να αγοράσουν το οικόπεδο και να χτίσουν δωμάτιο δωμάτιο το κατιό τους, πείσμωσε και, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, αποφάσισε να τα βάλει με τον χειρότερο γιατρό.
Χρυσή την έκανε τις πρώτες μέρες η μεγάλη της η κόρη να φωνάξει μάστορες για τα μερεμέτια, θα τους πλήρωνε κιόλας εκείνη για λογαριασμό της. Στο κάτω κάτω, σπίτι της ήταν, όχι επειδή το ’χανε γραμμένο σ’ εκείνη, αλλά εκεί είχε μεγαλώσει, πώς να το κάνουμε. Τον χαβά της όμως η γραία. «Κουμάντο στο σπίτι σου» έλεγε ανένδοτη, έχοντας επί το έργον αρχίσει να παίρνει τα πάνω της, αφήνοντας πίσω τη στασιμότητα και την πλήξη της ηλικίας της.
Τι να κάνει κι η μεγάλη, πήγαινε κάθε τρεις και λίγο να τη βοηθήσει. Τάχα μου για να μην έχουμε άλλα, έλεγε, κάνε μας τη χάρη, χριστιανή μου, έλεγε, άι κάνε στην άκρη, γριά γυναίκα, μη μείνεις σέκος, έλεγε.
Άλλο που δεν ήθελε όμως, γιατί κι εκείνη πίσω δεν πήγαινε. Έπιαναν και τα δικά της χέρια και, το κυριότερο, πάθαιναν και τα δικά της νεύρα, αν τύχαινε να μείνει για πάνω από δυο τρεις ώρες άπραγη, καταδικασμένη διά της κληρονομικότητας σε μια συνεχή αναζήτηση ακόμα και εκ του μη όντος ζητημάτων που χρήζουν άμεσης διευθέτησης για να πάρουν τη σειρά τους τα επόμενα. Έμοιαζαν τόσο πολύ μάνα και κόρη, που με τα χρόνια μέχρι κι ο λόξιγκας τις έπιανε πάντα και τις δύο πριν από το φαγητό.
Όχι να το παινευτούν, αλλά εν τη ενώσει τι να τους κάνουν τους μάστορες; Θα γυάλιζαν πιο πολύ το μωσαϊκό; Θα σοβάτιζαν πιο λευκά τα ντουβάρια; Θα κλάδευαν πιο προσεκτικά την κληματαριά; Άσε με, καημένη, αποκεί χάμω, κουτσή είμαι ή γκαβή; έλεγε η μάνα, από σαλομάρα να φάν’ κι οι κότες, έλεγε η κόρη, ενώ εσύ πας πίσω, έλεγε η μάνα, αμόλα καλούμπα, έλεγε η κόρη, πάλι καλά που έχω κι εσένα, βρε κορίτσι μου, άφαντη είν’ η άλλη, μα είναι στα καλά της αυτή η αδερφή σου; έλεγε η μάνα, δεν σταματάς πάλι μ’ αυτά να κάνουμε καμιά δουλειά; έλεγε η κόρη, πώς να σταματήσω, βρε κορίτσι μου, μάγια τής έχουν κάνει; έλεγε η μάνα, θα ’λεγα τώρα τι της έχουν κάνει, έλεγε η κόρη, τη δουλειά πάντως στο σπίτι την έφερναν βόλτα και με το παραπάνω και, καθώς έπεφταν βροχή τα εγκωμιαστικά σχόλια από τις γειτόνισσες, οι δυο γυναίκες καμάρωναν και γελούσαν και τις προσκαλούσαν στα ενδότερα, μέχρι που στον χρόνο πάνω το γέλιο τους κόπηκε απότομα, αλλά η μία δεν το πήρε καν χαμπάρι. Όχι τίποτ’ άλλο, ας όψεται η άνοια.
Αλίμονο στην άλλη που είχε πια να παρασταθεί σε μια μάνα που τα είχε χαμένα. Να πεις ότι δεν προσπαθούσε να κρατάει και το πατρικό της σε μια τάξη; Χίλια κομμάτια γινόταν κάθε μέρα. Έμοιαζε όμως να μην μπορεί να κάνει τίποτα όσο σωστά έπρεπε και μέχρι πρότινος μπορούσε.
Θα συνέχιζε τις προσπάθειες ακόμα και μετά τον θάνατο της μάνας της, περνώντας από το πατρικό της έπειτα από κάθε επίσκεψη στο κοιμητήριο –όπως αποκαλούσε πια το νεκροταφείο άπαξ και ορφάνεψε ολοκληρωτικά–, για να ποτίσει τα λουλούδια, να αερίσει τα δωμάτια, να ξεβουλώσει τα λούκια και, ειδικά όταν άνοιγε ο καιρός, για να μαζέψει και τα κληματόφυλλα και να φτιάξει τα σαρμαδάκια που κατεύναζαν την απορία του άντρα της για την εμμονή της με τη μακροημέρευση του ακατοίκητου πατρικού της, ενώ εκείνη ήταν που είχε πρωτοστατήσει στην πώληση του δικού του μετά τον θάνατο και της πεθεράς της, ώστε να αποκτήσουν μια αντίστοιχη, ιδιόκτητη εστία και τα παιδιά τους.
Εις μάτην. Ό,τι έφτιαχνε στη μονοκατοικία ήταν θέμα ημερών να χαλάσει ξανά, και μάλιστα ημερών λιγότερων κάθε επόμενη φορά, ώσπου άρχισε να το χωνεύει ότι η κατιούσα ήταν μονόδρομος. Λεφτά αρκετά δεν υπήρχαν για μια ριζική ανακαίνιση. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να παρατείνει τον μη αναστρέψιμο εκφυλισμό. Έπρεπε οικογενειακώς να το πάρουν απόφαση. Το θέμα ήταν ποιος θα τολμούσε να κάνει πρώτος τη νύξη. Το θέμα ήταν πότε θα τολμήσω να κάνω πρώτη τη νύξη, σκεφτόταν.
Το κινητό του γιου της δονήθηκε πάνω στο ξύλο.
Διάβασε: Τι έγινε, καλέ; Πού χάθηκες;
Απάντησε: Εδώ είμαι, τι λέει;
Διάβασε: Τι γίνεται; Πώς είναι ο καιρός;
Απάντησε: Μια χαρά. Εκεί πώς πάει;
Διάβασε: Όλα καλά, γυρνάμε από δωμάτιο σε δωμάτιο για να μη βαριόμαστε, χα χα.
Απάντησε: Προσοχή μη βρείτε σε κάναν τοίχο.
Διάβασε: Είμαστε ασφαλισμένοι!
Δεν απάντησε.
Διάβασε: Πάρε με να σου πω για το σπίτι, έκανα μια σκέψη.
Απάντησε: Ποιο σπίτι;
Διάβασε: Το δικό σου, βρε τρελοκομείο. Γιατί δεν παίρνεις; Έξω είσαι; Πού γυρνάς;
Ήξερε πού γυρνούσε, είχε δει το story του στο Instagram, του είχε απαντήσει κιόλας: Πάλι εκεί;!
«Έλα, τι γίνεται» της είπε.
«Έλα, βρε όργιο, πάλι έξω είσαι;»
«Ε, ναι, ήρθα να πιω ένα ποτό μετά τη δουλειά».
«Α, δεν πας καλά. Μόνος σου είσαι;»
«Ναι, γιατί;»
«Το κορίτσι πού είναι;»
«Χωρίσαμε».
«Άσ’ τις μαλακίες, βρε μαλάκα».
«Δε μου λες, τι έγινε με το σπίτι;»
«Λοιπόν, άκου να δεις. Το σκεφτήκαμε, βρε αγόρι μου, με τον πατέρα σου. Τι νόημα έχει να το κρατάμε το σπίτι; Θέλει ένα σκασμό λεφτά για να φτιαχτεί όπως πρέπει. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, γιατί να μην το δώσουμε αντιπαροχή, να πάρουμε και κάτι, να μας μείνει και να ησυχάσουμε;»
«Ναι, και;»
«Μίλησα με τη γωνιακιά, που ’χει το διώροφο δίπλα, θετική είναι, θα βρω αύριο μεθαύριο και τον άλλο που ’χει το σπίτι από την πίσω μεριά, μπας και το πάρουμε απόφαση όλοι μαζί να τα δώσουμε πακέτο, αλλιώς δεν έχει νόημα».
«Ναι, και;»
«Τι και, βρε παπάρα; Σούρα είσαι;»
«Από μένα τι θέλετε τώρα;»
«Συμφωνείς με όλα αυτά;»
«Κάντε ό,τι θέλετε, τι με μπλέκετε;»
«Χάζεψες; Δικό σου δεν είναι το σπίτι;»
Όντως δικό του ήταν. Από τη μάνα του η κυριότητα είχε περάσει στο όνομά του, εν γνώσει της μακαρίτισσας που, όσο να πεις, μια αδυναμία του είχε, μιας και ήταν το πρώτο της εγγόνι, γι’ αυτό και του είχε εκφράσει πολλάκις την επιθυμία, αντί να το πουλήσει, να σηκώσει εκεί μια «μεζουνέτα», όπως έλεγε, άλλο πράμα, και να μην περάσει ποτέ η λιγοστή της γη σε ξένα χέρια.
«Ε, ωραία, κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, φέρτε έναν μηχανικό να το δει».
«Ναι, εσένα περίμενα. Φέραμε άνθρωπο και μας είπε ότι, αν τα δώσουμε όλα μαζί τα σπίτια, θα σηκώσει μια πολυκατοικία με τα όλα της, άσε που με το ποτάμι μπροστά δεν θα την κλείσει ποτέ κανείς, θα έχουν και θέα τα διαμερίσματα. Θα πάρουμε κι εμείς ένα, να το ’χουμε εκεί πέρα».
«Να το ’χουμε εκεί πέρα να το κάνουμε τι;»
«Ε, να το ’χουμε».
«Ναι, να το ’χουμε να το κάνουμε τι; Αυτό ρωτάω».
«Έτσι, να ’χουμε ένα σπιτάκι εκεί που είναι το σπίτι όπου μεγάλωσα».
«Άντε πάλι. Τι κλαις τώρα;» είπε στην πιο ευσυγκίνητη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του.
«Έτσι, μωρέ αγόρι μου, μη δίνεις σημασία, ξεσπάω».
«Εγώ πάντως για να πάρω ένα ψωροδιαμέρισμα δεν το δίνω το σπίτι, χίλιες φορές να ρημάξει. Αν θέλετε να το δώσετε εσείς, δώστε το».
Θα το καταλάβαινε αν του είχε προτείνει να κρατήσουν τη μονοκατοικία, έστω κι αν, ελλείψει ανακαίνισης, νομοτελειακά θα έτρωγε τα ψωμιά της σε πέντε δέκα χρόνια. Θα το καταλάβαινε αν του είχε προτείνει να τη δώσουν αντιπαροχή με σκοπό να πουλήσουν το αντάλλαγμα, να ξοδέψουν ό,τι πάρουν κατά βούληση, ίσως για να πάρουν ένα μικρό εξοχικό, δυο δωμάτια όλα κι όλα, όπως το ονειρεύονταν κατά καιρούς, όχι πολύ κοντά στη θάλασσα ούτε πολύ ψηλά στο βουνό, σίγουρα στην από μέσα μεριά του κόλπου. Αυτό που του είχε μόλις προτείνει όμως δεν το καταλάβαινε. Ούτε ήθελε να το καταλάβει.
«Δεν βγάζει νόημα αυτό που λες, δεν το καταλαβαίνεις;» της είπε.
«Καλά, ντε, πώς κάνεις έτσι; Δεν χρειάζεται να το αποφασίσουμε τώρα. Θα ρωτήσω και βλέπουμε».
«Και σταμάτα, ρε παιδί μου, το κλάμα, αμάν πια».
«Σταμάτησα, βρε αγόρι μου, μη σε νοιάζει».
«Λοιπόν…»
«Άντε, πήγαινε να πιεις το ποτό σου».
Με κάποιες παραλλαγές αυτός ο διάλογος θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές ακόμα τους επόμενους μήνες. Θα έβλεπε τα stories του. Θα καταλάβαινε ότι ήταν στο στέκι του. Θα του έστελνε στο Messenger. Θα της απαντούσε. Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Θα μιλούσαν μαζί και χώρια θα καταλάβαιναν. Ήταν ο δικός τους τρόπος να επαναφέρουν ανά τακτά διαστήματα στην καθημερινότητά τους τη μακαρίτισσα, και μαζί μ’ αυτήν καθένας τους να κρατά ζωντανή την ανάμνηση ενός εαυτού αγύριστου. Μέχρι που θα έμπαινε το καλοκαίρι που η μάνα του θα βρισκόταν στη θέση της δικής της, θα γνώριζε από πρώτο χέρι τον καημό της και κανείς από τους δυο δεν θα ασχολιόταν πια σ’ αυτά τα σύντομα τηλεφωνήματα με το σπίτι, θα είχαν άλλα να πουν ο ένας στον άλλον, για να μην πουν κι οι δυο καμιά κουβέντα παραπάνω προτού το κλείσουν.
«Λοιπόν» της είπε «πάω μέσα».
«Ναι» του είπε τελικά «πήγαινε μέσα να μην πουντιάσεις».
Δεν πρόλαβε καλά καλά να επιστρέψει στο σκαμπό του και να ακουμπήσει το κινητό στο μπαρ, και δονήθηκε πάλι.
Διάβασε: Μην πιεις τον αγλέορα!
Απάντησε: Κουμάντο στο σπίτι σου.
Αντίδραση: Κόκκινη καρδιά.
Φωτογραφίες που κολυμπούν. Πεταλούδες που ρινορραγούν. Οικογένειες που χωλαίνουν. Τραπουλόχαρτα που θολώνουν. Τοίχοι που ζαρώνουν. Emoji που βαραίνουν. Μουστάρδες που φλογίζουν. Κουδούνια που σιωπούν. Σβέρκοι που στενάζουν. Παιδιά που ξεφεύγουν. Φλας που κλέβουν. Μάτια που γκαρίζουν. Πόρνες που απουσιάζουν. Σταυροφόροι που υποκύπτουν. Σπηλιές που σφαλίζουν. Σκαμπό που μαρμαρώνουν. Φιστίκια που δολοφονούν. Φωνές που ερεθίζουν. Τατουάζ που παραμιλούν. Δίσκοι που γυρίζουν.
Στο κέντρο της Αθήνας εδώ και αιώνες υπάρχει ένα μπαρ όπου όλα είναι μελετημένα. Οι θαμώνες του επιλέγουν την αφαίρεση και τον σκληρό ρεαλισμό για να αφηγηθούν οι ίδιοι την ιστορία τους. Απευθύνονται πρώτα και κύρια στον εαυτό τους – αυτόν που ξεχνούν ότι έχουν ήδη χάσει προ πολλού, αυτόν που στην πραγματικότητα τους βρίσκεται εύκαιρος μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού, αυτόν που δεν ξέρουν ότι θα συναντήσουν το πρωί της επομένης στον καθρέφτη. Αναπόφευκτα οι γύρω τους, συμπότες καρδιακοί ή τυχάρπαστοι, γίνονται κοινωνοί ακόμη και των εσωτερικών τους ψιθύρων.
Κι αν κανείς τους δεν είναι αυτός που φαίνεται, όλοι μαζί –φιλόσοφοι του περιθωρίου, δέσμιοι των παθών τους και μιας επιλεκτικής αδυναμίας να αντεπεξέλθουν στις αναποδιές– ξέρουν ότι η ζωή έχει νόημα και εναγωνίως το αναζητούν, ελπίζοντας να τους βρει εκείνο πρώτο.
Τα διηγήματα της συλλογής Ένα για τον δρόμο συνθέτουν το ζωντανό πορτρέτο μιας συγχυσμένης μεγαλούπολης, την αυτοβιογραφία σε συνέχειες ενός τόπου σύναξης που δεν αλλάζει ό,τι κι αν συμβαίνει έξω από τα όρια μιας φωτεινής στοάς όπου κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία. Για άλλη μια θεραπεία. Για άλλη μια υποτροπή.
Το καινούριο βιβλίο του Θεοδόση Μίχου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.