ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΡΛ ΣΤΟΚΕΡ: Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ROXY MUSIC ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥ ΡΙΝΤ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Από τη glam δεκαετία του 1970 και τα εμβληματικά εξώφυλλα δίσκων μέχρι τις σκανδαλιστικές erotic art φωτογραφίες του, ο 82χρονος σήμερα Καρλ Στόκερ, από τα βόρεια της Αθήνας όπου κατοικεί, μίλησε στον Θεοδόση Μίχο και το NEWS 24/7 για όλη του την περιπετειώδη ζωή.

Στο εξώφυλλο του πρώτου η Νορβηγίδα Κάρι Αν Μόλερ, μοντέλο, ηθοποιός και σύζυγος του αδερφού του αδερφού του Μικ Τζάγκερ, Κρις, στιλιζαρισμένη σαν pin-up ξαπλώνει και κοιτάζει με ηδυπάθεια τον φακό. 

Στο εξώφυλλο του δεύτερου η Γαλλίδα Αμάντα Ληρ, μοντέλο, μουσικός, ηθοποιός και σύντροφος του Μπράιαν Φέρι, φοράει λάτεξ ταγιέρ, κρατάει ένα λουρί που καταλήγει στο κολάρο ενός μαύρου πάνθηρα και κοιτάζει με ηδυπάθεια τον φακό.

Στο εξώφυλλο του τρίτου η Αγγλίδα Μέριλιν Κόουλ, μοντέλο και ξακουστή Playmate, ξαπλώνει στο ξέφωτο μιας πυκνής ζούγκλας ωσάν άλλη Τζέιν και κοιτάζει με -τι άλλο;- ηδυπάθεια τον φακό.

Μισός και πλέον αιώνας έχει περάσει από την κυκλοφορία της αξεπέραστης «αγίας» πρώτης τριάδας των άλμπουμ (Roxy Music, For Your Pleasure και Stranded) των Roxy Music, τριών από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά στην ιστορία της ποπ και ροκ μουσικής, και ο ιθύνων νους των iconic εξωφύλλων τους, ο Αμερικανός φωτογράφος Καρλ Στόκερ δεν αποκλείει, μιλώντας στο NEWS 24/7, να είναι τόσος και ο καιρός που έχει να ακουμπήσει πάνω τους τη βελόνα του πικάπ του.

«Αλήθεια, δεν θυμάμαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά που τα άκουσα» λέει, έχοντας μόλις ανάψει άλλο ένα στριφτό τσιγάρο και δείχνοντας με τα σηκωμένα του χέρια τις δεκάδες μικρές και μεγάλες κούτες, όλες τους γεμάτες ασφυκτικά με φωτογραφίες και εικαστικά από το δαιδαλώδες αρχείο της πολυδεκαετούς και πολυσχιδούς του δημιουργικής πορείας, που στοιβάζονται παντού γύρω του και τις οποίες με τη βοήθεια της οικογένειας του προσπαθεί επιτέλους να τακτοποιήσει στο νέο του σπίτι στην Αθήνα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ναι, ο Καρλ Στόκερ, ο καταξιωμένος μεν, ίσως όμως -λόγω ιδιοσυγκρασίας- όχι τόσο διάσημος δε όσο άλλοι σύγχρονοί του συνάδελφοι, φωτογράφος ζει πια στην Ελλάδα. Πώς να μην τον ρωτήσεις αμέσως γιατί;

«Ποτέ δεν ανήκα σε αυτούς που λένε ότι θέλουν να προλάβουν να επισκεφτούν την Ελλάδα πριν πεθάνουν. Θυμάμαι δηλαδή να βλέπω πριν χρόνια το Mamma Mia με τα λευκά σπιτάκια και τα μπλε παραθυρόφυλλα και να σκέφτομαι ότι είναι πολύ γλυκανάλατη εικόνα. Όλοι μου έλεγαν πόσο όμορφα είναι τα ελληνικά νησιά αλλά δεν συγκινούμουν γιατί για πολλά χρόνια ζούσα στο Μαϊάμι, είχα τη θάλασσα δίπλα μου και συχνά έκανα διακοπές στην Καραϊβική γιατί ο γιος μου ζει στη Τζαμάικα» λέει. Ήρθε όμως στην Ελλάδα για χάρη ενός από τα άλλα του παιδιά. «Η κόρη μου ερωτεύτηκε έναν Έλληνα στο Μαϊάμι, παντρεύτηκαν, μετακόμισαν εδώ κι έπρεπε να έρθουμε για να γνωριστούμε με τους γονείς του γαμπρού. Το ένα έφερε το άλλο, πουλήσαμε το σπίτι μας στο Μαϊάμι και τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ για να είμαστε κοντά της. Λίγο αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα και η άλλη μας κόρη».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η Αθήνα απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι ο τελευταίος προορισμός μιας περιπετειώδους, κατά διαστήματα νομαδικής ζωής που ξεκίνησε πριν από 82 χρόνια στο Μπρούκλιν. Εκεί γεννήθηκε και τελείωσε το σχολείο, ενώ στην πολιτεία της Νέας Υόρκης παρέμεινε και για τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Syracuse. 

«Ξεκίνησα να σπουδάζω αρχιτεκτονική αλλά δεν τα πήγαινα καθόλου καλά. Πήρα μεταγραφή στην Καλών Τεχνών, κι εκεί όμως ήμουν κακός φοιτητής. Κάποια στιγμή μάλιστα ο διευθυντής της σχολής κάλεσε τον πατέρα μου και του είπε να με συνετίσει ή να με στείλει να καταταγώ στον στρατό. Οπότε τα παράτησα, την έκανα και πήγα στη Νέα Υόρκη». 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Αν μη τι άλλο όμως από το πανεπιστήμιο βγήκε, όπως λέει, ένα καλό: η γνωριμία του με τον Λου Ριντ. «Ήμασταν εκεί την ίδια περίοδο. Ο Λου συνέχεια την έπεφτε σε κρεβάτια και καναπέδες και γρατζουνούσε μια κιθάρα. Αράζαμε συχνά μαζί» λέει, αποφεύγοντας να ορίσει τη σχέση τους ως φιλία, αν και όταν είσαι νέος μόνο με φίλους μπορείς και θέλεις να βγάλεις ένα φανζίν – λογοτεχνικό στην προκειμένη περίπτωση. Εμπνευσμένοι από το “Lonely Woman” του Ορνέτ Κόλμαν, ο Λου Ριντ και ο Καρλ Στόκερ βάφτισαν το δικό τους “Lonely Woman Quarterly”. «Γράφαμε ό,τι θέλαμε και μετά πηγαίναμε στο υπόγειο ενός εστιατορίου που είχε δική του μηχανή για να κάνει εκτυπώσεις των μενού του, πληρώναμε το μελάνι, τυπώναμε τις σελίδες του φανζίν, τις συρράβαμε στη σωστή σειρά και το πουλούσαμε. Στο δεύτερο τεύχος ο Λου με το δίκιο του είχε γράψει κάτι πολύ σκληρό για τους νέους Ρεπουμπλικανούς, πόσο απαίσιοι είναι κλπ, και το πανεπιστήμιο μας απαγόρεψε να το πουλήσουμε στο κάμπους. Νομίζω ότι έχω ένα-δύο αντίτυπα κάπου. Η ειρωνία είναι ότι πολλά χρόνια μετά το πανεπιστήμιο ένωσε τα τεύχη σε μια σκληρόδετη έκδοση για την επίσημη βιβλιοθήκη του». 

Το εγχείρημα, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, αποδείχτηκε βραχύβιο, κυκλοφόρησαν δηλαδή μόλις τρία τεύχη, μετά ο Στόκερ παράτησε το πανεπιστήμιο, οι δύο φίλοι χάθηκαν για ένα διάστημα και συναντήθηκαν ξανά στη Νέα Υόρκη. «Ήταν η αρχή των Velvet Underground και όλης εκείνης της σκηνής» λέει ο Στόκερ χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. «Ναι, μπορείς να πεις ότι ήμουν, στον βαθμό που μου αναλογούσε, κομμάτι της σκηνής γιατί έκανα παρέα με όλα αυτά τα άτομα. Όμως δεν έδινα και πολλή σημασία, ήταν απλά η καθημερινότητά μου. Εννοείται ότι δεν ένιωθα ότι συμμετείχα σε μια κατάσταση που θα άφηνε εποχή – αν υποθέσουμε ότι άφησε δηλαδή. Ούτε έτρεχα στα κλαμπ όλη την ώρα. Μια στο τόσο ναι, ξενυχτούσαμε, αλλά έμοιαζα με ερημίτη σε σχέση με τους υπόλοιπους. Προτιμούσα να περνάω χρόνο μόνος μου για να φωτογραφίζω». Όχι επαγγελματικά ακόμη τότε, αν και, όπως λέει, απαθανάτιζε εικόνες από τότε που θυμάται τον εαυτό του, χωρίς όμως για πολλά χρόνια να περνάει από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να βιοποριστεί με αυτόν τον τρόπο. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

«Αυτό το κεφάλαιο ξεκίνησε στο Λονδίνο. Έφτασα εκεί το 1966, δηλώνοντας ακόμη τότε ζωγράφος, ή τέλος πάντων καλλιτέχνης. Έπρεπε όμως να επιβιώσω κάπως οπότε αποφάσισα να αγοράσω μια κάμερα. Άρχισα να τραβάω φωτογραφίες με σκοπό να φτιάξω πορτφόλιο. Τις τύπωνα και χτυπούσα τις πόρτες των περιοδικών, ώσπου τελικά ήρθαν οι πρώτες αναθέσεις». 

Ο τρόπος ζωής στο Λονδίνο του ταίριαξε περισσότερο, θυμάται σήμερα. «Σε αντίθεση με τη Νέα Υόρκη όπου όλοι ήθελαν να βγαίνουν έξω μην τυχόν και δεν είναι παρόντες σε άλλο ένα κουλ πάρτι, στο Λονδίνο ο κόσμος -ή τουλάχιστον ο δικός μου κύκλος, ίσως γιατί δεν μας περίσσευαν τα λεφτά- δεν είχε πρόβλημα να μαζευτεί σε σπίτια. Αράζαμε, καπνίζαμε χόρτο, παίζαμε μουσική, μιλούσαμε για τέχνη, τέτοια πράγματα. Έτσι έκανα πολύ γρήγορα φίλους στο Λονδίνο. Επίσης ήταν έντονο το αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στους καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους. Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Μπορεί για παράδειγμα σε μια φωτογράφιση να χρησιμοποιούσα για μακιγιάζ ένα συγκεκριμένο άτομο, αργότερα θα με ειδοποιούσε για μια άλλη δουλειά και πάει λέγοντας. Δεν ήταν τα λεφτά το ζήτημα, αλλά η στήριξη από και προς τους ομοίους σου. Βοηθούσε βέβαια και το ότι τα νοίκια ακόμη τότε στο Λονδίνο ήταν πάμφθηνα, μας έπαιρνε να δουλεύουμε ακόμη και τσάμπα μερικές φορές. Τώρα πια το ταξί εκεί πέραείναι ακριβότερο απ’ όσο πληρώναμε τότε για ολόκληρο σπίτι». 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Συγνώμη, του λέω, ήσουν στο Λονδίνο όταν ήταν swinging και glam και καθόσουν στο σπίτι; «Όλα αυτά που ξέρεις για εκείνη την εποχή ισχύουν» λέει και αναπόφευκτα οδηγείται σε μια κρίσιμη παράμετρο της εξίσωσης. «Όλοι έκαναν άσιντ. Και φυσικά πολύ χασίς όλη την ώρα. Γενικά ήταν easy going η κατάσταση στο Λονδίνο. Μπορεί να καθόσουν σε ένα καφέ, δίπλα σου να ήταν ένας διάσημος ηθοποιός και κανείς δεν του έδινε σημασία. Είχε πλάκα, δεν μπορώ να πω, κι έγινα γρήγορα φίλος με μουσικούς και καλλιτέχνες. Θα έλεγε κάποιος: “Πάω στο σπίτι του τάδε, έρχεσαι;”, την επόμενη φορά θα έλεγες εσύ κάτι ανάλογο, και η ζωή κυλούσε αβίαστα», λέει και ανακαλεί, για του λόγου του το αληθές, τη γνωριμία του με τον Μαρκ Μπόλαν. «Έκανα ήδη παρέα με τον Μίκι Φιν (σ.σ. ντράμερ των T. Rex), για ένα διάστημα συγκατοικούσαμε κιόλας μαζί με άλλους τρεις-τέσσερις σε ένα μικρό κοινόβιο, κι ένα απόγευμα κάποιος έφερε στο σπίτι τον Μαρκ Μπόλαν. Είχε μαζί την κιθάρα του, άρχισε να παίζει, ο Μίκι τον σιγοντάρισε στα μπόνγκος και κάπως έτσι έγιναν κολλητοί. Μπορείς να πεις λοιπόν ότι ήμουν παρών στη γέννηση των T. Rex».

Τον πρώτο καιρό στο Λονδίνο ο Καρλ Στόκερ χρησιμοποιούσε για στούντιο ένα δωμάτιο σε κάθε ένα από αυτά τα κοινοβιακής καθημερινότητας διαμερίσματα που έμενε. «Αργότερα κατάφερα να νοικιάσω μια αποθήκη. Εκεί φωτογράφιζα τα πάντα. Από διαφημίσεις μέχρι μόδα για περιοδικά και μερικά εξώφυλλα δίσκων» λέει, αν και πρόκειται για -ας τα επαναλάβουμε για περισσότερη έμφαση- τα εξώφυλλα μερικών από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά άλμπουμ στην ιστορία της ποπ και ροκ μουσικής. «Κοίταξε, όλα με τους Roxy Music έγιναν ως εξής: Είμαι ένας νέος φωτογράφος που ζει στο Λονδίνο. Έχω το δικό μου στούντιο. Πρέπει να πληρώσω το νοίκι. Παρουσιάζεται μπροστά μου η ευκαιρία να φωτογραφίσω τα εξώφυλλα των Roxy Music. Εννοείται ότι θα το κάνω. Ξέρεις γιατί; Γιατί σκέφτομαι ότι δεν έχω μία και πρέπει να τα βγάλω πέρα. Δεν σκέφτομαι τη μουσική τους. Δεν την ξέρω καν. Κανένα από τα εξώφυλλα δίσκων που έφτιαξα δεν το έκανα για τη μουσική. Δεν ήξερα καν τα τραγούδια πριν από τη φωτογράφιση, ούτε είχα σχέση με το συγκρότημα. Ούτε με τους Roxy Music, ούτε με τους Sparks που κάναμε το Kimono My House. Μόνο με τον Λου Ριντ γνωριζόμασταν από πριν» λέει.

Εννοώντας πριν δουλέψουν μαζί για το άλμπουμ Transformer, την ίδια περίοδο που κυκλοφόρησε και το ομώνυμο ντεμπούτο των Roxy Music. Το 1972 ήταν για εκείνον μια πολύ καλή χρονιά. «Είχα ήδη φτιάξει το πρώτο εξώφυλλο των Roxy όταν μου είπε ο Λου να δουλέψουμε μαζί. Θυμάμαι ότι για ένα διάστημα είχε έρθει στο Λονδίνο και ένα βράδυ πήγαμε στο σπίτι του Ντέιβιντ Μπόουι που τότε ζούσε ακόμη με την Άντζι (σ.σ. Άντζελα Μπόουι, η πρώτη σύζυγος του μακαρίτη), ήταν ακόμη ένας τύπος της διπλανής πόρτας, πριν από το Ziggy Stardust και όλα αυτά. Νομίζω ότι ήταν την περίοδο του “Changes” (από το άλμπουμ Hunky Dory του 1971). Ο Λου λοιπόν είχε την ιδέα να φωτογραφίσουμε για το οπισθόφυλλο τον Έρνι, έναν από τους roadies που είχε μαζί του τότε. Τον ήθελε σαν rock ’n’ roll βαρύμαγκα και μάλιστα καυλωμένο -γι’ αυτό και βάλαμε μια πλαστική μπανάνα στο παντελόνι του- που υποτίθεται ότι κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη αλλά το είδωλό του είναι μια σέξι γυναίκα. Αυτό το κορίτσι στο Transformer είναι η Γκέιλα Μίτσελ (σ.σ. γνωστό μοντέλο της εποχής).

Η Glam περίοδος του Καρλ Στόκερ χωρίζεται σε τρία τμήματα. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

Είναι τα Glam Pin-ups, ένας τρόπον τινά φόρος τιμής στην αισθητική των pin-up των 40s αλλά μέσα από το φίλτρο της υπερβολής των 70s.

Είναι οι ουκ ολίγες, επηρεασμένες από την pop art του ξακουστού Βρετανού εικαστικού Άλεν Τζόουνς, φωτογραφίες της Αμάντα Ληρ με μακιγιάζ από τον διάσημο, για τον κεραυνό που κοσμεί το πρόσωπο του Μπόουι στο εξώφυλλο του Aladdin Sane, Πιερ Λαρός .

Και είναι φυσικά οι δουλειές του στη μουσική βιομηχανία για λογαριασμό των Roxy Music, των Sparks και του Lou Reed. 

«Ήμουν φίλος με τον σχεδιαστή μόδας Άντονι Πράις που είχε, όπως κι εγώ, κόλλημα με τα pin-ups, οπότε δουλέψαμε πολύ μαζί, δημιουργούσαμε συνέχεια νέες εικόνες. Για να καταλάβεις, τη φωτογραφία του εξωφυλλου στο πρώτο άλμπουμ των Roxy Music την είχα ήδη έτοιμη. Ο Άντονι γνωρίστηκε με τον Μπράιαν Φέρι, έκλεισε η συμφωνία κι εγώ απλώς έδωσα την ήδη έτοιμη φωτογραφία αλλάζοντας το background ή κάτι τέτοιο. Μετά η συνεργασία συνεχίστηκε με το δεύτερο άλμπουμ, αυτό με τη ζούγκλα στο εξώφυλλο, και το τελευταίο ήταν με τον πάνθηρα, σωστά; Ξέρεις πόσο φοβισμένη ήταν η Αμάντα Ληρ εξαιτίας του πάνθηρα; Εννοείται ότι δεν ήταν ασφαλές να τον κρατήσει με το λουρί. Ξέχωρα τους φωτογράφισα και μετά ένωσα τις εικόνες. Μου λένε συνέχεια: “Ξέρεις ότι έχεις δημιουργήσει μερικά από τα καλύτερα εξώφυλλα δίσκων όλων των εποχών και μπλα μπλα μπλα”. Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι. Ούτε τώρα το σκέφτομαι, δηλαδή δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή» λέει και αστειεύεται: «Ούτε πλούσιος έγινα. Άντε να έβγαλα 500 δολάρια. Τύχαινε σε πηγαδάκια με άλλους φωτογράφους να πει κάποιος: “Μόλις φωτογράφισα το εξώφυλλο των Led Zeppelin για 5000 δολάρια”. Κι εγώ σκεφτόμουν την πάτησες κορόιδο, αλλά τουλάχιστον πλήρωσες το νοίκι».

Το μεγάλο λονδρέζικο πάρτι για τον Στόκερ τελείωσε στα μέσα τις δεκαετίας του ’70 και μάλιστα όχι ευχάριστα, όπως θυμάται σήμερα. «Παντρεύτηκα, απέκτησα ένα παιδί και μετά τους παράτησα. Δεν είμαι περήφανος για τη συμπεριφορά μου, αλλά τέλος πάντων μετά ξεκίνησα μία νέα σχέση με μια κοπέλα στην οποία οφείλω τη γνωριμία μου με την κουλτούρα των ρασταφάρι, ήταν αποκάλυψη για μένα. Εκείνη όμως ήταν μέχρι το λαιμό βουτηγμένη στα ναρκωτικά. Η κατάσταση ήταν ζόρικη, έπρεπε να την πάρω από εκεί γιατί δεν θα είχε καλό τέλος». Για να ξεφύγουν αποφάσισαν να ξεκινήσουν μαζί ένα μεγαλόπνοο ταξίδι. «Αγοράσαμε με τις οικονομίες μας ένα Range Rover και ο στόχος ήταν να πάμε οδικώς μέχρι την Αιθιοπία. Ξεκινήσαμε από το Λονδίνο, φτάσαμε στα νότια της Ισπανίας, περάσαμε στην Αφρική, κάποια στιγμή όμως καταλάβαμε ότι συνέβαιναν αναταραχές εκεί γύρω και ίσως να μην είχαμε καλή κατάληξη αν χαλούσε το τζιπ στη μέση της ερήμου. Γυρίσαμε άρον άρον στην Ευρώπη. Μείναμε στο Παρίσι για σχεδόν ένα χρόνο, έκανα μια-δυο δουλειές εκεί ως φωτογράφος, θυμάμαι μάλιστα ότι έβαζα μοντέλα να ποζάρουν με άντρες που φορούσαν μάσκες γνωστών πολιτικών της εποχής, αλλά κανένα περιοδικό δεν ήθελε να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες. Στη συνέχεια πήγαμε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη Δυτική Βιρτζίνια».

Ο Καρλ Στόκερ με τον δημοσιογράφο Θεοδόση Μίχο. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Εκεί προσωρινά εγκατέλειψε τη φωτογραφία για να δουλέψει ως αγρότης. «Μέχρι και το δικό μου ουίσκι έφτιαξα» λέει γελώντας «και όλη αυτή η ιστορία με τα αποστακτήρια ήταν συναρπαστική. Τελικά όμως δεν κρατήθηκα, πήγα ξανά στη Νέα Υόρκη. Όχι ότι ήταν εύκολο να αρχίσω πάλι να δουλεύω ως φωτογράφος. Το portfolio μου από την Ευρώπη ήταν πολύ avant garde για τα γούστα ορισμένων».

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ο Καρλ Στόκερ φωτογράφιζε για λογαριασμό brands όπως YSL, Lancome και Oscar de la Renta, παράλληλα ανέπτυξε ένα νέο κύκλο προσωπικών καλλιτεχνικών εικόνων με έντονο erotic art στοιχείο, ενώ παντρεύτηκε τη Νεοϋορκέζα και πρώην μοντέλο Πάτι Στόκερ, με την οποία μετακόμισαν στο Μαϊάμι (και πλέον στην Αθήνα) για να μεγαλώσουν τις δυο τους κόρες. Σε εκείνη μάλιστα οφείλει την συμπερίληψη του στη μεγάλη έκθεση Glam! The Performance of Style που διοργανώθηκε το 2013 από την Tate στο Λίβερπουλ. «Προσωπικά δεν νομίζω ότι έχω κυνηγήσει ποτέ τίποτα στη ζωή μου» λέει και δεν έχω κανένα λόγο να μην τον πιστέψω. «Όταν μου ζήτησαν από την Tate μερικές φωτογραφίες, τις έδωσα, κι επειδή έτυχε να βρίσκομαι στο Λονδίνο εκείνες τις μέρες, ανεβήκαμε στο Λίβερπουλ κυρίως γιατί ήθελα να δω τον ποταμό Μέρσι.  Δεν με ένοιαζε δηλαδή τόσο πολύ η έκθεση. Όχι ότι δεν ήταν καλή. Τελικά όλα πήγαν περίφημα, πολύς κόσμος είπε τα καλύτερα για τις φωτογραφίες μου, αλλά ξέρεις, μετά από κάποια στιγμή όλο αυτό γίνεται λίγο άβολο. Πόσα ευχαριστώ να πεις πια; Και μετά όλοι θέλουν να μάθουν για τις προσωπικές μου σχέσεις με τους Roxy Music. Τι άλλο να πω πέρα από το ότι συμπαθούσα περισσότερο τον Μπράιαν Ίνο από τον Μπράιαν Φέρι και ότι έβρισκα πολύ πιο ενδιαφέρουσα τη δική του δουλειά; Τα ίδια και με τους Velvet Underground. Ναι μεν κάναμε παρέα για πολλά χρόνια με τον Λου, αλλά ο Τζον Κέιλ αποδείχτηκε πιο συναρπαστικός καλλιτέχνης. Είναι ακόμη δηλαδή». 

Του λέω ότι πέρυσι το καλοκαίρι ο Τζον Κέιλ έπαιξε live στην Αθήνα, μου λέει ότι το ξέρει, επικοινώνησαν αλλά δεν κατάφεραν να βρεθούν, δεν χάλασε ο κόσμος, λέει, δεν ήταν άλλωστε φίλοι, όχι ότι δεν χάνονται οι φίλοι δηλαδή, μια χαρά χάνονται, όπως χάθηκε κι αυτός με τον Λου. «Την τελευταία φορά που τον είδα ζούσα στην Τραϊμπέκα. Εντελώς τυχαία ένα βράδυ γυρίζοντας στο σπίτι από το στούντιο πέρασα μπροστά από μια φωτογράφιση που έκανε ο Λου στον δρόμο. Χαιρετηθήκαμε, μιλήσαμε για λίγο κι αυτό ήταν. Ήταν πια πολύ διάσημος, φερόταν αλλιώς. Είχε αλλάξει. Ο μόνος που ξέρω ότι δεν άλλαξε όταν έγινε διάσημος -ή μάλλον άλλαξε, αλλά γρήγορα ξανάγινε ο εαυτός του- είναι ο Μπρους Σπρίνγκστιν». 

-Γι’ αυτό δεν ήθελες ποτέ, Καρλ, να γίνεις κι εσύ τόσο διάσημος όσο κάποιοι συνομίληκοι συνάδελφοί σου;
-Δεν μ’ ένοιαξε ποτέ το μέλλον. Μόνο το παρόν με ένοιαζε πάντα. Μόνο το τώρα έχει σημασία.
-Τώρα λοιπόν πως νιώθεις που είσαι 82 ετών;
-Ακριβώς όπως ένιωθα όταν ήμουν παιδί. Δεν έχω αλλάξει καθόλου. Και δεν νομίζω ότι είναι κακό αυτό. Στη ζωή μου έκανα ακριβώς ό,τι ήθελα. Δεν θα άλλαζα τίποτα ακόμη κι αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο. Όχι ότι θα ήταν άσχημο να ξαναγίνω νέος…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα