ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ: ΕΙΔΑΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ, ΜΕ ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ ΚΑΙ ΤΖΕΣΙ ΠΛΕΜΟΝΣ ΣΕ ΤΡΙΠΛΟΥΣ ΡΟΛΟΥΣ
Ο Λάνθιμος συνεργάζεται ξανά με τον Ευθύμη Φιλίππου, μετά τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού και το βραβείο Σεναρίου στις Κάννες πριν 7 χρόνια. Πώς είναι η νέα τους δουλειά;
Για άλλους θα ήταν επιστροφή στις ρίζες. Για τον Λάνθιμο είναι παράξενο είδος εξέλιξης. Είναι η απάντηση σε κάτι που μοιάζει με εντελώς θεωρητική άσκηση: Πώς θα έμοιαζε ένα vintage λανθιμικό weird αν ήταν γυρισμένο σήμερα;
Όπου «σήμερα», βλέπε και: Έχοντας πλέον υπάρξει ο σκηνοθέτης που έκανε την Ευνοούμενη και το Poor Things. Βλέπε και: Έχοντας πλέον γίνει ο σκηνοθέτης που η Searchlight (και κατ’επέκταση η Disney) σπρώχνουν ως το μεγάλο τους arthouse χαρτί για αυτό το καλοκαίρι. Και: Έχοντας πλέον συγκεντρώσει γύρω του μια ομάδα μεγάλων σταρ του Χόλιγουντ που με χαρά θα ακολουθήσουν κάθε οδηγία, κάθε σεναριακό συμβολισμό με τεράστια αφοσίωση.
Στις Ιστορίες Καλοσύνης ο Λάνθιμος επανενώνεται με τον Ευθύμη Φιλίππου, τον σταθερό συνεργάτη όλης της πορείας του μέχρι και τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού. Και μαζί σκαρφίζονται μερικές από αυτές τις σκοτεινές, αρρωστημένες, και κατάμαυρα αστείες ιστορίες που είναι γεμάτες με παράλογη συμβολικότητα, με έντονη σωματικότητα (ακινησίας όσο και κίνησης) και με μια αστεία, απόκοσμη τυπολατρεία, χαρακτήρων που μοιάζουν παγιδευμένοι μέσα σε επαναληπτικά μοτίβα και παράλογες ντιρεκτίβες.
Υπάρχει κάτι το πάρα πολύ ζωντανό πίσω από αυτή την επιφανειακή νεκρικότητα, μια ώθηση ηρώων να σπάσουν κύκλους σήψης ή να κοιτάξουν πίσω από αυτό που φαίνεται ή ακούγεται σωστό, αλλά δεν το νιώθουν σωστό. Αυτή είναι όμως κι η μεγαλύτερη αγωνία. Πώς ξέρεις αν αυτό που βιώνεις είναι αυτό που θες ή αν είναι απλά αυτό που σου έχει τύχει κι απλά διαιωνίζεται επειδή έτσι;
Αυτή την τριπλέτα ιστοριών καλοσύνης (που σύμφωνα με τον ορίτζιναλ αγγλικό τίτλο Kinds of Kindness είναι και είδη καλοσύνης αλλά σε μια βιαστική ανάγνωση μοιάζει και με κάτι-σαν-καλοσύνη) ο Λάνθιμος κι ο Φιλίππου την βλέπουν πλέον να παίζεται από ένα καστ πρωτοκλασάτων χολιγουντιανών ονομάτων. Σα να αναρωτιούνται, για να δούμε τι μπορούμε να τους βάλουμε να κάνουν.
Μια ταινία που γράφτηκε και γυρίστηκε βασικά στο περιθώριο της πολυετούς δημιουργίας του Poor Things (εξ ου και κυκλοφορεί τόσο γρήγορα μετά από αυτό) και σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με κάποιου είδους ξεμπούκωμα. Ή αυτό που απλά χαλαρώνεις στον καναπέ, κάνεις κρακ-κρακ τα δάχτυλά σου και κάνεις διατάσεις τους ώμους σου. Είναι το «ας το βγάλω μια στιγμή αυτό από μέσα μου». Είναι μια μικρών διαστάσεων ταινία που φοράει μεγάλο (και εντυπωσιακό) κουστούμι, αλλά στην καρδιά της είναι αυτό ακριβώς: Μια επιστροφή σε κάτι το γνώριμο, που όμως νομοτελειακά πια, μοιάζει πια διαφορετικό. (Ίσως γι’αυτό μάλιστα να της ταίριαζε περισσότερο και μια μικρότερη διάρκεια.)
Οι τρεις ιστορίες είναι η κάθε μια τους ένα αυτοτελές μεσαίου μήκους στόρι από τη σφαίρα του παραλόγου, που συνδέονται μεταξύ τους από μια αινιγματική σιωπηλή φιγούρα (ο Γιώργος Στεφανάκος, υπέροχος σε ένα σύντομο πέρασμά του κι από το Poor Things, στο ρόλο του άντρα που αφηγείται μια παιδική του ανάμνηση στη Μπέλα Μπάξτερ όταν δουλεύει σε οίκο ανοχής στο Παρίσι) αλλά και, κατά βάση, από το καστ το οποίο με κάθε νέα ιστορία μοιάζει να μπαίνει στο shuffle.
Ο Τζέσι Πλέμονς, φανταστικός σε όλα τα modes που του ανοίγει η ταινία, διαφορετικές εκδοχές ανδρών παγιδευμένων σε αδιέξοδα μοτίβα, σε ενοχές, σε φόβους. Η Έμμα Στόουν, κάνει την κάθε ιστορία ριζικά διαφορετική. Ο Γουίλεμ Νταφόε σε παραλλαγές αφεντικού/γκουρού. Η Χονγκ Τσάου ως παρτενέρ που μπορεί να διακρίνει την αλήθεια. Ο Μαμαντού Άτσε είναι η ήρεμη, ευγενής δύναμη. Ο Τζο Άλγουιν η ωμή εισβολή. Κι η Μάργκαρετ Κουάλεϊ, ίσως η κρυφή ερμηνευτική δύναμη του φιλμ.
Αν έχεις όλους αυτούς, γιατί να τους βάλεις να παίξουν μόνο μια weird ιστορία παράλογου μαύρου χιούμορ; Γιατί να μην τους βάλεις να παίξουν τρεις τέτοιες;;
Στην πρώτη ιστορία, ο Πλέμονς παίζει έναν άντρα που πρέπει να στείλει έναν άλλον στο νοσοκομείο, με ένα πιθανώς θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα – η αδυναμία του να συμφιλιωθεί με αυτή τη διαταγή του αφεντικού του, έχει σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο μιας μακράς σχέσης υπακοής, ή ίσως και εξάρτησης. Τι θα συμβεί όταν η πραγματικότητά του αρχίσει να καταρρέει;
Η δεύτερη ιστορία βρίσκει τον Πλέμον και την Έμμα Στόουν ζευγάρι, με εκείνη να επιστρέφει από μια επικίνδυνη αποστολή που άφησε συνοδοιπόρους της νεκρούς. Όμως ο Πλέμονς μοιάζει όλο και πιο πεπεισμένος πως η γυναίκα που γύρισε πίσω, δεν είναι η αληθινή. Τα παπούτσια της είναι λάθος νούμερο. Οι ορέξεις της έχουν αλλάξει. Και, χειρότερα από όλα; Δεν θυμάται το αγαπημένο του τραγούδι!
Στην τρίτη ιστορία έρχεται πλέον πλήρως στο προσκήνιο η Στόουν, ως μια γυναίκα που νιώθει αναγκασμένη να βρει μια πνευματική ηγέτη που θα ικανοποιήσει την αίρεση στην οποία ανήκει με τον σύζυγό της – αλλά από το οποίο εκείνη όλο και απομακρύνεται καθώς δε μπορεί να διώξει από πάνω της τα πιο άγρια στοιχεία της ύπαρξής της.
Δεν υπάρχουν προφανείς τρόποι με τους οποίους ενώνονται οι τρεις ιστορίες – ακόμα κι οι διαφορές στους ρόλους που παίζουν οι ίδιοι ηθοποιοί δεν μοιάζουν υπογραμμισμένες σε κάποιο σημαντικό βαθμό, ούτε ερμηνεύουν με προφανείς διαφορετικούς τρόπους. Διαφορές ίσως στη γκαρνταρόμπα, ένα λίγο διαφορετικό κούρεμα… κι αυτό είναι. Ούτε μοιάζουν όλες να ανήκουν απαραιτήτως στο ίδιο είδος – με τον τρόπο που και ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού με τις Άλπεις για παράδειγμα, μπορούν να έχουν παρεμφερή γραμματική αλλά διαφέρουν σε ύφος.
Αλλού υπερισχύει μια αίσθηση σεξουαλικότητας, αλλού φλερτάρουμε με τα όρια του body horror, αλλού υπάρχει εντονότερο το χιουμοριστικό στοιχείο… βασικά άκυρο, όλα αυτά τη μεσαία ιστορία αφορούν, που είναι κι η καλύτερη των τριών. Αλλά το point ισχύει. Σε ένα μέρος συναντάμε ένα υπαρξιακό δράμα για έναν ήρωα που πνίγεται μες στην υπάκουη ρουτίνα του, σε ένα άλλο είμαστε σε ένα θρίλερ όπου η ίδια η πραγματικότητα αμφισβητείται.
Τι είναι τότε που ενώνει αυτές τις ιστορίες, κάνοντας το τρίπτυχο μια συμπαγή κινηματογραφική εμπειρία; Οι ιδέες που το διατρέχουν, έστω κι αόριστες, σε απόσταση, αφορούν σε πολύ μεγάλο βαθμό την αμφιβολία απέναντι σε μια αλήθεια που προβάλλεται αλλά δεν έχει την αίσθηση του αληθινού. Κατ’επέκταση αμφισβητείται η ισχύς, ο έλεγχος. Και μέσα από μικρά ξεσπάσματα και μικρές αντιστάσεις, άνθρωποι έρχονται σε επαφή με μια αλήθεια της ταυτότητάς τους, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Είναι κι αυτό ένα είδος καλοσύνης.
Η εμμονή με το σώμα επίσης βρίσκεται παντού, είτε αυτό χορεύει, είτε στέκεται μουδιασμένο, είτε καταστρέφεται, είτε φιλοξενεί μια άλλη εκδοχή του εαυτού μας. Και μαζί, αυτή η πειραγμένη αίσθηση μαύρου χιούμορ που ανέκαθεν υπήρχε στο έργο των Λάνθιμου-Φιλίππου, από συνεχιζόμενα gags (η σπασμένη ρακέτα του Τζο Μάκενρο κι άλλα «βέβηλα» αθλητικά κειμήλια) μέχρι το κωμικά μαύρο φινάλε (με μια οριακά, τολμάμε να πούμε, κοενική εσάνς;).
Οι επιμέρους ιστορίες, ιδέες και προθέσεις πετυχαίνουν, ενώ τα πάντα εδώ είναι εκτελεσμένα με μια εντυπωσιακή και αξιοθαύμαστη σιγουριά από τον Λάνθιμο. Έχεις μπροστά σου ένα σκηνοθέτη στο τοπ των δυνάμεών του, που ξέρει τι θέλει από τους συνεργάτες του, ξέρει πώς το έργο του θέλει να κινείται, να μοιάζει, να ακούγεται, όλες του τις αποχρώσεις (με την όπως πάντα εκπληκτική και πολυεπίπεδη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν του Poor Things και της Ευνοούμενης), τους ήχους, τις σιωπές.
Αλλά υπάρχει εδώ και κάτι που πρέπει να ειπωθεί για το κατά πόσο όλες οι ιστορίες κι όλες οι επαναλήψεις στοιχισμένες η μία μετά την άλλη, ευνοούν στα αλήθεια το συγκεκριμένο υλικό. Πόσο μπορείς να τεντώσεις ένα αστείο, μια εξερεύνηση, μια άσκηση ύφους; Πιθανώς κι επ’άπειρον! Αλλά υπάρχει εδώ μια εξάντληση μέχρι το τέλος, σαν η ταινία να θέλει να μουδιάσει ολοκληρωτικά τον θεατή. Για ένα (νοσηρά έστω) φαν παιχνίδι ρόλων, μοτίβων και διαθέσεων, αυτή δεν είναι ίσως η ιδανική κατάληξη. Αφαιρεί τελικά από το φιλμ και την στόχευση, την ένταση του σοκ των παλιότερων συνεργασιών του Λάνθιμου με τον Φιλίππου, είτε μιλάμε για την κραυγή απόγνωσης που ήταν ο Κυνόδοντας είτε για τον σκληρό ρομαντισμό ενός Αστακού.
Έπιασα τον εαυτό μου σε πολλά σημεία να σκέφτεται πώς θα έμοιαζε μια εκδοχή της ταινίας όπου δεν είχαν τα πάντα τόσο μεγάλη βαρύτητα. Με την κάθε ιστορία ένα ημίωρο σφηνάκι σχεδιασμένο ώστε να κάνει την τρίχα σου να σηκωθεί, κι όπου κάθε έξαρση (χιούμορ, ωμής σωματικότητας, ψυχολογικής αγωνίας, υπαρξιακού τρόμου) να διαδέχεται την άλλη. Δεν είναι ποτέ δίκαιο να προβάλλεις μια ταινία που έχεις μες στο κεφάλι σου πάνω σε εκείνη που όντως βλέπεις, αλλά κάτι στη φόρμα και τη δομή της συγκεκριμένης με έκανε να το αναλογιστώ.
(Άρα… θα έβλεπα φανατικά ένα re-imagining του Ιστορίες από την Κρύπτη δια χειρός Ευθύμη Φιλίππου; Να κάτι ιδέες τώρα.)
Σε κάθε περίπτωση, οι Ιστορίες Καλοσύνης παρουσιάζουν εν τέλει κάτι αρκετά ζηλευτό ως συνθήκη: έναν σκηνοθέτη με έλεγχο και σιγουριά, που ξέρει πώς να κοιτάξει τις ρίζες του και το παρόν του και να τα κάνει να συνυπάρξουν σαν ο χρόνος να ήταν κάτι το σχετικό. Οι ήρωες των Ιστοριών αντιδρούν, παγιδεύονται, αναζητούν, αλλά ο Λάνθιμος συνεχίζει να ξέρει πολύ καλά ποιος είναι.
Οι Ιστορίες Καλοσύνης κυκλοφορύν στις αίθουσες στις 30 Μαϊου από την Feelgood Entertainment. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 14 ως 25 Μαϊου.