ΑΠΟ ΤΟ SKULL ISLAND ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ: ΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΚΙΝΓΚ ΚΟΝΓΚ
Με ένα νέο μπλοκμπάστερ Godzilla x Kong στις αίθουσες, ακολουθούμε την εξέλιξη του διάσημου κινηματογραφικού τιτάνα, από την πρωτότυπη ταινία του 1933 μέχρι το σήμερα.
Σε μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές του «Inglourious Basterds» του Κουέντιν Ταραντίνο, οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι και παίζουν ένα παιχνίδι. Έχουν μια κάρτα κολλημένη στο κούτελό τους και προσπαθούν, κάνοντας ερωτήσεις στους γύρω τους, να μαντέψουν την «ταυτότητά» τους.
Ο λοχίας Χέλστρομ του Άουγουστ Ντιλ καταλήγει μέσω μιας σειράς ερωτήσεων και απαντήσεων, στη διαπίστωση πως το πρόσωπο που έχει στο κούτελό του ταξίδεψε από μια «εξωτική τοποθεσία» προέλευσης στην Αμερική, με πλοίο, παρά τη θέλησή του. Όταν έφτασε στην Αμερική παρουσιάστηκε στους ντόπιους δεμένο σε αλυσίδες και η επίσκεψη αυτή ήταν δυστυχής για το ίδιο το πρόσωπο αλλά αποτέλεσε ευκαιρία για άλλους.
«Είμαι η ιστορία των μαύρων στην Αμερική;», ρωτάει με αυτάρεσκο χαμόγελο. «Όχι!», του απαντάνε γελώντας ο Άρτσι Χίκοξ (του Μάικλ Φασμπέντερ) και η Μπρίτζετ φον Χάμερσμαρκ (της Νταϊάν Κρούγκερ). Το χαμόγελο του Χέλστρομ κόβεται και, κοπανώντας την κάρτα στο τραπέζι δηλώνει με σιγουριά, «τότε είμαι ο Κινγκ Κονγκ».
Η καριέρα του Κινγκ Κονγκ στο σινεμά, φτάνοντας πλέον σχεδόν τα 90 χρόνια ιστορίας, έχει περάσει πολλές φάσεις είτε μιλάμε για την έντονη αλληγορική του υπόσταση είτε για την καθαρά τεχνική διάσταση της απεικόνισής του. Από μια συμβολική αναπαράσταση της εκμετάλλευσης της σκλαβιάς στις ΗΠΑ μέχρι το ρόλο της ιμπεριαλιστικής Δύσης στο Βιετνάμ, κι από τα stop motion animation των ‘30s μέχρι τα εξεζητημένα CGI θεάματα των σήμερα, η κινηματογραφική εξέλιξη του Κινγκ Κονγκ είναι όσο συναρπαστικές είναι κι οι καλύτερες των περιπετειών του.
To μέγεθος δεν έχει σημασία
Όλα ξεκίνησαν στη στροφή του (περασμένου) αιώνα, όταν ο μετέπειτα σκηνοθέτης Μέριαν Κούπερ πήρε από τον θείο του το 1899 ένα βιβλίο πάνω στην εξερεύνηση της αφρικανικής ηπείρου. Ο Κούπερ εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές, τη βλάστηση, τα ζώα, και ήταν ένα σκηνικό δράσης που στο μυαλό του συνέχισε να αποτελεί κάτι το μυστηριώδες και το μαγευτικό.
Όταν, χρόνια μετά, πρότεινε στο στούντιο RKO να δημιουργήσει μια «ταινία τρόμου με έναν γιγάντιο γορίλα» ξεκίνησε μια συνεργασία με τον πρωτοπόρο της τεχνικής του stop-motion, Γουίλις Ο’Μπράιεν, μαζί με τον οποίον κατέληξαν (και παρά τις αρκετές τους διαφωνίες επί του τελικού αποτελέσματος) στην εμβληματική σήμερα μορφή του Κινγκ Κονγκ -ενός τεράστιου γορίλα με ανθρωπόμορφη συμπεριφορά.
Ο Κούπερ κοίταξε άλλες ταινίες στις οποίες είχε δουλέψει ο Ο’Μπράιεν αλλά δεν τις βρήκε τρομερά ενδιαφέρουσες δραματικά, όμως λάτρεψε τις τεχνικές του. Όπως γράφει ο Hollywood Reporter, «ο Κούπερ άρχισε να πιστεύει πως το stop-motion ίσως ήταν ο κατάλληλος τρόπος να κάνει την ταινία με τον γορίλα χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει ένα σωρό λεφτά και να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του κόσμου. Θα μπορούσε να γίνει στο στούντιο της RKO. Θα μπορούσε να το κάνει σε ένα σετ. Και ο Ο’Μπράιεν θα μπορούσε να δημιουργήσει σε animation τον πίθηκο».
Η ταινία του 1933, κλασική πια σήμερα, βασίζεται στην τεχνική του stop-motion για τις σκηνές δράσης, είναι γεμάτη σασπένς και χτίζει εντυπωσιακά -για τα τεχνικά δεδομένα της εποχής- τον κόσμο του Κονγκ, γεμάτο με τα πλάσματα που τον περιβάλλουν. Δημιουργοί, από τον Πίτερ Τζάκσον και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ (είναι πασιφανές αν δει κανείς το Jurassic Park πόσο μοιράζονται δημιουργικό και θεματικό κορμό) μέχρι τον Ρέι Χαριχάουζεν (τον θρυλικό stop-motion καλλιτέχνη του Ιάσων και οι Αργοναύτες και μαθητή του Γουίλις Ο’Μπράιεν) επηρεάστηκαν από την κλασική ταινία. Στην οποία το σινεμά δε σταμάτησε να επιστρέφει για έμπνευση.
Όσο για το ίδιο το μέγεθος του Κινγκ Κονγκ, ο Κούπερ πάντα ήταν ανένδοτος: Προέχει η αίσθηση, και όχι η συνέπεια. Ο σκηνοθέτης άλλαζε διαρκώς το μέγεθος του τερατώδους ήρωά του προκειμένου να εξυπηρετείται η εκάστοτε σκηνή και η ψευδαίσθησή της. «Είναι διαφορετικός σχεδόν σε κάθε πλάνο, κάποιες φορές έχει ύψος 18 ποδιών και κάποιες φορές 60 πόδια ή περισσότερο», εξηγεί σε συνέντευξη της εποχής. «Αυτό έσπασε κάθε κανόνα του Ο’Μπράιαν και της ομάδας του, αλλά ήμουν σίγουρος πως αν οι σκηνές κινούνταν με συναρπαστικό και όμορφο τρόπο, το κοινό θα δεχόταν κάθε ύψος που ταιριάζει στην σκηνή».
Μακριά από την ασφυκτική σημερινή κυριολεξία όπου τα πάντα πρέπει να συνδέονται και να ταιριάζουν με κάτι άλλο, ο Κούπερ θεώρησε πως υπηρετεί την ομορφιά και όχι το ρεαλισμό. «Αν ο Κονγκ ήταν μόνο 18 πόδια ύψος στην κορυφή του Empire State Building, θα ήταν χαμένος, σαν ένα μικρό ζωύφιο», λέει. «Διαρκώς ζύγιζα τα ύψη των δέντρων και μιας ντουζίνας άλλων πραγμάτων. Το ένα απαραίτητο πράγμα ήταν να κάνω το κοινό να ενθουσιαστεί με τον χαρακτήρα του Κονγκ, ώστε να μην παρατηρήσουν και να μην νοιαστούν αν ήταν 18 πόδια ή 40. Αρκεί να ταιριάζει μες στο μυστήριο και τον ενθουσιασμό της σκηνής και της δράσης».
Το κοινό σίγουρα ενθουσιάστηκε. Η ταινία είχε κοστίσει σχεδόν $700,000 και έβγαλε πάνω από $5 εκατομμύρια στο box office στο πέρασμα των χρόνων (κυκλοφορούσε συχνά σε επανέκδοση), κάνοντας την παραγωγή να απαιτήσει ένα άμεσο σίκουελ. Το σκηνοθέτησε ο Έρνεστ Σόντσακ (συν-σκηνοθέτης του ορίτζιναλ King Kong) με το ίδιο δημιουργικό τιμ να επιστρέφει, από τον Γουίλις Ο’Μπράιεν στα animation εφέ μέχρι τον Μαξ Στάινερ στην μουσική. Το Son of Kong γυρίστηκε και κυκλοφόρησε μέσα σε 9 μόλις μήνες, ήταν πιο φτηνό, πιο σύντομο, σαφώς πιο ασήμαντο, και απέφερε αρκετά λιγότερα κέρδη στο box office.
Ωστόσο, παρά το ότι δεν υπήρξε για δεκαετίες άλλο επίσημο φιλμ με τον Κονγκ, η τάση ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να υπάρξουν διάφορες παρεμφερείς δουλειές. Μια εξ αυτών, το Mighty Joe Young του 1949, επίσης σε σκηνοθεσία του Σόντσακ, απέφερε μάλιστα στον Ο’Μπράιεν και το μόνο του Όσκαρ. Ο Κονγκ μπορεί να είχε παραμείνει για την ώρα στο Skull Island, όμως οι άνθρωποι γύρω από τη δημιουργία του, έχτισαν τον δικό τους θρύλο.
Κινγκ Κονγκ εναντίον Γκοτζίλα, γύρος πρώτος
Το επόμενο ξύπνημα του Κινγκ Κονγκ ήρθε δεκαετίες αργότερα, σε μια άλλη ήπειρο. Καθώς κατά τις διάφορες επανακυκλοφορίες του πρωτότυπου φιλμ στις αίθουσες σημειωνόταν μεγάλη επιτυχία, με την πιο πρόσφατη να έρχεται στις αρχές των ‘50s στην Ιαπωνία, τα στούντιο Toho αποφάσισαν να επενδύσουν στο δικό τους κινηματογραφικό τέρας. Με επιρροές από τον αρχικό King Kong αλλά και τη δουλειά του Ρέι Χαριχάουζεν, ο Godzilla περπάτησε για πρώτη φορά το 1954 στην αριστουργηματική ταινία του Ισίρο Χόντα.
Η επιτυχία του νέου αυτού franchise οδήγησε την Toho στο να αναζητήσει τα δικαιώματα του Κονγκ θέλοντας να τον θέσει αντιμέτωπο με τον Γκοτζίλα. Η κατά Toho εκδοχή του Κονγκ διαφέρει: σε ύψος, σε ευαισθησία, σε θεματικά μοτίβα, ακόμα και σε προέλευση. Ζώντας στο νησί Φάρο (και αργότερα στο νησί Μόντο), η καταγωγή του τονίζεται λιγότερο, και μεγαλύτερη σημασία έχει η θέση του ανάμεσα στα κινηματογραφικά τέρατα που τότε αποτελούσαν έκφραση του πυρηνικού άγχους της χώρας. Στον κόσμο των kaiju (των Γιαπωνέζικων τεράτων) ο Κονγκ θεωρείται το πιο σωματικό δυνατό όλων, αλλά και το εξυπνότερο. Έτσι μπορούσε να βάζει παγίδες στον αντίπαλό του, κάνοντάς τον άξιο αντίπαλο του Γκοτζίλα.
Ακόμα κι η τεχνική ήταν πια διαφορετική. Τα τέρατα έπαιζαν άνθρωποι που φορούσαν κουστούμια, με τα πάντα γύρω τους να αποτελούν μινιατούρες. Αυτή η εκδοχή του Κονγκ εμφανίστηκε σε δύο ταινίες, μία η King Kong vs. Godzilla του 1962, που παραμένει μέχρι και σήμερα η εμπορικότερη (σε καθαρά νούμερα θεατών) ταινία Γκοτζίλα που έχει γυριστεί, και το King Kong Escapes του 1967. Και τα δύο γυρισμένα από τον ίδιο τον Ισίρο Χόντα.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της Toho, και εν μέρει λόγω της μπλεγμένης κατάστασης με τα δικαιώματα του χαρακτήρα, ο Κονγκ δεν εμφανίστηκε ξανά σε Γιαπωνέζικο φιλμ.
Τα αμερικανικά remake
Το 1976 ο διάσημος παραγωγός Ντίνο Ντε Λαουρέντις πλήρωσε την RKO για τα δικαιώματα ώστε να μπορέσει να γυρίσει τη δική του εκδοχή. Ενώ ήθελε αρχικά τον Ρόμαν Πολάνσκι στην καρέκλα του σκηνοθέτη(!) τελικά προσέλαβε τον Τζον Γκιγιεμίν, που είχε μόλις γυρίσει τον Πύργο της Κολάσεως. Μέσα από μια διαδικασία γυρισμάτων με διαρκείς διαφωνίες, και με τον μάγο του μακιγιάζ Ρικ Μπέικερ να δηλώνει απογοητευμένος από την τελική μορφή του κουστουμιού για τον Κονγκ, το ριμέικ της πρωτότυπης ταινίας ακολουθεί πολύ πιστά το φιλμ του ‘33 όμως είναι κατά πολύ λιγότερο ενδιαφέρον ή συναρπαστικό.
Με την Τζέσικα Λανγκ στον πρώτο της ρόλο να παίζει την ηρωδία της Φέι Ρέι από το ορίτζιναλ, και με την τεχνική απόδοση του γορίλα πλέον να περιλαμβάνει ένα κουστούμι αλλά και ένα μηχανικό πρόσωπο για τις εκφράσεις, σίγουρα εντοπίζεται εδώ ένα κάποιο ενδιαφέρον. Όμως το φιλμ ούτε τον κόσμο του Κονγκ παρουσιάζει με εξίσου πλούσιο τρόπο, ούτε η δράση (που πλέον κορυφώνεται στο World Trade Center) είναι το ίδιο συναρπαστική, ούτε τελικά η ταινία είχε κάτι να πει, στα αλήθεια.
10 χρόνια αργότερα ωστόσο, ο Ντε Λαουρέντις πήρε το πράσινο φως για ένα σίκουελ, με τον ίδιο σκηνοθέτη, και τίτλο King Kong Lives. Εκεί, ο Κονγκ ζωντανεύει ξανά και συναντά μια θηλυκή εκπρόσωπο του είδους του, σχηματίζοντας οικογένεια. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστεί η Λίντα Χάμιλτον, έβγαλε τα λεφτά της στο box office αλλά πραγματικά είναι σα να μην έχει υπάρξει ποτέ.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επόμενη απόπειρα ριμέικ (ξανά) του πρωτότυπου φιλμ. Ο Πίτερ Τζάκσον εμπνέεται απευθείας από το φιλμ του Κούπερ και στήνει μια τρίωρη, απόλυτα πιστή στο ορίτζιναλ, μοντέρνα εκδοχή που διαδραματίζεται ξανά στο ‘33. Ο Τζάκσον και η ομάδα συνεργατών του προέρχονταν από τον θρίαμβο της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και μπορούσαν βασικά να κάνουν οτιδήποτε επιθυμούσαν. Η επιλογή ήταν αυτή η επιστροφή στο εμβληματικό τερατοφίλμ από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με τον Τζάκσον να εμβαθύνει σε ιδέες και θεματικές και να τονίζει ακόμα περισσότερο την διάσταση της ευθύνης του αφηγητή απέναντι στην ιστορία που λέει.
Πρωταγωνιστούν Ναόμι Γουότς, Έιντριεν Μπρόντι και Τζακ Μπλακ, με τον Άντι Σέρκις (Γκόλουμ στον Άρχοντα, Σίζαρ στην μοντέρνα τριλογία του Πλανήτη των Πιθήκων) να πρωταγωνιστεί ως Κονγκ μέσω της πιο σύγχρονης πια motion capture τεχνικής. O Σέρκις παίζει τον Κονγκ ως ένα πια καθόλου ανθρωπόμορφο ον, με τον Τζάκσον να εστιάζει περισσότερο στη μελαγχολία και τον θυμό ενός πλάσματος που μοιάζει να έχει ξεμείνει από έναν χαμένο κόσμο, ως τελευταίο του είδους του. Είναι μια πολύ όμορφη, αδικημένη στην εποχή της ταινία, έστω κι αν παρόλαυτά για μια ακόμα φορά το μοντέρνο Χόλιγουντ δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το πρωτότυπο φιλμ.
Και τώρα, το σύμπαν των τεράτων
H 4η επανεκκίνηση του Κονγκ μας φέρνει στο σήμερα, όπου πλέον ακολουθώντας τις σύγχρονες χολιγουντιανές τάσεις, ο χαρακτήρας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σύμπαντος. Τίποτα πια δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι, μετά το πρόσφατο Godzilla του 2014, ακολούθησε και μια νέα εκδοχή για τον Κονγκ, πριν οι δύο χαρακτήρες συναντηθούν. Το 2017 το Kong: Skull Island φαντάστηκε τον Κινγκ Κονγκ στο 1973, πλέον ως μια αλληγορία δεμένη με τις επιθετικές εξωτερικές πολιτικές των ΗΠΑ, καθώς στο Skull Island καταφθάνει ένα τάγμα στρατιωτών που ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν σπίτι μετά την αποχώρηση από το Βιετνάμ.
Ο σκηνοθέτης Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς εξηγεί πως επίσης ως έμπνευση ανέτρεξαν στην πρωτότυπη ταινία του ‘33, έστω κι αν πήγαν σε διαφορετική κατεύθυνση από το ριμέικ του Πίτερ Τζάκσον, αποτυπώνοντας παράλληλα τον Κονγκ με το μεγαλύτερο -ως τότε- μέγεθός του. Λέει ο σκηνοθέτης πως «όταν κάποιος προσγειωθεί στο νησί και δε πιστεύει στην ιδέα του μύθου -όταν ζούμε σε έναν κόσμο κοινωνικών αντιδράσεων και τα πάντα γύρω μας καταρρέουν και η τεχνολογία και τα γεγονότα παίρνουν τον έλεγχο- πόσο μεγάλο πρέπει να είναι αυτό το πλάσμα ώστε, όταν σταθείς στο έδαφος και κοιτάξεις ψηλά σε αυτό, το μόνο πράγμα που θα περάσει από το μυαλό σου είναι, “Αυτός είναι ένας θεός”». Σημειωτέον πως την motion-capture ερμηνεία, κάτω βέβαια από το κυρίαρχο πια CGI, δίνει ο Τέρι Νοτάρι, που απολαύσαμε στο Τετράγωνο του Ρούμπεν Έστλουντ.
Η εμμονή του Χόλιγουντ με το μέγεθος φυσικά δεν είναι κάποια νέα εξέλιξη, και το φιλμ πράγματι περιέχει αρκετές εντυπωσιακές μεμονωμένες στιγμές, με ενδιαφέρουσες αισθητικές επιρροές. Έστω κι αν το τελικό αποτέλεσμα είναι θεματικά μισοψημένο και όχι απόλυτα πετυχημένο. Σε κάθε όμως περίπτωση, η ιστορία του Κινγκ Κονγκ θα συνεχίσει να γράφεται από εκείνο το σημείο, φτάνοντας στο σήμερα.
Στο Godzilla vs. Kong που ακολούθησε, παρακολουθήσαμε μια ολοκληρωτικά πλέον CGI μάχη μεγατόνων, με τα οπτικά εφέ να φτάνουν στο σημείο να προσομοιάζουν την αισθητική της κίνησης ανθρώπων μέσα σε κουστούμια, παραπέμποντας με έναν απρόσμενο τρόπο κι αυτό στις ορίτζιναλ ταινίες και τεχνικές. Έστω κι αν, μιλώντας σε ένα ευρύτερα αφηγηματικό και αλληγορικό επίπεδο, τα εμβληματικά τέρατα μοιάζουν πια λιγότερο από ποτέ δέσμια της παράδοσής τους, καθώς πλέον υπηρετούν τις ανάγκες αυτού του σύγχρονου franchiseσύμπαντος πάνω από όλα: Η ταινία αποτέλεσε κοινό σίκουελ τόσο του Kong: Skull Island, όσο και του παράλληλου σίκουελ Godzilla: King of the Monsters.
Στη σκηνοθεσία ο Άνταμ Γουάινγκαρντ του The Guest, ο οποίος ανέλαβε και το νέο κοινό σίκουελ των δύο τιτάνων, όπου πλέον δεν βρίσκονται αντίπαλοι αλλά περίπου σύμμαχοι. Το Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία είναι σε απόλυτο βαθμό ένα εντελώς σύγχρονο μπλοκμπάστερ με ό,τι αυτό υπονοεί. Μυθολογία που διαρκώς αντηχεί συγκεκριμένα γεγονότα και λεπτομέρειες προηγούμενων φιλμ, ακατάσχετο CGI και μια σχεδον ανεξέλεγκτη επανασύσταση ονομάτων και μορφών από την ιστορία των δύο τιτάνων.
Κι αν πλέον ο ήρωας βρίσκεται όσο πιο μακριά τον έχουμε ποτέ δει από την πρωτότυπη εκδοχή και εμφάνισή του, είναι τελικά λογικό. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, οι κινηματογραφικές τεχνικές, τα άγχη και οι τάσεις της κάθε εποχής, συνεχίζουν να αποτυπώνονται σε έναν από τους κινηματογραφικούς ήρωες με τη μεγαλύτερη διάρκεια όλων.
Το Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.