“ΚΙΟΥΚΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ”: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ ΚΛΕΙΝΕΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΟΛΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ένας από τους πιο σημαντικούς μικρομηκάδες στην Ελλάδα, με μια απόλυτα προσωπική, πειραματική γραφή, γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία – και μόλις έκανε πρεμιέρα στις Κάννες.

Οι ταινίες του Κωστή Χαραμουντάνη, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά, είναι κολάζ. Δίνουν την αίσθηση πως έχουν φτιαχτεί χειροποίητα, από ένα παιδί με τεράστια φαντασία και συναισθηματικό βάθος, με υλικά που ποικίλλουν από παραδοσιακό κόψε-ράψε μέχρι πιξελιασμένα home video που κάνουν νερά και έχουν τη μία ανάμνηση γραμμένη πάνω από την άλλη.

Οι μικρού μήκους ταινίες του, από Το ΤΕΡΑΣ Κοιμάται μέχρι το Κιόκου Πριν Φύγει το Καλοκαίρι έχουν τους παθιασμένους φανς τους έχοντας κερδίσει βραβεία (όπως στις Νύχτες Πρεμιέρας) ή αποτελέσει αντικείμενο αφιερωμάτων (όπως στο πρόσφατο Untold Film Festival, με εστίαση ταινίες που δε βρήκαν ποτέ το δρόμο τους στη mainstream διανομή).

Με χειροποίητες τεχνικές και με αφηγήσεις που πλέκουν τη νοσταλγία με χρώματα και με την –συχνά σκληρή– ανάγκη του μεγαλώματος, το σύμπαν του Χαραμουντάνη έχει κάτι το μοναδικό, ένα σινεμά που δε μοιάζει με άλλου. Ακόμα κι αν θες να εντοπίσεις επιρροές, είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάτι που να είναι αληθινά σαν το σινεμά του νεαρού σκηνοθέτη.

Κι αν τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δεδομένο πως θα μεταφραζόταν στο πρώτο του μεγάλου μήκους εγχείρημα, η ταινία τον επιβεβαιώνει σαν αληθινό ταλέντο, με μοναδικό βλέμμα.

Στην Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού, την ταινία που άνοιξε το παράλληλο τμήμα ACID του φετινού φεστιβάλ των Καννών, δύο αδέλφια (Έλσα Λεκάκου και Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος) πηγαίνουν στον Πόρο με το ιστιοπλοϊκό του πατέρα τους (Συμεών Τσακίρης). Τα παιδιά είναι στα πρόθυρα της ενηλικίωσης, αλλά δεν φαντάζονται πόσο σκληρή θα είναι αυτή: Ένα οικογενειακό μυστικό θα έρθει να ταράξει αυτές τις αργές και ηλιόλουστες μέρες του καλοκαιριού. Το καστ είναι συνολικά εξαιρετικό, συμπεριλαμβανομένης και της Έλενας Τοπαλίδου σε ένα διαφορετικό mode.

Ο Χαραμουντάνης αφήνει το καλοκαίρι να απλωθεί στην οθόνη με τρόπο όχι μόνο επιφανειακό. Έχει να κάνει με τα χρώματα, αλλά και με το ρυθμό, με τους χαρακτήρες, με τα vibes. Οι χαρακτήρες κινούνται αργά, μπορείς να δεις το καλοκαίρι πάνω τους – τον ήλιο, την αρμύρα, την βαριεστημάρα, αλλά και το πώς αντιδρούν στο παραμικρό συναρπαστικό πράγμα μπορεί να συμβεί, μια νέα γνωριμία, μια μίνι περιπέτεια, το οτιδήποτε. Το καλοκαίρι μοιάζει πολλές φορές σαν παγωμένος χρόνος, και κάθε τι που συμβαίνει, σημαντικό ή ασήμαντο, μοιάζει με ένα ξεχωριστό story arc.

Τα χρώματα έχουν μια μοναδική υφή, με τον διευθυντή φωτογραφίας Κωνσταντίνο Κουκουλιό να έχει πετύχει μια χροιά που ενώ παραπέμπει σε κάτι το θαμπό (μιας κι ετούτη είναι κατεξοχήν ιστορία εφηβικά αναμνησιακής φύσεως), διαθέτει μια κρυστάλλινη καθαρότητα –αυτό κι αν είναι συνώνυμο του καλοκαιριού– χωρίς όμως ποτέ να καταλήγει πλαστικό ή ινσταγκραμικά φωτογραφημένο.

Οι χαρακτήρες κινούνται στον χώρο δίχως τίποτα να τους βιάζει. Ακινησία, επαναληψιμότητα, ήλιος. Γεωργόπουλος και Λεκάκου είναι φανταστικοί στους ρόλους τους, παίζοντας δύο παιδιά σα να ξέρουν πως πρέπει να αφήσουν πίσω τους την εφηβεία, αλλά κάτι να τους κρατάει εκεί – μια άγκυρα, μια ακινησία, ίσως ένα κενό. Κάτι που δεν γνωρίζουν, ή που πιθανώς και πάντα να γνώριζαν.

Με αυτούς τους κώδικες παίζει περίτεχνα η ταινία, φτάνοντας σε μια φανταστική κορύφωση που ενώ καταλαβαίνεις πως επίκειται (καθαρά βάσει πλοκής), όταν φτάνει δεν μοιάζει με τίποτα που ίσως να περίμενες. Τη σύγχυση, την εσωτερική πάλη, την αμφιβολία που μπορεί να βιώνεις όταν αλλάζουν τα δεδομένα της ζωής σου, τα έχει απεικονίσει κινηματογραφικά παίζοντας με τη ροή της αφήγησης, τον ρυθμό, τους ήχους, το μοντάζ. Σιωπές και διάλογοι γίνονται ένα, και αποκτά κεντρική θέση αυτή η αίσθηση πως έχεις βγεί έξω από το σώμα σου κι απλά παρακολουθείς μια κατάσταση σα να μην αφορά αυστηρά εσένα – και σα να απλώνεται στο πριν και το μετά του χρόνου.

Όλα τα κινηματογραφικά εργαλεία στην υπηρεσία δηλαδή μιας αφήγησης, αλλά πρωτίστως μιας αίσθησης. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του σινεμά, όταν σου επικοινωνεί κάτι δίχως να βασίζεται πρωτίστως στα λόγια και στην επεξήγηση. Αφηγηματικό σινεμά που καταφέρνει να έχει την υφή ενός χειροποίητου κολάζ. Με χρώματα, βλέμματα, αλλά και ρετρό μουσικές που ξεχειλίζουν από απογυμνωμένη συναισθηματικότητα.

Η Κιούκα βασίζεται σε ένα βραβευμένο μικρού μήκους φιλμ από το 2018, όπου είχαμε πρωτογνωρίσει τα δύο αδέλφια μέσα μια συρραφή σπιτικών βίντεο. Για την ακρίβεια, το μικρού μήκους εκείνο (με τίτλο Κιόκου – Πριν Έρθει το Καλοκαίρι) είχε αναπτυχθεί ως συμπληρωματικό κομμάτι της μεγάλου μήκους που ήδη βρισκόταν στο μυαλό του Χαραμουντάνη, και την οποία ετοιμάζει εδώ και συνολικά εφτά χρόνια.

Ήταν μεγάλο το ταξίδι του φιλμ προς τη μεγάλη οθόνη, όμως η πρώτη δικαίωση για τον Χαραμουντάνη και την παραγωγό εταιρεία Heretic (Τρίγωνο της Θλίψης, How to Have Sex) ήρθε με την επιλογή του φιλμ για το Acid του φεστιβάλ Καννών. To Acid είναι το παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ, εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, αφιερωμένο στην προώθηση ενός πλήρως ανεξάρτητου σινεμά από όλο τον κόσμο – εδώ έχουμε πρωτοδεί ταινίες όπως το ντεμπούτο της Ζιστίν Τριέ, Age of Panic, ή το αξέχαστο Thunder Road του αγνά ανεξάρτητου αμερικάνου δημιουργού Τζιμ Κάμινγκς.

Με την Κιούκα να έχει κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες, ο Κωστής Χαραμουντάνης εξηγεί στο Magazine το πώς κατάφερε να φέρει αυτή την ιστορία στην οθόνη, πόσο αυτοβιογραφική –κατέληξε να– είναι, και πόσο δύσκολη ήταν σε όλα τα επίπεδα.

Πότε γεννήθηκε αυτή η ιστορία για σένα, από πού προήλθε; Είναι δοσμένη με έναν πολύ όμορφο, πολύ συναισθηματικό τρόπο, και σιωπηλά μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο δυνατό όσο προχωράει η ταινία.

Η Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού, αποτελείται από ένα συνονθύλευμα πολλών ιδεών και αληθινών γεγονότων, που όμως έχουν υποστεί μια επεξεργασία για να μπορέσουν να σταθούν και να συνθέσουν μια πλοκή. Η ταινία είναι προϊόν μυθοπλασίας αλλά έχω εμπνευστεί αρκετά από την παιδική και εφηβική μου ηλικία, από την οικογένειά μου όπου πηγαίναμε μαζί στον Πόρο για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.

Κατά την δημιουργία της ταινίας και κυρίως στο μοντάζ όπου άρχισα σταδιακά να την βλέπω πια σαν μια ολοκληρωμένη ιστορία, ανακάλυψα πως ασυναίσθητα είχα βάλει πολλά δικά μου προσωπικά στοιχεία σε αυτήν. Περισσότερα από όσα νόμιζα. Προς το τέλος ακόμα και κάποια κομμάτια που θεωρούσα κατά βάση μυθοπλαστικά, συνειδητοποίησα πως συνέβαιναν όντως στην ζωή μου και πως ασυνείδητα τα είχα παρατηρήσει και εκφράσει μέσα από το σενάριο.

Πότε αποφάσισες ότι αυτή θα ήταν η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία σε σχέση με την μικρού; Υπήρχε πάντα η σύνδεση; Πώς αναπτύχθηκε η ιστορία από το ένα φορμάτ στο άλλο;

Το καλοκαίρι του 2017, αφότου είχα μόλις τελειώσει το ΤΕΡΑΣ κοιμάται άρχισα να γράφω την επόμενή μου ταινία μικρού μήκους. Ήθελα να είναι πάλι κάτι διαφορετικό, πιο δύσκολο, πιο προσωπικό σε σχέση με ότι είχα μέχρι στιγμής κάνει. Ο τίτλος της, Κιούκα Ταξιδεύοντας στο Φεγγάρι Μέσα από την Απέραντη Θάλασσα. Καθώς έγραφα το σενάριο, ένιωσα αρκετά σύντομα ότι η φόρμα της μικρού μήκους δεν της ταίριαζε, διότι η ιστορία της συνεχώς μεγάλωνε. Κάπως έτσι οδηγήθηκα στην απόφαση να συνεχίσω την γραφή της όμως πια σαν μεγάλου μήκους. Eπέλεξα να κάνω παράλληλα και μία μικρού μήκους ταινία, όπου εγώ την έβλεπα σαν “prequel”, την Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι. Η Κιόκου ήταν ένα πείραμα με στόχο να εξερευνήσω πρακτικά τους χαρακτήρες, την ιστορία, την κινηματογράφηση, και γενικότερα την σκηνοθετική προσέγγιση που με ενδιέφερε να αναπτύξω, πάντα με βάση το σενάριο της μεγάλου μήκους που μόλις είχα αρχίσει να γράφω αλλά και με την σκέψη να δημιουργήσω κάτι νέο.

Η Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού (με τον καινούργιο της τίτλο), αποτελεί συνέχεια της Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι και είναι σε πολλά εισαγωγικά μια “κανονική” ταινία. Κανονική με την έννοια του ότι είναι μια πολύ συγκεκριμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Με καθαρή πλοκή, γειωμένους χαρακτήρες και ρεαλιστικούς διαλόγους. Στοιχεία που δεν υπάρχουν τόσο στις προηγούμενες ταινίες μου. Οι δυο αυτές ταινίες, η Κιόκου και η Κιούκα είναι από την αρχή συνδεδεμένες, τόσο στην πλοκή όσο και σκηνοθετικά, και αυτό είναι κάτι που στόχευα από την αρχή. Ήθελα η μία να συμπληρώνει την άλλη και με κάποιον τρόπο αυτό να επαληθευτεί και αφηγηματικά.

Τα χρώματα στην ταινία είναι εντυπωσιακά, και δεν αναφέρομαι μόνο στο φυσικό φόντο, αλλά στο πόσο αρμονικές είναι όλες οι συνθέσεις σαν αποχρώσεις και το πόσο έντονα και ζωντανά είναι όλα τα χρώματα χωρίς να βγάζουν κάτι το τεχνητό. Μίλησέ μου λίγο για αυτό το κομμάτι – και τεχνικά πώς δουλεύτηκε, αλλά και τι vibe είχες στο μυαλό σου.
Τα χρώματα είναι αποτέλεσμα της υπέροχης δουλειάς του διευθυντή φωτογραφίας Κωνσταντίνου Κουκουλιού και του colorist της ταινίας Μάνθου Σαρδή. Η ταινία από την αρχή της σύλληψής της πίσω στο 2017 ήταν να γυριστεί με μια παλιά Hi8 κάμερα του 1994. Εξού και η χρήση αυτής στην Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι. Απεχθανόμουν την τεχνική και απρόσωπη crystal-clear υφή που έχουν οι σύγχρονες κάμερες στον κινηματογράφο και ήθελα οπωσδήποτε να μην υπάρχει αυτό στην Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού.

Υπήρχε όμως ένας ενδοιασμός για την Hi8 και την τελική ποιότητα εικόνας που θα έχει η ταινία. Ο Κωνσταντίνος Κουκουλιός ήρθε με μια πολύ έξυπνη και δημιουργική πρόταση που ένωσε την ευκινησία και πρακτικότητα που είχαμε ανάγκη, με την απλότητα και την χειροπιαστή υφή που έψαχνα καλλιτεχνικά. Η ταινία γυρίστηκε με μια Alexa Mini σε φορμά Super 16 και vintage φακούς, που λόγω της παλαιότητάς τους είχαν λιγότερη ευκρίνεια και contrast από αντίστοιχους σύγχρονους, δίνοντας στην ταινία την ιδιαίτερη υφή της. Αυτή η κατεύθυνση μας επέτρεψε να είμαστε ευέλικτοι σαν setup αλλά και ταυτόχρονα να καταφέρουμε να έρθουμε πιο κοντά στο look που έχει το super 16.

Τα χρώματα ήταν ήδη φανταστικά από το γύρισμα αλλά στο color απογειώθηκαν. Ο Μάνθος μαζί με τον Κωνσταντίνο εργάστηκαν πάνω στην εικόνα της ταινίας με λεπτομέρεια, έχοντας από εμένα references όπως το Along the Coast της Ανιές Βαρντά. Ήθελα τα χρώματα να είναι έντονα, ζωηρά, να βγάζουν καλοκαίρι. Να υπάρχει ζέστη και πολύ φως που θα αντικρούεται με την δραματική πλοκή της ταινίας.

Πόσο δύσκολη ήταν η όλη διαδικασία για σένα; Υπήρξαν πράγματα που σε δυσκόλεψαν πολύ ως κάποιον που σκηνοθετεί για πρώτη φορά μεγάλου μήκους; Συνάντησες εμπόδια ή άλλαξες πράγματα στην πορεία – είτε για πρακτικούς λόγους, είτε επειδή είδες τα πράγματα αλλιώς;
Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να την γράφω έως και την ολοκλήρωσή της η ταινία πήρε σχεδόν επτά χρόνια και πάνω από είκοσι ντραφτ στο σενάριο, όπου κάθε φορά έφτανε όλο και πιο κοντά στην τελική μορφή της. Προσωπικά, ήταν μια αφάνταστα δύσκολη και ψυχοφθόρα διαδικασία. Δεν θα έλεγα σε καμία περίπτωση πως ήταν μια όμορφη εμπειρία καθώς με τον καιρό μου δημιούργησε χρόνιο στρες και αδιανόητο άγχος. Κάθε βήμα μπροστά στην δημιουργία της, έστω και μικρό, μου έφερνε δυσανάλογα προβλήματα τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσω και για τα οποία δεν σε προετοιμάζει ποτέ κανείς.

Έπρεπε να κάνω μεγάλες θυσίες και να συμβιβάζομαι συνεχώς, προσπαθώντας ταυτόχρονα (το οποίο είναι και το πιο δύσκολο) να κρατήσω το σκηνοθετικό μου όραμα καθαρό και να προστατέψω αυτό που θέλω να φτιάξω. Την ίδια στιγμή, στόχευα όλοι όσοι έμπαιναν σταδιακά μέσα σε αυτή την διαδικασία να είναι ισάξιοι, να εκφράζονται, να περάσουν ωραία, να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό, να είναι όλοι χαρούμενοι. Τα εμπόδια ήταν τόσα πολλά, κάποιες φορές εντελώς παράλογα, αλλά τις περισσότερες έρχονταν από εκεί που δεν το περίμενα. Η σχετική απειρία μου και σταδιακή κούραση δεν μου επέτρεπε να τα προλάβω και κάποια να τα διαχειριστώ σωστά.

Πολλά πράγματα έπρεπε να τα αλλάξω, είτε λόγω χρόνου, είτε λόγω budget, είτε γιατί δεν λειτουργούσαν, είτε από καθαρά δικό μου λάθος, είτε λόγω ασυνεννοησίας, είτε λόγω ασυμβατότητας. Από την άλλη, εκεί που δεν το έχεις συνηθίσει, εκτίθεσαι ξαφνικά σε δροσερούς πίδακες τύχης και ευημερίας, όπου όλα λειτουργούν όπως πρέπει με το αποτέλεσμα να καταλήγει καλύτερο από αυτό που περίμενες και είχες φανταστεί, με φοβερούς, ταλαντούχους και βοηθητικούς συνεργάτες κοντά σου να σε στηρίζουν.

Πολλές φορές έφτασα στο σημείο να τα παρατήσω, και βασικά εν τέλει το έκανα κάπως σιωπηλά. Τον Ιανουάριο, με το που το ολοκλήρωσα το μοντάζ της ταινίας, σταμάτησα ό,τι έγραφα και ετοίμαζα για το μέλλον. Δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο και να το ξαναπεράσω όλο αυτό. Έκανα ένα μεγάλο διάλειμμα. Όλα αυτά είναι μέρος της ζωής και της πραγματικής εμπειρίας του να φτιάχνεις μια ταινία. Πάντα θα είναι έτσι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σε άλλους μπορεί να έρχονται λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, σε άλλους λίγο πιο δύσκολα.

Έτσι όμως είναι η φύση αυτής της δουλειάς και δεν έχει καμία σημασία αν έχεις κερδίσει βραβεία, πόσο χρονών είσαι ή γενικά το ποιος είσαι. Το καλό ίσως είναι να μαθαίνεις από τις δυσκολίες, τις αποτυχίες και τα λάθη, και την επόμενη φορά να τα προλαβαίνεις, κάνοντας την όλη διαδικασία λίγο πιο βατή, ευχάριστη και όμορφη για σένα και τους άλλους. Με τον καιρό όλα αυτά όμως μένουν στο παρασκήνιο και στο τέλος δεν έχουν τόση σημασία. Αυτό που μένει είναι η ταινία.

Ποια ήταν η αντίδρασή σου όταν έμαθες ότι θα πάει στο ACID των Καννών η ταινία;
Ήξερα πως μέχρι στιγμής η ταινία είχε απορριφθεί από κάποια φεστιβάλ. Όταν έμαθα ότι μας πήραν στις Κάννες χάρηκα. Ένιωσα μια ανακούφιση. Όταν έψαξα με λεπτομέρεια το ACID μου άρεσε πολύ. Ένιωσα ότι μου ταιριάζει και πως βασικά, η ταινία βρήκε ένα φεστιβάλ που να της ταιριάζει. Μου αρέσει που δεν είναι διαγωνιστικού χαρακτήρα. Δεν έχει ανταγωνισμό, δεν έχει βραβεία και που είναι ανοιχτό στο κοινό. Που δεν έχει αυστηρό dress code και είναι πιο απλό και έχει σαν στόχο να προωθήσει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την τελευταία μου ταινία και είχα την λανθασμένη εντύπωση πως η δουλειά μου έκανε τον κύκλο της και είχε ξεχαστεί. Η ειλικρινής χαρά στα social, σε μηνύματα με συγκίνησε. Με έβγαλαν από την κατάσταση που με είχε αφήσει η δημιουργία της ταινίας. Σταμάτησα να νιώθω μόνος σε όλο αυτό.

Info:

Η Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη σεζόν. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται από 14 ως 25 Μαϊου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα