ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ: ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΜΕ ΕΒΓΑΛΕ Ο ΜΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΕΤΡΕΜΕ ΤΟ ΣΑΓΟΝΙ ΜΟΥ
Η μεγάλη φωνή που από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει να συγκινεί. Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης για τα παιδικά της χρόνια στη Μόσχα, τον Θεοδωράκη και τον Κηλαηδόνη, τα ’80s, το σήμερα και τα λάιβ που ετοιμάζει στο Άλσος.
Το απίθανο και πολύχρωμο παρελθόν της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, κάθε φορά που έχουμε την ευκαιρία να το βλέπουμε να απλώνεται μπροστά μας, πρέπει να νιώθουμε τυχεροί. Ένα ποτάμι λυρισμού, που ξεκινά από το τραγούδι-σταθμό της ζωής της, το “Δρόμοι Παλιοί” του Μίκη Θεοδωράκη (ναι, εκείνο το τραγούδι απ’ το ‘Σέρπικο’) και εκτείνεται μέχρι το σήμερα, παρά τη μεγάλη παύση που επιχείρησε στις αρχές του ‘90 και το ξαναξεκίνημα των μηχανών σε χαμηλότερες στροφές που ακολούθησε.
Παιδί πολιτικών προσφύγων που μεγάλωσε στη Μόσχα και ήρθε στην Ελλάδα για να πει τις “Μπαλάντες” του Θεοδωράκη, έμεινε εδώ, συνέχισε στο πλάι του κορυφαίου συνθέτη, ξανασύστησε στο κοινό τα ελαφρά τραγούδια του ‘30, προτού προσχωρήσει στον ‘80s ποπ -αλλά πάντα ποιοτικό- ήχο και ξαφνικά, μια μέρα του ‘93 φύγει για πάντα για την Κύπρο.
Με αφορμή τις παραστάσεις της στο Άλσος που ξεκινούν στις 8 Μαρτίου, βρεθήκαμε στο σπίτι της για να μιλήσουμε, όχι ακριβώς για όλα αυτά, θα ήταν αδύνατον μέσα σε μία ώρα, αλλά για να σταθούμε σε κάποια επιλεγμένα σημεία από όλη αυτήν τη διαδρομή. Ένας πολύ ζεστός άνθρωπος που δεν μας χάλασε το χατίρι να απαντήσει σε κάθε τι πιθανό και απίθανο που τον ρωτήσαμε.
Τη δεκαετία του ‘80 όταν κάνατε αυτά τα ποπ τραγούδια, το “Περιμένω Σινιάλο”, τα “Κόκκινα Πατίνια” κλπ, σε ποια μαγαζιά παίζατε; Δηλαδή ξέρω ποια ήταν τα μπουζούκια, πού πήγαινε αυτός ο κόσμος. Ο δικός σας κόσμος, πού πήγαινε όμως;
Πρώτα από όλα σε συναυλίες. Θυμάμαι το καλοκαίρι που βγήκε το “Περιμένω σινιάλο” που έκανα περιοδεία μαζί με τους Τερμίτες. Τραγουδούσε και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας σε αυτόν τον δίσκο. Και από εκεί γνώρισα και τον Αντώνη Μιτζέλο που αργότερα συνεργαστήκαμε κιόλας.
Γενικά συναυλίες έκανα τότε. Τα νυχτερινά κέντρα και οι μπουάτ που έπαιξα είναι μετρημένα.
Ή όταν παρουσίασα το “Χαίρω πολύ” ήμασταν μια τετράς στον “Ζυγό” στην Πλάκα. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Μηλιώκας, η Αφροδίτη Μάνου κι εγώ.
Μια φορά πάντως τραγούδησα με τον Ζαμπέτα και τον Κόκοτα σε ένα μαγαζί στη Συγγρού, το οποίο ήταν τι να σας πω τώρα… Σπάγανε πιάτα στα πόδια μου.
Α, έχετε πει λαϊκά;
Του Ζαμπέτα. Μέχρι εκεί. Ήταν η μόνη φορά βέβαια που έπαιξα σε τέτοιο μαγαζί. Στο “Playboy”, σε παρακαλώ (γελάει). Έτσι ονομαζόταν. Ωραία εμπειρία.
Τα λεφτά δεν ήταν καλύτερα;
Ναι, ήταν πολύ καλά. Νομίζω δεν ξαναπήρα ποτέ τόσα γιατί καταρχάς εγώ τρόμαξα και έφυγα νωρίτερα, δεν άντεξα. Παρόλο που η συνεργασία με τον Ζαμπέτα ήταν εξαιρετική. Ήταν πάρα πολύ καλός.
Οπότε εκεί θα λέγατε και λαϊκά τραγούδια φαντάζομαι.
Κι όμως εγώ έβγαινα στο δικό μου το πρόγραμμα εντελώς από άλλο ανέκδοτο, με ένα άσπρο φουστανάκι σαν μπαλαρίνα, γιατί ήμουν πάρα πολύ αδύνατη και έλεγα “λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου και πάλι φίλε μου”… Και το κοινό βεβαίως από κάτω ήταν κυρίως άντρες.
Και θυμάμαι ότι και οι κοπέλες κατέβαιναν και κάτω στα τραπέζια, όπου εγώ δεν ήξερα τίποτα από αυτό τον κόσμο. Και μάλιστα στο καμαρίνι ήμασταν μαζί με μια κοπέλα και μια μέρα με ρωτάει “καλά, εσένα δε σου λένε να κατεβαίνεις στα τραπέζια;”. Της λέω “όχι. Γιατί εσένα σου λένε;” και μου απαντάει “ναι. Αν δεν κατέβω στο τραπέζι, δεν θα πληρωθώ”.
Ωχ άσχημο.
Πολύ άσχημο. Σοκαρίστηκα. Εν τω μεταξύ ήταν ένα πολύ αγνό πλάσμα από την επαρχία. Και είχε και κακό τέλος. Σκοτώθηκε σε ένα τροχαίο από ό,τι έμαθα μετά. Πολύ νέα.
Να ρωτήσω κάτι που μου ήρθε τώρα. Όταν κάνατε το “Δρόμοι Παλιοί”, το “Σέρπικο” το είχατε δει;
Όχι, ιδέα δεν είχα. Ποιο “Σέρπικο”; Αφού εγώ ήμουν στη Ρωσία όταν μου έγινε η πρόταση να το τραγουδήσω. Δεν ήξερα καν ότι είναι από ταινία.
Αν και βέβαια το τραγούδι προηγήθηκε της ταινίας. Η ιστορία είναι ως εξής: είχαν ζητήσει από τον Μίκη κάποια μουσική για να ντύσει αυτήν την ταινία και εκείνος τους περίμενε σε μια αίθουσα που είχε ένα πιάνο, παίζοντας τη μελωδία από το “Δρόμοι Παλιοί”. Και μπήκαν εκείνη την ώρα οι παραγωγοί και του λένε “τι είναι αυτό;”. “Είναι από ένα τραγούδι που έγραψα”. “Αυτό θέλουμε”. “Αφού αυτό θέλετε, πάρτε το”.
Ενώ το είχε ήδη γράψει δηλαδή πάνω στους στίχους του Αναγνωστάκη.
Ναι, υπήρχε ήδη το τραγούδι. Βέβαια, πήραν τη μουσική και έκαναν διασκευή γιατί υπάρχει σε διάφορες μορφές μέσα στην ταινία. Υπάρχει μία με σαξόφωνο, μία άλλη με μεγάλη ορχήστρα, μία άλλη που λέει μόνο τη μελωδία, αυτή που είναι σαν ρετσιτατίβο.
Οπότε την ταινία την είδατε μετά;
Πολύ αργότερα, στην Ελλάδα πια.
Λέτε ο Αλ Πατσίνο να το έχει ακούσει το τραγούδι από εσάς;
Δεν ξέρω, δεν νομίζω (γελάει λίγο). Μακάρι, ωραία θα ‘τανε! Μ’ αρέσει η ιδέα! Θα το φαντάζομαι ότι ο Αλ Πατσίνο μ’ άκουσε, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ ως ηθοποιός.
Οπότε συγγνώμη τώρα που ρωτάω, επειδή κι εγώ δεν ξέρω πώς ήταν η ζωή στη Μόσχα του ‘60 και του ‘70, αλλά αυτές οι αμερικανικές ταινίες σαν το “Σέρπικο” δεν έφταναν εκεί;
Όχι.
Ο “Νονός” ας πούμε δεν είχε παιχτεί;
Όχι. Πρώτα απ’ όλα δεν έφταναν αμερικανικές ταινίες, ήταν ολίγον τι σε απαγόρευση. Από τη Δύση έφταναν γαλλικές ταινίες και λίγο ιταλικές.
Βέβαια εγώ είχα μανία με τις ταινίες και επειδή είχα μπει στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου είχαμε λέσχη κινηματογραφική, έβλεπα διάφορες που δεν παίζονταν έξω στους κινηματογράφους.
Μια φορά φέρανε μια ταινία με την οποία εγώ τρελάθηκα γιατί δεν είχα ξαναδεί αυτού του είδους τον κινηματογράφο. Ξέρεις ποια ήταν; Το “Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν” με την Τζέιν Φόντα. Και μετά η δεύτερη ταινία με την οποία τρελάθηκα ήταν ένα μιούζικαλ με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, το “Ένα αστείο κορίτσι”. Πάλι δεν είχα δει κάτι τέτοιο.
Άρα αυτές οι ταινίες μπορεί να έρχονταν, αλλά έρχονταν σε πιο μικρές ομάδες, κυκλοφορούσαν κάπως πιο υπόγεια.
Ίσως επειδή ήταν και πανεπιστήμιο, δεν ξέρω. Πάντως σε ανοιχτές αίθουσες δεν πήγαιναν οι ταινίες αυτές.
Και ισπανική φιλολογία πώς και θέλατε να σπουδάσετε;
Έλα, ντε; Ε, πες τώρα κι εσύ (γελάμε). Μια Ελληνίδα στη Μόσχα να μαθαίνει ισπανικά.
Κάτι θα είχατε δει όμως, κάτι θα σας είχε τραβήξει. Δεν ξέρω. Μήπως η λατινοαμερικανική λογοτεχνία;
Πρώτα από όλα είχαν πολύ φιλικές σχέσεις οι Ισπανοί με τους Έλληνες εκεί. Έκαναν παρέα οι δύο κοινότητες: η δική τους που πήγε μετά τον ισπανικό εμφύλιο το ‘39 και η δική μας που πήγε μετά τον δικό μας εμφύλιο. Οι λέσχες μας έκαναν γιορτές μαζί.
Επίσης, η μαμά μου ήταν τρελαμένη με τη μουσική τη σπανιόλικη, την έβαζε στο σπίτι, κι έτσι άρχισα κι εγώ να ακούω. Και μετά παρασύρθηκα πάρα πολύ από τον Λόρκα. Τρελάθηκα.
Είχατε δει θέατρο και…
Και θέατρο και τα ποιήματα και τη μουσική του, γιατί είχε γράψει πολλά τραγούδια ο Λόρκα. Ήταν και εξαιρετικός μουσικός.
Μετά ήταν και η τραγική του μοίρα και όλο αυτό με συγκίνησε και αντί να πάω αγγλική φιλολογία που θα μπορούσα, πήγα ισπανική.
Άρα εσείς ήσασταν μικρή και μπορεί να είχατε βρεθεί μπροστά σε έναν Ισπανό πρώην Δημοκρατικό να μιλάει με έναν Έλληνα πρώην αντάρτη πχ.
Βέβαια, συνέχεια. Θυμάμαι και στο σπίτι μας να έρχονται κάποιοι Ισπανοί. Μάλιστα ένας που ήταν και πολύ φίλος μας τελικά κατέληξε στην Κούβα γιατί κάποιοι Ισπανοί πήγαν εκεί για δουλειά.
Θυμάμαι κάτι πολύ ωραίες γιορτές.
Ένας νέος το ‘60 στη Μόσχα, όταν ήθελε να επαναστατήσει, ήθελε να πάει κόντρα στους γονείς του, τι έκανε εκεί; Με ποιον τρόπο επαναστατούσε; Υπήρχε πχ κάποια μουσική που άκουγε;
Κοίτα να δεις, ναι μεν λέμε ότι επίσημα δεν υπήρχαν οι Μπιτλς, ο Μπομπ Ντίλαν κλπ αλλά υπόγεια σε μπομπίνες, σε ταινίες, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Τουλάχιστον στη Μόσχα, που ήταν έτσι και πιο πνευματική πόλη όπως και στο Λένινγκραντ, δηλαδή στη σημερινή Αγία Πετρούπολη.
Τα μαλλιά, οι μόδες, οι τάσεις…
Είχε τέτοια;
Ναι, υπήρχαν. Ήταν λίγο αστεία βέβαια, γιατί ήταν μία μίμηση όλο αυτό η οποία μάλιστα καθυστερούσε και λίγο, ερχόταν πάντα με ένα delay. Μέχρι να φτάσει το κύμα εκεί, μπορεί να ήταν ήδη ξεπερασμένο στις υπόλοιπες χώρες.
Τα ρωτάω αυτά γιατί σκέφτομαι ότι εσείς ξεκινήσατε 17 χρονών και κάνατε ένα δίσκο με τον Θεοδωράκη και ότι ίσως ένα κορίτσι σ’ αυτήν την ηλικία να ήταν πιο αναμενόμενο να είχε ως όνειρό της να πει κάποιου άλλου είδους μουσική. Εφόσον, βέβαια, ήξερε τότε ότι υπήρχε η ντίσκο, υπήρχε η ποπ, οι Led Zeppelin, κλπ. Εσείς εκφραστήκατε πραγματικά με αυτά τα τραγούδια του Θεοδωράκη; Σας έφτανε ή θέλατε κάτι πιο κοντά σε αυτό που άκουγαν τότε οι νέοι;
Για τότε, ναι, εκφράστηκα. Μα και τώρα ακόμα συνεχίζω να λέω Θεοδωράκη.
Ναι, όταν ήσασταν 17 όμως, αυτό ρωτάω. Τότε που ο έφηβος ψάχνει να ξεσπάσει…
Ξέρεις κάτι; Εμείς οι Έλληνες ήμασταν λίγοι στη Μόσχα και έτσι ήμασταν πολύ δεμένοι. Και αν μας έμαθαν κάτι οι γονείς μας ήταν ότι “εδώ είμαστε φιλοξενούμενοι. Θα γυρίσουμε οπωσδήποτε στην πατρίδα”.
Η νοσταλγία υπήρχε, έρεε παντού, όποτε βρίσκονταν οι γονείς μας με άλλους γονείς και αυτό μας το πέρασαν και εμάς. Εγώ στη Ρωσία δεν τραγουδούσα ρωσικά τραγούδια. Καθόλου.
Κάπου διάβασα ότι όταν εδώ είχαμε χούντα, εσείς κάνατε συναυλίες εναντίον της στη Ρωσία μαζί με τη μητέρα σας.
Η μαμά μου κυρίως. Εκείνη είχε φτιάξει ένα συγκρότημα γιατί είχε εξαιρετική φωνή, το οποίο ονόμασε “Ρωμιοσύνη” και γύρισε όλη τη Ρωσία απ’ άκρη σε άκρη, δίνοντας συναυλίες και τραγουδώντας ως επί το πλείστον Θεοδωράκη. Κι εγώ μεγάλωνα δίπλα σ’ αυτό.
Τραγούδησα μαζί της λίγο πριν διαλυθεί αυτό το συγκρότημα.
Έχει αποτυπωθεί η φωνή της μητέρας σας σε αυτό το δίσκο που έχετε κάνει με τα ρωσικά τραγούδια.
Ναι. Ευτυχώς. Και υπάρχει και ένα δισκάκι στη Μόσχα, ένα μικρούλι. Κάπου το έχουμε στο σπίτι, πρέπει να το βρω.
Γενικά αυτό ήθελα να καταλάβω κι εγώ, πώς εκφραστήκατε στα 17 σας με Θεοδωράκη και όχι πχ με κάτι πιο ποπ.
Ήταν κάτι σαν φυσική συνέχεια για μένα, δηλαδή ούτε καν αναρωτήθηκα. Από τη στιγμή που μου είπε ο Θεοδωράκης “εσένα θέλω, θα πεις τις ‘Μπαλάντες’”, τι θα έκανα εγώ; Θα έλεγα “όχι;”. Σε καμία περίπτωση. Ούτε αναρωτήθηκα ούτε τίποτα.
Πρώτα απ’ όλα να σας πω κάτι. Οι “Μπαλάντες” είναι πάρα πολύ μοντέρνο έργο. Ο Θεοδωράκης εκείνη την εποχή έκανε ένα άλμα, μην κοιτάτε που βγήκε μετά τη μεταπολίτευση και το κύμα ήταν αλλού. Γι’ αυτό και αυτά τα τραγούδια ζούνε ακόμη, δηλαδή το “Δρόμοι παλιοί” το έχουν πάρει όλοι οι τραγουδιστές. Και ευτυχώς. Εγώ χαίρομαι να λένε τραγούδια που έχω πει.
Απ’ την άλλη είναι και ο Αναγνωστάκης που επειδή ήταν μεγάλος ποιητής με αυτά τα ποιήματα βλέπει πίσω, βλέπει το σήμερα, αλλά βλέπει και το αύριο.
Τον είχατε γνωρίσει;
Ναι.
Πώς σας είχε φανεί;
Τον θαύμαζα όπως και όλους αυτούς τους ανθρώπους τους τεράστιους που γνώρισα τότε (τον Γκάτσο, τον Ρίτσο κλπ). Ένα κοριτσάκι ήμουν, το οποίο καθόταν και χάζευε. Ούτε μίλαγα ούτε τίποτα. Ήμουν ένα αμίλητο πλάσμα και απλώς ρουφούσα την κάθε κουβέντα που λέγανε και τους παρακολουθούσα με μεγάλο θαυμασμό.
Αλλά φαντάζομαι θα είναι και μεγάλη χαρά να ακούτε καλά λόγια από αυτούς.
Δεν θυμάμαι και να μου λένε και πολύ καλά λόγια.
Όχι;
Δεν νομίζω να μου δίναν και πολλή σημασία. Ένα μικρό ήμουν που καθόταν εκεί πέρα…
Εγώ διάβασα πάντως πως όταν ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή σας στην Ελλάδα, είπανε “πού τη βρήκε αυτή ο Θεοδωράκης; Τι φωνή είναι αυτή;”.
Δεν το πήρα χαμπάρι.
Θα την ψωνίζατε πιστεύετε;
Μπορεί, τι να πω. Στα 17 σου δεν ψωνίζεσαι κάπως;
Όχι, δεν το κατάλαβα ποτέ. Γενικά δε νομίζω ότι εισέπραξα και πολλά “μπράβο” στη ζωή μου. Ή τουλάχιστον δεν τα πρόσεξα. Και νομίζω ότι και πολλές φορές το έκανα αυτό και για να μη με επηρεάσουν.
Και καμιά φορά μου βάζουν και τις φωνές οι φίλες μου.
Τι σας λένε;
“Μα καλά, δεν καταλαβαίνεις ότι αρέσεις;”. Δεν το καταλαβαίνω.
Αλλά τελικά νομίζω ότι αυτό μου βγήκε σε καλό. Ναι μεν με ταλαιπώρησε γιατί συνέχεια κριτίκαρα και αμφισβητούσα τον εαυτό μου, αλλά αυτό με έβαλε να προσπαθώ και να εξελίσσομαι.
Σας έκανε καλύτερη;
Αυτό το πιστεύω. Τώρα πόσο καλύτερη, εντάξει, δεν ξέρω, αλλά ότι έχω εξελιχθεί από τότε που βγήκα μέχρι σήμερα, αυτό είναι γεγονός.
Στο “Μεθυσμένο Κορίτσι”, τον δίσκο που ήταν μαζί ο Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι, αναρωτιέμαι αν αυτοί οι δύο βρέθηκαν μαζί στο στούντιο και ήσασταν κι εσείς εκεί. Πώς ήταν να τους βλέπετε μαζί.
Δεν θα σας πω γιατί τη λέω αυτήν την ιστορία φέτος στην παράσταση στο Άλσος!
Α, ναι;
Ναι, είναι τρία τα σποτς του προγράμματος. Τα δύο από αυτά είναι οι δύο δίσκοι: οι “Μπαλάντες”, όπου μετά από πάρα πολλά χρόνια θα πω και τα τέσσερα τραγούδια που είπα σε εκείνο τον δίσκο. Τα πεθύμησα και θέλω να τα φτάσω και στον κόσμο, καθώς ειδικά το ”Οι στίχοι αυτοί” και το “Κάτω από τα ρούχα μου” δεν τα ξέρει καθόλου. Είναι άγνωστα.
Και το δεύτερο σποτ είναι το “Μεθυσμένο κορίτσι”, όπου επιτέλους θα πω μαζεμένα κάποια τραγούδια του Μάνου.
Και από τη στιγμή που κάνουμε διάλειμμα χώρισα την παράσταση σε δύο μέρη και έκανα δύο μονόπρακτα. Το πρώτο μέρος το ονόμασα “Προβληματιζόμαστε” και το δεύτερο μέρος “Αγαπιόμαστε”.
Ωραία σειρά.
Το πρώτο μέρος έχει κάποιους κοινωνικούς προβληματισμούς. Το είχα ανάγκη. Νιώθω έναν βαθύτατο θυμό για τους πολέμους, για τις αδικίες που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή απέναντι στην ανθρωπότητα, στον πλανήτη, στους αδύναμους.
Να φανταστώ ότι ιδεολογικά ανήκετε στην Αριστερά;
Δεν έχω ενταχθεί ποτέ σε κάποιο κόμμα αλλά ιδεολογικά, ναι. Θα έλεγα ότι είμαι πάντα με τον αδύναμο, με τον αδικημένο. Θα δώσω εκεί το δίκαιο.
Όταν στις αρχές του ‘90 σταματήσατε να τραγουδάτε και φύγατε για την Κύπρο, δεν σας έψαξαν από εδώ, δεν σας είπαν “γυρίστε πίσω”;
Υπήρξαν κάποιες προτάσεις αλλά εγώ τότε είχα αποστασιοποιηθεί από το τραγούδι γενικά. Τίποτα δεν τραγουδούσα.
Προσπαθώ να καταλάβω…
Ούτε Θεοδωράκη ούτε Χατζιδάκι ούτε ρετρό ούτε ‘80s. Τίποτα. Μούγκα. Ήθελα να σιωπήσω γιατί ένιωσα ότι μπήκα σε έναν άλλον ρυθμό, εμπορικό, ο οποίος δεν μου πήγαινε.
Το τραγούδι είναι μεράκι για μένα. Και όταν άρχισα να χάνω αυτή την αγνότητα, αυτήν την όρεξη, σταμάτησα. Πολλές φορές ένιωθα ότι βγαίνω στη σκηνή και τραγουδάω σαν ρομπότ. Έβαζα τον αυτόματο πιλότο και πήγαινα.
Και δεν σας ταίριαζε αυτό.
Αν δεν καταθέσω την ψυχή μου εκείνη την ώρα, αν δεν πω την αλήθεια μου, δεν είμαι εγώ.
Αυτά τα χρόνια που λείψατε υπήρξαν κάποιες προτάσεις για να γυρίσετε; Υπάρχει κάποια εξωφρενική;
Κατά ένα περίεργο τρόπο οι προτάσεις ήταν πιο πολύ θεατρικές. Ίσως επειδή έκανα λίγο παραπάνω θέατρο προς το τέλος πριν φύγω, πριν σιωπήσω που λένε στο τραγούδι.
Και στην Κύπρο είχα τέσσερις προτάσεις για θέατρο και από εδώ είχα, από τον Γρηγόρη Βαλτινό αλλά τότε πραγματικά δεν ήθελα να βγαίνω γενικά στη σκηνή. Δεν ήταν μόνο το τραγούδι.
Γενικά πάντως νιώθατε ότι δεν σας ταίριαζε και τόσο το θέατρο;
Όχι, μου ταιριάζει απλώς στο θέατρο ήμουν στο νηπιαγωγείο και την ίδια εποχή στο τραγούδι είχα βγάλει σχεδόν το πανεπιστήμιο. Βέβαια, το χρησιμοποιώ πολύ το θέατρο.
Και στη σκηνή; Πάνω στην πρόζα;
Ναι, το κάνω. Ακόμα και στο πότε τραγουδάω, δίνω πάρα πολύ βαρύτητα στο στίχο. Πολύ. Παίζει μεγάλο ρόλο.
Εσείς έχετε μπει ποτέ στη διαδικασία να γράψετε;
Τραγούδια; Όχι, δεν μπορώ. Προσπάθησα αλλά δυστυχώς δεν έχω το ταλέντο. Για δυο πράγματα λυπάμαι που δεν έχω ταλέντο: να γράφω τραγούδια και να μπορώ να ζωγραφίζω.
Έχετε κάποιους Έλληνες ζωγράφους που είναι αγαπημένοι σας;
Τους βλέπετε.
(σ.σ. Με προτρέπει χαμογελώντας να κοιτάξω γύρω μου αλλά εγώ μην έχοντας ιδέα από ζωγραφική, προσέχω δύο εικονίσματα και τη ρωτάω αν πιστεύει)
Πιστεύω, ναι. Όχι με την έννοια ότι είμαι τακτική στην Εκκλησία, αλλά με έναν δικό μου τρόπο μάλλον.
Θα πείτε και τα τραγούδια σας που έχετε κάνει με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη; Το “Πάμε σαν άλλοτε”:
Α, τα ρετρό λέτε. Λέω ένα στιγμιότυπο.
Και με τον Διονύση Σαββόπουλο έχω κάνει έναν παρόμοιο δίσκο. Ζήλεψε τότε και με φώναξε να κάνουμε και μαζί ένα, το “Ο εξαίρετος κύριος Γιαννίδης”.
Η δικιά μου γενιά αυτά τα τραγούδια τα βρήκε ήδη γνωστά. Όταν τα είπατε εσείς τότε όμως, πχ το “Ας ερχόσουν για λίγο”, τα ήξερε ήδη ο κόσμος;
Εγώ δεν τα ήξερα γιατί ήμουν μεγαλωμένη στη Ρωσία και είπαμε: η μαμά μου ήταν φανατική με τον Θεοδωράκη, άντε και λίγο Χατζιδάκι. Κάποια στιγμή ερωτεύτηκε και τον Χατζή και τον ακούγαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ στο σπίτι.
Άρα εσείς πού τα μάθατε αυτά τα ελαφρά τραγούδια του ‘30;
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου φταίει, αυτός πρώτος το σκέφτηκε. Εγώ αντέδρασα πάρα πολύ.
Γιατί;
Γιατί είπα ότι δεν τα ξέρω, ότι δεν είναι βιώματά μου. Τι δουλειά έχω εγώ τώρα με τραγούδια του ‘30 και του ‘40; Φέρτε μου καινούργιο υλικό, καινούργια τραγούδια από νέους ανθρώπους. Τι θα γίνει εδώ δηλαδή; Όλο και πιο πίσω πάμε; Δεν θα πάμε μπροστά; (γελάει).
ΟΚ, το καταλαβαίνω αυτό.
Αλλά ευτυχώς με έπεισαν -και ο Παπαστεφάνου και ο Πατσιφάς που ήταν διευθυντής της Λύρα. Και είχαν τεράστια επιτυχία τελικά.
Ο πιο εμπορικός σας δίσκος ποιος είναι αν επιτρέπετε; Ποιος έχει πουλήσει περισσότερο;
Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα.
Αυτός πόσο να πούλησε; Να έγινε χρυσός πχ;
Όχι, κανένας δίσκος μου δεν έχει γίνει χρυσός. Καταρχάς, για να γίνει χρυσός ένας δίσκος τότε ήθελε πάρα πολλές πωλήσεις, δηλαδή οι 100.000 μπορεί και να μην έφταναν.
Από τότε, βέβαια συνεχίζουν να πουλάνε, δεν ξέρω τι έχει γίνει τώρα. Βέβαια, σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να γίνει χρυσός ή πλατινένιος ένας δίσκος, έχει πέσει πολύ ο αριθμός των πωλήσεων.
Οπότε αυτά τα τραγούδια από το “Πάμε σαν άλλοτε”, ήταν ήδη γνωστά στους υπόλοιπους, και πριν τα πείτε εσείς; Πχ το “Ας ερχόσουν για λίγο”;
Νομίζω το ήξεραν. Εγώ δεν τα ήξερα (γελάει).
Αλλά σφραγίστηκαν από σας, όπως πχ το “Πόσο λυπάμαι”.
Βέβαια, το έχει πει και η Βέμπο.
Καθίσατε και την μελετήσατε τότε;
Ε, δεν θα τη μελετούσα (σ.σ. χαμογελάει); Σαν καλή μαθήτρια; Ήμουν καλή μαθήτρια και ακόμα είμαι. Μελετάω.
Απλά από ό, τι καταλαβαίνω δεν το ευχαριστηθήκατε και τόσο πολύ.
Όχι, το ευχαριστήθηκα γιατί ήταν κάτι καινούργιο. Μπήκα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο αλλιώς δεν θα τα έλεγα.
Και ειδικά στον πρώτο δίσκο με τον Λουκιανό το ευχαριστήθηκα γιατί εκεί τραγούδησα μαζί με το φοβερό τζαζ τρίο του Μικέλη, Ό, τι ακούτε εκεί, εγώ το τραγούδησα μαζί με την ορχήστρα. Δεν είναι playback. Και αυτό δίνει άλλη ζεστασιά.
Εγώ γενικά δεν είμαι πολύ του στούντιο. Δε μ αρέσει, ταλαιπωρούμαι. Όμως σ’ αυτούς τους δίσκους που ήταν μαζί με την ορχήστρα, ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Δεν είναι πιο δύσκολο ο συγχρονισμός; Αν κάποιος κάνει ένα λάθος;
Είναι πιο δύσκολο για τους τραγουδιστές που δεν έχουν πολύ καλό αυτί (γελάει). Το λέω έτσι ευγενικά γιατί αναγκάζονται οι μουσικοί να το παίζουν και να το ξαναπαίζουν μέχρι να βρεις εσύ τη νότα. Κι αν τη βρεις. Ευτυχώς έχω το καλό ότι δεν φαλτσάρω. Οπότε δημιουργούταν μια ωραία ατμόσφαιρα σε κάθε τραγούδι γιατί παίζαμε όλοι μαζί, όπως στις συναυλίες.
Ο Κηλαηδόνης τι άνθρωπος ήταν;
Γλύκας. Και εγώ πάντα γελούσα με αυτό το λίγο νωχελικό που είχε ο Λουκιανός και στη συμπεριφορά και στο πως περπατούσε. Ωραίος άντρας επίσης. Αλλά ναι, ήταν γλυκός. Δεν ήταν καθόλου καταπιεστικός. Εγώ μετά από αυτό το αυστηρό του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, την καταβρήκα μαζί του.
Ο Σαββόπουλος όμως θα ήταν πιο αυστηρός.
Ναι, βέβαια. Τα ήθελε έτσι όπως τα ήθελε.
Τον ακούγατε τότε, σας άρεσε;
Δεν τον ήξερα καθόλου, εδώ τον έμαθα. Και επειδή τα τραγούδια του Σαββόπουλου από ό, τι έχω καταλάβει είναι δεμένα πάρα πολύ με κάποια γεγονότα εδώ που εγώ δεν τα έζησα, δεν είχα συναισθηματικό δέσιμο με αυτά τα τραγούδια.
Κάποια μου αρέσουν πάρα πολύ, κάποια άλλα δεν τα αντιλαμβάνομαι, ούτε καν το στίχο, γιατί μου είναι μακρινά.
Η μπαλάντα πχ για τον Κοεμτζή δεν σας λέει τίποτα εσάς.
Ναι. Είναι όμως ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Δυνατό. Ή το “Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια”. Καταρχάς να πω ότι μία από τις πιο αγαπημένες μου τραγουδίστριες είναι η Σωτηρία Μπέλλου, παρόλο που δεν είμαστε στο ίδιο τραγουδιστικό στυλ. Εκείνη είναι πολύ δωρική, εγώ είμαι λυρική. Αλλά όταν την ακούω ανατριχιάζω. Όπως και τη Μοσχολιού. Αυτές είναι οι δύο αγαπημενες μου.
Τις είχατε γνωρίσει;
Τη Μοσχολιού, ναι. Α, και την Μπέλλου τη γνώρισα! Είχα πάει στον Τσιτσάνη και ήταν και η Μπέλλου. Και μας σύστησαν.
Πώς και δε σας πρότειναν κάτι όλοι αυτοί; Δεν σας πήραν από κοντά;
Ήμουν σε έναν άλλο κόσμο μουσικό.
Επίσης δεν θεωρώ τον εαυτό μου λαϊκή τραγουδίστρια, και δεν πιστεύω ότι όλοι μας μπορούμε να τραγουδάμε τα πάντα. Και να μπαίνουμε στα χωράφια ο ένας του άλλου. Αν μπορεί κάποιος να το καταφέρει, εντάξει, εγώ δεν μπορώ. Μπορώ να κάνω καλά κάποια πράγματα συγκεκριμένα.
Η αγαπημένη σας συναυλία με τον Μίκη Θεοδωράκη ποια είναι; Να τη θυμάστε και να λέτε “ας μην είχα κάνει καμία άλλη. Μου αρκεί αυτή”.
Κοίτα, υπήρχαν πολλές αλλά αυτή που σίγουρα έχει μείνει στη μνήμη μου ήταν η πρώτη σε ένα γήπεδο στην Κοκκινιά το καλοκαίρι του ‘76. Είχα κάνει τον δίσκο αλλά δεν είχε αρχίσει η συνεργασία, είχα ξαναφύγει στη Μόσχα για να συνεχίσω τις σπουδές μου.
Έκατσα έναν χρόνο όμως και μετά γυρίσαμε οριστικά πια στην Ελλάδα.
Και οι γονείς;
Και μόλις γυρίσαμε -και οι γονείς, ναι- υπήρχε αυτή η μεγάλη συναυλία με όλους τους τραγουδιστές του Θεοδωράκη… Φαραντούρη, Μπιθικώτσης, Καλογιάννης κλπ. Και ξαφνικά του ‘ρχεται η ιδέα και μου λέει “θα τραγουδήσεις κι εσύ”. Χωρίς πρόβα, χωρίς τίποτα. Ένα κοριτσάκι το οποίο δεν ήξερε πώς περπατάνε στη σκηνή, όχι πως τραγουδάνε. Και η πρόβα για να καταλάβεις έγινε στα αποδυτήρια του γηπέδου. Φώναξα τα μπουζούκια, τον Καρνέζη και τον Παπαδόπουλο, ήρθαν εκεί, παίξαμε κάτι γρήγορα, και βγήκα.
Τέτοιο τρακ δεν είχα ξανά στη ζωή μου. Αφού βγήκαν και οι εφημερίδες την άλλη μέρα: “Ο Θεοδωράκης μας παρουσίασε μια καινούργια τραγουδίστρια, πολύ τρακαρισμένη” (σ.σ. γελάει).
Α, το καταλάβανε; Φάνηκε;
Μα όταν βγήκα έτρεμα τόσο πολύ. Και όχι μόνο τα χέρια μου που για να μη φαίνεται άρπαξα το μικρόφωνο. Έτρεμε και το σαγόνι μου.
Και υπάρχει και φωτογραφία από εκείνη τη συναυλία με τον Μίκη να με κοιτάει με ένα ύφος “θα το βγάλει τώρα αυτή το τραγούδι ή όχι;”.
Αργότερα, όταν πια είχατε την άνεση, δεν του είπατε “τι είναι αυτό που μου ‘κανες τότε”;
Όχι, τι να πω, δεν λέγαμε τίποτα, ήταν άρχοντας. Ένα κοριτσάκι θα πάει να του κάνει παρατήρηση; Δεν υπήρχε περίπτωση.
Εννοώ μετά από χρόνια.
Όχι, ούτε αργότερα. Δεν τολμούσαμε.
Και ο Μπιθικώτσης όταν είχε βγει πρώτη φορά και είχε τραγουδήσει με Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, παραλίγο να λιποθυμήσει, το θυμάστε;
Ο Μπιθικώτσης έφυγε από τη σκηνή. Ήταν χειρότερο από μένα. Είπε “δεν μπορώ” και έφυγε, κρύφτηκε στις τουαλέτες.
Οπότε, τα πήγατε καλύτερα εσείς.
Λίγο καλύτερα. Αλλά σκέψου ότι εκείνη τη μέρα στην Κοκκινιά, ο Μπιθικώτσης καθόταν δίπλα μου, και επειδή και εκείνος πάντα είχε απίστευτο άγχος, βλέποντας εμένα που είχα παραπάνω άγχος του πέρασε το δικό του και άρχισε να με παρηγορεί. Και να μου δίνει κάτι καραμελίτσες, να μου τρίβει τα χέρια γιατί είχαν παγώσει και να μου λέει “να, πάρε αυτήν την καραμελίτσα, θα σου κάνει πολύ καλό. Θα περάσει το άγχος”. Έκανε και πλάκες.
Κάτι άλλο αν επιτρέπετε. Τη φωνή σας πώς την έχετε διατηρήσει τόσο καλά;
Ένα είναι το μυστικό: δεν την ξοδεύω. Επίσης κάνω συνέχεια φωνητική. Και δεν την ζορίζω δηλαδή δεν πάω να τραγουδήσω πράγματα τα οποία θα με διαλύσουν.
Τι εννοείτε;
Ξέρεις την ιστορία της Κάλλας; Ξέρεις γιατί έχασε τη φωνή της;
Όχι.
Την έχασε γιατί μπήκε και σε ρεπερτόρια τα οποία δεν ταίριαζαν στα φωνητικά της χαρακτηριστικά. Γιατί όλοι μας έχουμε κάποια φωνητικά χαρακτηριστικά. Και τραγούδησε πράγματα τα οποία δεν ήταν για εκείνη.
Πάλι όμως ίδιο ρεπερτόριο, έτσι; (σ.σ. ρωτάω σαν χαζός, λες και θα τραγουδούσε η Κάλλας νησιώτικα)
Όπερα αλλά και η όπερα έχει διάφορα, δηλαδή δεν έχει καμία σχέση ο Βάγκνερ με τον Βέρντι ή ο Μότσαρτ με τον Πουτσίνι. Είναι διαφορετικοί.
Δηλαδή ποια τραγούδια ήταν κόντρα στη δική σας φωνή που γι’ αυτό τα αποφύγατε;
Ε, τι να σας πω τώρα. Αν τραγουδούσα σκληρή ροκ και να έπρεπε να κάνω ακροβατικά με τη φωνή μου, βραχνιασματα κλπ. Να ένα παράδειγμα. Ή αν τραγουδούσα βαριά λαϊκά.
Πίστευα ότι μπορεί να μου λέγατε ότι δεν καπνίζατε κιόλας.
Κάποια στιγμή κάπνιζα κιόλας αλλά ευτυχώς το έκοψα εγκαίρως γιατί κατάλαβα τη βλακεία. Νομίζω το ότι δεν ξοδεύτηκα. Ξέρετε, εμείς παλιά δεν τραγουδούσαμε μια φορά τη βδομάδα. Εγώ έκανα μια σεζόν με τη Μαρινέλλα στη “Νεράιδα”, όπου ξεκινήσαμε αρχές Οκτώβρη και τελειώσαμε τέλη Μαΐου, παίζοντας κάθε μέρα κυριολεκτικά. Ούτε ένα ρεπό. Καταλαβαίνετε τι είναι αυτό για τη φωνή;
Εγώ τη θαυμάζω αυτή τη στιγμή τη Μαρινέλλα.
Και πώς αντέχατε;
Ήμουν πολύ νέα και άντεχα. Αλλά τελικά έπαθα αυτό τον κορεσμό και στο τέλος δεν ήθελα καθόλου να τραγουδάω. Ήθελα την ησυχία μου.
Πότε σας ήρθε πάλι αυτή η όρεξη για τραγούδι;
Αφού σιώπησα για τρία τέσσερα χρόνια ως προς το να τραγουδάω δημόσια. Στην Κύπρο η “θεραπεία” ήταν εξής: επειδή η Λεμεσός είναι πολύ τραγουδιστική πόλη, είναι μετά την Πάτρα και τα Επτάνησα, η πόλη που τραγουδούν περισσότερο καντάδες και έχει και πάρα πολλούς καλλίφωνους (απλούς ανθρώπους, όχι επαγγελματίες τραγουδιστές) εκεί λοιπόν συνηθίζουν να τραγουδούν στις παρέες τους.
Και ξεκίνησα κι εγώ να τραγουδάω μέσα στις παρέες, όχι ως “ακούστε τώρα την Ζορμπαλά”. Όλοι μαζί. Και σιγά σιγά μπήκα στο πνεύμα του ερασιτέχνη, όπου το κάνουμε επειδή γουστάρουμε, επειδή βγάζουμε την ψυχή μας.
Και αν επιτρέπετε, με τι ασχολούσασταν αυτά τα τρία τέσσερα χρόνια; Δηλαδή η καθημερινότητά σας ποια ήταν;
Νομίζω ηρεμούσα. Διάβαζα πολύ. Κάναμε και πολλά ταξίδια με τον σύντροφό μου, μακρινά, δύσκολα ταξίδια, τα οποία τώρα δεν νομίζω ότι θα τα έκανα. Αλλά τότε ήμουνα μικρή και άντεχα.
Όπως; Αν θέλετε να μου πείτε ένα.
Πήγαμε αρκετά στην Άπω Ανατολή μέχρι και την Ιαπωνία. Καλά, εκεί ήμουν και πολύ τυχερή γιατί πήγαμε και στο Μουντιάλ και είδα από κοντά δύο φορές εκείνη τη φοβερή Βραζιλία που ήταν ο Ρονάλντο, ο Ροναλντίνιο. Είμαι φανατική με τα σπορ. Φανατική. Θα μπορούσα να είμαι σπορτκάστερ.
Τι ομάδα είστε;
Τι ομάδα είμαι; Ε, είναι λίγο μπερδεμένο τώρα.
Πιο μικρή τι ήσασταν;
ΑΕΚ.
Πώς κι έτσι;
Α, δεν ξέρω, ίσως επειδή είναι προσφυγική ομάδα να το πήρα κι εγώ έτσι πατριωτικά.
Σκέφτονταν και άλλοι έτσι στη Μόσχα τότε;
Ναι.
Ακούτε σήμερα ελληνική μουσική; Ξεχωρίζετε κάποια τραγουδίστρια;
Κοίτα, εγώ τα έλεγα για την Ελεωνόρα και για τη Νατάσσα πριν από 20 χρόνια. Πλέον είναι πια καθιερωμένες και τις έχουν παραδεχτεί όλοι.
Μ’ αρέσει πολύ η Νεφέλη Φασούλη, είναι πάρα πολύ καλή και είναι μία σκέτη γλύκα. Τη γνώρισα τότε στην Ταράτσα. Και έχει απίστευτες φωνητικές δυνατότητες. Αυτή, ναι, μπορεί να τραγουδήσει τα πάντα, από το λαϊκό μέχρι τη τζαζ. Κινείται άνετα σ’ όλα τα είδη.
Και η Μαρία Παπαγεωργίου έχει καταπληκτική φωνή. Και γράφει και τραγούδια και είναι και φοβερή μουσικός. Έχει άποψη.
Και το καλοκαίρι θα δουλέψουμε και μαζί, θα κάνουμε μία πολύ ωραία παράσταση στο Φεστιβάλ Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη. Και χαίρομαι πάρα πολύ.
Το τελευταίο που θέλω να ρωτήσω είναι κάπως άσχημο. Είχατε έρθει στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη;
Όχι ήμουν στην Κύπρο. Δεν ήρθα. Το καλό είναι ότι τον είδα δυόμισι χρόνια πριν φύγει, τότε που ήρθα για να εμφανιστώ στην “Ταράτσα του Φοίβου”. Το διάβασε ότι θα είμαι εκεί και όταν ήρθα ζήτησε να με δει. Και αυτό ήταν και το αποχαιρετιστήριο. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Ήταν πάρα πολύ γλυκός, πολύ ζεστός μαζί μου. Μου είπε πολύ ωραία πράγματα -δεν θα τα πω γιατί θέλω να τα φυλάξω για μένα.
Το είχα καταλάβει ότι ήταν αποχαιρετισμός.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΣΟΣ, Παρασκευές 8, 22 & 29 Μαρτίου, Τηλέφωνα επικοινωνίας – κρατήσεων : 210 8831487 & 210 8227471, Ηλεκτρονική αγορά ΕΔΩ