ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: “Ο ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ, ΜΑ ΜΟΛΙΣ ΕΦΤΑΣΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ”
Η Μαρία Παπαγεωργίου μιλά στο Magazine του NEWS 24/7 για τον Θάνο Μικρούτσικο, τις διασκευές της και την Ελλάδα του σήμερα.
Με το που συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και ήταν σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Κι ας δεν είχαμε συστηθεί ποτέ από κοντά. Έτσι κι αλλιώς, όμως, την αίσθηση πως καταλαβαινόμαστε, πως επικοινωνούμε και πως βαδίζουμε μαζί σ’ αυτή τη ζωή, με αποσκευές μας μουσικές και συναισθήματα, η Μαρία Παπαγεωργίου τη δίνει εδώ και περίπου 15 χρόνια, μέσα από τις ζωντανές της εμφανίσεις και τα τραγούδια της. Αλλά και μέσα από τη στάση απέναντι στον Άνθρωπο, γενικά.
Η ζεστή και βαθιά φωνή της, είναι τόσο ιδιαίτερη και χαρακτηριστική, που δεν μπορείς να την ξεχάσεις. Γι’ αυτό, ίσως, να έχουν και τόσο μεγάλη επιτυχία οι διασκευές της, επειδή τις αντιμετωπίζει ολιστικά, όπως λέει η ίδια, και φέρνει τα τραγούδια των συναδέλφων της «στα μέτρα της», χωρίς να κάνει «εκπτώσεις», ούτε στο προσωπικό της ύφος, ούτε στην καλλιτεχνικό όραμα που έχει στο μυαλό της. Κάτι που θεωρεί απαραίτητο, ώστε να προχωρήσει σε ένα νέο εγχείρημα.
Αυτή την περίοδο, η Μαρία Παπαγεωγίου «κλείνει» έναν κύκλο που άνοιξε τον Μάρτιο του 2024 στο θέατρο Ολύμπια και ο οποίος της είχε προσφέρει «την πιο σημαντική παράσταση της ζωής της». Ειδικότερα, την Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου στις 20:00, η αγαπημένη καλλιτέχνις επαναλαμβάνει στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο Κηποθέατρο, την παράσταση «17 ταπεινά ρέκβιεμ για το μέλλον», ένα συγκινητικό μουσικό ταξίδι στην εργογραφία του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου.
Λίγο πριν την παράσταση, η Μαρία Παπαγεωργίου μιλά στο The Magazine του NEWS 24/7 για την επαφή με τη δισκογραφία του σπουδαίου συνθέτη, μάς περιγράφει τις πιο δυνατές στιγμές από αυτή την υπέροχη διαδρομή και μοιράζεται τα συναισθήματά της για τον πολιτισμό, την κοινωνία και την Ελλάδα σήμερα.
Έχεις χαρακτηρίσει την παράσταση του Θάνου Μικρούτσικου, ως την πιο σημαντική της ζωής σου. Πώς αισθάνεσαι που θα επαναληφθεί τώρα;
Έχω μία αγωνία, μπορώ να πω. Ξέρεις, πώς είναι όταν είσαι μικρός και κάνεις ένα πάρτι που δεν θέλεις να ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου και ξαναέρχεται αυτό… έχεις τη χαρά, αλλά θέλεις να το ζήσεις στο έπακρο πάλι. Είναι, όμως, σαν να κλείνει ένας κύκλος τώρα. Δηλαδή, τότε το άνοιγα με μεγάλη αγωνία και έκανα αυτή την παράσταση που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ στο θέατρο Ολύμπια και τώρα νιώθω ότι κλείνει ένας κύκλος, πάλι από εδώ που ξεκίνησε, από την Αθήνα, σε ανοιχτό χώρο, έχοντας τρέξει ένα χρόνο από την παράσταση. Τώρα είμαι πιο συγκινημένη.
Με ποιο κριτήριο επέλεξες τα 17 αυτά κομμάτια; Φαντάζομαι ότι υπάρχει μια αγάπη γι’ αυτά, αλλά πρέπει να είχες και κάτι άλλο στο μυαλό σου, να είπες ότι «αφήνω αυτό έξω και βάζω αυτό».
Κοίτα, το ότι πρέπει να αγαπήσεις τα τραγούδια είναι απαραίτητο. Είναι αναγκαία προϋπόθεση, αλλά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση. Πρέπει όταν κάνεις μια παράσταση να έχεις βρει έναν βαθύτερο λόγο που θέλεις να πεις κάποια τραγούδια ή να τα βάλεις σε μια συγκεκριμένη σειρά, έτσι ώστε στο τέλος της παράστασης και εσύ να έχεις δώσει αυτό που θέλεις αλλά και ο κόσμος να φύγει καλύτερος από αυτό.
Οπότε τα τραγούδια τα επέλεξα, επειδή πρωτίστως μου άρεσαν και τα αγάπησα, αλλά γιατί είχαν ένα συναίσθημα το οποίο ταίριαζε στη δική μου ψυχοσύνθεση. Θέλω να πω ότι μπορεί να μου αρέσει και ο Άμλετ της Σελήνης, αλλά δεν σημαίνει ότι νιώθω ότι μου ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά, έτσι ώστε να το βάλω. Έβαλα και κάποια τραγούδια «μπαλαντέρ», τα οποία θεωρώ ότι το ένα εξυπηρετούσε το άλλο στη ροή. Και έβαλα και κάποια ηχητικά, είτε με τη φωνή του Θάνου Μικρούτσικου, είτε με την Τάνια Τσανακλίδου που τραγουδάει κι αυτή ένα τραγούδι του Θάνου, τον Κώστα Θωμαΐδη, τον Οδυσσέα Ιωάννου να παίζει φυσαρμόνικα και πάνω να διαβάζει κάτι πολύ συγκινητικό η σύζυγος του Θάνου Μικρούτσικου. Είναι μία όχι απαραίτητα μουσική παράσταση. Πάντως, σίγουρα το κριτήριο δεν ήταν να βάλω τα πολύ γνωστά ή τα πολύ άγνωστα, ούτε να δώσω δεύτερες αναγνώσεις σε τραγούδια όπου θα αναμετρηθώ με το πόσο καλή τραγουδίστρια είμαι. Δεν αφορά κανέναν αυτό.
“Η συνομιλία μας με τον Θάνο έμεινε στο ότι θα ήθελε να βρεθούμε από κοντά, να πιούμε ένα τσίπουρο και να τα πούμε, γιατί κάτι είχε στο νου του, αλλά ποτέ δεν έμαθα τι”
Είχες γνωρίσει τον Θάνο Μικρούτσικο;
Τον είχα γνωρίσει πριν πάρα πολλά χρόνια στα πεταχτά, όμως, σε μια κοινή συναυλία που παίζαμε πολλοί συνάδελφοί μου. Είχαμε ανταλλάξει e-mails και δυο-τρία τηλέφωνα. Η συνομιλία μας έμεινε στο ότι θα ήθελε να βρεθούμε από κοντά, να πιούμε ένα τσίπουρο και να τα πούμε, γιατί κάτι είχε στο νου του, αλλά ποτέ δεν έμαθα τι. Ίσως και να είναι αυτό που κάνω τώρα και να έγινε μέσα από την οικογένειά του.
Γι’ αυτό λες ότι «Ο Θάνος Μικρούτσικος άνοιξε την πόρτα και σε μένα, μα μόλις έφτασα δεν ήταν εκεί»;
Ναι, αυτό ακριβώς σημαίνει.
Τον είχες γνωρίσει, αλλά δεν τον είχες συναναστραφεί. Ούτε μπορούσες να τον συμβουλευτείς κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της παράστασης αυτής και της όλης διαδικασίας από πίσω. Άρα, ήσουν σε επαφή με τους δικούς του ανθρώπους;
Με βοήθησε η βιολογική του οικογένεια και η πνευματική του οικογένεια. Από το ότι ο Θύμιος Παπαδόπουλος μου είπε «ό,τι χρειαστείς είμαι εδώ από παρτιτούρες κλπ», ότι ο Κώστας Θωμαΐδης μου έβαλε να ακούσω τραγούδια και μου έδωσε ιδέες, η Τάνια Τσανακλίδου ήταν δίπλα μου, επίσης, είχα πάρει τηλέφωνο τη Ρίτα Αντωνοπούλου και της λέω «αν χρειαστώ κάτι θα είσαι δίπλα μου;», μου λέει «ναι, θα είμαι».
Έπρεπε να πάρω κατευθύνσεις, γιατί ήμουν η πρώτη παράσταση ουσιαστικά που έγινε μετά τον θάνατό του, από άνθρωπο που δεν είχε συνεργαστεί μαζί του. Δηλαδή, έγινε μέσω της οικογένειάς του, αλλά δεν υπήρχε η καθοδήγηση του μαέστρου. Αυτό μου δημιούργησε πάρα πολύ μεγάλη ανασφάλεια όσο δούλευα. Θεωρώ, όμως, ότι δικαιώθηκε όλο αυτό. Το πιο συγκινητικό είναι όταν κατέβηκα από το Ολύμπια και με έπιασε η κόρη του, έκλαιγε και μου είπε «ο πατέρας μου, αν ήταν εδώ σήμερα, θα ήταν πάρα πολύ περήφανος». Οπότε εκεί τελειώνουν όλα.
“Το πιο συγκινητικό είναι όταν κατέβηκα από το Ολύμπια και με έπιασε η κόρη του, έκλαιγε και μου είπε «ο πατέρας μου, αν ήταν εδώ σήμερα, θα ήταν πάρα πολύ περήφανος»”
Το εν λόγω project πάντως θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα τολμηρό πόνημα, να το πω έτσι. Εσύ όταν το αποφάσισες, πώς το είχες στο μυαλό σου; Είπες «πω πω, τι πάω να κάνω τώρα;».
Αυτό το είπα μετά, αφού δέχτηκα! Κοίτα, έχω πάντα την ψυχραιμία, όπως και με τον Μίκη Θεοδωράκη έγινε αυτό, όταν μου είπε να κάνουμε ένα δίσκο. Ενθουσιάζομαι και χαίρομαι σαν τρελή όταν έχω αυτήν την τιμή, παρόλα αυτά έχω την ψυχραιμία να πω ότι θα απαντήσω μετά από κάποιο καιρό, γιατί αν δεν έχω ένα καλλιτεχνικό όραμα, δεν προχωράω. Οπότε, όταν μου έγινε η πρόταση από τη Μαρία Παπαγιάννη, είπα ότι θα πρέπει να ψάξω το υλικό, το οποίο, επίσης, δεν γνώριζα και σε βάθος και αν μου έρθει η ιδέα μιας συναυλίας, γιατί δεν ήθελα να κάνω απλά ένα αφιέρωμα, να μαζέψω 10 τραγούδια και να τα πω.
Μόλις άρχισα να μελετώ το έργο του και μόλις μου ήρθε ο τίτλος και σκέφτηκα ποια θα είναι η αρχή και πώς θα είναι το φινάλε και οραματίστηκα την όλη ιδέα, τότε εκεί δέχτηκα να το κάνω. Ουσιαστικά την παράσταση την δούλευα μέσα στο κεφάλι μου 5 μήνες. Έπρεπε να βρω τους τόνους, να κάνω τις ενορχηστρώσεις, να έχω σκηνοθετικά κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Εγώ δεν κλήθηκα να κάνω κάτι ως ερμηνεύτρια, κλήθηκα να κάνω κάτι ως μουσικός, όπως κάνω όλες μου τις συναυλίες μέχρι στιγμής, δηλαδή, ενορχηστρώνω, παίζω 3 – 4 όργανα, έχω ένα concept στο κεφάλι μου.
“Τη διασκευή την αντιμετωπίζω με έναν ολιστικό τρόπο. Δηλαδή, πρέπει να συνδεθώ πάρα πολύ με αυτό που λέει το τραγούδι. Δεν χρειάζονται οι συγκρίσεις, είναι περιττές”
Ισχύει για όλες τις διασκευές, αλλά πόσω μάλλον στα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου, τα οποία έχουν ερμηνεύσει κάποιες φωνές πολύ χαρακτηριστικές και μέχρι σήμερα τα έχουμε συνδεδεμένα μαζί τους, είτε είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, είτε ακόμη κι ο ίδιος ο Μικρούτσικος. Πόσο δύσκολο είναι να αφήσεις έξω αυτή τη φωνή και τον τρόπο ερμηνείας που μας έρχεται στο μυαλό και να πεις «θα προσπαθήσω να μην το μιμηθώ, να μην επηρεαστώ, να το βγάλω εντελώς δικό μου»; Ίσως κι ασυνείδητα να συμβαίνει κάποιες φορές αυτό.
Μου είναι πάρα πολύ εύκολο. Ασυνείδητα όλα καταγράφονται μέσα μας και ως ένα βαθμό είναι και «υγεία» να συμβαίνει αυτό, γιατί παίρνεις την κατεύθυνση, πατάς πάνω σε κάποια ερμηνεία και σίγουρα αυτό το συναίσθημα που έχεις ακούσει και έχεις συλλάβει το παίρνεις και μετά το φιλτράρεις μέσα από το δικό σου «είναι». Εγώ δουλεύω χρόνια και δεν είναι τυχαίο ότι οι διασκευές μου πάνε αρκετά καλά και πολλοί νομίζουν ότι κάποιες διασκευές είναι δικά μου τραγούδια. Είναι γιατί τη διασκευή την αντιμετωπίζω με έναν ολιστικό τρόπο. Δηλαδή, πρέπει να συνδεθώ πάρα πολύ με αυτό που λέει το τραγούδι. Θα κάτσω να το παίξω στην κιθάρα, θα δω αν αυτό ρέει φυσικά μέσα μου, να μη μου «κλωτσάει». Δε με αφορά να εντυπωσιάσω, επειδή θα κάνω μια μεγάλη κορώνα. Αν εξυπηρετεί η κορώνα θα την κάνω, αλλά θα την κάνω με τον τρόπο μου.
Αν είσαι συνδεδεμένος με αυτό που λες και αν έχεις μέσα σου τη βαθιά αξίωση ο κόσμος μέσα από σένα να συγκινηθεί και όχι να γίνεις εσύ το κέντρο της προσοχής. Γιατί ζούμε στο δυτικό κόσμο που νομίζουμε ότι θέλουμε το χειροκρότημα και θέλουμε να είμαστε η καλύτερη ερμηνεία. Ξεκινάμε από το εγώ μας, αλλά πρέπει να καταργείται το εγώ μας. Άρα όταν καταργείς το εγώ σου, δεν ασχολείσαι με το αν κάποιος το έχει αγαπήσει μέσα απ’ τη Μαρία Δημητριάδη ή τον Δημήτρη Μητροπάνο. Δε χρειάζονται αυτές οι συγκρίσεις, είναι περιττές. Αρκεί αυτό που ακούς να είναι αρμονικό. Πρέπει να πετυχαίνουμε αρμονικά αποτελέσματα.
Ξεχωρίζεις κάποιο από αυτά τα 17; Ή κάποιο που να έχει μια ιδιαίτερη ιστορία από πίσω για σένα;
Όλα έχουν και μια ιστορία. Νομίζω έχω μια αδυναμία στους «Γερόντους», το οποίο δεν το γνώριζα και περιγράφει τους εξόριστους γέροντες στη Μακρόνησο. Τρελαίνομαι, την ώρα που το παίζω φεύγω από τη γη, δεν ξέρω τι γίνεται με αυτό το τραγούδι. Και «Η πιο όμορφη θάλασσα», γιατί βγάζει μια ελπίδα και μια συγκίνηση, το έχω παίξει με μια ηλεκτρική κιθάρα, δεν έχει τίποτα άλλο. Επειδή δυσκολεύτηκα πολύ να φέρω στα μέτρα μου το έργο και ενορχηστρωτικά και στη δομή – άλλαξα αρκετά πράγματα και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ μόνη μου μέχρι να βρεθώ με τα παιδιά να κάνω πρόβες – συγκινήθηκα όταν έπαιξα το «Κι ήθελα ακόμη». Το έχουμε κάνει με δύο τύμπανα κι όταν τα χέρια μου μπερδεύτηκαν με τα χέρια του Θάνου Μιχαηλίδη, ξαφνικά όλα έγιναν πιο εύκολα. Δεν είναι τυχαίο ότι λέμε «παίζω» μουσική, γιατί έχει μέσα την έννοια του παιχνιδιού, της χαράς, του μοιράσματος, είναι μαγικό.
“Η σύζυγος του Θάνου Μικρούτσικου ήρθε στη γενική πρόβα, κλείναμε την παράσταση με τους «7 νάνους». Είχε «απαγορεύσει» να το λένε μετά τον θάνατό του. Τη ρώτησα «γιατί δε μου το είπες»;”
Από τον κόσμο τι σχόλια έλαβες; Υπάρχει κάποιο που να άγγιξε περισσότερο το κοινό; Ή να ήρθε κάποιος και να σου είπε ένα σχόλιο που σε «άγγιξε»;
Αν για κάτι νιώθω μεγάλη υπερηφάνεια, είναι γιατί όλα αυτά τα χρόνια ο κόσμος που έρχεται και με ακούει, ιδίως το κοινό της Αθήνας, είναι το πιο όμορφο ακροατήριο του κόσμου. Ο τρόπος που ακούει, σέβεται, καταλαβαίνει και αναγνωρίζει τη δουλειά που ρίχνω για να κάνω το οτιδήποτε, είναι από μόνο του πολύ συγκινητικό. Τα σχόλια που άκουσα, επίσης, είναι πάρα πολύ συγκινητικά από όλους. Αλλά θα σου πω ότι το πιο συγκινητικό ήταν όταν έκαναν την πρώτη πρόβα.
Μέχρι και την παραμονή της συναυλίας η οικογένεια του Θάνου Μικρούτσικου δεν είχε ακούσει κάτι. Δηλαδή και αυτοί το αντιμετώπισαν, το είδαν μπροστά τους. Συζητούσαμε για τη ροή κλπ, αλλά δεν είχαν ηχητικό. Κάναμε μια γενική πρόβα, ήρθε η Μαρία Παπαγιάννη και κλείναμε την παράσταση με τους «Εφτά νάνους στο s/s Cyrenia». Είναι ένα τραγούδι στο οποίο τρελαίνομαι, τα χέρια μου, δηλαδή, οριακά ματώνουν πάνω στην κιθάρα. Τελείωσα και μου είπε ότι αυτό το τραγούδι από τη μέρα που «έφυγε» ο Θάνος, δεν ήθελε να το παίζουν. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δεν το κατάλαβα, είχε «απαγορεύσει» να το λέει οποιοσδήποτε αυτό το τραγούδι, δεν ήθελε η ίδια. Τη ρώτησα, «γιατί δε μου το είπες»; Και μου λέει, «γιατί ήξερα πόσο δύσκολο είναι να βρεις τραγούδια που να σου ταιριάζουν και να φτιάξεις μια παράσταση και δεν ήθελα να έρθω να σου αρχίσω τους περιορισμούς». «Αλλά», μου λέει, «ευτυχώς, με αυτό που είδα σήμερα, μου έσπασε αυτός ο φράχτης και είμαι καλά». Εγώ είχα παγώσει, γιατί δεν το ήξερα. Κόλλησα. Το είδα σαν μια μεγάλη νίκη αυτό εκείνη την ώρα και για όλους μας ήταν πολύ ευχάριστο.
Μιλάμε τώρα για τον Θάνο Μικρούτσικο, για τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον είχες συνεργαστεί, για πολλές μεγάλες προσωπικότητες, που σιγά σιγά φεύγουν από τη ζωή. Σε 50 χρόνια από τώρα, πιστεύεις θα έχουμε αντίστοιχους Θάνους και Μίκηδες;
Θα έχουμε. Αλλά δεν μπορούμε να αναζητάμε με τον ίδιο τρόπο τους καταξιωμένους. Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, κάνει ένα εξαιρετικό έργο και θα μείνει στην ιστορία ως ένας κορυφαίος. Το πολιτικό τραγούδι δεν μπορείς να το περιμένεις όπως γινόταν με τον Μικρούτσικο ή τον Θεοδωράκη. Η έκφραση θα είναι αλλιώς. Επίσης, δεν έχει και τόση σημασία, γιατί στην εξέλιξη της ανθρωπότητας υπάρχουν πιο φωτεινές μέρες και πιο σκοτεινές μέρες. Μπορεί η δική μας γενιά να μην είναι αυτή που θα κάνει τα μεγάλα “peaks”, τις κορυφώσεις, αλλά μπορεί να είναι αυτή που κρατάει μια γέφυρα ζωντανή για να έρθει η μεθεπόμενη γενιά, που θα φέρει τους νέους σπουδαίους που θα αλλάξουν την ιστορία της Ελλάδας. Έχω ακούσει πάρα πολλές φορές να μου λένε ότι είμαι η χαμένη γενιά, ότι αν ζούσες σε άλλες εποχές θα είχες κάνει μεγάλη καριέρα. Δε θέλω πια να τα ακούω αυτά. Έχω μια αποστολή. Εγώ θέλω κάθε μέρα να διαβάζω και να διατηρώ σε έναν κόσμο σάπιο, αν μπορώ και αν έχω μέσα μου, μια ομορφιά.
Πώς βλέπεις, όχι μόνο τη μουσική, αλλά και τον πολιτισμό στην Ελλάδα σήμερα; Αισθάνομαι κάποιες φορές ότι η χώρα που «γέννησε» τον πολιτισμό, όχι μόνο δεν τους αγαπάει τους καλλιτέχνες της, αλλά τους τιμωρεί κιόλας.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά συμφωνώ. Προσπαθώ πάντα να κρατάω την αισιοδοξία μου, αλλά είμαι πάρα πολύ απογοητευμένη. Χρόνια τώρα το βιοτικό και το μορφωτικό μας επίπεδο πέφτει πάρα πολύ. Δεν έγινε τα τελευταία χρόνια αυτό, τώρα βλέπουμε ίσως και την κατάληξη από το 1990-95 και μετά. Απλά τώρα ο πάτος είναι εμφανής από την τηλεόραση, από τις μουσικές, από την αφίσα που θα δεις στο δρόμο, από το τι ακούει ο άλλος στο αυτοκίνητο την ώρα που περνάει με ανοιχτά παράθυρα, από τι μουσική παίζει μέσα στο ταξί που μπαίνεις.
Αυτό το διαφορετικό που θέλουμε να κάνουμε εμείς, αυτό είναι το δύσκολο με την Ελλάδα. Όταν απευθύνεσαι σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων ανθρώπων και αφοράς το 3%, αυτό είναι πολύ λίγο να συντηρήσει κάτι ζωντανό, αν δεν το συντηρεί το κράτος ή κάποιος μεγάλος φορέας. Στη Γαλλία, που τα μεγέθη είναι άλλα, μπορεί να επιβιώσει αυτό που λέμε indie ή διαφορετικό ή ελληνικό λόγιο, έντεχνο, ποιοτικό, πες το όπως θες. Γιατί, δεν μπορούμε να θεωρούμε νίκη να γεμίζουν τα στάδια από 5 συναδέλφους μου. Άμα τα βάλεις κάτω, το καλοκαίρια π.χ., είναι 10 – 15 ονόματα τα οποία ανακυκλώνονται. Αυτό δεν είναι επιτυχία επί της ουσίας.
Επίσης, οι πρώτοι που θα πρέπει να πάρουμε θέση, όταν θέλει ο κόσμος, είμαστε εμείς. Οι πρώτοι που τιμωρούνται, είμαστε εμείς. Επίσης, από τον καλλιτέχνη ζητάνε συνέχεια τη δωρεάν παρουσία του, να ενισχύει, και καλά κάνουν από τη μία, αλλά αυτό έχει νόημα όταν οι καλλιτέχνες μπορούν να ζήσουν. Έχουμε μια αξίωση ώρες ώρες την τέχνη να τη λαμβάνουμε τζάμπα.
“Από τον καλλιτέχνη ζητάνε συνέχεια τη δωρεάν παρουσία του, να ενισχύει. Έχουμε μια αξίωση ώρες ώρες την τέχνη να την λαμβάνουμε τζάμπα”
Κατά τα άλλα, όμως, υπάρχει ακόμα η αντίληψη ότι η δουλειά του καλλιτέχνη είναι χόμπι. Αυτό είναι οξύμωρο.
Όντως. Θα σου πω πού μπερδεύεται ο κόσμος. Ο κόσμος, επειδή είναι πια καταπιεσμένος πάρα πολύ σε ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό, δεν μπορεί να δεχθεί ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν επιλέξει να κάνουν μια εργασία στην οποία μπορούν και να ευτυχήσουν. Και οι καλλιτέχνες, θεωρητικά, μπορούν να ευτυχήσουν μέσα από την τέχνη τους. Όσοι κάνουν, όμως, πραγματικά επαγγελματική δουλειά με την τέχνη, δουλεύουμε άπειρες εργατοώρες για να παράξουμε ένα οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο. Είμαστε σκληροί εργάτες, όπως είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος που δουλεύει οκτάωρα και δεκάωρα κάθε μέρα. Κι εμείς δεν έχουμε κι ωράρια.
“Δεν είναι θέμα το αν εγώ είμαι αριστερή ή δεξιά”
Δεν χρειάζεται να υπάρχει στήριξη από την Πολιτεία;
Το θέμα είναι ότι η Πολιτεία δε βλέπω να στηρίζει γενικότερα ούτε το Σύστημα Υγείας, ούτε τη Δικαιοσύνη, όχι απλώς την τέχνη. Η τέχνη σε ένα σύστημα σάπιο, είναι σίγουρα απέναντι. Δεν είναι μαζί. Άρα γιατί να στηρίξει μια τέχνη που θέλει να εξυψώσει τον άνθρωπο και να τον προβληματίσει και να τον ξυπνήσει; Αν θέλεις οι ψηφοφόροι σου, λοιπόν, να είναι «μοσχάρια», τι κάνεις; Τους τρέφεις όλη μέρα από την τηλεόραση με χαμηλής αισθητικής πράγματα και συντηρείς την αμορφωσιά, για να τους πείθεις πολύ πιο εύκολα ότι εσύ είσαι σπουδαίος.
Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και γι’ αυτό φωνάζω ότι δεν είναι θέμα το αν εγώ είμαι αριστερή ή δεξιά. Είναι ότι θέλω να είμαι δημοκράτης πολίτης. Και οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις που έχουμε τα τελευταία χρόνια, δε θέλουν να είμαστε δημοκράτες πολίτες. Μας βάζουν το πρόσημο. Δεν πολεμάμε τη δεξιά. Πολεμάμε τις κυβερνήσεις, οι οποίες υποτιμούν τη νοημοσύνη μας και που έχει γίνει τόσο προκλητική η στάση τους, που μας βάζουν συνέχεια στο δόγμα του σοκ, μέχρι να δουν μέχρι πόσο αντέχουμε να μας πατάνε.
Άρα, το να είσαι λοιπόν ρε παιδί μου καλλιτέχνης στην Ελλάδα είναι δύσκολο. Το να είσαι γυναίκα είναι ακόμα πιο δύσκολο; Γιατί είναι λιγότερες;
Ναι, είναι δύσκολο. Αν το πάρουμε καθαρά αναλογικά, είναι, όντως, πιο λίγες οι γυναίκες, αλλά γιατί; Δεν είναι επειδή είναι λιγότερο έξυπνες, λιγότερο ταλαντούχες. Είναι επειδή αυτή η δουλειά είναι βαρέα και ανθυγιεινά. Μέχρι μια ηλικία έχεις όρεξη να ξενυχτάς, να πηγαίνεις μια μέρα εδώ, την άλλη μέρα εκεί. Αλλά επειδή οι γυναίκες, ίσως σε ένα μεγαλύτερο βαθμό, σκέφτονται και κάποια στιγμή ότι θέλουν να γίνουν μάνες και αυτό το πράγμα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Εγώ θυσιάζω την προσωπική μου ζωή για να μπορώ να έχω αυτή την ελευθερία των κινήσεων, για να μπορώ να δημιουργώ. Είναι δύσκολη δουλειά για γυναίκα. Σκέψου μόνο ότι τη μέρα που έχω περίοδο, πρέπει να τραγουδήσω, πρέπει να «καρφώσω» τις νότες και πρέπει να ξέρω ότι δεν έχω την επιλογή να πω «φεύγω». Πρέπει να είμαι εκεί, γιατί από εμένα εξαρτώνται 20 -25 οικογένειες. Δεν είναι εύκολη δουλειά για μια γυναίκα. Σωματικά ή ορμονικά και μόνο να το δεις…
Σε σοκάρουν πράγματα εκεί έξω; Κλείνεσαι ποτέ στον «μικρόκοσμό» σου;
Με σοκάρουν, βέβαια. Αλλά αν βαρύνω πάρα πολύ από τα πραγματικά γεγονότα, μετά δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ. Εγώ πρέπει με κάποιον τρόπο να στέκομαι όρθια για να μπορώ να σηκώσω έναν, δέκα, εκατό, εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Είναι πολύ δύσκολο να σταθώ όρθια, όταν γίνονται τόσες κτηνωδίες γύρω μου. Υπάρχουν, λοιπόν, στιγμές που κλείνομαι στον «μικρόκοσμό» μου, όπως πολύ καλά είπες, για να προστατεύσω τον εαυτό μου, για να βγω μετά στην επόμενη μάχη.
“Δεν είναι δουλειά μας να κράζουμε για τις κοινωνικές αδικίες. Η δουλειά μας είναι να τραγουδάμε. Αλλά, όταν το σύστημα είναι σάπιο, ο καλλιτέχνης που έχει την κοινωνική ευαισθησία και ευθύνη αναγκάζεται να μιλήσει”
Πάντως γενικά είσαι μια καλλιτέχνις που θα πει την άποψή της, θα κάνει το κοινωνικό ή πολιτικό της σχόλιο σε μια συναυλία, σε ένα post. Έχει κόστος αυτό;
Ναι, έχει. Αν φτάσω στο σημείο να εκραγώ, θα μιλήσω για κάτι. Η αλήθεια είναι ότι όταν οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά, γιατί αυτό έχει συμβεί πια, αρχίζουμε και εμείς και προσπαθούμε ουσιαστικά να πάρουμε μια θέση, που δεν είναι η δουλειά μας. Δεν είναι δουλειά μας να κράζουμε για τις κοινωνικές αδικίες. Η δουλειά μας είναι να τραγουδάμε και μέσα από το τραγούδι, ίσως κάποιες φορές να βγει κάτι. Όταν το σύστημα είναι σάπιο, ο καλλιτέχνης που έχει την κοινωνική ευαισθησία και ευθύνη αναγκάζεται να μιλήσει πολλές φορές. Λοιπόν, μπορεί να μην έχω τη μόρφωση να το κάνω σωστά, μπορεί να έχω θυμό και να το κάνω σε λάθος στιγμή, με λάθος τρόπο, μπορεί να θίξω άθελα μου ή και ηθελημένα… Γενικά, είμαστε σε μια πολύ επικίνδυνη εποχή που πρέπει να παίρνεις θέση, αλλά άμα δεν την πάρεις με πολλή προσοχή πέφτουν να σε φάνε. Μέχρι στιγμής, νομίζω κρατάω μια στάση που φαίνεται ποια είμαι; Και δεν με ενδιαφέρει το κόστος. Με ενδιαφέρει απλώς να μην αδικήσω κάτι ή κάποιον.
Όλα αυτά τα χρόνια διατηρείς μια συνέπεια σε αυτό που κάνεις, και καλλιτεχνικά και ηθικά. Πιστεύω ότι το εκτιμά το κοινό σου. Ακόμα και στο μουσικό κομμάτι, πειραματίζεσαι αλλά με τον δικό σου τρόπο. Δηλαδή δε σε έχουμε δει σε κάτι που να πούμε «Αχ, με απογοήτευσε η Μαρία γιατί πήγε να κάνει κάτι που είναι μόδα». Θέλει προσπάθεια να διατηρήσεις αυτή τη συνέπεια;
Πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια. Συνειδητοποίησα ότι δε μου έτυχε ποτέ στη ζωή μου, ρε παιδί μου, να πάω σε μια εργασία που να κοπιάσω πολύ λίγο και να πάρω πολλά λεφτά, για παράδειγμα. Ακριβώς γιατί είναι πολύ σπάνιο να γίνει με ένα ηθικό τρόπο, που να με ευχαριστήσει εμένα, έτσι; Δε λέω ότι οι άλλοι που το κάνουν είναι ανήθικοι, προς Θεού. Αλλά έχω μια αρχή βαθιά μέσα μου και ίσως αυτό να με βοήθησε να κάνω αργά και πολύ σταθερά βήματα. Δεν κυνηγάω μια επιτυχία, που πολύ θα την ήθελα. Θέλω να κάνω προγράμματα, είτε κάνω εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα, είτε κάνω παιδική παράσταση, είτε κάνω μάθημα φωνητικής. Ό,τι και να κάνω, θέλω να έρθεις και όταν δεις αυτό που κάνω, αν δεν σου αρέσει, να με σεβαστείς. Γιατί ο σεβασμός είναι πολύ σημαντικό, πρέπει να τον κερδίσεις. Εγώ δουλεύω για να κερδίσω πρωτίστως τον σεβασμό. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μπορεί κάποιες στιγμές να μην είναι και πολύ πετυχημένο. Τον σεβασμό, όμως, τον κερδίζεις όταν δουλεύεις.
Δεν πιστεύεις ότι τον έχεις κερδίσει;
Πιστεύω ότι τον έχω κερδίσει, γιατί είναι ένα αξιοπρεπέστατο ακροατήριο όλοι όσοι έρχονται. Από το Αγρίνιο που πήγα μέχρι την Τήνο και από το Ναύπλιο μέχρι τη Λαμία, δεν μου έτυχε να πάω σε μια παράσταση και να πω «τι είναι αυτοί οι άνθρωποι». Είναι πάντα εξαιρετικοί ακροατές. Επίσης, οι εποχές έχουν γίνει τόσο σκληρές που όταν πας να δεις τη Μαρία, θα πληρώσεις να τη δεις. Και ο κόσμος δεν έχει λεφτά, οπότε θα έρθει πολύ συνειδητά και θα επιλέξει που θα πάει.
“Και η Μαρία που την έβλεπες με 10 ευρώ και τώρα τη βλέπεις με 25 ευρώ, είναι γιατί αυτή τη στιγμή έχει αρχίσει να πληρώνεται. Πρέπει ο κόσμος να το καταλάβει αυτό. Μιλάμε απλώς για αξιοπρέπεια”
Μαζί με την γενικότερη ακρίβεια, έχουν ακριβύνει και τα εισιτήρια;
Ήταν κάποτε πολύ φθηνά για το θέαμα που πρόσφεραν. Άκου, λοιπόν, τι γίνεται. Όταν ο κόσμος κατανάλωνε και τα φορολογικά συστήματα ήταν διαφορετικά, εσύ έδινες 10 ευρώ με ποτό. Το πρόλαβα γιατί στην πρώτη μου χρονιά στον Σταυρό του Νότου ο κόσμος πλήρωνε 10 ευρώ με ποτό. Το μαγαζί ήξερε ότι θα κάνει και κατανάλωση, τα ποτά ήταν πιο φθηνά. Από αυτά τα 10 ευρώ, στην τσέπη της Μαρίας με τις φορολογήσεις και αυτά τα λεφτά που πρέπει να κρατήσει το μαγαζί για να είναι λειτουργικό, η Μαρία κρατούσε τα 4 ευρώ μόνο. Έπρεπε να έχει 100 εισιτήρια και τότε έβγαζε 400 ευρώ. Όταν εγώ, λοιπόν, ήθελα να έχω 4 μουσικούς και να δίνω στην αρχή 100 ευρώ, που ήταν ένα αξιοπρεπές, όχι μεγάλο ούτε μικρό μεροκάματο, σήμαινε ότι στα 100 εισιτήρια – που ήταν ασύλληπτα πετυχημένο νούμερο για την αρχή σου, Δευτέρα κιόλας – έβγαιναν μόνο οι αμοιβές των μουσικών. Δε σου λέω να έχεις γραφίστα, φωτογράφο, τη δική μου προσωπική αμοιβή, τα όργανα τα αγόραζα, την επιμέλεια προγράμματος που έκανα, τον δικό μου κόπο. Άρα, οι περισσότεροι καλλιτέχνες που ξεκινάνε, βάζουν λεφτά από την τσέπη τους για να μπορέσουν να έχουν χαμηλό εισιτήριο για να πας να τους δεις.
Το θέαμα οφείλει να είναι ακριβό. Τα θέατρα γιατί είναι ακριβά και δεν γκρινιάζουμε; Στη μουσική μπορούσαν να βγάλουν οι χώροι από τα ποτά. Αυτά τελειώσανε. Δεν πουλιούνται ποτά, δεν πίνει ο κόσμος γιατί δεν έχει λεφτά να πάρει δεύτερο ποτό, τα ποτά έχουν ακριβύνει, όλα έχουν ακριβύνει. Και η Μαρία που ξαφνικά την έβλεπες με 10 ευρώ και τώρα τη βλέπεις με 25 ευρώ, είναι γιατί αυτή τη στιγμή έχει αρχίσει η Μαρία να πληρώνεται. Και το έχω ξαναπεί, ότι άμα μπεις σε έναν χώρο και δε δεις από κάτω 400 – 500 άτομα (που δεν ξέρεις και πόσες είναι οι προσκλήσεις), να είσαι σίγουρος ότι κάποιος δεν πληρώθηκε. Πρέπει ο κόσμος να το καταλάβει αυτό. Μιλάμε απλώς για αξιοπρέπεια. Αν μιλάμε για νορμάλ μεγέθη γενικότερα, να ξέρουν όλοι ότι κανένας δεν πλουτίζει, δεν πλουτίζει ούτε το μαγαζί, ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε οι μουσικοί, ούτε τα γραφεία παραγωγής. Ψάχνουμε όλοι μια χρυσή τομή.
Ζούμε σε έναν κόσμο που όπως είπαμε και πριν, κάποιες φορές λίγο βίαιο, λίγο άδικο, λίγο ζοφερό. Σε τι πιστεύει η Μαρία και σε τι προσδοκά στο μέλλον;
Προσεύχομαι για τη λογική. Ελπίζω στην αγάπη. Και φροντίζω να θυμάμαι αυτά που σου λέω σήμερα. Κάθε μέρα.
Ευχαριστούμε το The Black Duck (Παπαρρηγοπούλου 5-7, Αθήνα) για τη φιλοξενία.
«17 Ταπεινά Ρέκβιεμ για το Μέλλον»
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου
Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου – οδός Κορυτσάς 6η στάση Παπάγου
Ώρα προσέλευσης: 20:00, Ώρα έναρξης: 21:00
Προπώληση: ticketservices.gr.