Μάρκος Βαμβακάρης: 10 τραγούδια του στη Σύρο “παίζονται” αλλιώς
Διαβάζεται σε 16'Βρεθήκαμε στα εγκαίνια της νέας διαδραστικής έκθεσης για το έργο του Βαμβακάρη στη Σύρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 06 Σεπτεμβρίου 2023 08:33
Τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο δεν είχαν την αίσθηση της ανεμελιάς. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί στην Ερμούπολη από γονείς πάμφτωχους, της αγροτιάς. Πρωτότοκος από έξι αδέλφια, μπήκε από μικρός στη βιοπάλη, εγκατέλειψε το Δημοτικό σχολείο και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού. Λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε μανάβικα. Η συνέχεια της ζωής του, που “γράφτηκε” στον Πειραιά, ήταν ακόμα πιο δύσκολη, αλλά ο Μάρκος είχε “αστέρι”. Ήταν προορισμένος να ζήσει τα σπουδαία, αλλά και τα τραγικά!
Δεν πρόκειται για σενάριο ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας, αλλά για τη ζωή του “Πατριάρχη του ρεμπέτικου”, Μάρκου Βαμβακάρη και το ξεκίνημά του στη Σύρα, το νησί που τον “ερωτεύτηκε” σφόδρα και τον τιμά με κάθε ευκαιρία.
Αν η μουσική επιδεξιότητα περνάει μέσα από το DNA, ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε ένα σίγουρα ένα καλό ξεκίνημα. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα και γκάιντα, η μητέρα του είχε όμορφη φωνή και ο παππούς του έγραφε στίχους. Οι δυσκολίες τον έκαναν ντόμπρο από νωρίς και τα τραγούδια του πάντοτε μιλούσαν για τις χαρές και τις λύπες της ψυχής του.
Είχε πηγαίο ταλέντο, ήταν αυτοδίδακτος και ένιωθε αυθεντικά όλα όσα ήθελε να πει με τα τραγούδια του. Και όπως όλοι λένε είχε τεράστια αγάπη και αφοσίωση στο μπουζούκι. Όλα αυτά, και πολλά ακόμα, δημιούργησαν το “φαινόμενο” Μάρκος Βαμβακάρης.
Αυτά ήταν τα ολίγα που είχαμε διαβάσει για τη ζωή του εμβληματικού ρεμπέτη πριν φτάσουμε στη Σύρο. Και είχαμε πολλά ερωτήματα. Πώς έγινε ο μέγας αρχιερέας του ρεμπέτικου; Πώς επηρέασε με τα τραγούδια του την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής; Ποιες ιστορίες κρύβονται πίσω από την πρώτη του επαφή με το μπουζούκι, τις γυναίκες της ζωής του, την ασθένεια που τον γονάτισε;
Όλες οι ερωτήσεις μας απαντήθηκαν στο πλαίσιο της έκθεσης «Μάρκος Βαμβακάρης: Ενθυμήματα-Εμπειρίες», μια διπλή έκθεση-εμπειρία που εγκαινιάστηκε το βράδυ του Αυγούστου κάτω από το ολόγιομο – και σπάνιο όπως λένε – “μπλε φεγγάρι” (30/8).
Ξεναγηθήκαμε στην έκθεση μαθαίνοντας λεπτομέρειες για την ταραχώδη ζωή του Βαμβακάρη και την ανεκτίμητη παρακαταθήκη του. Η βραδιά των εγκαινίων έκλεισε με μια συναυλία στον Ταρσανά της Ερμούπολης όπου ακούσαμε όχι μόνο τα ρεμπέτικα του Μάρκου Βαμβακάρη – αλλά και ένα αφιέρωμα στον θρυλικό μουσικό Κώστα Παπαδόπουλος, που έπαιξε ζωντανά και ανέβασε τον πήχη της βραδιάς.
Μάρκος Βαμβακάρης: “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν”, κάπως αλλιώς!
Η έκθεση “Μάρκος Βαμβακάρης: Ενθυμήματα-Εμπειρίες” αναπτύσσεται σε δύο ξεχωριστούς χώρους, που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, στην Πιάτσα της Άνω Σύρου. Αρχικά επισκεφθήκαμε την έκθεση “Ενθυμήματα” που φιλοξενείται στο μουσείο, που από το 1995 είναι αφιερωμένο στον μεγάλο ρεμπέτη. Εκεί, σε μία “αετοφωλιά” με πανοραμική θέα στο λιμάνι της Σύρου, είδαμε προσωπικά αντικείμενα του Βαμβακάρη.
Ήταν σαν να μπήκαμε στην κάμαρη του Μάρκου και ρίξαμε μια ματιά λαθραία στα γραμμόφωνα και τους δίσκους του, στα σακάκια, στα παπούτσια του, σε vintage φωτογραφίες με την κομπανία του, στα κομπολόγια, στο δαχτυλίδι και στο αγαπημένο του ρολόι. Ταυτόχρονα στο σύστημα ακουστικής ξενάγησης ένας αφηγητής διηγείται αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του ρεμπέτη, σαν να μιλά ο ίδιος για τη ζωή του. Κι έτσι είναι σαν ο ίδιος ο Βαμβακάρης να μας ξενάγησε στα ενθυμήματα της ζωής του.
Μερικές… ζωηρές γατούλες μακριά, βρίσκεται ο δεύτερος χώρος που φιλοξενεί τη νέα διαδραστική “ματιά” πάνω στο έργο του Βαμβακάρη, υπό τον τίτλο “Μάρκος Βαμβακάρης: Εμπειρίες”. Μπαίνοντας στον μικρό αυτό χώρο είναι φανερό από την πρώτη ματιά ότι θα ρίξουμε μπόλικη… μελέτη.
Δεκαέξι πάνελ φροντίζουν ώστε ο επισκέπτης να κατανοήσει την ιστορική συγκυρία και το “περιβάλλον” που “γέννησε” τον Βαμβακάρη, αλλά και την παρακαταθήκη του. Ο Βαμβακάρης ήταν Φραγκοσυριανός, δηλαδή καθολικός, και το όνομά του είναι γραμμένο στα βενετσιάνικα κατάστιχα από το 1600.
Πώς, όμως, βρέθηκαν οι καθολικοί στη Σύρο; Οι θεματικές της έκθεσης μας ενημέρωσαν για τη δημοτική, την αστική και τη λαϊκή μουσική του 19ου και 20ου αιώνα, τον ορισμό του “μάγκα” και του “ρεμπέτη”, την εποχή του Μεταξά και το τι σημαίνει το “σπάω πλάκα”. Μέσα από μία ιστορική αναδρομή που διαπερνά την ιστορία της Σύρου, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την αυγή του αρχοντορεμπέτικου, και τα δύσκολα χρόνια 1950-1959 φτάσαμε βήμα-βήμα στην αποτίμηση της προσφοράς του Βαμβακάρη στην ελληνική λαϊκή μουσική.
Στο δεύτερο μέρος της διαδραστικής έκθεσης επιχειρείται μια βιωματική επαφή με τα τραγούδια του μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο οθόνες. Μέσω μιας εφαρμογής είχαμε τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας μια οθόνη διαδραστικής επαφής, να “παίξουμε” με 10 από τα πιο γνωστά τραγούδια του Βαμβακάρη (ανάμεσά τους: η “Φραγκοσυριανή”, “Τα Ματόκλαδά σου λάμπουν”, “Ο κάβουρας”, “Τα δύο σου χέρια πήρανε”, “Μικρός αρραβωνιάστηκα”, “Η άτακτη” καλ.).
Στο προφίλ κάθε τραγουδιού “φορτώνουν” πληροφορίες για τα όργανα που το αποτελούν, εξειδικευμένες μουσικολογικές λεπτομέρειες και τέλος έχει “αποδομηθεί” με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορείς παίζοντας με ένα πραγματικό μπουζούκι που βρίσκεται στον χώρο να “ενταχθείς” στο κομμάτι και να μαγνητοσκοπηθείς. Κάθε τραγούδι έχει το δικό του σύγχρονο μουσικό βίντεο κλιπ, το οποίο προβάλλεται στο video-wall. Εδώ μπήκαμε σε ένα “παράλληλο” καλειδοσκοπικό σύμπαν, όπου ο Βαμβακάρης βιώνεται τελείως “αλλιώς”, με την αισθητική των εικόνων να μας εκπλήσσει- όχι πάντα ευχάριστα.
Ο θρυλικός Κώστας Παπαδόπουλος κλέβει τις εντυπώσεις στη συναυλία στον Ταρσανά
Με το τραγούδι “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν” να αντηχεί στα αυτιά μας βγαίνοντας από τη διαδραστική έκθεση και το “μπλε φεγγάρι” να έχει εμπεδωθεί ψηλά στον ουρανό κατηφορίσαμε στον Ταρσανά της Ερμούπολης, το παλαιότερο εν ενεργεία ναυπηγείο αυτού του είδους στην Ελλάδα, που δραστηριοποιείται από το 1860. Το καλοκαίρι τα σκάφη σαλπάρουν και ο Ταρσανάς αδειάζει. Τότε κατακλύζεται από πολιτιστικά δρώμενα.
Αυτός ήταν ο καταλληλότερος χώρος για τη συναυλία της Μουσικής Σχολής «ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ & ΟΡΓΑΝΟΙΣ» {Η Μεγάλη του Μάρκου Σχολή}. Με τη μυρωδιά της θάλασσας και του ξύλου από τα γέρικα σκαριά που παραμένουν ολόγυρα, ακούσαμε μαθητές της Σχολής, δασκάλους και διακεκριμένους μουσικούς σε ένα “πολύτιμο μοίρασμα της μνήμης”. Από τη μία ο Μάρκος Βαμβακάρης και από την άλλη ο Συριανός θρύλος του τρίχορδου Κώστας Παπαδόπουλος, που έδωσε το παρών και πήρε όλο το χειροκρότημα.
Τη συναυλία στον Ταρσανά προλόγισε η ηθοποιός, τραγουδίστρια και παρουσιάστρια Νάντια Κοντογεώργη, ενώ ο ηθοποιός Γιάννης Δεσύπρης διάβασε αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη.
”Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος τούς τέτοιους να μη τους λογαριάσω. Ο άνθρωπος για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να ‘ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ‘ρθητε να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Να μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Να μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.”
Διασκεδάσαμε με τραγούδια που κάλυψαν ένα μεγάλο φάσμα. Από τη “Σατράπισσα (Αραμπάς περνά)”, “Τα ζηλιάρικά σου μάτια”, τη “Φραγκοσυριανή” και “Το δίχτυ” φτάσαμε στη “Δραπετσώνα” του Μίκη Θεοδωράκη και στα: “Στρώσε το στρώμα σου”, “Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”, “Αντιλαλούν οι φυλακές” (1936), “Της αγάπης ο ζητιάνος” (1949), “Αλεξανδριανή μου γλάστρα”.
Ακολούθησαν το αργό χασάπικο “Αχάριστη” του Τσιτσάνη που γράφτηκε από τον ίδιο το 1942 και ηχογραφήθηκε σε δίσκο γραμμοφώνου το 1947, ενώ το κοινό ανταποκρίθηκε θερμά στο τραγούδι “Ο Μάρκος υπουργός ( Όσοι γινούν πρωθυπουργοί)” γραμμένο το 1936: “Όσοι γίνουν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν, τους κυνηγάει ο λαός απ’ τα καλά που κάνουν. Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω, να κάθουμαι τεμπέλικα, να τρώω και να πίνω”.
Το επίτιμο πρόσωπο της βραδιάς, ο 86χρονος Κώστας Παπαδόπουλος, στενός συνεργάτης του Βαμβακάρη, δεν άργησε να ανέβει στη σκηνή και τότε τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Ακούστηκαν κομμάτια από την μακρόχρονη διαδρομή του και την πολύχρονη συνεργασία του με τον Μάρκο [μαζί του τραγούδησε ο Ανδρέας Καρακότας]. Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να δούμε εν δράσει θρύλους της ελληνικής μουσικής και δισκογραφίας και ο Κώστας Παπαδόπουλος είναι ένας από αυτούς. Με διαρκή παρουσία στη μουσική μας σκηνή εδώ και 60 χρόνια, καταξιώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους σολίστες όλων των εποχών στο μπουζούκι.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος, που αυτό το διάστημα ξαναπαίζει τα τραγούδια του από το θρυλικό “Ρεμπέτικο” στο Ηρώδειο έστειλε το δικό του μήνυμα για τον Παπαδόπουλο λέγοντας: “Είναι το απόσταγμα της πένας του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Παπαιωάννου, κορυφαίος σολίστας και ενορχηστρωτής με τις διφωνίες και τις τριφωνίες του ‘έντυσε’ με τον ήχο της ψυχής του, τις μελωδίες του και ξεκαθάρισε ποιος είναι ο ήχος που τιμά το όργανο αυτό που κρατάει, το μπουζούκι. Ο Παπαδόπουλος είναι η ουσία, ο αναντικατάστατος.” Το απέδειξε περίτρανα “στο πάλκο” του Ταρσανά όπου μεταξύ άλλων μας χάρισε το “Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο” και “Το τραγούδι της ξενιτιάς”. Έδωσε μαθήματα μπουζουκιού στους νεότερους μουσικούς της ορχήστρας που τον κοιτούσαν πολλές φορές με δέος – διδάσκει εξάλλου πολλά χρόνια τρίχορδο μπουζούκι σε ωδεία.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με ένα ερμηνευτικό σόλο, μέσα από το οποίο ο έμπειρος μουσικός έβαλε όλο το συναίσθημα και την εμπειρία των 60 χρόνων του, δίνοντας εναρκτήριο λάκτισμα για το 7ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου της Σύρου (30/08-2/09).
Η ζωή του Βαμβακάρη – Με ελάχιστα και ταπεινά υλικά, ο Μάρκος κάνει θαύματα
Το δίδυμο των εκθέσεων στο οποίο ξεναγηθήκαμε δίνει μια σαφή εικόνα για την προσωπικότητα και τη ζωή του Βαμβακάρη, μια ζωή δύσκολη που όπως ο ίδιος έλεγε, όταν θυμόταν τις κακές στιγμές της, τιναζόταν σαν να βλέπει ένα πολύ κακό όνειρο.
Ένα ατύχημα με μία πέτρα έστειλε τον Μάρκο στον Πειραιά σε ηλικία 12 ετών, και εκεί ξεκίνησε μια άλλη ζωή. Παίζοντας με τους φίλους του στο νησί κύλησε μια πέτρα έπεσε πάνω σε ένα σπίτι και κατέστρεψε τη σκεπή. Φοβούμενος ότι θα βρει μπελά με την αστυνομία ο Μάρκος πήρε ένα πλοίο και έφυγε για Πειραιά – όπου και πληροφορήθηκε πώς το σπίτι ήταν της θειάς του και κανένας δεν τον κυνηγούσε. Αλλά δε γύρισε… Στην Κοκκινιά τακίμιασε με Συριανούς και δούλεψε μαζί τους ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών. Με τον πρώτο του μισθό πήρε τα πρώτα του ολοκαίνουργια παπούτσια.
Μια μέρα το 1924 και αφού είχαν έρθει στην Αθήνα και οι γονείς του, ο πατέρας του συναντά στο δρόμο τυχαία έναν γνωστό του που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ο μπουζουκτσής Μικρασιάτης, Νίκος Αϊβαλιώτης, δούλευε πλέον ως ιχθυοπώλης και ο πατέρας του Μάρκου το κάλεσε σπίτι να παίξει δυο πενιές με το μπουζούκι του. Μόλις ο Μάρκος είδε το μπουζούκι για πρώτη φορά ορκίστηκε στον εαυτό του ότι αν σε έξι μήνες δεν παίζει αυτό το όργανο, θα σπάσει και τα δυο του χέρια με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στα σφαγεία. Εντάξει δεν χρειάστηκε γιατί από εκείνη τη στιγμή αφοσιώθηκε ψυχή και σώμα στο μπουζούκι και έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μουσικούς.
Στα 18 του έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ελένη Μαυρουδή, την περίφημη “Ζιγκοάλα”, την οποία, όπως έλεγε, μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο. Μάλιστα για αυτήν έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια, όπως “Το διαζύγιο”, “Κάποτε ήμουνα κι εγώ” κ.αλ. Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και το 1933 φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το “Καραντουζένι” ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, αν και δεν θεωρούσε ότι είχε καλή φωνή.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η πιο παραγωγική του και τότε το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη “Φραγκοσυριανή”, που γνώρισε μεγάλες πιένες 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: “Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα”: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά… Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.”
Ο Μάρκος γίνεται με συνοπτικές διαδικασίες… περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Το 1942, ο Μάρκος Βαμβακάρης παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, την Ευαγγελία Βεργίου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Παρότι καθολικός έκανε ορθόδοξο γάμο και αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία (απόφαση που αργότερα άρθηκε). Εδώ ξεκινούν τα “μαύρα χρόνια” για τον Βαμβακάρη. Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959 παθαίνει παραμορφωτική αρθρίτιδα, ενώ μαζί με την ασθένειά του, εξασθενεί και το στιλ της μουσικής του. Τον θεωρούν ξεπερασμένο, οι δισκογραφικές τον απορρίπτουν και τα μοντέρνα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία.
Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ’ ένα ποδήλατο πηγαίνει στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Columbia. Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε οι: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεότεροι ερμηνευτές. Ήταν η “δεύτερη καριέρα” του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο, μια περίοδος δημιουργίας που κράτησε δώδεκα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του (από νεφρική ανεπάρκεια που του προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης) στις 8 Φεβρουαρίου του 1972.
Ο εμβληματικός Συριανός μουσικός είχε δηλώσει πως ήθελε να φύγει “με το μπουζούκι στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη” και έτσι έγινε.