TO “MEGALOPOLIS” ΤΟΥ ΚΟΠΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Δεν έχουμε δει πολλές άλλες ταινίες σαν το μεγάλο πρότζεκτ πάθους του Κόπολα – και πιθανότατα δε θα δούμε ξανά. Αυτή είναι η γνώμη μας για το φιλμ, που παρακολουθήσαμε σε παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες.

«Δε με απασχολεί η θέση μου στην Ιστορία καθώς περνά ο χρόνος. Με απασχολεί ο χρόνος.»

***

Την ιδέα του Megalopolis ο Φράνσις Φορντ Κόπολα τη συνέλαβε το 1977. Ήταν ένας διαφορετικός Κόπολα τότε, ανάμεσα στο Conversation, τον Νονό ΙΙ και το Αποκάλυψη Τώρα, ένας σκηνοθέτης στο απόγειο των δυνάμεων (και της δύναμης) του. Ήδη βέβαια από το Αποκάλυψη Τώρα που εν τέλει γύρισε 2 χρόνια μετά, διαφαίνεται η τόλμη του – ή η μεγαλομανία αν προτιμάς. Η ιδέα ενός έπους που δανείζεται από μύθο, λογοτεχνία και αληθινή πολιτική συγκυρία για να κάνει μια δήλωση για την ανθρώπινη κατάσταση, ανασυστήνοντας στην πορεία ένα ολόκληρο τόπο, είναι κάτι που ο Κόπολα δε σταμάτησε να κουβαλά μέσα του.

Ήταν και διαφορετικός ο κόσμος τότε, φυσικά. Αλλά ήταν και διαφορετικό το μέλλον που φανταζόμασταν. Κάποτε μας υποσχέθηκαν jetpacks, για να το πούμε κι αλλιώς. Η ιδέα ενός λαμπερού, ντιζαϊνάτου μέλλοντος, χωρίς αιχμηρές κατασκευές, με απαστράπουσες συνθέσεις και χωρίς καμία έγνοια πείνας, ανισότητας και δυστυχίας. Αυτό το μέλλον ονειρευόταν κάποτε η ανθρωπότητα, και η πιο σκληρή πράξη συλλογικής ενηλικίωσης είναι ότι το μέλλον που ονειρευόμαστε σταμάτησε να μοιάζει έτσι.

Το Megalopolis είναι μια φουτουριστική ιστορία από την καρδιά του 20ου αιώνα, γιατί φαντάζεται ένα μέλλον βγαλμένα από τα τότε όνειρα. Το μέλλον που φαντάζεται ο αρχιτέκτονας Cesar Catilina (Άνταμ Ντράιβερ, με μπόλικες εξάρσεις, και πιστεύοντας απόλυτα στην σοβαρότητα του όλου θεάματος), ο οποίος έχει την ικανότητα να μεταχειρίζεται τη ροή του χρόνου(!) είναι τέτοιο. Έχει εφεύρει το megalon, ένα υλικό που συντηρεί το ίδιο τον εαυτό του κι από το οποίο πιστεύει πως μπορεί να κατασκευάσει μια αληθινή πόλη του μέλλοντος – μια πόλη από megalon, η οποία συντηρείται μόνη της, κι η οποία εξελίσσεται και αναπτύσσεται παράλληλα με την ανθρωπότητα που κατοικεί σε αυτήν.

Απέναντί του είναι ο δήμαρχος Franklyn Cicero (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο) ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα του λαού, ενός λαού βυθισμένου στην φτώχεια, στην κακοπέραση, που αναζητά μια καλύτερη ζωή στο εδώ και τώρα. Οι αυτοκρατορίες όμως δεν πέφτουν επειδή συμβαίνει κάποιο κατακλυσμικό γεγονός, λέει το Megalopolis: Πέφτουν επειδή οι άνθρωποί τους σταματούν να πιστεύουν σε αυτές.

Παρά αυτή την ιδεολογική σύγκρουση, ο Κόπολα δεν αφιερώνει ιδιαίτερο χώρο στην ανάπτυξή αυτών των αντικρουόμενων κοσμοθεωριών. Προέχει το όραμα για ένα αόριστο μέλλον, κι οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι δευτερεύουσας σημασίας – η τυφλή πίστη στην πάσης θυσίας πρόοδο κάνει το κείμενο της ταινίας οριακά Ayn Rand-ιανό. «Ας μην αφήσουμε το Για Πάντα να θυσιαστεί για το Εδώ Και Τώρα», λέει ο αρχιτέκτονας του Ντράιβερ με την άνεση ενός ανθρώπου που έτσι κι αλλιώς δε θα χρειαζόταν να θυσιάσει κάτι για το Εδώ και Τώρα του.

Αυτές οι ταξικές αποστάσεις αναδεικνύονται στην ταινία μέσα από διονυσιακού τύπου όργια και κραιπάλες της άρχουσας τάξης, που συμπεριλαμβάνουν την κόρη του δημάρχου που ερωτεύεται τον αρχιτέκτονα (η Νάταλι Εμάνουελ του Game of Thrones), μια οικονομική δημοσιογράφο με το συγκλονιστικό όνομα Ουάο Πλάτινουμ(!) που θέλει να ανέβει τα σκαλιά της δύναμης με κάθε κόστος (στο ρόλο η Όμπρεϊ Πλάζα απολαμβάνει εμφανώς την συμμετοχή της εδώ), έναν πάμπλουτο τραπεζίτη (Γιον Βόιτ), κι έναν failson (Σάϊα Λαμπούφ) που κάνει όνειρα πολιτικής ισχύος τραμπικών παραλλήλων.

Το όλο αυτό έπος συμπληρώνεται με πολιτικές ίντριγκες, με παιχνίδια δύναμης, παράνομους έρωτες, εγκυμοσύνες, προδοσίες, σοκαριστικούς θανάτους και μια ολόκληρη καμπάνια παραπληροφόρησης ή/και εκμετάλλευσης που στήνεται γύρω από την ύπαρξη του megalon.

Αν τώρα όλα αυτά ακούγονται ήδη κάπως πολλά και θεοπάλαβα, τότε τίποτα απολύτως δε σας προετοιμάζει για το στυλ – για την αισθητική και την αφήγηση του φιλμ. Ο Κόπολα βρίσκεται όχι απλά σε ύστερη περίοδο της καριέρας του, αλλά σε τεράστια απόσταση κι από την τελευταία φορά που έκανε σινεμά, συγκεκριμένα από το Twixt του 2011. Είναι το μεγαλύτερο κενό του Κόπολα ανάμεσα σε ταινίες, κι αυτό σε μια έτσι κι αλλιώς δραματικά πτωτική διαδρομή.

Σε αντίθεση με άλλους της γενιάς του που δεν σταμάτησαν ποτέ να εξερευνούν και να εξελίσσονται, από τον Σκορσέζε μέχρι τον Ίστγουντ, το στυλ του Κόπολα αυτή τη στιγμή μπορεί να περιγραφεί μόνο ως «ακραία ύστερο»: Όταν δηλαδή βλέπεις μια απλουστευτική, οριακά κακοτεχνισμένη ταινία γυρισμένη από έναν αληθινό master του σινεμά, έναν σκηνοθέτη που όσο κι αν έχει σκουριάσει ή ξεμείνει από φρέσκες ιδέες, είναι ανήμπορος να δημιουργήσει κάτι αληθινά χλιαρό ή αδιάφορο.

Έτσι, παίρνουμε έναν τυφώνα ιδεών που ο Κόπολα δεν ξέρει πώς να τιθασεύσει. Επιφάνειες φωτισμένες σε σημείο που μοιάζουν με αισθητικό σοκ από τα ‘90s. Over the top χαρακτήρες καρτουνίστικης υπερβολής. Αφήγηση που δεν υπακούει σε τίποτα που έστω να μοιάζει με δομή τριών πράξεων, ή έστω που να ακολουθεί χαρακτήρες λέγοντας μια νορμάλ δραματική ιστορία πάνω τους. Μοντάζ υπερβάσεων που θέλουν να στήσουν κλίμα κι αντ’αυτού μοιάζουν με το τέλος του δυτικού κόσμου – ξέρεις πώς ο Σκορσέζε αφιερώνει τόσο χρόνο στο περιβάλλον των ηρώων του σε μια ταινία σαν το Goodfellas, αναδεικνύονται και την θελκτική διάσταση μιας τέτοιας ζωής; Ε, στο Megalopolis εύχεσαι να μην είχες ακούσει ποτέ τη λέξη «Διόνυσος» ή τη λέξη «Ρώμη» ή ίσως και γενικώς τη λέξη «πάρτυ».

Το πρώτο 20λεπτο του φιλμ είναι ένα τέτοιο πολιτισμικό σοκ που νιώθεις σαν το ίδιο το σινεμά να σε χαστουκίζει, με μια πληθώρα στοιχείων πλοκής, χτισίματος κόσμους, χαρακτήρων, κινήτρων και φιλοσοφικών και ιστορικών αναφορών, κουτσουρεμένα μονταρισμένων μεταξύ τους. Σε εκείνο το σημείο με έπιασα να σκέφτομαι πως παρακολουθώ το πιο κακότεχνο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου και πως δε θα αντέξω πάνω από μισή ώρα στην αίθουσα – μέχρι το φιλμ να τελειώσει, συνειδητοποίησα πως όχι μόνο το είχα ρουφήξει όλο (όπως και οι πάντες γύρω μου), αλλά και πως στην πορεία το Megalopolis με είχε, ίσως άθελά του, εκπαιδεύσει πώς να παρακολουθώ τις υπερβάσεις του.

Είναι μια ταινία που ζει και αναπνέει για όλα αυτά τα ΠΟΛΛΑ που είναι. Είναι η αφέλειά του, οι σαχλαμάρα του, η επιθετική αισθητική του (που ακροβατεί ανάμεσα στον πλούτο και τη φτήνια), οι αναφορές του, ο οραματισμός του. Είναι οι χαρακτήρες που μιλάνε σε έμμετρο διάλογο, και που αναφέρουν φιλοσοφικά τσιτάτα για πρωινό. Είναι το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, όταν ένας κεντρικός χαρακτήρας έχει το όνομα Φράνσις, ή όταν η αγωνία του αρχιτέκτονα (που, σαν άλλος κινηματογραφικής αφηγητής, ελέγχει τη ροή του χρόνου) συνδέεται με την αγωνία του Κόπολα για ένα μέλλον μεγαλεπίβολων ιδεών – ή όταν, αδιανόητα, ένας άνθρωπος σηκώθηκε στη σκηνή, με ένα μικρόφωνο μπροστά στην οθόνη του σινεμά, και συνομίλησε με τον Cesar Catilina του Άνταμ Ντράιβερ, σα να του έπαιρνε ζωντανά συνέντευξη(!).

Είναι το πληθωρικό μοντάζ, για το οποίο το μέγεθος και η πληροφορία υπερέχει της συνοχής και της ροής, με την εικόνα να γεμίζει με είδωλα των ίδιων χαρακτήρων ή να σπάει στα τρία, με τις επιμέρους εικόνες να επικοινωνούν μεταξύ τους και φιγούρες να μετακινούνται από τη μία στην άλλη. Ακούγονται όλα αυτά σαν κάτι το εφιαλτικό; Σαν κάτι το υπερβολικό; («Δε μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά σε αυτή την ταινία!») Σαν κάτι το απολαυστικά αντισυμβατικό; Τότε ναι: Όλα αυτά ισχύουν.

Γιατί παρά την παράλογη δομή της και τον ανύπαρκτο ρυθμό της, παρά την συζητήσιμη ιδεολογία που αναδύεται πίσω από την αλληγορία που επιλέγει ο Κόπολα για αυτό το magnum opus του, παρά την αφέλεια ή ίσως και λόγω αυτής, το Megalopolis διαθέτει τελικά κάτι το αφοπλιστικό μέσα του και γύρω, έρχεται και προσγειώνεται ως ένα σπάνιο μυθικό αντικείμενο που επιβεβαιώνει τη μυθική του διάσταση.

Κάπου ανάμεσα στις μεγάλες ιδέες που κάποτε το στουντιακό σινεμά δεν φοβόταν, πίσω στα ‘70s, και στην ειλικρινή και συναισθηματική τεχνητότητα ενός σινεμά σαν των Γουατσόφσκι (βλέπε Jupiter Ascending αλλά και Matrix Resurrections), το ακραίο ύστερο στυλ του Κόπολα απλώνει στην οθόνη εμμονές, ιδέες και οράματα που σιγοβράζουν μέσα του για σχεδόν μισό αιώνα. Ιδέες και εικόνες ατάκτως ερριμένες αλλά μεγάλης σημειολογικής βαρύτητας, μια παθιασμένη κατάθεση πάνω σε ένα ουτοπικό μέλλον στο οποίο έχουμε –ακόμα– δικαίωμα να πιστεύουμε.

Με τον ίδιον τον σκηνοθέτη μάλιστα να βγάζει ακόμα και τον εαυτό του έξω από την εξίσωση, μιλώντας περισσότερο για την ιδέα του μέλλοντος, παρά για τον ίδιο ως πιθανό μελλοντικό θρύλο. «Δε με απασχολεί η θέση μου στην Ιστορία καθώς περνά ο χρόνος. Με απασχολεί ο χρόνος», λέει κάποια στιγμή ο Άνταμ Ντάιβερ ως αρχιτέκτονας-δημιουργός.

Καθώς το φιλμ του Κόπολα ξεκινά, η κάρτα τίτλων με μια αισθητική γραφής σκαλισμένης σε πλάκα, αναφέρει:

Francis Ford Coppola’s
MEGALOPOLIS
A Fable

Είναι ένας κινηματογραφικός μύθος, πράγματι, ανόμοιος με οποιονδήποτε άλλον. Αδύνατον να το κατατάξεις, και ίσως να το χωνέψεις, αδύνατον να προβλέψεις τι εκτίμησης και επανεκτίμησης θα τύχει σε ένα, σε πέντε, σε πενήντα χρόνια από σήμερα. Αλλά απόψε, εδώ, σε αυτή την αίθουσα, το θρυλικό, σχεδόν δονκιχωτικής εμμονής Megalopolis του Φράνσις Φορντ Κόπολα, υπήρξε γεγονός. Και αυτό, τουλάχιστον, μας κάνει χαρούμενους.

Info:

Το Megalopolis αναζητά ελληνική διανομή. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται από 14 ως 25 Μαΐου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα