ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΠΟΣΟ ΦΑΛΤΣΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Η ΛΕΞΗ “ΠΡΟΟΔΟΣ”
Είδαμε την παράσταση «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» που σκηνοθετεί η Αικατερίνη Παπαγεωργίου στο Θέατρο Μπέλλος και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Η έννοια της προόδου είναι κάτι που απασχολεί τους πάντες για πάντα. Η πρόοδος στη ζωή, η σχολική πρόοδος, η κοινωνική πρόοδος, η τεχνολογική πρόοδος. Γενικώς η πρόοδος σαν λέξη είναι και πολύ αρεστή και πολύ επιθυμητή. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η λέξη φαλτσάρει; Όταν στο άκουσμά της αντί για ένα αίσθημα ελπίδας, νιώθεις πως απλώς βουλιάζεις σε ένα τέλμα;
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα»: Πίσω από τον μακροσκελή ευφάνταστο θεατρικό αυτόν τίτλο βρίσκεται ο Ρουμάνος συγγραφέας Ματέι Βίζνιεκ (1956), μια ξεχωριστή φωνή στον χώρο του σύγχρονου δράματος.
Μεγαλώνοντας υπό τον σκιώδη φόβο ενός καταπιεστικού καθεστώτος, από πολύ νέος παθιάζεται με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Διαβάζει Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Πόε, Λοτρεαμόν. Του αρέσουν οι σουρεαλιστές, οι ντανταϊστές, το θέατρο του παραλόγου και του γκροτέσκου, αλλά και η ονειρική ποίηση.
Αυτοεξόριστος στο Παρίσι και σφοδρά λογοκριμένος στην πατρίδα του, γράφει το έργο αυτό στις αρχές του 2000 θέτοντας το νευραλγικό ερώτημα του τι τελικά θεωρούμε «πρόοδο» τον 21ο αιώνα και τι γίνεται με την «ανθρώπινη ψυχή» όταν βάλλεται από εθνικές έριδες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διεθνή οικονομικά συμφέροντα.
Εννέα χρόνια μετά, αποσπά το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν. Πηγή έμπνευσής του η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ήρωές του τα τέσσερα μέλη μιας οικογένειας, μέσα από το σκιαγράφημα της οποίας ξεδιπλώνεται με τρόπο εύγλωττο και ρεαλιστικό η ιστορία της πολεμικής φρίκης.
Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Βίγκαν και τη Γιάσμινσκα που επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία έχει θρηνήσει και αυτή το παιδί της και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δουλεύει σαν πόρνη στην κεντρική Ιταλία. Η τοπική κοινωνία του χωριού τους τους αντιμετωπίζει με συμπονετική και ιδιοτελή καχυποψία. Οι γείτονες μονίμως αναζητούν τρόπους να εκμεταλλευτούν οικονομικά το πένθος τους. Φτάνουν στο σημείο να κάνουν ακόμη και εμπόριο ανθρώπινων οστών.
Ξεχασμένο από όλους -από το κράτος, τους διεθνείς φορείς, τους φίλους, τους συγγενείς ακόμα και από την ίδια τη ζωή- και μη έχοντας δικαίωμα διεκδικήσεων, καθώς στερείται οικονομικών πόρων, το ζευγάρι αποφασίζει να ανακαλύψει μόνο του το νήμα της οικογενειακής του ιστορίας.
Η σκηνοθετική οπτική
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και η ομάδα The Young Quill, 20 χρόνια μετά τη συγγραφή του επέλεξαν να (επανα)συστήσουν στο ευρύ κοινό -πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα από την Πειραματική Σκηνή της “Τέχνης” τον Ιανουάριο του 2007 σε μετάφραση και σκηνοθεσία της Έρσης Βασιλικιώτη- το πολύ ιδιαίτερο και ευαίσθητο αυτό έργο, άκρως επίκαιρο μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα που ζούμε εκ νέου τους τελευταίους μήνες.
Μέσα σε ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο που όλα μοιάζουν να είναι φάλτσα, διαδραματίζεται μια απόλυτα ρεαλιστική ιστορία ενός πολέμου. Δεν έχει σημασία ποιου πολέμου. Αν αφορά την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Ουκρανία ή το Ισραήλ. Το έργο εστιάζει στα πιο βαθιά ζοφερά σημεία και επικεντρώνεται στο ερώτημα: Πώς υπάρχει αλήθεια κανείς μετά από έναν πόλεμο; Πώς μπορει να συνεχίσει τη ζωή του όταν όλα έχουν αλλάξει και μετατοπιστεί; Όταν και εσύ ο ίδιος, δεν είσαι πια ο εαυτός σου;
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου χειρίζεται με επιδεξιότητα το κείμενο του Βίζνιεκ και αποφεύγει έξυπνα τις παγίδες του κρατώντας τις δέουσες ισορροπίες. Έτσι, δεν υποκύπτει στην ευκολία μίας στρατευμένης ερμηνείας του έργου, ούτε προσπαθεί να “εκφωνήσει” ένα αντιπολεμικό διδακτικό μανιφέστο. Κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: ακολουθεί τη γραφή του Βίσνιεκ και δε διστάζει να αφεθεί σκηνοθετικά στη διεύρυνση των ορίων του συμβατικού θεάτρου ενώνοντας δύο κόσμους -αυτόν του ρεαλισμού με αυτόν του ονείρου και του παραλόγου- με τρόπο ποιητικό εστιάζοντας στο ανθρώπινο στοιχείο και στον διαρκή μετεωρισμό του απέναντι στον πόλεμο.
Η παράσταση που στήνει έχει την αίσθηση του χειροποίητου. Τα σκηνικά της Μυρτώς Σταμπούλου λιτά και ατμοσφαιρικά. Μία γραμμή από χώμα ορίζει τα σύνορα και από πάνω σε ένα σχοινί μπουγάδα απλώνονται ματωμένα πουκάμισα. Στο βάθος ένα τραπέζι επικλινές, με πριονισμένα τα δύο του πόδια. Ένα τραπέζι που πάνω του δεν μπορεί να σταθεί τίποτα. Όλα κυλούν και πέφτουν κάτω. Οι ήρωες της παράστασης, μέσα από τον φακό του παραλόγου καλούν το κοινό να αναμετρηθεί με τις βαθιές και συχνά αινιγματικές πτυχές της ζωής του και λειτουργούν σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, καθώς αντανακλούν πάνω του την πολυπλοκότητα του κόσμου μας. Οι σκηνοθετικές κωμικές πινελιές τους αρκετές και αναζωογονητικές στη θέαση, αν και μερικές φορές αγγίζουν την υπερβολή με το έντονα γκροτέσκ στοιχείο τους.
Οι ερμηνείες
Πέντε εξαιρετικοί ηθοποιοί επωμίζονται πολλούς δύσκολους διπλούς ρόλους και δεν είναι λίγες φορές που η χρήση της γλώσσας και των συμβολισμών της δημιουργεί ένα μαγευτικό μωσαϊκό που αιχμαλωτίζει. Το δίδυμο των Δημήτρη Πετρόπουλου και Μάνιας Παπαδημητρίου αποτελεί μία στιβαρή υποκριτική πυξίδα χάρη στην οποία η παράσταση δε χάνει ποτέ τον ποιητικό προσανατολισμό της. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος είναι συγκλονιστικός στον ρόλο του πατέρα. Το χαμένο βλέμμα του, η στάση του σώματός του, η αποσπασματική ομιλία του, όλα δείχνουν έναν άνθρωπο καταρρακωμένο, έναν άνθρωπο που ψάχνει τη λύτρωση στα λείψανα του γιου του. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η σπαρακτική ερμηνεία της Μάνιας Παπαδημητρίου, στον ρόλο της μητέρας που δεν μπορεί να βρει παρηγοριά πουθενά.
Ο Τάσος Λέκκας στον ρόλο του νεκρού γιου τριγυρνά σαν φάντασμα στη σκηνή και δίνει μία αξιοπρόσεκτη αέρινη ερμηνεία κατορθώνοντας να εγκλωβίσει στην προσωπικότητα του ήρωά του όλη τη φρικαλεότητα του πολέμου. Το ίδιο καλός ήταν και σαν τρανς πόρνη, καθώς δεν υπέκυψε στην ευκολία του ρόλου και έπλασε μια φιγούρα πλήρως ισορροπημένη ανάμεσα στο απόλυτο δραματικό και κωμικό στοιχείο.
Η Ελίζα Σκολίδη εντυπωσιάζει με τα κινησιολογικά της μέσα στον ρόλο της Ίντα, της κόρης της οικογένειας που έχοντας χάσει τα πάντα από τον πόλεμο εκπορνεύεται προκειμένου να επιβιώσει η ίδια και για να βοηθήσει και τους γονείς της. Μοναδικό μέσο αντίστασής της ένα ακαταλαβίστικο τραγούδι που τραγουδά δυνατά κάθε φορά που γίνεται υποχείριο του κάθε πελάτη ή της πατρόνας της. Συγκινεί με την ερμηνεία της στο τέλος, κατά την επιστροφή της στο μισοκαμένο πατρικό της σπίτι, ενώ ξαφνιάζει όταν μεταμορφώνεται σε γριά γειτόνισσα που απειλεί θεούς και δαίμονες έχοντας χάσει και αυτή το παιδί της στον πόλεμο.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης είχε το βαρύ φορτίο να ερμηνεύσει ρόλους εξίσου έντονους και εκ διαμέτρου αντίθετους μεταξύ τους. Έτσι τον είδαμε να φωνάζει ρυθμικά και στιβαρά σαν λοχαγός, να προσπαθεί να πουλήσει λείψανα διαφόρων νεκρών σαν μαυραγορίτης γείτονας στους χαροκαμένους γονείς, αλλά και σαν πελάτη στο πορνείο που δούλευε η Ίντα. Δύσκολες οι ισορροπίες στις εναλλαγές των χαρακτήρων και ρίσκο που δείχνει να μην αποδίδει κάποιες φορές με την τόσο έντονη κινησιολογια και υπερ εκφραστικότητά του.
Συμπέρασμα
Μία ώριμη, σύγχρονη και θαρραλέα σκηνοθετική προσέγγιση του έργου του Βίζνιεκ από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου που δείχνει να αποκτά τη δική της ιδιοσυγκρασιακή θέση στο ελληνικό θέατρο, μία καταβύθιση στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ένα αναδυόμενο ερώτημα για το αν η «πρόοδος» είναι τελικά η αξία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο. Συστήνεται για όλους και τους καιρούς αυτούς επιβάλλεται να τη δείτε…
Πληροφορίες
Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 6948230899
Πρεμιέρα: Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00
Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ κανονικό, 12 ευρώ μειωμένο (ΑΜΕΑ, φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων)
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/i-leksi-proodos-sto-stoma-tis-miteras-mou-ixo/