ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΟΣΑ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΝ ΟΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΙ ΔΕΚΤΕΣ
Τρεις γυναίκες, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου,η Μάνια Παπαδημητρίου και η Ελίζα Σκολίδη μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή το έργο του σύγχρονου Ρουμάνου συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα».
Τι θεωρείται «πρόοδος» τον 21ο αιώνα; Σε αυτήν την ερώτηση προσπαθεί να απαντήσει η ομάδα The Young Quill επιλέγοντας να παρουσιάσει στο θέατρο Μπέλλος -του οποίου έχει αναλάβει από πέρυσι την καλλιτεχνική διεύθυνση- το έργο του σύγχρονου Ρουμάνου συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου.
Πρόκειται για ένα έργο που η συγκυρία του πολέμου στο Ισραήλ το κάνει ακόμη πιο επίκαιρο και νευραλγικό, καθώς αφορά τις συνέπειες του πολέμου στον άνθρωπο και θέτει το ερώτημα του τι τελικά είναι αυτό που απομένει, αλλά και του τι τελικά συνιστά η λέξη πρόοδος στον πολιτισμένο κόσμο.
“Επιλέξαμε το έργο του Ματέι Βίζνιεκ έναν χρόνο πριν, καθώς ήταν τρομερά επίκαιρο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και την ίδια στιγμή διαχρονικό. Μπορεί να εμπνέεται από τη τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, έναν άλλο πόλεμο, έχει όμως να κάνει με όλους τους πολέμους. Τραγική συγκυρία και ο πόλεμος τώρα στο Ισραήλ…
Αυτό που με γοήτευσε είναι πως δεν πρόκειται για ένα έργο στρατευμένο, αλλά για ένα έργο που παίρνει θέση απέναντι σε πολλά πράγματα και εστιάζει στο ανθρώπινο στοιχείο: στο πώς ο άνθρωπος στέκεται απέναντι στον πόλεμο και στο πώς η ανθρώπινη μονάδα είναι όχι μόνο απροστάτευτη, αλλά και μετέωρη. Μιλά για την προσφυγιά, για ανθρώπους που δεν έχουν πού να πάνε, αλλά και για το κομμάτι του πένθους. Εστιάζει δηλαδή στα πολύ μελανά και ζοφερά σημεία ενός πολέμου. Πώς υπάρχει αλήθεια κανείς μετά από έναν πόλεμο; Τι είναι αυτό που απομένει μετά από έναν πόλεμο; Και πώς επιστρέφει κάποιος στο σπίτι του;” αναφέρει για το έργο η Αικατερίνη Παπαγεωργίου στο NEWS 24/7.
Ο Ματέι Βίζνιεκ είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα. Γεννήθηκε το 1956 στη Ρουμανία και τα θεατρικά του έργα λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν, καθώς δεν θέλησε να μείνει σιωπηλός απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς της χώρας του. Τον Σεπτέμβριο του 1987 ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι και έκτοτε ζει στη Γαλλία. “Δε γύρισε ποτέ πίσω. Ήταν συντετριμμένος και από άποψη δε γράφει πια στα ρουμάνικα. Είναι πολύ διαφορετικό να βάλλεσαι από έναν εξωτερικό παράγοντα και άλλο πράγμα ο εμφύλιος, που αρχίζεις να κοιτάς με καχυποψία τους ανθρώπους που πίνατε καφέ κάθε μέρα” σημειώνει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου για τον συγγραφέα του οποίου η θαρραλέα λογοτεχνική προσέγγιση και η στάση του απέναντι σε πολιτικοκοινωνικά θέματα έχουν αποσπάσει αναγνώριση και θαυμασμό παγκοσμίως. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν παρουσιαστεί σε θέατρα σε όλο τον κόσμο. Στη Ρουμανία, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος έγινε ένας από τους πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς της χώρας, με τριάντα και πλέον έργα του ανεβασμένα στο Βουκουρέστι και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Το έργο…
Μέσα σε ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο που όλα μοιάζουν να είναι φάλτσα, διαδραματίζεται μια απόλυτα ρεαλιστική ιστορία ενός οποιουδήποτε πολέμου του τώρα, του τότε ή του μετά. “Οι βασικοί ήρωες του έργου είναι τέσσερις” λέει συστήνοντάς τους η Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Και συνεχίζει: “ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιου που πολεμούσε -το φάντασμα του νεκρού τους γιου εμφανίζεται μάλιστα σε όλη τη διάρκεια του έργου και καθοδηγεί τη δράση. Και η κόρη που που ενεπλάκη λόγω του πολέμου σε ένα κύκλωμα σωματεμπορίας και είναι στην Ιταλία και εκπορνεύεται και αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων της οικογένειας. Υπάρχουν και άλλοι 11 χαρακτήρες της τοπικής κοινωνίας που κάπως πολύ αρχετυπικά διατρέχονται από την έννοια του κέρδους και της εκμετάλλευσης και αναζητούν τρόπους να εκμεταλλευτούν οικονομικά το πένθος τους”.
Η σκηνοθετική γραμμή
“Προσπάθησα να αντλήσω στοιχεία από την τότε εποχή, αλλά αυτά να μην είναι καθοριστικά σε σχέση με το ανέβασμα του έργου. Θέλω το έργο να είναι ανοιχτό σε ερμηνείες…” σημειώνει η σκηνοθέτιδα. Και συνεχίζει “καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αντίθεση των τεσσάρων χαρακτήρων που προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους μετά τον πόλεμο με τους υπόλοιπους. Με τους πρώτους μπορούμε κάπως να ταυτιστούμε, γιατί η αρνητική τους πλευρά δεν είναι έκδηλη, θα τολμούσα να πω από γραφής. Με τους υπόλοιπους δεν μπορούμε, καθώς εμφανίζονται με τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά τους πιο διογκωμένα”.
Η Μάνια Παπαδημητρίου είναι ιδιαίτερα συγκινημένη με την παράσταση αυτή, αλλά και με τη συνεργασία της με την ομάδα The Young Quill. “Είμαι πολύ ευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία να συναντηθώ με την ομάδα The Young Quill που διαχειρίζεται το Θέατρο Μπέλλος και να συνεργαστώ με ανθρώπους τόσο νέους που τιμούν την τέχνη του θεάτρου και ακολουθούν κατά τη διαδικασία με τεράστια πειθαρχία τους κανόνες μιας αληθινά συνεργατικής συνεύρεσης. Η σκηνοθέτιδα μας, Αικατερίνη Παπαγεωργίου, έχει γνώση και απίστευτη παρατηρητικότητα στην κάθε λεπτομέρεια της ερμηνείας του καθενός μας και παλεύει πραγματικά με σθένος φαντασία και τεράστια επιμονή και υπομονή να φτιάξει μια παράσταση συνόλου πράγμα που είναι αναγκαίο σε αυτό το έργο και στον τρόπο που έχει επιλεγεί να ερμηνευτεί. Ελπίζω να τα καταφέρουμε και να δώσουμε μια παράσταση που πραγματικά θα συνομιλήσει ουσιαστικά με το κοινό” αναφέρει.
Το γοητευτικό στοιχείο του έργου
Η Μάνια Παπαδημητρίου εστιάζει σε αυτό που τη γοητεύει στο έργο: “Αυτό που με γοητεύει στο έργο του Βιζνιεκ είναι το πώς συνδυάζει με πολύ εύστοχο τρόπο την τραγικότητα των καταστάσεων με το χιούμορ που φτάνει ως τον σαρκασμό. Επίσης το πώς χρησιμοποιεί τα σύμβολα χωρίς να γίνεται διδακτικό. Μοιάζει λοιπόν σαν ένα όνειρο που άλλοτε έχει τα στοιχεία του εφιάλτη και άλλοτε της φυγής από την πραγματικότητα προς ένα σύμπαν μεταφυσικού ρεαλισμού που μοιάζει απόλυτα ταιριαστός όμως με την πραγματικότητα του πολέμου, έτσι όπως αυτή μου έχει μεταφερθεί από αφηγήσεις ανθρώπων που τον γνώρισαν αλλά και από αναγνώσματα μαρτυριών”.
Και συνεχίζει μιλώντας για τους δύο ρόλους που υποδύεται: “παίζω στο έργο δύο ρόλους, τη μάνα που ψάχνει να βρει τα οστά του σκοτωμένου, αλλά αγνοούμενου γιου της, που διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τρέλα. Επίσης παίζω την πατρονα ενός οίκου ανοχής που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η εκμετάλλευση και το κέρδος μέσα από το εμπόριο σαρκός. Είναι δύο ρόλοι εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους και αυτό με γοητεύει πάρα πολύ”.
Και η έτερη πρωταγωνίστρια, η Ελίζα Σκολίδη προσθέτει από την πλευρά της πως “το έργο του Ματέι Βίζνιεκ από την πρώτη φορά που το διάβασα, με συγκλόνισε. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πόσο πολύ χειρότερη μπορεί να είναι η ζωή ΜΕΤΑ τον πόλεμο. Νόμιζα από μικρό παιδί πως το τραγικό στη ιστορία είναι ο πόλεμος, δεν είχα σκεφτεί όμως ποτέ τι ακολουθεί. Οι χαρακτήρες μας επαναπατρίζονται αμέσως μετά τον πόλεμο και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στο διαλυμένο πια τόπο τους, στο μισοκαμένο σπίτι τους, γνωρίζοντας ότι ο γιος τους έχει πεθάνει στη μάχη τρία χρόνια τώρα. Ξεκινάνε, λοιπόν, να ψάχνουν σε όλη την ευρύτερη περιοχή να ψάχνουν πού μπορεί να είναι θαμμένος, για να τον βρουν, να τον ξεθάψουν και να τον ξαναθάψουν μετά οι ίδιοι.
Να τελέσουν δηλαδή έστω αυτό μαζί του, τον αποχαιρετισμό. Ανθρώπινο δε μας ακούγεται αυτό; Μια πράξη γεμάτη συναίσθημα και νοιάξιμο για το δικό μας άνθρωπο. Ο Ματέι κάνει αυτό το καταπληκτικό. Τοποθετεί αυτή την πανάγαθη πράξη, πράξη αναγκαία για την ψυχική υγεία των γονέων, μέσα σε ένα εφιαλτικό τοπίο από όλα τα υπόλοιπα πλάσματα να είναι αφυδατωμένα από κάθε συναίσθημα. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι ¨απ’ το απέναντι στρατόπεδο¨, δε φύγανε ποτέ απ΄το χωριό και στα χρόνια του πολέμου, χτίσανε όσο πιο καλά μπορούσαν τα θεμέλια ώστε να πλουτίσουν. Έχουν μαζέψει όλα τα κόκκαλα του χωριού και τα πουλάνε. Πουλάνε τα κόκκαλα των στρατιωτών στους γονείς για να βγάλουν λεφτά, καταλαβαίνετε; Μιλάμε για την απόλυτη εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους. Ένα μικρό απαρτχάιντ.
Είναι απόλυτα επίκαιρος παντού και πάντα ο αδηφάγος αυτός ζήλος για κέρδος- κόντρα στην αξία της ανθρώπινης ζωής και της τρυφερότητας. Δυστυχώς”.
Και για την ηρωίδα της αναφέρει: “Είμαι η Ίντα. Η κόρη των επαναπατριζόμενων γονέων και η αδερφή του χαμένου γιου, του Βίμπκο. Λίγο πριν τον πόλεμο παντρεύτηκα τον Στάνκο, και μέσα στον πόλεμο γέννησα το παιδί του. Ο Στάνκο πολέμησε στο απέναντι στρατόπεδο απ τον αδερφό μου. Πέθαναν και οι δύο στον πόλεμο και πέθανε και το παιδί μου. Έφυγα στην Ιταλία για μια καλύτερη ζωή, μου είπαν, και εν τέλει εννοούσαν να πουλάω το κορμί μου για πενταροδεκάρες. Τουλαχιστον μάζευα κι έστελνα χρήματα στους γονείς μου και τους βοήθησα να επιβιώσουν στην ξενιτιά. Η ηρωίδα μου είναι πολύ ιδιαίτερη. Άντεξε όλους τους χαμούς που μπορεί να τύχουν σε έναν άνθρωπο και μόνη της παρηγοριά είναι το τραγούδι. Δε μιλάει σε κανέναν και δεν έχει συνδεθεί με κανέναν μετά τον πόλεμο. Είναι παντελώς μόνη. Την αγαπώ πολύ, είναι το σύμβολο του γυναίκας που κουβαλά όλα τα δεινά και τις γυναίκες -όλες αλλά ειδικά αυτές- πρέπει να τις φροντίζουμε λίγο παραπάνω”.
Γιατί η λέξη πρόοδος γιατί ηχούσε φάλτσα και μάλιστα στο στόμα μίας… μητέρας;
Ο Ματέι Βίζνιεκ γράφει το έργο του αυτό στις αρχές του 2000 θέτοντας το νευραλγικό ερώτημα: Τι θεωρούμε «πρόοδο» τον 21ο αιώνα και τι γίνεται με την «ανθρώπινη ψυχή» όταν βάλλεται από εθνικές έριδες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διεθνή οικονομικά συμφέροντα;
“Για τον Βίζνιεκ η ‘μητέρα’ είναι με έναν τρόπο η πατρίδα. Και εν συνεχεία θέτει με ευθύτητα το ερώτημα τι είναι πρόοδος. Ειδικά όταν έγραψε το έργο, το 2000, μετά από Παγκόσμιους και Εμφυλίους πολέμους ήθελε μάλλον να θέσει το πολύ καίριο ερώτημα: ‘Αν όλοι αυτοί οι πόλεμοι έγιναν για να προοδεύσουμε, τι συνιστά πρόοδο σήμερα;’ σημειώνει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και τονίζει πως “η δική μου ανάγνωση σε σχέση με τη λέξη ‘φάλτσα’ του τίτλου σχετίζεται με το πώς παρουσιάζονται οι επιμέρους χαρακτήρες που έχουν πια τόσο πολύ εκφυλιστεί”.
“Ανήκω στη γενιά των παιδιών που μεγαλώσαμε με την πρόοδο σαν ύψιστη αξία. Μας μαθαίνανε, δηλαδή, πως αν διαβάσουμε και προσπαθήσουμε θα πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας και θα προοδεύσουμε. Με την κρίση, ωστόσο, που ήρθε στην Ελλάδα, όλο αυτό κατέρρευσε. Πλέον το προσπαθώ δε σημαίνει πως θα τα καταφέρω. Και εγώ μέσα από το έργο αυτό, προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω την έννοια της προόδου. Αναρωτιέμαι, αυτό που ονομάζουμε πρόοδο και το μετράμε με πτυχία, με χρήματα, με τεχνολογία, με άλματα ιατρικής, δεν μπορούμε να το μετρήσουμε με ανθρωπιά και ενσυναίσθηση;” αναρωτιέται και καταλήγει “έχουμε μεγαλώσει με ένα αφήγημα που διαρκώς καταρρέει. Ίσως πρέπει να αναθεωρήσουμε το τι εστί πρόοδος σήμερα, ιδιαιτερα μετά και το φετινό καλοκαίρι με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες”.
Η Μάνια Παπαδημητρίου αναφέρεται στη λέξη “Πρόοδο” λέγοντας πως “οι έννοιες των λέξεων στα χρόνια των πολέμων και της προπαγάνδας αναλόγως με την πλευρά που βρίσκεται ο καθένας συχνά διατρέφονται με τρόπο που συχνά σημαίνουν το αντίθετο τους. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του όρου ‘ειρηνευτική διαδικασία’ που συχνά στην εποχή μας κατάντησε να σημαίνει επίθεση και πολεμική επιχείρηση. Έτσι λοιπόν και η λέξη ‘πρόοδος’ αλλά και οι λέξεις ‘ανάπτυξη’ και ‘μέλλον’ έχουν χάσει τον σαφή προσδιορισμό τους ως έννοιες.
Ο καθένας τις χρησιμοποιεί με όποιον τρόπο τον συμφέρει. Υπό αυτήν την έννοια η χρήση της λέξης ‘πρόοδος’ στο στόμα των παλαιότερων, δηλαδή των μεγαλύτερων ανθρώπων, ηχεί παράδοξα στα αυτιά των νεότερων. Ηχεί φάλτσα γιατί το νόημα της γλιστράει προς κατευθύνσεις που μόνο πρόοδο δε σημαίνουν. Όπως και η λέξη ‘δορυφόρος’ που η μητέρα χρησιμοποιεί χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι λέει.
Είμαστε δορυφόροι κάποιων άλλων που αποφασίζουν για τη μοίρα μας οδηγώντας μας συχνά σε πολέμους που εμφανίζονται ως ‘πρόοδος’ και τελικά χάνουμε τα παιδιά μας και τα σπίτια μας και τη μνήμη μας και καταδικαζόμαστε να ζούμε μέσα σε ένα τοπίο ολότελα καινούργιο όπου δεν αναγνωρίζουμε πια τίποτα μέσα σε αυτό. Αυτό συνέβη στην οικογένεια του έργου μας και αυτό ορίστηκε τότε ως πρόοδος. Και ναι αυτό είναι πολύ φάλτσο”.
Η Ελίζα Σκολίδη αναφέρει για τη λέξη “πρόοδος”: “τι βρίσκω στο λεξικό. Πρόοδος: η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο. Εγώ στον κόσμο όπου ζω δεν βλέπω βελτίωση, δε βλέπω αυτόν τον δρόμο προς κάτι καλύτερο. Για μενα ο δρόμος για κάτι καλύτερο δεν περιλαμβάνει οργανωμένα εγκλήματα έξω από τα γήπεδα με σιωπηλή συμφωνία της κυβέρνησης, δεν περιλαμβάνει χαμό περιουσιών από πλημμύρες που οφείλονται σε αντιπλημμυρικά έργα που δεν φρόντισε η κυβέρνηση, δεν περιλαμβάνει κατασχέσεις σπιτιών, δεν περιλαμβάνει κατάφαση στο νεοναζισμό, δεν περιλαμβάνει γυναικοκτονίες και δεν περιλαμβάνει κοινωνική καταπίεση οποιουδήποτε ανθρώπου να κυκλοφορεί ντυμένος όπως αυτός επιθυμεί.
Έχουμε μπερδέψει την προσωπική επιτυχία με την προσωπική ανέλιξη. Η πρόοδος ηχεί φάλτσα γιατί μεταφράζεται ως ‘να φτάσω ψηλά’. Ψηλά δηλαδή πού; Πάνω από ποιόν; Και γιατί ο ένας ψηλά και ο άλλος χαμηλά; Ψηλά ίσον χρήμα; Ίσον υψηλόβαθμη θέση; Γιατί μας θρέφει αυτό εν τέλει; Αν δω ποτέ πραγματική πρόοδο θα σας ενημερώσω. Προς στιγμήν μόνο ζόφο βρίσκω και γεμίζω θυμό”.
Συντελεστές
Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ
Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη
Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου
Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα
Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου
Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη
Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη
Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη
Πληροφορίες
Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 6948230899
Οκτώβριος 2023 – Φεβρουάριος 2024
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00