Μιγκέλ Γκόμες Patricia Neves Gomes

ΜΙΓΚΕΛ ΓΚΟΜΕΣ: “ΚΑΘΕ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΡΙΜΕΙΚ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΤΟΥ ΟΖ”

Ο Μιγκέλ Γκόμες, ο μεγάλος Πορτογάλος του arthouse σινεμά επιστρέφει με το “Grand Tour”, ένα υπνωτιστικό κινηματογραφικό ταξίδι στην Ασία που τιμήθηκε με το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Καννών. Λίγες μέρες πριν τη βράβευση, μίλησε στο Magazine για τη δημιουργία ονείρων στη μεγάλη οθόνη, τον “Μάγο του Οζ”, και πώς είναι να σκηνοθετείς remotely λόγω Covid.

Στο Grand Tour του Μιγκέλ Γκόμες, το μεγάλο ταξίδι είναι απλώς ένα φόντο: Για τον Έντουαρντ, που θέλει να αφήσει πίσω τη Μόλι. Για τη Μόλι, που θέλει να βρει ξανά τον Έντουαρντ.

Όπως κι αν το πιάσεις, δεν υπάρχει άλλη ταινία ακριβώς σαν αυτή. Στη Μιανμάρ των αρχών του 20ου αιώνα, σε μια πόλη υπό βρετανικό αποικιοκρατικό έλεγχο, ο διπλωμάτης Έντουαρντ αφήνει πίσω τη μνηστή του, Μόλι, τη μέρα που θα παντρεύονταν. Τον διαπερνά μια μελαγχολία – για την κατάσταση της Μόλι, για την δική του ύπαρξη. Νιώθει, μας λέει σε αφήγηση στην αρχή της ταινίας, πως είναι σα να τρέχει να ξεφύγει από ένα όνειρο που είδε, και το οποίο δε θυμάται, αλλά τον στοιχειώνει ακόμα η αίσθησή του.

Η Μόλι, αποφασισμένη να παντρευτεί, ακολουθεί τη διαδρομή του Έντουαρντ για να φτάσει κοντά του. Το ετεροχρονισμένο ταξίδι τους, διατρέχει χώρες και πόλεις συνθέτοντας ένα οπτικό οδοιπορικό μέσα από ζούγκλες και πόλεις, μέσα από τοπικές κουλτούρες και τους καταπιεστές τους, μια αληθινή ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση σε διπλό χρόνο.

Ο μεγάλος πορτογάλος σκηνοθέτης Μιγκέλ Γκόμες αρέσκεται σε τέτοιου είδους συναισθηματικές διαδρομές. Για ανθρώπους που κυνηγούν (ή κυνηγιούνται) από κάποια ηχώ. Για εραστές σε απόσταση. Για ανθρώπους παγιδευμένους σε κάποια ανεξήγητη λούπα ή σε κάποιο παιχνίδι (μη) επιλογών και συνεπειών. Δεν είναι τυχαία εξάλλου το σαρωτικό του Tabu, μια από τις κορυφαίες αισθηματικές ταινίες των ‘10s.

Ταυτόχρονα, το Grand Tour είναι και μια ταινία για το ίδιο το ταξίδι. Σαν ημερολόγιο καταστρώματος ενός μεγάλου ταξιδιού διαμέσου μιας ηπείρου, αφομοιώνει εικόνες και τοπικό φολκλόρ πριν χαθεί τελικά μέσα του. Και το ακόμα πιο φοβερό; Μέρος αυτού του μεγάλου ταξιδιού έχουν γυριστεί remotely λόγω ταξιδιωτικών περιορισμών επί Covid: Με τον Γκόμες σε ένα διαμέρισμα στην Πορτογαλία, και ένα τοπικό συνεργείο στην Κίνα να ακολουθεί τις οδηγίες του.

Το σινεμά του Γκόμες είναι αργό, πανέμορφο, ιδιοσυγκρασιακό, με μια πειραματική αφήγηση στην οποία συνυπάρχει μια απόλυτη ακινησία με voice over εξιστόρηση. Και με μια μεγάλη καρδιά που, νιώθεις, σα να πονάει για κάποιο μεγάλο κενό – μια μεγάλη λαχτάρα. Για πρώτη φορά, το απαιτητικό arthouse σινεμά του πορτογάλου βρέθηκε πέρυσι στο Διαγωνιστικό των Καννών, όπου απρόσμενα (αλλά με τεράστιο ενθουσιασμό) το είδαμε να σηκώνει κι ένα από τα μεγαλύτερα βραβεία: Εκείνο για την Καλύτερη Σκηνοθεσία.

Λίγες μέρες πριν τον θρίαμβό του, συναντήσαμε τον Μιγκέλ Γκόμες σε ένα μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα – μας έλεγε γελώντας πως μετά τις συνεντεύξεις θα πάρει ένα σκάφος να πάει στα ανοιχτά μέχρι το τέλος του φεστιβάλ καθώς δεν περίμενε πως θα χρειαζόταν να επιστρέψει για την τελετή λήξης.

Και μας μίλησε για το πώς κατηύθυνε ένα ολόκληρο κομμάτι του γυρίσματος από την άλλη άκρη του πλανήτη λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών επί Covid, για το σινεμά που θέλει να κάνει και το σινεμά που θέλει να βλέπει (ως θεατής), για τη σχέση του με το mainstream, για τον Χίτσκοκ και για τον Μάγο του Οζ.

Α, και ναι, φυσικά: Για τα όνειρα.

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ (ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ)

Grand Tour

Καταλαβαίνω ότι η διαδικασία δημιουργίας της ταινίας ήταν σαν μια διαδικασία ανακάλυψης και για εσένα. Τραβήξατε πολλά πράγματα και προσπαθήσατε να καταλάβετε εκ των υστέρων ποια από αυτά ταιριάζουν μαζί;

Ναι. Επειδή το ταξίδι που κάναμε για να πάρουμε αυτές τις εικόνες της σύγχρονης Ασίας ξεκίνησε πριν από τη συγγραφή του σεναρίου. Έτσι, γράψαμε το σενάριο ως αντίδραση σε αυτές τις εικόνες.

Γνωρίζαμε ήδη τη δομή της ιστορίας, ότι θα είχε να κάνει με τη Μόλι και τον Έντουαρντ. Γνωρίζαμε τις χώρες από τις οποίες θα περνούσαν. Έτσι θελήσαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι μόνοι μας. Πήγαμε στη Ρανγκούν της Μιανμάρ και προσπαθήσαμε να καταλήξουμε στην Κίνα. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε γιατί από την Ιαπωνία δεν μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση στην Κίνα γιατί ήταν η αρχή του Covid και έκλεισαν τη χώρα. Οπότε έπρεπε να κάνω αυτό το κομμάτι αργότερα με έναν περίεργο τρόπο.

Κατά κάποιο τρόπο τα κριτήριά μας για το τι θα γυρίσουμε ή όχι, ήταν μια πολύ απλή έννοια: να διασκεδάζουμε. Προσπαθώ στην ταινία να έχω πράγματα που φαίνονται ιδιαίτερα ή που θα διασκέδαζα να τα γυρίσω. Και από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να έχουμε ένα μεγάλο εύρος για αυτές τις εικόνες, ώστε να είναι αστείες ή να είναι πιο μελαγχολικές ή σκοτεινές ή ειρηνικές. Επειδή κάθε φορά που γυρίζεις κάτι, όταν το αναμειγνύεις με τη μυθοπλασία, αυτές οι εικόνες στη συνέχεια δένονται για πάντα με την εσωτερική ζωή του χαρακτήρα.

Θέλω να πω, ένα τοπίο είναι απλά ένα τοπίο. Υπάρχει. Και υπάρχει εκεί για πάντα. Δεν φτιάχτηκε για να γυριστεί μια ταινία με αυτό. Δεν κατασκευάστηκε. Υπάρχει στον κόσμο. Είναι απλώς ένα τοπίο, ένα συγκεκριμένο τοπίο που μπορεί να σου δώσει μια συγκεκριμένη αίσθηση. Αλλά όταν συνδέεται με τη μυθοπλασία, αντηχεί κάτι από τα θέλω των χαρακτήρων. Και συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας, αν βάλεις ένα voiceover από πάνω που να λέει τι συμβαίνει με τη Μόλι και τον Έντουαρντ.

Τα γυρίσματα στην Ιαπωνία ήταν επίσης προγραμματισμένα ή κατέληξαν τυχαία εκεί λόγω του ότι δε μπορούσατε να μπείτε στην Κίνα;

Όχι, όχι, το σχεδιάσαμε. Αποφασίσαμε από την αρχή ποια θα ήταν η πορεία. Θα ξεκινούσαμε από τη Μιανμάρ. Από εκεί θα πηγαίναμε στη Σιγκαπούρη, από εκεί σε πολλά μέρη στην Ταϊλάνδη, από εκεί στο Βιετνάμ, από εκεί στις Φιλιππίνες, από εκεί στην Ιαπωνία και από εκεί στην Κίνα.

Ορισμένα μέρη δεν θα ήταν ακριβώς τα ίδια και για τους δύο χαρακτήρες, επειδή είχαμε ήδη αποφασίσει ότι θα είχαμε πρώτα τον Έντουαρντ και μετά τη Μόλι. Και να μην αναμειγνύουμε και τους δύο. Η πορεία τους θα ξεκινούσε και θα τελείωνε με τον ίδιο τρόπο, αλλά στη μέση θα πήγαιναν σε διαφορετικά μέρη. Έτσι, στην περίπτωση της Μόλι, θα έμενε στο Βιετνάμ, στο Δέλτα του Μεκόνγκ με αυτό τον τύπο τον Σάντερς, ενώ ο Έντουαρντ θα πήγαινε στις Φιλιππίνες και στην Ιαπωνία.

Grand Tour

Πώς ήταν αυτή η μεγάλη πρόκληση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Λόγω του Covid θα πρέπει να ήταν λίγο σουρεαλιστικό γιατί μερικές φορές βρισκόσουν σε ένα δωμάτιο κι έπρεπε να επικοινωνείς με την ομάδα που ήταν στην χώρα, σωστά; Πόσο επηρέασε αυτή η διαδικασία τον τρόπο γυρίσματος της ταινίας;

Από τη Βιρμανία μέχρι την Ιαπωνία, ήταν απολύτως φυσιολογικό. Ήμασταν εκεί. Ήμασταν ένα συνεργείο οκτώ ατόμων, πάνω κάτω. Είχαμε πάντα τοπικές εταιρείες παραγωγής. Αλλά μόνο στην Κίνα δεν μπορούσαμε να μπούμε. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το απομακρυσμένο γύρισμα και έμεινα έκπληκτος, γιατί πήγε τόσο καλά.

Καθώς δεν μπορούσα να μπω, αποφασίσαμε να έχουμε ένα 100% κινεζικό συνεργείο με πολλά κινητά τηλέφωνα και με μια κάμερα 16 χιλιοστών που στείλαμε στην Κίνα και θα ταξίδευαν κατά μήκος του ποταμού Γιανγκτσέ για περισσότερα από 3000 χιλιόμετρα κατά μήκους του. Και εμείς ήμασταν σε ένα Airbnb στη Λισαβόνα κατά τη διάρκεια της νύχτας με ζωντανή μετάδοση των γυρισμάτων, οπότε βλέπαμε εικόνες ζωντανά.

Είχαμε ένα κινητό τηλέφωνο που έδειχνε όλο το χώρο και είχαμε επίσης την οθόνη της κάμερας των 16 χιλιοστών στη Λισαβόνα και πολλούς τρόπους επικοινωνίας. Ο διευθυντής φωτογραφίας είχε ένα ακουστικό στο αυτί του οπότε του ψιθύριζα συνέχεια. Για παράδειγμα, αν γύριζα ένα πλάνο και είχα μια γενική ιδέα για τον χώρο, μπορούσα να δω ότι αυτό ήταν αυτό που είχα στην κάμερα. Θα έλεγα “action”. Και αν ερχόταν κάποιος που φαινόταν ενδιαφέρων, θα του ψιθύριζα: «Εντάξει, τώρα στρίψε την κάμερα προς τα δεξιά και εστίασε». Και το έκανε ζωντανά. Και αυτοί οι τύποι εμφανίζονταν στο κάδρο. Ήταν η πλησιέστερη δυνατή λύση στο να είμαι εκεί – αν και μου έλειψε πραγματικά, το να είμαι όντως εκεί.

Γενικότερα, γιατί στην Ασία; Τι σημαίνει για εσένα;

Γιατί όλα ξεκίνησαν όταν διάβαζα ένα βιβλίο του διάσημου Βρετανού συγγραφέα Σόμερσετ Μομ. Έγραψε μερικά μυθιστορήματα, πολύ γνωστά, αλλά έκανε επίσης πολλά ταξίδια. Έτσι έγραψε και ένα βιβλίο για ταξιδιώτες. Διάβαζα αυτό το βιβλίο που έγραψε με τίτλο “The Gentleman in the Parlour” και αναφέρεται στο ταξίδι του στην Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία. Είναι ένα κανονικό βιβλίο ταξιδιώτη, περιγράφει τα πράγματα που βλέπεις εκεί, αλλά και τις συναντήσεις με τους ανθρώπους.

Νομίζω ότι κάποια από αυτά τα επινόησε. Υπάρχουν δύο σελίδες στο βιβλίο του όπου λέει ότι μόλις συνάντησα κοντά στο Μανταλέι στη Βιρμανία, έναν Βρετανό που μου είπε την ιστορία του γάμου του. Ότι υπήρχε αυτή η γυναίκα με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος στο Λονδίνο και μετά από χρόνια αποφάσισε να έρθει να τον βρει για να παντρευτούν και εκείνος πανικοβλήθηκε. Πανικοβλήθηκε και το έσκασε. Το έσκασε και εκείνη τον ακολούθησε. Και έκαναν το Μεγάλο Ασιατικό Ταξίδι.

Οπότε ακολουθούσα αυτό ως σημείο εκκίνησης της ταινίας. Φυσικά μιλάμε για δύο σελίδες. Έτσι, δεν υπήρχαν πολλά να αναπτύξω. Έπρεπε να δημιουργήσουμε ένα πρωτότυπο σενάριο από αυτή την κατάσταση, αλλά αποφασίσαμε να διατηρήσουμε δύο βρετανικούς χαρακτήρες και ίσως και λίγο από την ιδέα του ταξιδιωτικού βιβλίου.

Και ίσως υπάρχει εκεί και κάτι από την προσωπική μου ζωή, επειδή παντρευόμουν εκείνη την περίοδο. Έπρεπε λοιπόν να αναλύσω την κατάσταση για να δω τα υπέρ και τα κατά. Δεν πανικοβλήθηκα όπως ο Έντουαρντ φυσικά, είμαι ακόμα παντρεμένος. [γέλια] Και η ταινία είναι αφιερωμένη στη γυναίκα μου! Αλλά, ναι, σκέφτηκα πως… μμμ… ίσως υπάρχει κάτι λίγο αγχωτικό με αυτή την ιδέα του αρραβώνα.

ΜΙΓΚΕΛ ΓΚΟΜΕΣ: ΕΝΑΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ARTHOUSE ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Ο Μιγκέλ Γκόμες παραλαμβάνει το βραβείο Σκηνοθεσίας του φεστιβάλ των Καννών. Andreea Alexandru/Invision/AP

Ο κινηματογράφος σου θεωρείται ριζοσπαστικός, μακριά από τις τρέχουσες τάσεις. Θεωρείς τον εαυτό σου κάτι σαν επαναστάτη απέναντι στην συμβατική κινηματογραφική αφήγηση;

Δεν χρειάζεται να κατατάξω τον εαυτό μου. Αλλά αν με ρωτάς, θα έλεγα ότι δεν είμαι. Έχω συνείδηση φυσικά ότι δεν κάνω mainstream κινηματογράφο, γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα στον mainstream κινηματογράφο που δεν με ενδιαφέρουν σήμερα, που όμως με ενδιέφεραν πολύ στον mainstream κινηματογράφο του παρελθόντος. Αλλά δεν μπορώ να κάνω το ίδιο πράγμα, γιατί δεν είμαι στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’40. Αυτό το είδος κινηματογράφου γεννήθηκε σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία του μέσου, σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία – Χόλιγουντ– και σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Αλλά, ναι, τείνω να πιστεύω ότι εκείνος ο mainstream κινηματογράφος ήταν πιο ενδιαφέρων για μένα, από τον mainstream κινηματογράφο του σήμερα. Είμαι πιο κοντά στην ιδέα του κλασικού κινηματογράφου, είναι κάτι που μου είναι πολύ αγαπητό. Και αυτό εξαφανίστηκε επειδή ο κινηματογράφος κινείται και αλλάζει. Και ναι, ξέρω ότι κάνω πράγματα που δεν είναι οι πιο φυσικές επιλογές στον mainstream κινηματογράφο. Γνωρίζω ότι δεν πρόκειται να κάνω μια ταινία της Marvel!

Ποιοι είναι κάποιοι από αυτούς τους σκηνοθέτες και τις ταινίες που σε διαμόρφωσαν και είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω σου;

Τόσες πολλές, τόσες πολλές ταινίες. Είναι αδύνατο να απαντήσω σε αυτό. Αλλά μπορώ να πω ότι –και θα ακουστεί παράξενο αυτό που θα πω– νομίζω ότι κάθε ταινία που έχω κάνει είναι ένα είδος παράξενου remake του “Μάγου του Οζ”.

Τι συμβαίνει στον “Μάγο του Οζ”; Έχεις αυτό το κορίτσι με ένα σκύλο, την Ντόροθι. Ζει στο Κάνσας, στην εξοχή. Και τότε εμφανίζεται ένας ανεμοστρόβιλος και πηγαίνει σε ένα μέρος που λέγεται Οζ, που σημαίνει κινηματογράφος. Δηλαδή βγαίνει από την δική της πραγματικότητα και πηγαίνει στον κόσμο του κινηματογράφου.

Κάθε ταινία που κάνω είναι κατά κάποιο τρόπο μια επανεκτέλεση αυτής της έννοιας. Προσπαθώ πάντα να έχω μια ισορροπία μεταξύ του πραγματικού κόσμου και του φανταστικού κόσμου – του κόσμου του κινηματογράφου. Και αυτή η ισορροπία είναι πάντα διαφορετική. Αλλά πρόκειται πάντα για ένα ταξίδι από το έναν χώρο στον άλλο.

Grand Tour

Μιλώντας γι’ αυτό το ταξίδι μεταξύ των χώρων στον κινηματογράφο, ένα συναρπαστικό πράγμα σχετικά με τη δομή αυτής της ταινίας είναι ότι διαχωρίζεται με πολύ σαφή τρόπο. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν οι ιστορίες της Μόλι και του Έντουαρντ να είναι και οι δύο αντηχήσεις στο ταξίδι του άλλου. Και υπάρχει και μια λαχτάρα εκεί, ένα κενό.

Αυτό ισχύει και για το Tabu και για το Tsugua Diaries: Νιώθεις ότι κάτι λείπει, αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς είναι αυτό. Είναι σαν ένα όνειρο, σαν μια ανάμνηση, μια ηχώ. Ποια είναι η γοητεία που βρίσκεις σε αυτή την προσέγγιση της αφήγησης;

Αυτή η ταινία είναι σαν όνειρο, ναι. Αυτός ο παράξενος κόσμος που δημιουργήσαμε στην οθόνη, δεν είναι ένας πολύ ρεαλιστικός κόσμος. Είναι περισσότερο σαν ένας εναλλακτικός κόσμος, ένας παράλληλος κόσμος. Είναι σαν ένα θέαμα, σαν ένα κουκλοθέατρο.

Νομίζω ότι στον κινηματογράφο πρέπει πάντα να υπάρχει κάτι που λείπει. Γιατί αυτό το κενό, αυτό που λείπει, είναι ο χώρος για τον θεατή. Αν τα δώσεις όλα, αν πεις ότι πρέπει να νιώθεις έτσι και τώρα απλά στρίψε δεξιά και όχι αριστερά, και μετά κάνε δύο βήματα και ανεβαίνεις τις σκάλες… Δεν μου αρέσει να δημιουργώ τον κινηματογράφο σαν αρχιτεκτονική.

Δημιουργώ έναν χώρο και μετά βάζω μια είσοδο, η οποία είναι το πρώτο πλάνο της ταινίας. Έχω μια έξοδο, και μετά βάζω τον θεατή να μπει μέσα. Το σχεδιάζω πάντα με γνώμονα τον θεατή. Αν έχεις έναν πολύ αυταρχικό τρόπο να βάλεις τον θεατή μέσα και απλά να του κάνεις κήρυγμα τι πρέπει να νιώθει, και διαρκώς του υποδεικνύεις τι πρέπει να κάνει, τότε μετά ο άλλος ως θεατής δεν έχει μεγάλη ελευθερία.

Έτσι, αυτός ο κενός χώρος, νομίζω, είναι ο χώρος που υπάρχει για τον θεατή. Είναι πολύ σημαντικό για μένα γιατί είμαι επίσης σινεφίλ. Μου αρέσει να βλέπω ταινίες. Ένα πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου είναι η απόλαυση της παρακολούθησης ταινιών και της γνώσης του κινηματογράφου. Και γι’ αυτό είμαι πολύ ευαίσθητος στον τρόπο με τον οποίο με αντιμετωπίζει μια ταινία ως θεατή.

Μερικές φορές πιστεύω ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι πολύ επιβλητικός. Ότι ο κινηματογράφος έχει υπερβολική δύναμη απέναντι στον θεατή. Δείχνει με το δάχτυλο και λέει, κάνε αυτό και αυτό και αυτό και αυτό και αυτό. Για μένα λοιπόν είναι πολύ σημαντικό να δημιουργώ ταινίες όπου μπορεί ο θεατής να χαθεί μέσα σε αυτό το κτίριο. Και όπου θα μπορεί να βρει το δικό του δρόμο χωρίς μια μεγάλη επιβολή από εμένα.

Και αυτός ο κόσμος δημιουργείται στο μυαλό σου από την ιστορία, ή έρχεται πρώτα η εικόνα και μετά βάζεις την ιστορία μέσα σε αυτήν;

Η συγγραφή είναι μια πολύ αφηρημένη διαδικασία. Είσαι ας πούμε στο σπίτι σου ή κάπου αλλού και γράφεις. Και κάθεσαι εκεί. Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό μόνο μες το κεφάλι σου. Αν όμως κάνεις το αντίθετο, πηγαίνεις στον κόσμο και βλέπεις πράγματα που είναι καταπληκτικά, και μετά αρχίζεις να αντιδράς σε αυτά, προσπαθείς να πάρεις μαζί σου αυτά τα πράγματα που δεν θα σκεφτόσουν ποτέ μόνος σου.

Ο Χίτσκοκ ήταν ένας καταπληκτικός σκηνοθέτης. Μπορούσε να αναπτύξει μια ταινία και να έχει όλες αυτές τις ιδέες στο μυαλό του, και αυτό ήταν όλο. Αλλά εγώ δεν έχω το ταλέντο του Χίτσκοκ, οπότε πρέπει να πάω κάπου και να βρω πράγματα και μετά να δουλέψω μέσα από αυτά. Έχω ανάγκη ο κόσμος γύρω μου να μου δώσει μυθοπλασία, για να δημιουργήσω μυθοπλασία.

Grand Tour

Info:

Η ταινία “Grand Tour” του Μιγκέλ Γκόμες κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘24 στο φεστιβάλ Καννών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα