ΝΙΟ ΣΟΡΑ: Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΡΟΥΙΤΣΙ ΣΑΚΑΜΟΤΟ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΑΝΤΙΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
Μιλήσαμε στο φεστιβάλ Βενετίας με τον σκηνοθέτη γιο του θρυλικού μουσικού, για τη σχέση με τον πατέρα του, για την ταινία αντίστασης Happyend, για την Παλαιστίνη και για την αναγκαιότητα της διαμαρτυρίας. Το Happyend προβάλλεται στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Νίο Σόρα είναι ο γιος του μουσικού θρύλου Ρουίτσι Σακαμότο αλλά πάντα είχε μια δική του, ισχυρή οπτική του κόσμου. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη και μεγαλωμένος μεταξύ Νέας Υόρκης και Τόκιο, σπούδασε φιλοσοφία και έγινε από νωρίς μέλος μιας κινηματογραφικής κολεκτίβας βρίσκοντας έτσι πεδίο έκφρασης για τις πολιτικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις του, μακριά από το χώρο της μουσικής.
Έχοντας δουλέψει ήδη πάνω σε μικρού μήκους και φιλμ και μουσικά βίντεο, κι ενώ είχε ξεκινήσει τη δουλειά πάνω σε αυτό που θα ήταν το πρώτο του μεγάλου μήκους φιλμ, ο Σόρα βρέθηκε αντιμέτωπος με το απρόσμενο της ζωής: Με τον Σακαμότο να δίνει την τελευταία του συναυλία πριν πεθάνει, ο Σόρα σκηνοθέτησε ένα εξαιρετικό μουσικό ντοκιμαντέρ γύρω από αυτό τον τελευταίο μουσικό αποχαιρετισμό ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Το Ryuichi Sakamoto | Opus προβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε διθυράμβους.
Φέτος, πάλι στη Βενετία, ο Νίο Σόρα επέστρεψε, αυτή τη φορά με κάτι απόλυτα δικό του – την ταινία που ο ίδιος ήθελε να είναι το πρώτο του δείγμα υπογραφής, το τεκνο-φουτουριστικό κοινωνικό φιλμ ενηλικίωσης Happyend. Μια ταινία στην οποία το αναγνωρίσιμο παρόν παρουσιάζεται ως ένας ελαφρά sci-fi εφιάλτης.
Βρισκόμαστε σε μια ελαφρώς μελλοντική Ιαπωνία όπου η διαρκής απειλή μιας επικείμενης καταστροφής έχουν μετατρέψει το κράτος σε ένα πλήρως αστυνομοκρατούμενο, τεκνο-φασιστικό σύστημα ελέγχου. Οι μαθητές παρακολουθούνται και «χάνουν βαθμούς» σε δείγματα ανυπακοής, ο ρατσιστικός λόγος είναι πλήρως ομαλοποιημένος, ενώ η κυβέρνηση στέλνει διαρκείς προειδοποιήσεις για καταστροφικά φαινόμενα που καταλήγουν να κανονικοποιούν τον φόβο – όταν δεν αγνοούνται. (Σας θυμίζει κάτι;)
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μια παρέα μαθητών με διαφορετικά όνειρα και ευαισθησίες προσπαθούν να ενηλικιωθούν μέσα σε ένα πλαίσιο προσωπικής καταρχάς ελευθερίας, αλλά ακόμα κι αυτό αποδεικνύεται αδύνατον: Ακόμα και στα περιθωριακά τους πάρτυ (στημένα σε απλά βιομηχανικά σκηνικά με χρώματα και vibe που τα κάνουν να μοιάζουν με μικρές επαναστάσεις) στοχοποιούνται.
Ο ίδιος είναι πολύ ισχυρά πολιτικοποιημένος και υπήρξε από τα άτομα που με πυγμή στήριξε διαρκώς την Παλαιστίνη σε κάθε επίσημη εμφάνισή του στο 81ο φεστιβάλ Βενετίας – από το κόκκινο χαλί του Happyend, μέχρι την ημέρα των συνεντεύξεων, όπου εμφανίστηκε με ένα απλό μαύρο μπλουζάκι που έγραφε «Free Palestine» απέναντι σε κάθε δημοσιογράφο που επρόκειτο να μιλήσει μαζί του.
Εμείς είχαμε τη χαρά να είμαστε ένα από τα μέσα που κουβεντιάσαμε μαζί του. Και κάναμε μια μεγάλη συζήτηση, μιλώντας από το δυστοπικό μέλλον που ήδη ζούμε μέχρι τη σχέση με τον πατέρα του και πώς ενέπνευσε τη σχέση του με το σινεμά.
Ο ΝΙΟ ΣΟΡΑ ΚΙ Ο ΡΟΥΙΤΣΙ ΣΑΚΑΜΟΤΟ
Πώς επηρέασε ο πατέρας σου τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις κινηματογράφο;
Σίγουρα με επηρέασε. Μου έδειχνε πολλές ταινίες μεγαλώνοντας. Και νομίζω ότι ήταν επίσης πολύ αριστερός. Μου έδειξε πολύ Γκοντάρ και Όσιμα Ναγκίσα, οι οποίοι έχουν αυτές τις πολύ κριτικές προοπτικές απέναντι στον κόσμο. Οπότε κατά κάποιο τρόπο, πήρα κάτι από εκείνον.
Αλλά μετά από αυτό, αφού πήγα στο πανεπιστήμιο, άρχισα να ανακαλύπτω τον δικό μου κινηματογράφο. Και τότε, υπήρχαν περιπτώσεις που του έδειχνα εγώ τα πράγματα που έβλεπα. Για παράδειγμα, πολλές ταινίες του Έντουαρντ Γιανγκ, του Ταϊβανέζικου Νέου Κύματος, τέτοια πράγματα. Και τότε εμπνεόταν πραγματικά από αυτά. Οπότε φυσικά πήρα τόσα πολλά από αυτόν, αλλά μετά νομίζω ότι είχαμε και μια φιλία μεταξύ μας.
Ήταν χαρούμενος που θα πήγαινες σε μια παρόμοια καλλιτεχνική κατεύθυνση, όπως το να γυρίζεις ταινίες;
Νομίζω ότι θα ήταν χαρούμενος αν έκανα οτιδήποτε. Ήταν χαρούμενος που είχα ένα πάθος που ήθελα να ακολουθήσω σίγουρα.
Και προτιμώ να μην μιλάω τόσο πολύ για τη σχέση μου μαζί του, αλλά… αυτό που θα έλεγα γι’ αυτό είναι ότι… [σκέφτεται για μια στιγμή] μου είπε να μην ασχοληθώ με τη μουσική. [χαμογελάει]
Ήταν δύσκολο για σένα να βρεις το δικό σου μονοπάτι;
Υποθέτω ότι απλά κάνω τα δικά μου πράγματα. Και στην πραγματικότητα, το Happyend θα έβγαινε πριν το Opus. Αλλά, ξέρεις… το timing στη ζωή υπαγορεύει τα πάντα. Έτσι, το Opus ήρθε πριν το Happyend. Αλλά πραγματικά το Happyend είναι αυτό που ήθελα να κάνω. Είναι κάτι που προέρχεται από την ψυχή και το μυαλό μου.
Βλέπουμε πολλά επαναστατημένα παιδιά στο σχολείο στην ταινία, εσύ πώς ήσουν σε εκείνη την ηλικία;
Ήμουν αρκετά καλός στο σχολείο, στην πραγματικότητα. Ήμουν ένα πολύ Καλό Παιδί. Και ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έχω ένα είδος θαυμασμού προς τους επαναστάτες. Αλλά μου αρέσουν επίσης οι ταινίες με ανήλικη παραβατικότητα. Ξέρεις, εννοώ ας πούμε ότι αγαπώ τον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία του Νίκολας Ρέι. Αλλά κυρίως τις ταινίες επαναστατών του Νέου Κύματος της Ταϊβάν.
Δηλαδή το Rebels of the Neon God ή το A Brighter Summer Day του Έντουαρντ Γιανγκ, που είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών. Αυτό το είδος του επαναστάτη ή το είδος του νεαρού παραβάτη, είναι κάτι που ήθελα πραγματικά να το χρησιμοποιήσω λίγο. Αλλά ταιριάζει και με το αναρχικό μου πνεύμα. Μου αρέσει να λέω «άντε γαμήσου» στις αρχές, στο καθεστώς.
Υπάρχει και πολύ χιούμορ όμως στην ταινία.
Είναι πολύ σημαντικό! Κάθε μέρα όταν απλά περπατάω, αυτές οι αστείες στιγμές που πετυχαίνω είναι εκείνες που βρίσκω πιο κινηματογραφικές. Όσον αφορά τις ταινίες, αγαπώ πολύ τον Ερνστ Λούμπιτς. «Το άγγιγμα του Λούμπιτς». Αυτή η ελαφρότητα είναι κάτι το καταπληκτικό. Και νομίζω ότι το χιούμορ σου δίνει επίσης μια προοπτική που είναι λίγο απόμακρη, με έναν καλό τρόπο. Το να έχεις αυτό το ελαφρύ άγγιγμα και την αίσθηση του χιούμορ, μαζί με όλα τα άλλα συναισθήματα όπως ο θυμός και η θλίψη, δημιουργεί μια όμορφη παλέτα της ζωής.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΑ ΕΒΑΛΕ ΜΕ ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Είδαμε χτες στο φεστιβάλ την ταινία του Άσιφ Καπάντια, 2073, που αφορά υπό μία έννοια το ίδιο θέμα. Αυτό το άγχος για το μέλλον, την καταπίεση, τον έλεγχο. Πώς ξεκίνησε για σένα αυτό το έργο; Το βλέπεις σαν ένα παγκόσμιο ζήτημα, που μπορεί να φέρει νέους ανθρώπους στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν;
Ναι, από τη μία πλευρά υπήρχε η προσωπική μου ζωή με τους φίλους μου για τους οποίους νοιάζομαι πολύ. Και πολλά από αυτά αντικατοπτρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ταινία. Αλλά και από την άποψη του δυστοπικού στοιχείου, ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό της ιαπωνικής ιστορίας, το οποίο συνέβη το 1923. Την 1η Σεπτεμβρίου. 101 χρόνια και δύο μέρες πριν. Ήταν ο μεγάλος σεισμός του Κάντο.
Ως αποτέλεσμα αυτού του σεισμού, ο οποίος προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο Τόκιο, ακολούθησε μια σφαγή ή ακόμα και μια γενοκτονία κατά των Κορεατών Ζαϊνίτσι. Η ιαπωνική κυβέρνηση διέδιδε φήμες, η αστυνομία εκτελούσε διαταγές, αλλά είχαμε και φυσιολογικούς ανθρώπους που ανέπτυξαν αυτές τις ομάδες εκδικητών, που είχαν τόση ρατσιστική επιθετικότητα κατά των Κορεατών που ήταν υπήκοοι της Ιαπωνίας εκείνη την εποχή.
Όταν το σκεφτόμουν αυτό και σκεφτόμουν την ταινία, αναγνώριζα ότι υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα σχετικά με το πώς συνέβη αυτή η σφαγή που αναγνωρίζω σήμερα στην Ιαπωνία. Συγκεκριμένα, γύρω στο 2014, 2015, υπήρξε μια τεράστια αύξηση σε αυτές τις διαδηλώσεις μίσους εναντίον των Κορεατών Ζαϊνίτσι. Αποκαλούσαν τους Κορεάτες κατσαρίδες. Τρομερά πράγματα.
Παράλληλα σκεφτόμουν ότι η κυβέρνηση στην Ιαπωνία πάντα λέει ότι μέσα σε λίγες δεκαετίες θα γίνει ένας άλλος πολύ μεγάλος σεισμός, ο ίδιος που έγινε πριν από 101 χρόνια. Και έτσι σκέφτηκα, αν δεν κάνουμε κάτι για αυτόν τον ρατσισμό τώρα και αυτό το είδος αποικιοκρατικής νοοτροπίας που εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα στην Ιαπωνία, κάτι παρόμοιο με αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν έρθει άλλος ένας σεισμός.
Βρήκα μια τέτοια αίσθηση επείγουσας ανάγκης απέναντι σε αυτό, που είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο έκανα αυτή την ταινία. Αλλά όλα αυτά είναι πολύ διακριτικά στην ταινία, είναι στο παρασκήνιο.
«Πάντα παρατηρούσα ότι υπάρχουν κάμερες, ειδικά στην Ιαπωνία. Και πάνω από τις κάμερες υπάρχουν αυτά τα καρφιά που ανεβαίνουν έτσι ώστε τα περιστέρια να μην μπορούν καν να σταθούν εκεί. Αυτό είναι το πιο νεοφιλελεύθερο πράγμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.»
Υπάρχει μια φράση στην ταινία, παραφράζοντας, κάτι στη λογική ότι «πρέπει να εμπιστεύεσαι τη γενιά σου περισσότερο». Είναι κάτι που πρέπει να λέτε στον εαυτό σας συνέχεια;
Ναι, λιγάκι, λιγάκι. Ναι. Θέλω να πω… νομίζω ότι υπάρχουν πολλά κινήματα διαμαρτυρίας από φοιτητές, ειδικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Αλλά νομίζω ότι η γενική εντύπωση που είχα αποκομίσει όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι όλοι είναι πολύ απολίτικοι και δεν υπάρχουν διαμαρτυρίες. Αυτό αλλάζει λίγο, αλλά γενικά μιλώντας, οι νέοι δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για την πολιτική. Οι νέοι δεν ενδιαφέρονται να προσπαθήσουν να αλλάξουν μια κυβέρνηση, ακόμη και αν η κυβέρνηση είναι πραγματικά διεφθαρμένη. Και για μένα, αυτό είναι πραγματικά λυπηρό, γιατί νιώθω ότι οι μαθητές είναι συνήθως αυτοί που αγωνίζονται περισσότερο για την αλλαγή.
Οπότε υπήρξαν κάποιες στιγμές που ένιωσα ότι χάνω την ελπίδα μου. Αλλά την ίδια στιγμή, η εμπειρία μου άλλαξε λίγο τελευταία, επειδή όλοι οι άνθρωποι που έχω συναντήσει μέχρι τώρα διαμαρτύρονται και υψώνουν τη φωνή τους, ειδικά για την Παλαιστίνη. Στην Ιαπωνία, στο Τόκιο ήταν νέοι άνθρωποι, 20άρηδες άνθρωποι, νεότεροι από εμένα. Και αυτό μου δίνει πραγματικά ελπίδα. Και επίσης βλέποντας τα κινήματα διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, αυτό μου δίνει επίσης ελπίδα.
Γιατί πιστεύεις ότι τόσοι νεότεροι άνθρωποι δεν παίρνουν μέρος στην κοινωνική ζωή; Ποιος είναι ο λόγος;
Χμ, δεν ξέρω αν έχω πλήρη απάντηση αλλά νομίζω ξέρω έναν πολύ σημαντικό λόγο. Υπήρξε λοιπόν ένα πραγματικά μεγάλο φοιτητικό κίνημα το 1969-7070, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 που κατέληξε σε αποτυχία. Υπήρχαν πολλές εσωτερικές διαμάχες, όπως είναι σύνηθες για τους αριστερούς. Αλλά μετά από αυτό, στην πραγματικότητα υπήρξε μια οικονομική φούσκα. Ξαφνικά πολλοί Ιάπωνες έγιναν πολύ πλούσιοι, εξαιρετικά πλούσιοι, ακόμη και για τα παγκόσμια δεδομένα.Κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής, νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι έχασαν το ενδιαφέρον τους για αυτό το είδος των επίμονων αγώνων και διαμαρτυριών.
Ταυτόχρονα, νομίζω ότι το φοιτητικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και του ’70 έγινε τέτοιος φόβος για την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα ήταν ο παππούς του Άμπε, που ήταν πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, τότε που η κυβέρνηση εργάστηκε πραγματικά σκληρά για να καταστείλει κάθε είδους τέτοια κινήματα. Τα μεγάλα φοιτητικά σωματεία συνετρίβησαν.
Κι έτσι ακόμη και σήμερα, όταν εμφανίζονται αυτές οι οικονομικές δομές που ρίχνουν τους Ιάπωνες σε ένα είδος οικονομικής και ψυχολογικής κατάθλιψης, δεν υπάρχει καμία αίσθηση δημιουργίας κοινότητας ή αλληλεγγύης που να οδηγεί ουσιαστικά σε μεγάλα κινήματα που ζητούν μια αλλαγή που θα μπορούσε να λύσει αυτό το ζήτημα. Και αντ’ αυτού, αποσύρονται πίσω σε αυτή τη φούσκα τους. Αλλά νομίζω ότι αυτό αρχίζει να αλλάζει λίγο.
«ΒΛΕΠΩ ΚΑΜΕΡΕΣ ΠΑΝΤΟΥ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΙΝΑΙ.»
Και πολλά από όλα αυτά σήμερα περνούν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σωστά; Και η οργάνωση κινημάτων σε όλο τον κόσμο. Αλλά την ίδια στιγμή, ίσως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως κι η τεχνολογία είναι πιο εύκολο να ελεγχθούν κατά κάποιο τρόπο. Μέρος αυτού το βλέπουμε στην ταινία με τη μεγάλη οθόνη που κατά κάποιο τρόπο ελέγχει κάθε κίνηση και κάθε είδους αντίδραση των μαθητών. Πώς μπαίνει αυτή η κουλτούρα ελέγχου και παρακολούθησης σε αυτή την κουβέντα;
Είναι κάπως ενδιαφέρον γιατί σε αντίθεση με το μοντέλο που πρότεινε ο Φουκώ, νομίζω ότι εμείς το κάνουμε με τη θέλησή μας, μέσω των τηλεφώνων μας. Εννοώ, έχω ένα iPhone και έχω όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τέτοια πράγματα, ΟΚ; Αλλά στην ταινία έχουμε μια πιο ολοκληρωτική γεύση στο πώς χρησιμοποιείται ο έλεγχος. Η διαχωριστική γραμμή είναι η βία που προέρχεται από την αυθαίρετη κατηγοριοποίηση. Στις συμπεριφορές των μαθητών κάποια πράγματα κατηγοριοποιούνται ως κακά και κάποια ως εντάξει. Είναι πολύ παρόμοιο με το πώς στην Ιαπωνία ορισμένοι άνθρωποι κατηγοριοποιούνται ως ξένοι σε σχέση με τους Ιάπωνες.
«Νιώθω ότι αυτό είναι το είδος της φυσιολογικής ζωής τώρα. Και για μένα, αυτή είναι μια θλιβερή φυσιολογική ζωή.»
Ο τελευταίος νόμος που ο αυτοκράτορας έθεσε σε ισχύ πριν από το τέλος του αυτοκρατορικού καθεστώτος της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αυτός ο νόμος που έκανε τους αλλοδαπούς να εγγράφονται ως αλλοδαποί. Αυτές οι δομές ελέγχου που είχε η Ιαπωνία για να ελέγχει τη μετανάστευση και να αποφασίζει ποιος ήταν αλλοδαπός και ποιος όχι. Αυτό παραμένει σήμερα με τον έλεγχο της μετανάστευσης στην Ιαπωνία, το οποίο από μόνο του κάνει την ιαπωνική κοινωνία σαν αρκετά ξενοφοβική. Πάντα λοιπόν πρόκειται για αυτές τις κατηγορίες, του ποιος είναι τι.
Και πολλές φορές αυτές οι κατηγορίες δεν ισχύουν, γιατί τελικά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ένας Ιάπωνας. Σε έναν λαό πάντα θα υπάρχει ποικιλία και διαβάθμιση των ανθρώπων, και αυτές οι κατηγορίες αυθαίρετα κόβουν αυτούς τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Αυτού του είδους τα πράγματα, ειδικά όταν αφορούν τη ζωή και το θάνατο, γίνονται πολύ βίαια.
Υπάρχει άλλη μια ταινία σε αυτό το φεστιβάλ που ονομάζεται Stranger Eyes, η οποία επίσης ασχολείται με την παρακολούθηση. Στη σύγχρονη Σιγκαπούρη. Αλλά το θέμα είναι κάπως στον αέρα, ξέρεις. Όταν κυκλοφορείς στην ίδια σου την πόλη, βλέπεις όλες αυτές τις κάμερες παντού; Είναι κάτι που σε φρικάρει;
Ναι, όλη την ώρα. Και εννοώ, όλη την ώρα. Τις βλέπω παντού. Και δεν μου αρέσει το πόσο φυσιολογικό είναι. Πάντα παρατηρούσα ότι υπάρχουν κάμερες, ειδικά στην Ιαπωνία. Και πάνω από τις κάμερες υπάρχουν αυτά τα καρφιά που ανεβαίνουν έτσι ώστε τα περιστέρια να μην μπορούν καν να σταθούν εκεί. Αυτό είναι το πιο νεοφιλελεύθερο πράγμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. [γελάει] Αυτά τα καρφιά, ώστε τα περιστέρια να μην μπορούν καν να ξεκουραστούν πάνω σε αυτές τις κάμερες.
Νιώθω ότι αυτό είναι το είδος της φυσιολογικής ζωής τώρα. Και για μένα, αυτή είναι μια θλιβερή φυσιολογική ζωή.
Για μένα η παρακολούθηση και η χρήση ελέγχου, η χρήση της απειλής βίας ή της φυλάκισης δεν είναι πραγματικά μια θεμελιώδης θεραπεία για το έγκλημα. Και νομίζω ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούμε πόρους, ανθρώπινο δυναμικό, προκειμένου να προσπαθήσουμε να λύσουμε το θεμελιώδες πρόβλημα, το οποίο είναι συνήθως η ανισότητα, ο ρατσισμός, η απώλεια ευκαιριών – όλα αυτά τα πράγματα. Και έχουμε τους πόρους για να το κάνουμε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη πόσοι δισεκατομμυριούχοι υπάρχουν στον κόσμο. Αλλά φυσικά δεν θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους για κάτι τέτοιο.
Έτσι, αντί γι’ αυτό, χρησιμοποιούμε την απειλή, τη ντροπή, την ενοχή και όλα αυτά τα πράγματα προκειμένου να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων, κάτι που νομίζω ότι τελικά είναι απλώς βία, επειδή κάποιο σώμα αυθαίρετων ανθρώπων αποφασίζει τι είναι έγκλημα και τι όχι. Και πολλές φορές, αυτού του είδους οι νόμοι εφαρμόζονται πραγματικά άνισα μεταξύ των ανθρώπων, με βάση το ρατσισμό. Ή με βάση την οποαδήποτε άλλη διάκριση.
Η παγκόσμια πρεμιέρα του Happyend και η συνέντευξη με τον Νίο Σόρα πραγματοποιήθηκαν στο 81ο φεστιβάλ Βενετίας. Η ταινία προβάλλεται σε πανελλήνια πρεμιέρα στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις 2 και στις 10 Νοεμβρίου 2024.