Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΣΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ
Με το αριστούργημα “Πασιφίξιον” στις αίθουσες, ο αντισυμβατικός ισπανός σκηνοθέτης μιλά στο Magazine για την πλήρη απουσία πολιτικής από το σινεμά του, για την αντιπάθειά του για τη νοσταλγία, για το πώς κατευθύνει ηθοποιούς, και για τη μορφή τέχνης που τον ενδιαφέρει λιγότερο – το ίδιο το σινεμά!
«Αν κάτι στην ταινία μου δείχνει την πραγματικότητα, τότε φεύγει. Θέλω το φιλμ μου να έρχεται από το πουθενά.»
Ξανά και ξανά, ο Άλμπερτ Σέρα μας το κάνει σαφές. Το σινεμά, βασικά, δεν τον ενδιαφέρει. Μας το είχε πει πριν μερικά χρόνια στις Κάννες, όταν μιλούσαμε για το (εντός πολλών εισαγωγικών) ερωτικό δράμα εποχής Liberte, και μας είχε δηλώσει πως «δεν θέλω να είμαι μέρος καμίας φιλμικής Ιστορίας».
Αλλά τότε, γιατί κάνει σινεμά; Και γιατί είναι σε αυτό τόσο καλύτερος από τους περισσότερους σύγχρονούς του;
Οι ταινίες του Σέρα ως τώρα κινούνται σε ένα setting περιόδου, δουλεύοντας πάνω σε πρόσωπα είτε ιστορικά είτε βγαλμένα από την κλασική λογοτεχνία (Λουδοβίκος 14ος! Καζανόβα! Δράκουλας! Δον Κιχώτης! Οι τρεις μάγοι με τα δώρα!), αλλά όλα με ένα τρόπο εντελώς αντισυμβατικό, φαντασιακό, δίχως δραματουργία, δίχως αφηγηματικότητα, δίχως κλιμάκωση. Με πολύ διάλογο, και έμφαση στο αποστομωτικά όμορφο staging και τους φωτισμούς του, ο Σέρα δημιουργεί καλλιτεχνικά φιλμ-προκλήσεις που τεστάρουν τα όρια και την υπομονή ακόμα και των πιο εκπαιδευμένων σινεφίλ.
Στη νέα του ταινία, Pacifiction, ο Σέρα όμως δοκιμάζει κάτι νέο για αυτόν – τη σύγχρονη εποχή, και το φλερτ με ένα σινεμά είδους που παραδοσιακά συνδέεται με πιο mainstream θρίλερ αγωνίας. Ένα συνωμοσιολογικό, πυρετώδες πολιτικό θρίλερ σε αποικιοκρατικό σκηνικό, για έναν γάλλο διπλωμάτη στην Ταϊτή και την εμφάνιση ενός υποβρυχίου που μπορεί να σημαίνει την έναρξη πυρηνικών δοκιμών – ή και να μη σημαίνει τίποτα απολύτως.
Είναι ένα φιλμ απίστευτης ομορφιάς και ταυτόχρονα μιας ονειρώδους, υπνωτιστικής έντασης που καθηλώνει μες στην απόλυτη αντι-κλιμάκωσή της. Μην περιμένετε δηλαδή από έναν σκηνοθέτη τόσο ενάντια στην αφήγηση και στην ιδεολογία, να κάνει ένα συμβατικό θρίλερ. Αλλά ακόμα κι έτσι, το Pacifiction έφτασε ένα επίπεδο φήμης που δεν είχε αγγίξει ποτέ πριν καμία ταινία του Σέρα. (Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη δική μας υμνητική κριτική.)
Πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος γάλλος ηθοποιός Μπενουά Μαζιμέλ, για τον οποίο ο Σέρα έλεγε κάτι τρομερά ενδιαφέρον, όταν βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη πριν δυο χρόνια για την προβολή του Pacifiction στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Εξηγούσε τότε στο Q&A μετά την προβολή, πως μεγάλο μέρος της ερμηνείας του Μαζιμέλ στο ρόλο του διπλωμάτη, επετεύχθη με τον σκηνοθέτη να στέλνει φράσεις ή αόριστες οδηγίες στο αυτί του πρωταγωνιστή του την ώρα που γυριζόταν μια σκηνή, κι εκείνος να πρέπει να παίζει και να κινείται βάσει αυτών, πρακτικά αυτοσχεδιάζοντας βασισμένος όχι σε χαρακτήρα ή πλοκή, αλλά σε vibes.
Είναι προφανές πως δεν μιλάμε εδώ για σινεμά αυστηρά οριοθετημένο – σεναριακά ή και σκηνοθετικά – αλλά περισσότερο για ένα art piece, σαν αυτά που ο Σέρα δημιουργεί συχνά-πυκνά για διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα ή μουσεία. Από τον κόσμο της τέχνης εξάλλου έχει πάρει όλες τις μεθόδους και τα εργαλεία του, εφαρμόζοντάς τα στο σινεμά, μια μορφή τέχνης που όπως μας λέει ξεκάθαρα, είναι αυτή που τον ενδιαφέρει λιγότερο!
Και την ίδια στιγμή, εξηγεί αναλυτικά το πώς κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να παραδώσει φιλμ όσο το δυνατόν κενά πολιτικού περιεχομένου, δίχως ιδεολογική στόχευση. Αλλά είναι δυνατόν όντως να συμβεί κάτι τέτοιο;
Την επόμενη μέρα από την προβολή του Pacifiction στη Θεσσαλονίκη, τον Νοέμβριο του ‘22, καθίσαμε με τον Άλμπερτ Σέρα για μια μεγάλη κουβέντα πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα – τις τεχνικές του, τις ιδέες του, την πολιτική του όλου πράγματος. Αλλά και το πώς κατάφερε η ταινία του να βρίσκεται στο μεταίχμιο του απολύτως αληθινού και του απολύτως τεχνητού. Αυτή είναι η συζήτησή μας από τότε.
Στο Q&A χτες ανέλυσες τη μέθοδο να δίνεις κάποιες προτάσεις στον Μπενουά Μαζιμέλ μέσα από ακουστικό στο αυτί του, την ώρα του γυρίσματος, και βάσει αυτών να παίζει και να αυτοσχεδιάζει τη σκηνή επί τόπου. Η μέθοδος αυτή με τον Μαζιμέλ είναι κάτι που κάνεις συχνά;
Όχι, μόνο με τον Μαζιμέλ, γιατί έχει τη συγκέντρωση που χρειάζεται. Χρειάζεται ρυθμός, χρειάζεται ερμηνευτική κουλτούρα και φαντασία. Και το κάναμε στο 30-40% των σκηνών, όχι πάντα. Στη σκηνή στη ντισκοτέκ δεν έχει ακουστικό στο αυτί του, γιατί αυτός που του έδινε τις προτάσεις είναι μες στη σκηνή και του μιλάει! Αλλά μου έχουν πει άνθρωποι ότι και καλά έχουν δει το ακουστικό σε αυτή τη σκηνή. Αυτό σημαίνει ότι δε μπορείς να δεις τη διαφορά. Αλλού το χρησιμοποιώ κι αλλού όχι. Αλλά οι άλλοι ηθοποιοί δεν είναι τόσο χαρισματικοί όσο εκείνος.
Αλλά αυτό είναι μέρος του συστήματός μου. Πάντα να ψάχνω την έμπνευση από τους ηθοποιούς. Κάθε σκηνή είναι διαφορετική, κάθε ηθοποιός διαφορετικός. Κοιτάω πάντα να κάνω το καλύτερο για κάθε ηθοποιό.
Το σύστημά μου βασίζεται στην ελαστικότητα, να μπορείς να προσαρμοστείς στις συνθήκες και στο ποιος θα κάνει τι. Γι’αυτό θέλω όλους τους ηθοποιούς πάντα έτοιμους στο γύρισμα ακόμα και χωρίς ποτέ κανείς να ξέρει αν θα παίξει κάτι την άλλη μέρα. Τους διαλέγω μέχρι και το ίδιο πρωί. Αλλά τους θέλω όλους εκεί έτοιμους. Θέλω να δημιουργώ αυτό το περιβάλλον έμπνευσης γιατί τους βάζει όλους σε μια ένταση, το να μην ξέρουν αν θα ερμηνεύσουν κάτι ή όχι.
Το να σκηνοθετώ ηθοποιούς είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Είναι κάτι το τεχνητό, αλλά έχει και μια ωμότητα μέσα, είναι αγνή φαντασία.
Μια που θέτεις το στοιχείο του τεχνητού. Πάντα θαυμάζω το staging και τον φωτισμό στις ταινίες σου αλλά εδώ είναι κάτι νέο. Τα χρώματα είναι σαν καινούρια, πώς να το εξηγήσω; Ξέρεις το uncanny valley, που κάτι ψεύτικο φτάνει τόσο κοντά στο να μοιάζει αληθινό που μας ταράζει;
Ναι, ναι, φυσικά!
Αυτό που κάνεις εδώ είναι… περίπου το αντίθετο; Είναι κάτι αληθινό, αλλά τραβηγμένο με τέτοιο εξογκωμένο τρόπο που μας μοιάζει σχεδόοοοον ψεύτικο.
…ναι! Είναι το αντίθετο αυτού που κάνει το κλασικό Χόλιγουντ, που μας έδινε κάτι τόσο τεχνητό που μας συνάρπαζε. Το εφέ της όπερας. Όλα είναι ψεύτικα, οι διάλογοι ακραίοι, η μουσική τεταμένη, αλλά τα πιστεύεις όλα μόλις μπεις μέσα. Ζεις σε αυτό το flow. Οπότε ναι, είναι όντως το αντίθετο αυτό που κάνω εγώ. Μοιάζει ρεαλιστικό, έχουμε κάμερες ακριβείας, πιάνω τη στιγμή – αλλά μετά αποφασίζω πάντα να πιέσω να πάω προς την άλλη κατεύθυνση, να κάνω το αποτέλεσμα όσο πιο παράξενο και τεχνητό μπορώ.
Αυτό το κάνω σε όλα τα φιλμ μου, να μπλέκω το τεχνητό παντού. Έτσι κι αλλιώς και μόνο το να κάνεις ταινία εποχής κάνει το αποτέλεσμά σου τεχνητό. Ενώ το να στήσω μια ταινία στο σήμερα είναι σαν παιχνίδι. Είναι μια πρόκληση. Πώς θα φιλμάρω κάτι με ένα τρόπο ώστε να μην είναι όπως υπάρχει στην πραγματικότητα; Και μετά να φέρω τις ερμηνείες σε απόλυτο κοντράστ. Τότε πετυχαίνω κάτι συναρπαστικό.
Αυτό το είδος του σύγχρονου πολιτικού θρίλερ είναι κάτι που έχουμε συνηθίσει να επιχειρεί να πουλήσει κάποια «πραγματικότητα στο κοινό». Εσύ πας προς την ανάποδη.
Δημιουργείς τον δικό σου κόσμο. Αυτό μου αρέσει στο σινεμά. Γι’αυτό μισώ τις κοινωνικές διαστάσεις, γιατί έρχονται από την πραγματικότητα. Είναι ένα παράδοξο της δουλειάς μου. Θέλω να κάνω αυτή την ταινία αλλά δεν έχω τίποτα να πω για τον κόσμο, δεν ξέρω τίποτα για τις αποικίες ή για τον πολιτική.
Και γιατί τοποθέτησες την ταινία σε αυτή την περιοχή;
Η ταινία πρέπει να είναι τεχνητή. Να μην έρχεται από την πραγματικότητα. Αν ένα πλάνο ενός δρόμου ή ενός πράγματος δείχνει κάποια κοινωνική πραγματικότητα ή κάποιο πρόβλημα, τότε φεύγει, έξω. Γιατί θέλω να κρατήσω την ταινία μου ως μια νοητική εμπειρία φαντασίας. Θέλω να έρχεται από το πουθενά. Και θέλω να είμαι απόλυτα εστιασμένος στο τι υπάρχει μπροστά στην κάμερα.
Ο Γκοντάρ είπε ότι υπάρχουν δύο ειδών σκηνοθέτες. Αυτοί που σκηνοθετούν με την κάμερα κι αυτοί που σκηνοθετούν με τον προτζέκτορα. Με αυτό που έχουν στο μυαλό τους δηλαδή ως τελική εικόνα. Αλλά ο προτζέκτορας προβάλλει, δεν καταγράφει. Που σημαίνει πως πρέπει να γράφεις με την κάμερα και να εστιάζεις σε αυτό που είναι μπροστά στην κάμερα – κι όχι αυτό που είναι πίσω, ή που υπάρχει στο μυαλό σου ή που προσπαθείς να πεις.
Αυτό είναι το παράδοξο με τη μεθοδολογία μου. Όλα είναι τεχνητά, δεν έρχονται από την πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα έχω συναίσθηση μόνο όσων βρίσκονται όντως μπροστά από την κάμερα.
Αυτό μου θυμίζει, πριν μερικά χρόνια είχαμε μιλήσει ξανά στις Κάννες και τότε μου είχες πει ότι δεν θες να είσαι μέρος καμίας φιλμικής ιστορίας. Ότι δεν θαυμάζεις καν το σινεμά, όσο ας πούμε τη λογοτεχνία.
Ναι, ναι, φυσικά. Είναι πολύ υγιές. Και δημιουργικά είναι χρήσιμο. Σου επιτρέπει να μην σκας. Είναι στωικότητα. Δεν δίνεις μία. Δεν σε νοιάζει το παρόν και η σημασία σου. Πειραματίζεσαι, παίρνεις φορμαλιστικά ρίσκα χωρίς να σε νοιάζει τίποτα. Χέστηκα. Με έχει επηρεάσει ο Μάικλ Ο’Λίρι, ο CEO της RyanAir, ένας από τους ήρωές μου.
Με τι τρόπο;
Στο πώς βλέπει τη ζωή. Έχει πει μια πανέμορφη φράση. «Χέστηκα αν δεν με συμπαθεί κανείς. Δεν μου αρέσουν καν τα αεροπλάνα. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω πιλότος». Είναι πολύ υγιές να έχεις αυτή την αντιμετώπιση! Το να είσαι καλλιτέχνης και να έχεις την τύχη να δουλέψεις σε μια τέχνη που σε ενδιαφέρει λιγότερο από τις άλλες είναι η τέλεια ισορροπία. Κι είμαι πεπεισμένος ότι είμαι καλλιτέχνης, κι οι καλλιτέχνες διαφέρουν από τους κανονικούς ανθρώπους.
Πιστεύεις ότι διαφέρεις από τους κανονικούς ανθρώπους;
Ναι, πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες μπορούν να κάνουν οτιδήποτε θέλουν και είναι έξω από την οποιαδήποτε ηθική κρίση. Ναι, ναι. Αλλά, την ίδια στιγμή δεν με νοιάζει το σινεμά, ενώ κάνω σινεμά.
Τότε γιατί κάνεις σινεμά;
Γιατί έχει πλάκα! Το να ζωγραφίζεις σημαίνει ότι θα είσαι μόνος σου. Το να γράφω… γουέλ, γράφω τα σενάρια των ταινιών μου υποθέτω. Έχω κλείσει τώρα ένα ξενοδοχείο, 10-20 Δεκεμβρίου για να γράψω το επόμενο. Πάντα αλλάζω πόλεις και πάω σε μέρη που δεν ξέρω.
Το Pacifiction πού το έγραψες;
Στο Δουβλίνο. Δεν ήξερα κανέναν εκεί, έβρεχε όλη την ώρα, δεν μου αρέσει η μπύρα και το φαγητό είναι σκατά.
Γι’αυτό το διάλεξες;
Ναι, δεν είχα τίποτα να κάνω! Γουέλ, μου αρέσουν οι άνθρωποι εκεί αλλά δεν αλληλεπίδρασα. Δούλευα όλη τη μέρα και μετά πήγαινα για δείπνο, αυτό είναι όλο. Ίσως έτρωγα και κανένα τυράκι εκεί γύρω στις 5. [γελάει]
Είναι λοιπόν το πρώτο σου μοντέρνο φιλμ, το πρώτο σε σύγχρονο σκηνικό. Τι σε τράβηξε εκεί;
Έχω δουλέψει με μοντέρνα υλικά κάνοντας πολλά events σε μουσεία σύγχρονης τέχνης. Όλες αυτές οι τεχνικές που χρησιμοποιώ είναι από εκεί, όπου γυρίζω πειραματικό υλικό εκατοντάδων ωρών. Όπως αυτό με το ακουστικό στο αυτί του Μαζιμέλ. Ίσως οι άνθρωποι του σινεμά δεν τα ξέρουν, αλλά εγώ το θεωρώ κεντρικό στη δουλειά μου ως καλλιτέχνης. Στον κόσμο της τέχνης δεν πρέπει να παραδόσεις ένα τελικό φιλμ, δεν πρέπει να έχεις μέσα αφήγηση και τέτοια βαρετά. Έχεις ένα commission και κάνεις ό,τι τρέλα θες. Μπορείς να πειραματιστείς πιο πολύ.
Έμαθα πάρα πολλά από τον κόσμο της τέχνης. Τους ενδιαφέρει πιο πολύ η υφή της εικόνας. Αν κάνεις σινεμά αναγκαστικά όλα θα πρέπει να είναι πολύ πιο συμβατικά, αλλά από τον κόσμο της τέχνης βάζεις ό,τι τρέλα μπορείς να φανταστείς.
Ακόμα και στο πλαίσιο του φεστιβαλικού σινεμά τα φιλμ σου μοιάζουν ακραία αβάν γκαρντ, αλλά υποθέτω στο πλαίσιο του κόσμου της τέχνης είναι απλώς ακόμα ένα πείραμα;
Ναι, όταν κάνω φιλμ για μουσεία ή εκθέσεις είναι 10 ώρες ή όσο. Αλλά ξέρεις, εκεί πολλοί άνθρωποι απλά θέλουν να έχουν ένα ποτήρι κρασιού στο χέρι, να πάνε στα εγκαίνια και τέλος. Ο εγκέφαλός τους είναι κατεστραμμένος, δε μπορούν να κάτσουν εκεί πάνω από τρία λεπτά.
Ίσως αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος που απολαμβάνεις το σινεμά.
Ναι σωστά, γιατί είναι σαν βιβλίο από αυτή την έννοια, απαιτεί συγκέντρωση, πρέπει να αποδεχτείς τον νόμο του φιλμ. Και ο νόμος της δουλειάς μου στο σινεμά είναι το μέγεθος. Αν είναι δυο ώρες, είναι δυο ώρες. Είναι κάτι που το ζεις! Αν ανοίξεις ένα βιβλίο και διαβάσεις το πρώτο κεφάλαιο, τι εντύπωση μπορεί να έχεις για το βιβλίο; Αλλά για πολλούς ανθρώπους έτσι είναι η τέχνη.
Χτες πάντως στην προβολή με χαρά είδα να μένει μέσα ο περισσότερος κόσμος. Στο τέλος της ταινίας μια παρέα πίσω μου όπως σηκώνονταν να φύγουν τους ακούω να λένε μεταξύ τους «…δηλαδή δεν έγινε τίποτα», δεν τους άρεσε, αλλά έμειναν εκεί σιωπηλά για ολόκληρες τις τρεις ώρες.
Ναι, ναι, αυτό είναι ωραίο. Εξάλλου όλα μου τα φιλμ είναι γεμάτα αντι-κλιμάκωση. Αρχίζεις και κουνάς κάποιας στιγμή το σώμα σου από ένταση, λες ΟΚ κάποια στιγμή θα πάει κάπου αυτό, μετά λες «fuck, πάλι αυτός ο διάλογος ξανά και ξανά». Και τελικά καταλήγουμε σε αντι-κλιμάκωση. Μου αρέσει να παίζω και να μην ακολουθώ δραματουργική πρόοδο.
Θέλω να γυρίσω λίγο ξανά στο θέμα του σύγχρονου setting στο Pacifiction. Δεν ξέρω κατά πόσο παρακολουθείς γενικά τις τάσεις στο σύγχρονο σινεμά…
Πάρα πολύ! Ακολουθώ όλους τους σκηνοθέτες.
Έχει ενδιαφέρον ότι αυτοί που θεωρούνται οι πιο σπουδαίοι σήμερα τουλάχιστον στο Χόλιγουντ, οι Άντερσον, ο Ταραντίνο, ο Νόλαν, αυτού του μεγέθους δηλαδή, είναι ενδιαφέρον πως τελευταία δουλεύουν όλοι τους όλο και περισσότερο σε σκηνικά περιόδου…
Ναι, υπάρχει νοσταλγία. Γιατί κατά βάση όταν λέμε «άλλη εποχή» για αυτούς σημαίνει γύρω στα ‘50s ή ‘60s, γενικά πάντως σημαίνει 20ός αιώνας. Που είναι μια μορφή νοσταλγίας. Δεν μου αρέσει. Όταν εγώ κάνω ταινίες εποχής θέλω να κάνω κάτι φρικτό με αυτό το σκηνικό. Και είναι τοποθετημένες και πολύ παλιά, οπότε εκεί δεν έχεις νοσταλγία. Είναι λογοτεχνικό παρελθόν, δεν έχουμε εικόνες από αυτή την εποχή.
Αυτοί οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν περιόδους από όπου υπάρχουν ήδη εικόνες. Τα φιλμ εποχής μου εμένα δεν έχουν εικόνες. Το γυρίζω, το φωτογραφίζω κι η εικόνα είναι δική μου. Είναι διαφορετική προσέγγιση. Για εμένα είναι κάτι τεχνητό και η πηγή είναι η λογοτεχνία, όχι η πραγματικότητα. Αλλά για αυτούς είναι νοσταλγία για κάποιο είδος πραγματικότητας. Ενώ όταν γραφόταν ο Δον Κιχώτης η Αμερική δεν είχε γεννηθεί καν.
Ή οι λιμπερτίνοι!
Ναι, ναι. Η Αμερική γεννιόταν κι αυτοί έκαναν ήδη όργια μέσα στην παρακμή τους. Φαντάσου η Ευρώπη ή η Ελλάδα ας πούμε, που χιλιάδες χρόνια πριν έκαναν ήδη προχωρημένα πράγματα. Αυτό δεν είναι νοσταλγία, γιατί έρχεται από το DNA, έρχεται από τη λογοτεχνία, όχι από τις κινούμενες εικόνες.
Αλλά συγγνώμη, η ερώτησή σου ποια ήταν πάνω σε αυτό;
Τίποτα, βρίσκω ενδιαφέρον ότι εσύ κινείσαι αντίθετα από όλους αυτούς, η τάση είναι μοντέρνοι σκηνοθέτες που κάνουν όλο και περισσότερο ταινίες εποχής, ενώ εσύ με το background που έχεις και μετά από αποκλειστικά ταινίες εποχής, τώρα έρχεσαι στο σήμερα.
Ισχύει, ισχύει. Και η επόμενη ταινία μου θα είναι σύγχρονη επίσης! [σσ. το Out of This World με την Κρίστεν Στιούαρτ, που γυρίζεται τώρα και αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία]
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, σκέφτομαι το εξής: Λες ότι δεν σε ενδιαφέρει κανένα πολιτικό ζήτημα, αλλά και μόνο τοποθετώντας μια ταινία στη σύγχρονη εποχή ενώ ζούμε αυτό το κύμα νοσταλγίας, τοποθετώντας την στο συγκεκριμένο χώρο, με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα να αντιπροσωπεύει ό,τι αντιπροσωπεύει… όλο αυτό από μόνο του δεν είναι μια πράξη με πολιτική διάσταση;
Μπορεί!
Συμβαίνει το εξής με τον τρόπο που δουλεύω. Οι ηθοποιοί, έχουν μεμβράνη. Συλλέγουν συναισθήματα. Ο τρόπος που δουλεύω είναι χαοτικός, και σε κάθε ταινία είμαστε πραγματικά στον τόπο που πάω για το γύρισμα. Αλληλεπιδρούμε με την πραγματικότητα. Χρησιμοποιούμε πολλούς ερασιτέχνες. Δεν κάνουμε πρόβες. Φτάνουμε κάπου, ετοιμαζόμαστε και κάνουμε γύρισμα σε δυο εβδομάδες. Οπότε η διαδικασία είναι σαν μεμβράνη. Συλλέγουμε θέλοντας και μη την κατάσταση του κόσμου, την πολιτική κατάσταση – αναπόφευκτα. Και μετά οι ηθοποιοί προβάλλουν στο γύρισμα αυτό που έχουν συλλέξει.
Είναι οργανική διαδικασία. Δημιουργώντας έναν τεχνητό κόσμο, είμαστε την ίδια στιγμή πολύ πιο συνδεδεμένοι με τον τόπο όπου κάνουμε το γύρισμα ή τον κόσμο που ζούμε, από ό,τι ένα νορμάλ φιλμ. Γιατί σε ένα νορμάλ φιλμ όλο το κατασκευασμένο σύστημα εκπροσωπείτε. [κάνει αργόσυρτη βαριεστημένη φωνή] Έχουμε το σενάααααριο, έχουμε να απεικονίσουμε το τάααααδε, τι λέει ο χαρακτήηηηρας, κλπ. Εκεί δεν έχεις σύνδεση με τον κόσμο. Νομίζεις ότι μπορείς να γράψεις ένα σενάριο που είναι πολιτικό αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Γιατί βασίζεται και ακολουθείς ένα σύστημα που είναι τελείως μπανάλ.
Και όχι, δεν γράφω πολιτικά ζητήματα, δεν με ενδιαφέρει η πραγματικότητα, αλλά η διαδικασία του να κάνω το φιλμ έτσι είναι πράγματι πιο πολιτική. Είναι πιο συνδεδεμένη με την πραγματικότητα της εποχής μας γιατί είναι συνδεδεμένη με ένα μέρος. Εμένα δεν με νοιάζει ο χαρακτήρας όταν κάνω γύρισμα! Με νοιάζει το άτομο και με νοιάζει ο ηθοποιός. Όχι ο χαρακτήρας. Ποτέ δεν μιλάω για αυτά. Το θέμα είναι η πίεση, είναι να μανιπουλάρεις τον ηθοποιό και την ματαιοδοξία του και την περηφάνια του και να βγάλουμε κάτι απολαυστικό κάνοντάς το. Δεν υπάρχει άλλος στόχος.
Και ξέρω ότι αυτή είναι πιο έντονη σαν διαδικασία… και πιο πολιτική, αν θες! Αλλά πραγματικά συνήθως δεν έχω ιδέα πού πάει κάτι. Κάνω μια σκηνή που νιώθω ότι ιδεολογικά μπορεί να κινείται προς μια κατεύθυνση, κάτι όντως αναπόφευκτο σε μια ταινία όπως αυτή που διαδραματίζεται σε μια αποικία. Αλλά μετά λέω, ας γυρίσουμε τώρα το αντίθετο. Κάνουμε το ίδιο πράγμα με εντελώς αντίθετη ιδεολογική αίσθηση. Και μετά διαλέγω αυτή που είναι πιο έντονη από ιδεολογική σκοπιά. Δεν με νοιάζει ιδεολογικά το αποτέλεσμα.
Δημιούργησα αυτή τη μεθοδολογία εγώ! Κανείς άλλος δεν την χρησιμοποιεί. Αλλά είναι επειδή δεν θέλω να έχω κλισέ στη δουλειά μου, στο πώς παίζουν οι ηθοποιοί, στο πώς αναπτύσσεται η ταινία. Δεν θέλω το κλισέ καθόλου. Όλο μου το σύστημα είναι φτιαγμένο για να αποφεύγει το οποιοδήποτε κλισέ.
Το Πασιφίξιον (Pacifiction) κυκλοφορεί στα σινεμά από την Weirdwave. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο 63ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.