ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕΙ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΙ ΡΟΥΡΚ

Διηγείται στο Magazine την ιστορία του και αποκαλύπτει τον στόχο του, τις αδυναμίες του τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στις ταινίες “Μήλα” και “Άνθρωπος του Θεού” καθώς και στην παράσταση “Ορέστης”.

Μπορεί με την πανδημία να πατήθηκε ένα “pause” στον χώρο του Πολιτισμού, στην περίπτωση του Άρη Σερβετάλη μοιάζει όλα να πήγαν fast-forward. Ο ταλαντούχος ηθοποιός κατάφερε να γυρίσει δύο φιλόδοξες ταινίες, τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου και τον «Άνθρωπο του Θεού» της Γιελένα Πόποβιτς, ενώ το καλοκαίρι θα υποδυθεί τον Ορέστη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, την οποία σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας. Η πρεμιέρα της παράστασης θα δοθεί την ερχόμενη Παρασκευή (16/7) στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και ακολουθεί περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Δεδομένου του φορτωμένου προγράμματος που έχει, η κουβέντα μας έγινε τηλεφωνικά. Στην άλλη άκρη του ακουστικού, άκουγα έναν πολύ συγκεντρωμένο άνθρωπο που απόπνεε μια γαλήνη και μια στωικότητα. Ο Άρης Σερβετάλης δεν θα σου πει πολλά: Αρκείται συνήθως σε λίγες κουβέντες, οι οποίες ωστόσο όχι μόνο απαντούν σε ό,τι τον ρωτάς αλλά έχουν ουσία, βαρύτητα και συλλογισμό.

Του ζήτησα να μου μιλήσει για την “αρχή” του: «Μεγάλωσα στο Κουκάκι, εκεί πήγα σχολείο κι εκεί έζησα όλα μου τα χρόνια. Πετράλωνα, Κουκάκι, Θησείο, εκεί ήμουνα. Έχω καταγωγή από τη Νάξο, ο πατέρας μου είναι από την Απείραθο, και όποτε υπάρχει ο χρόνος και η δυνατότητα, μου δίνεται η ευκαιρία να πηγαίνω. Η υποκριτική ήταν κάτι που προέκυψε, δεν είχα βλέψεις να γίνω ηθοποιός όταν ήμουν μικρός. Όταν τελείωσα το σχολείο έπιασα μια δουλειά για να βγάζω τα χρήματά μου, να μπορώ να βιοπορίζομαι, να κάνω τις διακοπές μου, να μείνω μόνος μου. Ακολούθησαν διάφορες δουλειές, ήμουν σε μια αποθήκη με ηλεκτρικά, σε περίπτερο, έβαφα σπίτια, καθάριζα. Μια μέρα, μια φίλη που υπήρχε στην παρέα, με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού για να μπορέσω να εισαχθώ σε μια δραματική σχολή. Το έκανα χωρίς να ξέρω τότε αυτό τι σημαίνει και το ένα έφερε το άλλο. Φοιτώντας στη σχολή είπα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι κάτι, με το οποίο θα μπορέσω να ασχοληθώ σοβαρά.

Η υποκριτική μού ξεκλείδωσε κυρίως τη διάθεση να παίζω, να παίρνω μέρος σε παιχνίδια. Μου ξεκλείδωσε τη διαθεσιμότητα που έχει ένα παιδί να παίζει με άλλα παιδιά. Το βιώνω ακόμα έτσι, δεν θέλω να πάψει να υπάρχει αυτό. Εκεί είναι η έλξη και όλος ο “θησαυρός”.»

Ακόμα βιώνω την υποκριτική σαν παιχνίδι, δεν θέλω να πάψει να υπάρχει αυτό. Εκεί είναι η έλξη και όλος ο “θησαυρός”

Τον ρωτώ για την πορεία του μέχρι τώρα, πώς κατάφερε να ελιχθεί και να υποδυθεί τόσο ιντριγκαδόρικους και διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους: «Νομίζω είναι θέμα περιόδου, δηλαδή πότε έρχονται κάποιες προτάσεις, κάποιες συνεργασίες. Σε τι περίοδο σε βρίσκουν αυτές και ανάλογα την περίσταση αποφασίζεις και πράττεις. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον πιστεύω στη δουλειά αυτή, να παίζεις κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Ρόλο βέβαια παίζει εκτός το είδος του έργου και το περιεχόμενό του, πώς αφηγείται κανείς μια ιστορία».

Ως προς τις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει έως τώρα στον χώρο, αυτές έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διαθεσιμότητα: «Οι δυσκολίες έρχονται νομίζω όταν μπαίνεις σε διαδικασία να μην είσαι διαθέσιμος σε αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εργασίας. Μόνο τότε πιστεύω υπάρχει κάποια δυσκολία στο σύνολο και στην ομάδα. Να λειτουργούν σαν μονάδες οι άνθρωποι και να μην είναι τόσο ανοιχτοί αε κάτι που γίνεται. Αυτό συμβαίνει μερικές φορές και σε εμένα ανάλογα με τη φάση που είμαι, αν μια περίοδος με βρίσκει κάπως επιφυλακτικό στα πράγματα και δεν μπαίνω με τόση διάθεση για να υπάρξω μέσα σε ένα παιχνίδι.»

ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

“Πιο πολύ κοιτάμε σήμερα παρά πράττουμε”

Ανοίγω το κεφάλαιο του κινηματογράφου με τη συμμετοχή του στα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου, η οποία του έφερε και μια υποψηφιότητα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στα φετινά Βραβεία Ίρις. Ο Άρης Σερβετάλης άλλωστε, παράλληλα με τη δημοτικότητά του στην χρυσή εποχή της τηλεόρασης και με φόντο τη σταθερή καριέρα του στο θέατρο, είναι ένας κινηματογραφικός ηθοποιός που έχει ξεχωρίσει για τη συμμετοχή του σε αναγνωρισμένες και πολύπλευρες ελληνικές ταινίες (από την «Κινέτα» και τις «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου και το νησιώτικο «Μικρό έγκλημα» του Χρίστου Γεωργίου, ως το περσινό «The Waiter» του Στιβ Κρικρή).

Για τα «Μήλα» που προβλήθηκαν πριν λίγες ημέρες στα θερινά σινεμά από τη Feelgood Entertainment, μου αποκαλύπτει ότι το «κλικ» για να πει το ναι ήταν «αρχικά η σχέση μου με τον Χρήστο Νίκου, με τον οποίο είχαμε κάνει και την ταινία μικρού μήκους του “km”. Και όταν μου είπε την ιδέα του για τα “Μήλα” μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η θεματική της απώλειας της μνήμης.»

Έχουμε χάσει πλέον τη βιωματική σχέση με τα πράγματα

Τον ρωτώ να μου πει περισσότερα για αυτή την απώλεια, αν θεωρεί ότι σήμερα επιλέγουμε να ξεχνάμε ή είναι τόσο μεγάλος ο όγκος των πληροφοριών που δεν χωρά άλλο: «Και τα δύο ισχύουν. Υπάρχει τόσο μεγάλος βομβαρδισμός πληροφοριών και γνώσεων που νομίζω ότι δεν μπορούμε να τα αποκωδικοποιήσουμε όλα και να τα εγκαταστήσουμε. Τα κρατάμε όλα σε μια επιφάνεια κι έχουμε χάσει τη βιωματική σχέση με τα πράγματα. Μέσα από το βίωμα εγκαθίστανται καλύτερα το γεγονός, το συμβάν, επομένως και στη μνήμη υπάρχει η πράξη βιωμένη. Σήμερα θεωρώ τα πράγματα δεν τα βιώνουμε τόσο πολύ, εγκαθίστανται μόνο σαν πληροφορίες και όχι σαν βιώματα. Κάπως έχει μεταλλαχθεί ο τρόπος ζωής μας. Όλα περνάνε μέσα από μία οθόνη, τα πράγματα είναι εικονικά… Πιο πολύ κοιτάμε παρά πράττουμε.

«Προσωπικά δεν θα ήθελα να ξεχάσω… Μερικές φορές βλέπω κάποιους ηλικιωμένους ανθρώπους που έχουν ακόμα τη μνήμη τους και θυμούνται πράγματα από τους γονείς τους, από τα παιδικά τους χρόνια, από τη νεανική τους ζωή και αυτό είναι αξιοζήλευτο. Νομίζω είναι κατάκτηση πνευματική το να υπάρχει η μνήμη και στα βαθιά γεράματα. Επίσης δεν θα ήθελα να ξεχάσει ο άνθρωπος ποιος είναι ο στόχος του. Πιστεύω αν ο καθένας μπορεί να επανατοποθετήσει καθημερινά τον στόχο του, αυτό μπορεί να γίνει και σε ένα μεγαλύτερο μέρος μιας κοινωνίας.»

Ως προς το ποιος είναι ο στόχος, είναι σαφής και κατασταλαγμένος: «Ο στόχος μου είναι η επικοινωνία μου και η μετοχή μου με τον Θεό. Αυτή είναι η επαφή μου και η σύνδεσή μου και το πώς μπορεί να καλλιεργηθεί μια πίστη που θα μπορέσει να σου αποκαλύψει σιγά σιγά τη συνείδηση. Να στην αφυπνίσει. Και αυτή είναι κατά την άποψή μου η ολοκλήρωση του ανθρώπου: Όταν γίνεται μέτοχος και κοινωνός με τον Θεό.»

“Χρειάζεται μερικές φορές μια σκληρή πράξη που θα σε αφυπνίσει”

Το επόμενο κεφάλαιο είναι ο «Ορέστης» του, ένας από τους πιο βασανισμένους ήρωες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που καλείται να δολοφονήσει τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του, Αγαμέμνονα. Όπως μου αποκαλύπτει, η βασική θεματική της σκηνοθετικής προσέγγισης του Γιάννη Κακλέα, είναι η έξοδος από τοσ σκοτάδι στο φως: «Στον Ορέστη, ξεχωρίζω την πίστη του στα πράγματα. Παίρνει έναν χρησμό από τον θεό Απόλλωνα να σφάξει τη μάνα του (κάτι που ίσως να μην έπραττε χωρίς τον χρησμό αυτό) και μπαίνει στη διαδικασία να αντιμετωπίσει τη γονεϊκή σχέση και την αποκοπή της με έναν πολύ σκληρό τρόπο: Γίνεται μητροκτόνος. Είναι πολύ σκληρές πράξεις αυτές αλλά πραγματοποιούνταν μέσα σε μια κοινωνία όπου η σκληρότητα ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Οι προπάτορες δηλαδή του Ορέστη και της Ηλέκτρας είχαν κάνει αποτρόπαιες πράξεις με αποτέλεσμα αυτό το γεγονός να έρθει και να ταράξει κάπως την “κανονικότητά” τους. Χρειάζεται μερικές φορές μια πράξη πιο σκληρή από αυτή που ήδη κάνεις για να μπορέσεις να αφυπνιστείς.

Ο Ορέστης κάνει μια διαδρομή για να ανακτήσει τη συνείδηση, να επωμιστεί όλα τα εγκλήματα που διαπράξει οι πρόγονοί του και να γυρίσει σελίδα το γένος του.»

Η σκληρή βία υπάρχει και σήμερα, όχι μόνο στην αρχαιότητα.

«Υπάρχει και σήμερα αυτή η σκληρότητα γιατί νομίζω έχουμε αποπροσανατολιστεί. Ο άνθρωπος είναι έτσι και αλλιώς δέσμιος του εαυτού του, των επιθυμιών του και όλων αυτών των εμμονών από τις οποίες κυριαρχείται. Είναι υποδουλωμένος σε αυτά τα πάθη, τα οποία μπορεί να τον φτάσουν και στην αποκτήνωση. Αυτό κατά την άποψή μου είναι ένας αποπροσανατολισμός του στόχου της ύπαρξης του ανθρώπου. Όταν δεν υπάρχει η συνείδηση και ζεις στο ασυνείδητο, προφανώς κάνεις ό,τι σου υποβάλλει η εμμονή σου. Επομένως μπορούμε να δούμε και πολύ σκληρότερα πράγματα. Δεν απέχει ο άνθρωπος πολύ από το να μπει σε μια διαδικασίες κανιβαλισμού και δαιμονοποίησης.

Από εκεί και πέρα έγκειται στο αν θα έρθει ένα εξωτερικό γεγονός για να σε συνταράξει συθέμελα ή αν θα μπεις εσύ σε μια άλλη συχνότητα για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου.»

ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ

Τον ρωτώ ποιος είναι για εκείνον ένας σύγχρονος Ορέστης: «Αυτός ο οποίος αγωνίζεται για να κάνει τα πράγματα συνειδητά. Που προσπαθεί από το σκοτάδι να βγει στο φως, να μπει σε μια συνειδητότητα. Να σταματήσει να περπατά μέσα στο σκοτάδι.»

“Θέλει γενναιότητα μια ταινία για τον Άγιο Νεκτάριο”

Θέλω να σταθούμε περισσότερο σε αυτό που είπε νωρίτερα για τον στόχο του και την επικοινωνία με τον Θεό, πώς αυτή συνέβαλε στη συμμετοχή του στην ταινία «Άνθρωπος του Θεού» (Man of God) στην οποία υποδύεται τον Άγιο Νεκτάριο. Το βιογραφικό φιλμ θα βγει στους ελληνικούς κινηματογράφους το προσεχές διάστημα. Είχα πάρει συνέντευξη από τη σκηνοθέτιδα της ταινίας Γιελένα Πόποβιτς και μου είχε πει ότι όταν του πρότεινε τον ρόλο, έμοιαζε να έχει ενδοιασμούς: «Ναι για πολλούς λόγους. Μια διστακτικότητα από την πλευρά μου υπήρχε ως προς τη γλώσσα, διότι το να παίζεις έναν κύριο χαρακτήρα σε μια γλώσσα, η οποία δεν είναι αυτή που χρησιμοποιείς καθημερινά είναι ένα πολύ δύσκολο και επίφοβο εγχείρημα.

Παρόλ’ αυτά μου έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει τόσο η προφορά για την αφήγησή της και με βοήθησε αυτό. Επίσης ήθελα να με πείσει ότι είναι σωστό να γίνει μια τέτοια ταινία για τη ζωή του Αγίου. Πιστεύω πως φανερώθηκε το γεγονός ότι καλώς έγινε αυτή η κινηματογράφιση, καθώς πέρασε μέσα από πάρα πολλά εμπόδια που θα μπορούσαν να την είχαν σταματήσει πολλές φορές. Θέλει γενναιότητα μια τέτοια ταινία.»

Νιώθω ως ευλογία το γεγονός ότι συμμετείχα σε αυτήν την ταινία, κάνοντας τον Άγιο Νεκτάριο. Ήρθα πολύ κοντά του. Η ζωή του δείχνει πώς ένας άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γίνει Άγιος, να μετέχει δηλαδή στις θείες ενέργειες. Δεν είναι εύκολο να το αποτυπώσει κανείς αυτό, η ταινία είναι μια εξαιρετική προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση.»

Η επόμενη ερώτησή μου είναι πού διακρίνει ο ίδιος το “καλό” σήμερα: «Εν δυνάμει καλό υπάρχει σε όλους μας. Το θέμα είναι πώς το διαχειριζόμαστε. Ο καθένας μας είναι πρόσωπα και εικόνα Θεού. Αυτό ο Άγιος το έβλεπε και για αυτό αν κάποιος τον συκοφαντούσε, δεν είχε εμπάθεια μαζί του. Μπορούσε να κατακρίνει την πράξη αλλά όχι το πρόσωπο. Χρειάζεται μια καθαρότητα για να απεγκλωβιστείς από τον εγωισμό σου και ακόμη και εάν ο άλλος σε αδικεί ή έχει κακές σκέψεις απέναντί σου, εσύ να προσευχηθείς για αυτόν. Εγώ δεν έχω αυτήν την αγάπη για να μπορώ να δω το καλό. Βλέπω και το κακό και επηρεάζομαι εμπαθώς. Προσπαθώ και αγωνίζομαι να συνδεθώ περισσότερο με τον Θεό.»

«Στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε, δεν κάνουμε χώρο για αποκαλύψεις και αμεσότητα. Έχουμε εντρυφήσει στη νοοτροπία της εμμεσότητας, όλα γίνονται έμμεσα και με έναν ορθολογιστικό τρόπο. Πιστεύουμε δηλαδή σε ό,τι μπορεί να αποδεικνύεται, σε ό,τι βλέπουμε. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε σε κάτι, το οποίο δεν το βλέπουμε. Όμως και η σκέψη μας ακόμα είναι αόρατη, δεν τη βλέπουμε αλλά παρόλ’ αυτά της έχουμε εμπιστοσύνη. Νομίζω θα πρέπει να δώσουμε πάλι λίγο χώρο στο υπέρλογο, σε κάτι που δεν έχει λογική. Να αφήσουμε λίγο να μας αποκαλυφτούν τα πράγματα, χωρίς να περιμένουμε κάθε φορά να τα αποδεικνύουμε.»

Κλείνοντας τη συζήτηση για την ταινία, θέλω να μάθω για τη συνεργασία του με τον Μίκι Ρουρκ: «Ήμασταν μαζί σε μια σεκάνς που αποτελούνταν από τρεις μικρές διαδοχικές σκηνές για τις τελευταίες στιγμές του Αγίου στο Αρεταίειο πριν κοιμηθεί. Ο Ρουρκ υποδύεται έναν παραπληγικό που γίνεται καλά, είναι το τελευταίο θαύμα αφού έχει κοιμηθεί ο Άγιος Νεκτάριος. Στο γύρισμα αυτό οι σκηνές απαιτούσαν συγκέντρωση. Ο Μίκι Ρουρκ ήθελε συγκεκριμένες συνθήκες για να υπάρξει στο γύρισμα, επομένως ο καθένας είχε τον δρόμο του. Και έτσι δεν συστηθήκαμε, δεν επικοινωνήσαμε.

Παρόλ’ αυτά αισθάνθηκα ότι είναι μια πολύ έντονη προσωπικότητα κι ένας ηθοποιός, με τρομερό εκτόπισμα. Μακάρι να μπορούσαμε να ήταν διαφορετικά οι σκηνές, έτσι να μπορούσαμε να συνομιλήσουμε.»

Ο Μίκι Ρουρκ ήθελε συγκεκριμένες συνθήκες για να υπάρξει στο γύρισμα. Ο καθένας μας είχε τον δρόμο του

«Από ότι έχω μάθει από τη Γιελένα, είναι ένας άνθρωπος που έχει περάσει πολύ έντονη ζωή και η πίστη τον έχει βοηθήσει σε προσωπικές απώλειες που είχε και πολλά άλλα πράγματα. Νομίζω δηλαδή ότι πίστη τον έχει αλλοιώσει κάπως, τον έχει μετασχηματίσει και εύχομαι να βρει τον δρόμο του, όπως όλοι μας.»

“Με θυμώνει ο εαυτός μου”

Στη συνέχεια τού πρότεινα ένα παιχνίδι, να μου πει μια δυο λέξεις για μερικούς από τους πιο σημαντικούς ρόλους της μέχρι τώρα πορείας του:

– Λάζαρος (Είσαι το ταίρι μου): «Ανεμελιά, μια ανέμελη ακαταστασία.»

– Στέφανος (Κλείσε τα μάτια): «Ενδοσκόπηση, κλειστό κύκλωμα.»

– Άνδρας (2): «Αυτοενηλικίωση.»

– Σκύλος (Μήδεια): «Το ψυχικό τοπίο της Μήδειας, μια προέκτασή της, το ζωώδες ένστικτο.»

– Υπάλληλος Φωτογραφείου (Κινέτα): «Αναπαραστάσεις.»

– Μιχαήλ Πλατόνοφ (Πλατόνοφ): «Μπαλόνι και μουστάκι .»

– Ιβάν Μισούκοβ (Ο Ιβάν και τα σκυλιά): «Πώς ένας σκύλος μπορεί να μεγαλώσει έναν άνθρωπο.»

– Ρένος (The Waiter): «Ο άνθρωπος που παρατηρεί και περιμένει.»

– Δον Κιχώτης: «Ο άνθρωπος που παίζει .»

– Ριχάρδος Β’: «Ο άνθρωπος που απογυμνώθηκε κι όταν έχασε τα πάντα, βρήκε την αλήθεια.»

Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, ήθελα να κάνω ερωτήσεις τύπου “Amelie” όπως τις αποκαλώ, και αφορούν στις συνήθειες, τα γούστα και τις ενοχικές απολαύσεις μας, αυτά που μας ενοχλούν και μας αρέσουν.

Του αρέσει η τηλεόραση; «Είναι ένα πολύ δυνατό μέσο και θεωρώ ότι είναι καλό που γίνονται κάποια πράγματα και εύχομαι να συνεχιστεί αυτό και να εξελιχθεί.»

Αγαπημένο του χρώμα: «Το πορτοκαλί ή το κίτρινο»

Αγαπημένη μυρωδιά: «Το άνθος της Ερήμου .»

Τι είναι το πιο εξτρίμ πράγμα που έχει κάνει: «Δεν έχω κάνει εξτρίμ πράγματα.»

Τι τον θυμώνει: «Ο εαυτός μου.»

Κάτι που άκουσε ή είδε τελευταία και γέλασε: «Είναι στιγμές εσωτερικού κυκλώματος αυτές, δεν μπορώ να το περιγράψω. Κάποια στρεβλά συνήθως με κάνουν και γελάω, τα οποία μου δημιουργούν κάτι εκείνη την ώρα που διαδραμματίζονται.»

Αν ήταν ήρωας animation: «Θα ήμουν ένας ήρωας του Kaz, είναι ένας Αμερικανολιθουανός σκιτσογράφος, ο οποίος έχει μια πολύ ιδιαίτερη πένα.»

ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία/Δραμ. επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς, Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη/Γιάννης Κακλέας, Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, Κίνηση: Άρης Σερβετάλης, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αγγελική Τρομπούκη, Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Άρης Κακλέας, Βοηθός ενδυματολόγου: Ιωάννα Καλαβρού, Βοηθός συνθέτη: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου, Βοηθός Φωτίστριας, Στέβη Κουτσοθανάση.
Ηθοποιοί: Άρης Σερβετάλης (Ορέστης), Μαίρη Μηνά (Ηλέκτρα), Πάνος Βλάχος (Μενέλαος), Αιμιλιανός Σταματάκης (Πυλάδης), Γιώργος Ψυχογιός (Τυνδάρεως), Νικολέτα Κοτσαηλίδου (Ωραία Ελένη), Ζερόμ Καλουτά (Φρύγας), Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Άλκηστις Ζιρώ, Νίκη Λαμή, Ιωάννα Λέκκα, Δανάη Μουτσοπούλου, Ματίνα Περγιουδάκη, Ελίζα Σκολίδη, Αναστασία Στυλιανίδη, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη.

Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη, ένα έργο που δεν σταματά να θέτει συνεχώς ερωτήματα για τις σχέσεις των γενεών, της κοινωνικής συνοχής και της επιβίωσης των νέων σ’ έναν κόσμο που καθορίζεται από παράγοντες έξω από τους ίδιους, θα ξεκινήσει το θερινό ταξίδι του στις στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Στη συνέχεια θα περιοδεύσει σε επιλεγμένα θέατρα της Αττικής και στην υπόλοιπη Ελλάδα και θα ολοκληρώσει τον κύκλο της στις στο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα