Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΤΑ ΠΑΕΙ ΤΕΛΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, ΕΙΝΑΙ Ο ΠΙΟ ΠΑΛΙΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣ
Τα βραβεία και οι επιτιμοποιήσεις μάλλον αποδεικνύουν ότι τα πάνε και άλλοι καλά μαζί του, λέει στο Magazine ο σπουδαίος συγγραφέας και μεταφραστής με αφορμή το νέο του βιβλίο, «Έλγκαρ».
«Νομίζω ότι η καλοσύνη είναι μία σχεδόν υπερβατική αξία η οποία μοιάζει να έχει ουσιαστικά χαθεί στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων», είπε πρόσφατα στο περιοδικό Interview ο Τζόναθαν Φράνζεν. Αρκετά χρόνια μετά τις πρώτες τοποθετήσεις του που τον έφεραν στην εμπροσθοφυλακή του μπλοκ των δημόσιων διανοούμενων που στηλιτεύουν τα σόσιαλ σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο (ακόμη και χρησιμοποιώντας τα), ο Αμερικανός συγγραφέας παραμένει αμετακίνητος στη θέση του, αν και λιγότερο αιχμηρός σε σχέση με παλιότερα, για παράδειγμα τότε που έγραφε στους New York Times ότι οι χρήστες του Facebook «πρωταγωνιστούμε στις ίδιες μας τις ταινίες, φωτογραφίζουμε τους εαυτούς μας ακατάπαυστα, κλικάρουμε και μια μηχανή επιβεβαιώνει την αίσθηση κυριαρχίας μας. Είναι μια μεγάλη, ατελείωτη λούπα. Το να γίνεις φίλος με κάποιον σημαίνει απλώς ότι τον συμπεριλαμβάνεις στην ιδιωτική σου αίθουσα με τους κολακευτικούς καθρέφτες».
Σύντομα κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας μας με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, παύω να αντιστέκομαι στον πειρασμό να ζητήσω το σχόλιό του σε σχέση με όλα αυτά, γνωρίζοντας προφανώς ότι δεν υιοθετεί την παραπάνω άποψη. Δηλαδή το γνωρίζω γιατί είμαι ένας από τους 4987 Facebook friends του και παρακολουθώ όσα -σχόλια, τραγούδια, κριτικές αποτιμήσεις- ποστάρει καθημερινά. «Μια χαρά είναι το πολυστηλιτευμένο Facebook» λέει ο πολυπράγμων και πολυβραβευμένος συγγραφέας και μεταφραστής. «Είναι ένα ηλεκτρονικό καφενείο, πολιτικό και πνευματικό, όπου έχω την ευκαιρία να μιλήσω για βιβλία, μουσικές και ταινίες που μου άρεσαν, και ναι, γιατί όχι, να κάνω πολιτικά σχόλια».
Τα πολιτικά μου σχόλια πηγάζουν από έναν σταθερό, εξηντάχρονο, βαθιά αριστερό ιδεολογικό πυρήνα, που αντιδρά όταν θίγεται, όπως αυτή την εποχή που όχι μόνο θίγεται, αλλά και προσβάλλεται βάναυσα.
Πολιτικά σχόλια με ξεκάθαρο μερικές φορές, κατά τη γνώμη μου, αντικυβερνητικό πρόσημο, του επισημαίνω, όμως διαφωνεί. «Το πρόσημο αυτών των σχολίων δεν είναι “αντικυβερνητικό”, όπως το ορίζετε, δίνοντάς του έναν κομματικό χαρακτήρα “όχι σε όλα”. Τα πολιτικά μου σχόλια πηγάζουν από έναν σταθερό, εξηντάχρονο, βαθιά αριστερό ιδεολογικό πυρήνα, που αντιδρά όταν θίγεται, όπως αυτή την εποχή που όχι μόνο θίγεται, αλλά και προσβάλλεται βάναυσα», λέει, χωρίς να μπορεί να διαγνώσει με ακρίβεια το αν και κατά πόσο η φαινομενική οικειότητα που αποκτάται μέσω μιας σοσιαλμιντιακής φιλίας «έχει επηρεάσει τη σχέση συγγραφέα-αναγνώστη, η οποία, στην Ελλάδα τουλάχιστον, παραμένει ασαφής, απροσδιόριστη, θολή και αστάθμητη».
Τα περί αντικυβερνητικού προσήμου των πολιτικών τοποθετήσεων του στο Facebook είναι η πρώτη λάθος εκτίμησή μου. Η δεύτερη είναι ότι, όπως τόσοι και τόσοι συγγραφείς, επιθυμεί και αναγκάζεται (σε μία αυτοτροφοδοτούμενη λούπα) να περνά μόνος τον περισσότερο χρόνο της ομολογουμένως ιδιαίτερα παραγωγικής ζωής του. «Κάνετε λάθος» λέει. «Αν περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου μόνος, θα ’χα πεθάνει από μαρασμό. Γράφω οπουδήποτε αλλού εκτός από κάποιο χώρο οχυρωμένο, στεγανό, που δεν αφήνει να περάσει η παρουσία, η φωνή και η μουσική των ανθρώπων. Πλανόδιος».
Έτσι, ως «πλανόδιος», ο γεννημένος το 1946 στο Κάιρο, Αχιλλέας Κυριακίδης μέχρι σήμερα έχει γράψει τα σενάρια τριών ταινιών μεγάλου μήκους και έχει σκηνοθετήσει έντεκα ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια. Έτσι, ως «πλανόδιος», έχει εκδώσει οχτώ συλλογές διηγημάτων (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2004, για τις «Τεχνητές αναπνοές») και μικρών πεζών, τρεις νουβέλες και τρεις συλλογές δοκιμίων για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Έτσι, ως «πλανόδιος», έχει μεταφράσει πάνω από εκατό έργα γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας (Μπόρχες, Σεπούλβεδα, Περέκ, Χέμινγκουεϊ, Κορτάσαρ, κ.α.) και έχει βραβευθεί πολλάκις.
«Ανάμεσα στο “Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος” του Πάμπλο Νερούδα και το “Ο Κορτάσαρ είναι ένας Αργεντινός που έκανε όλο τον κόσμο να τον αγαπήσει” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, χωράει, νομίζω, και ο αφορισμός “Όποιος διαβάσει αυτά τα Μαθήματα, δεν έχει καμία δικαιολογία αν μείνει μετεξεταστέος στη Λογοτεχνία”» έγραψε πρόσφατα στο Facebook με αφορμή τη μετάφραση από τον ίδιο του βιβλίου “Μαθήματα Λογοτεχνίας” του Χούλιο Κορτάσαρ και την κυκλοφορία του στην Ελλάδα (εκδ. Opera), την οποία και χαρακτήρισε «εκδοτικό γεγονός». Όπως ακριβώς ήταν προφανώς και η μετάφραση -για την οποία τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο- των «Απάντων» του Μπόρχες (εκδ. Πατάκη).
Ιδού μια εύλογη απορία: Κατά τη γνώμη του από που θα έπρεπε να πιάσει το νήμα κάποιος που θέλει να κολυμπήσει στην (πολύ) βαθιά λογοτεχνική θάλασσα του Μπόρχες; Και από πού να κρατηθεί για να μην εγκαταλείψει όταν -μάλλον αναπόφευκτα- τα βρει σκούρα; «Δεν μπορώ να δώσω καμία οδηγία σ’ έναν που ετοιμάζεται να πρωτοδιαβάσει Μπόρχες, ούτε καμία συνταγή του τύπου “αυτό το διήγημα το μεσημέρι κι αυτό το δοκίμιο το βράδυ μετά το φαΐ”. Μπορώ, όμως, να δώσω μια συμβουλή: να ετοιμαστεί να καταδυθεί στην άβυθη και απέραντη θάλασσα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, να ξεχάσει ό,τι έχει διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, για τον πολύ απλό λόγο ότι θα το ξαναβρεί, διηθημένο και μεταπλασμένο με απαράμιλλη δεξιοτεχνία στα αφηγήματα και τα δοκίμια αυτού του μείζονος διανοητή του 20ού αιώνα· κι αν δεν το αναγνωρίσει, τόσο το καλύτερο: πέρα απ’ την αισθητική, θα νιώσει και τη συγκίνηση του αρχαιολόγου που βρίσκει θησαυρούς στα εκθαμβωτικά ναυάγια της ανθρώπινης ιστορίας».
Ιδού και άλλη μία: Αν κάποιος γνωρίζει τη γλώσσα ενός πρωτότυπου κειμένου, γιατί να διαβάσει τη μετάφρασή του; «Και ποιος είπε ότι πρέπει να τη διαβάσει; Σε καμία γλώσσα κι αν μεταφραστεί, όσο “καλά” κι αν μεταφραστεί, είναι αδύνατον να μη χάσει κάτι από την ομορφιά, το ρυθμό και τη μουσική της η εξαίσια φράση με την οποία ο Ντίκενς ξεκινά την Ιστορία δύο πόλεων: “It was the best of times, it was the worst of times”. Από την άλλη, ο Λαμαρτίνος και ο Σουίνμπερν, διαψεύδοντάς με πρωθύστερα, διατείνονταν ο μεν πρώτος ότι έναν ποιητή είναι καλύτερο να τον διαβάζει κανείς σε μετάφραση, ο δε δεύτερος ότι ο Μπάιρον είναι ανυπόφορος στο πρωτότυπο. Ωστόσο, για τους φανατικούς και ανεπιφύλακτους υπερασπιστές της μετάφρασης (όχι μόνο ως απόλυτα ισότιμης με τη συγγραφή δημιουργικής πράξης – μια άποψη με την οποία συντάσσομαι πλήρως), παραθέτω την έξοχη υπερβολή του Μπόρχες: “Συχνά το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση”» λέει, με μεταφρασμένα από τον ίδιο βιβλία των Μπόρχες, Ζωρζ Μπερνανός , Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες και Αλεχάντρο Σάμπρα να έχουν κυκλοφορήσει μέσα στο 2021.
Μία χρονιά κατά την οποία επιτιμοποιήθηκε για δεύτερη φορά, όντας πια επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Τον ρωτώ λοιπόν αν μετά από τόσα βραβεία και τιμές τα έχει καλύτερα με τον εαυτό του σε σχέση με το παρελθόν. «Τέλεια τα πάω με τον εαυτό μου, είναι ο πιο παλιός μου φίλος. Τα βραβεία και οι επιτιμοποιήσεις μάλλον αποδεικνύουν ότι τα πάνε και άλλοι καλά μαζί του» απαντά, και είναι πια η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουμε για το πιο πρόσφατο συγγραφικό του πόνημα, «Έλγκαρ – Είκοσι τέσσερις παραλλαγές» (εκδ. Πατάκη), μια συλλογή με «είκοσι τέσσερα αστραπιαία µικροδιήγηµατα, µεγάλης έντασης και εξαιρετικής συµπύκνωσης που, κουβαλώντας στις πλάτες τους σελίδες µυθιστορηµάτων, συνοµιλούν µε την αλληγορία ή την παραβολή, ερωτοτροπούν µε τον κινηµατογράφο και τη χιµαιρική υλικότητα της µουσικής», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου, κάθε κεφάλαιο του οποίου ξεκινάει με ένα μότο, γιατί ο συγγραφέας τα αγαπά, «δίνουν ένα στίγμα, αλλά είναι και ένας ωραίος τρόπος να εκφράσει ένας συγγραφέας τις αγάπες του και τις οφειλές του». Στο εσωτερικό του, πάντως, είναι αδύνατο να μην προσέξει ο αναγνώστης την διαρκή παρουσία του θανάτου. Κι όμως, πρόκειται για κάτι τυχαίο, τονίζει ο Κυριακίδης, «όπως και του καθενός ο θάνατος – και ο τρόπος του. Ωστόσο, γράφοντας και ξαναγράφοντας για το θάνατο, έχεις και μια φρούδα ελπίδα ότι μπορεί να τον ξορκίσεις. Ελπίζω, πάντως, να μη θεωρήσει ο αναγνώστης σας ότι είμαι κανένας απαισιόδοξος, αγέλαστος, μοιρολάτρης και θανατολάγνος. Άλλωστε, η πρώτη παραλλαγή του νέου μου βιβλίου τιτλοφορείται “Αθάνατος”, και η τελευταία πραγματεύεται, σε παράλληλη δράση, ένα θάνατο και μια γέννηση: ο κύκλος της αφήγησης κλείνει με τον κύκλο της ζωής».
Όσον αφορά τον κύκλο της συγγραφής ενός βιβλίου, η στιγμή της μεγάλης δημιουργικής έξαψης για τον συγκεκριμένο συγγραφέα δεν έρχεται ούτε όταν ανοίγει με τη σύλληψη της ιδέας, ούτε όταν συνειδητοποιεί ότι όντως αυτό που έχει ξεκινήσει να γράφει, αργά ή γρήγορα θα τελειώσει. Δεν έρχεται ούτε καν όταν μπαίνει η τελευταία τελεία. Δεν χρειάζεται να έρθει γιατί δεν φεύγει ποτέ. «Η έξαψη είναι πάντα εδώ» λέει. «Ακμαία, βίαιη, ανοικτίρμων. Κι ακόμα πιο έντονη προϊόντος του γήρατος, γιατί σε σαρκάζει για όλα αυτά που δεν μπόρεσες ή δεν πρόλαβες (και ίσως δεν προλάβεις) να γράψεις. Πρόκειται, μ’ άλλα λόγια, για έναν δημιουργικό πριαπισμό: ακόμα και αν εκτονωθεί στην επαφή με το χαρτί ή με ερωτικούς δακτυλισμούς στο πληκτρολόγιο, η έξαψη παραμένει. Το μόνο που μένει μετά την τελευταία τελεία είναι μια βαθιά ανάσα και μια βαθιά ανησυχία για το αν όλο αυτό που προηγήθηκε άξιζε τον κόπο».
Κύριε Κυριακίδη, μία ακόμη εύλογη απορία για το τέλος: Με το χέρι στην καρδιά, μήπως το τίμημα μιας παραγωγικής συγγραφικής πορείας είναι η ολοένα και πιο σύντομη, με κάθε επόμενο βιβλίο, διάρκειά αυτής της έξαψης;
Οφείλω να πω ότι η συγγραφική μου παραγωγικότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη μεταφραστική σε ό,τι έχει να κάνει όχι μόνο με τον αριθμό των βιβλίων, αλλά και με τον όγκο τους. Είναι γνωστό, νομίζω, ότι είμαι πιστός εραστής της μικρής φόρμας σε ό,τι αφορά τα διηγήματα που γράφω, τις ταινίες που γυρίζω, τις απαντήσεις μου σε συνεντεύξεις.