Ο BD FOXMOOR ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΟ POOR THINGS ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ
“Δεν ξέρεις ότι το πικρόγαλο του κατοικάρη είναι πικρό μαντάτο στης βούβασης τον κοπετό; Πρώτη φορά τ’ ακούς;”
Στου μαυροπόντικα το θρέμμα να μεταλάβω κολυμπηθρόνερο, κι άσε το νεκροστόλι του φυτευτή να ουρλιάζει το αλάλητο περίσσιο. Εκεί βαθιά, στης αγνωμοσύνης την Αστάρτη που οι σκυφτοί με γιγαντεύουν, εκεί φωλιάζει του αιμοπότη το σφαχτάρι. Κι αλίμονο σε όποιον σβήσει του ναρκωτή το γέρμα.
Αυτά σκεφτόμουνα (τι άλλο;) όσο πρόσμενα το έργο να αρχιναρέψει, του Λάνθιμου του ποιητάρη να αγροικήσω τα γιορτάσια.
Μπροστά μου οι σκυλογιοί που μασουλάν τα τσίτος, όλο και θρασεύουν πια οι ρημαχτές του βάλτου, μα τι να με τρομάξει; Φυλαχτάδι άσκιαχτο έχω τα παιδικάτα μου, παράπονο γυρτών σκιών το γεννοβόλι. Φάτε, πιείτε και γιορτάστε, στου σινεμά το μαγιοβότανο.
Το έργο που παίζεται του χάους μοιάζει. Στου Νταφόε το μούτρο οι χαρακιές, σαν του καιρού το παρανόμι το αμοίραστο. Και ο κοπετός της βράσης να γέρνει μέσα απ’ της μπόρεσης το χνώτο.
Της Μπέλας η ομορφάδα, βάλσαμο και δαιμοναριό, θεριεύει με τα λέφτερα στων βουβών την εσχατιά, στέκει δρακόμορφη στου νεκρολόφου το αμόνι. Και εγώ ο αφρονίμευτος, ο σιδεράς του χρόνου, βαράω το σφυρί μου απάνω στην γελαστή πυράδα.
Στο ορκίζομαι στου χαλαστή τα ονείρατα, στου γδικιωμού το ξόδι, στο ορκίζομαι αδερφέ μου στο τίποτα πάντα γυρτός θα μείνω, στου σινεμά την οθόνη να γροικάω αυτά τα “Πράματα του Πένητα”.
Απόψε όμως που με τρώει η αλλοκοτιά μου, που το στραβό μου το κεφάλι δεν λέει να μερώσει, φαντάστηκα το όσκαρ στα χέρια ενός γραικού. Απόψε Λάνθιμε, με φθόνο σε τιμώ, κοίτα μονάχα μακριά και άκουσε, του πυροφράχτη πώς γελάει η κακοθανατιά.
Η σφαίρα η χρυσαφάδα σου καλό μαντάτο, του όσκαρ ο προθάλαμος καθώς το λένε οι κριτικάδες και οι λογάδες, οι γραφιάδες και οι καλοθελητάδες, οι αρχοντάδες και οι βουλευτάδες, οι σκηνοθετάδες και οι παραγωγάδες.
Τι το‘θελες όμως τον Σπρίνγκστιν τον τραγουδιστάρη να χαιρεταρίσεις; Τι το‘θελες να βγαλεις φιρμάνι σε βωμό λερό πως τάχα το “Born in the USA”, το “Θρεμα αμερικανοσποράς” σε άντρεψε, πως το “Χορεύοντας στη σκοτιά” και “Οι μισοστράτες της Φιλαδέλφειας” σε σεργιάνησαν μικρό στον τόπο τον ασύνορο; Δεν ξέρεις ότι το πικρόγαλο του κατοικάρη είναι πικρό μαντάτο στης βούβασης τον κοπετό; Πρώτη φορά τ’ ακούς;
Κι ούτε μισή λέξη ακοίμηστη για το Νόμπελ που μου στέρησαν, αυτό που αυτοπροτάθηκα, μετά από τις πιέσεις τις τρομερές που μου άσκησα. Μια νοιάξη περίμενα για της φτωχασιάς τον ποιητάρη, για του σκορπισμένου ακρολοφίτη τα αλλαξομήνια.
Περίμενα μωρέ σινεματάρη χαλαστή μια λέξη για το άδικο. Μα εσύ ευκολοθύμητο θες να μουρμουράς τραγούδι, αλλόπαρμα και περασιά, αβλέμονας τα χιλιοειπωμένα.
Γι’ αυτό βρες μπασιά και τρύπωσε στου ορκοπάτη τον φεγγίτη… Βρες μπασιά και τρύπωσε στου φαροφύλακα τη Θεία Δίκη για όσα έρπουν μακρεμένα. Την κατάρα που μου έδωσες σου την στέλνω πίσω, για όσα τώρα ασκήμησες φευγάλα σου ταιριάζει. Και ένα σου λέω μοναχά, βροχάρη ηλιοπότη. Μακάρι να προκάμω να πάρω εκδίκηση.
*Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας