ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ / 24 Media Creative team

O JAMIE XX ΤΗ ΔΟΞΑ, Ο FRED AGAIN.. ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, Ο FLOATING POINTS ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ

Δυο «καλά παιδιά» κι ένας nerd θολώνουν τα νερά μεταξύ dance και pop με τρεις από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους της χρονιάς.

Όλοι μιλάνε για το καινούριο άλμπουμ του Jamie xx. 9 χρόνια μετά το, εχμμ, πολύχρωμο In Colour, το φετινό ασπρόμαυρο In Waves είναι ήδη στη συζήτηση για «τα καλύτερα της χρονιάς» (αν δεν έχει ήδη καπαρώσει σε αρκετές λίστες την πρωτιά).

Το New York mag το προλόγισε με πολυσέλιδο προφίλ του δημιουργού, ο Αλέξης Πετρίδης έγραψε στον Guardian ότι είναι «το έργο ενός έξυπνου και ικανού παραγωγού που δεν πρόδωσε τις ιδέες που όλο αυτό το διάστημα εγκυμονούσαν μέσα του», ενώ θα το έχετε καταλάβει και στα σόσιαλ ότι φέτος ο 36χρονος Τζειμς Τόμας Σμιθ: α) ξελογιάζει πολλά κι εντελώς διαφορετικά κοινά, β) δεν το λυπήθηκε, το άλμπουμ είναι γεμάτο bangers.

Αυτή είναι ίσως και η βασική διαφορά με το σόλο ντεμπούτο του. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα Μεγάλο Άλμπουμ, απόλυτα εξωστρεφές σε σύλληψη-εκτέλεση-επικοινωνία. Φτιάχτηκε όχι για ακουστικά με κλειστά τα μάτια αλλά για το μεταπανδημικό περιβάλλον που οι άνθρωποι είναι ξανά μαζί – γελάνε, ετοιμάζονται να βγουν, βγαίνουν, γελάνε πάλι, χορεύουν. Και φτιάχτηκε, επίσης, με τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων. 

Είναι αντανακλαστικός κανόνας η καχυποψία όταν υπάρχουν πολλές συνεργασίες στα ηλεκτρονικά άλμπουμ. Συνήθως οι διάσημοι γκεστ επιστρατεύονται για να καλύψουν/κουβαλήσουν μέτριο υλικό από ντεφορμέ παραγωγό. Εδώ δεν είναι έτσι. Με την Honey Dijon ο Jamie xx πατάει χωρίς ρίσκο στον κανόνα του piano house (“Baddy on the Floor”), με την τριάδα Kelsey Lu – John Glacier – Panda Bear καταλήγουν στο όμορφα ζαλισμένο “Dafodil”, με τους σχεδόν παιδικούς του ήρωες Avalanches κάνουν διαγωνισμό παραγωγικών skills πάνω από παιδικές χορωδίες (“All the children”), με την σπουδαία Robyn το ζουν στην πιο uplifting στιγμή του δίσκου (το “LIfe” με το ξεδιάντροπα disco goes flamenco μοτίβο). Και, βέβαια, με τους συντρόφους του στους xx, Romy και Oliver Sim (αμφότερ@ έρχονται από τα παρθενικά επιτυχημένα σόλο άλμπουμ τους) χαρίζουν την πιο οικεία, την «πιο single» στιγμή του δίσκου (“Waited All Night”).

Jamie xx

Όμως το θέμα δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο ίδιος ο Jamie. Ο άνθρωπος κάνει παπάδες. Δε χρειάζεται να έχεις ούτε πολύ εκπαιδευμενο αυτί, ούτε εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στον μουσικό προγραμματισμό, για να διαπιστώσεις την αδιανόητη λεπτομέρεια του sound design. Την αλλαγή τόνου, διαθέσεων και συναισθημάτων, πολλαπλές φορές ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι. O Jamie ζωγραφίζει με χρώματα τα αναρίθμητα samples κάθε πιθανής κι απίθανης προέλευσης: από μια φράση, ω ναι, του κλασικού “Nights in White Satin” που διασκευάζει για βάση του “Still Summer” σε AS$P Rocky κι από ένα απόσπασμα με τις οδηγίες του δάσκαλου yoga που ακολουθούσε στα lockdown σε μια μεγαλοπρεπή βουτιά στα βρετανικά 90s – breakbeat, garage, house. Αυτή η λίμνη άλλωστε μας δίνει και την κορυφαία στιγμή, τον χείμαρρο “Treat Each Other Right”. Είναι η νοσταλγία για κάτι που δεν έζησε, ο Jamie τη λατρεύει αυτήν την εποχή ακόμα και πριν γίνει εντελώς trend όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια.

Την λατρεύει ή την εξευγενίζει; Γιατί οι πιουρίστες αυτό του προσάπτουν μόνιμα: ένα ηχητικό gentrification. Ότι παίρνει το underground του παρελθόντος και το πουλάει χονδρική σε ένα κοινό πολύ έτοιμο να το απορροφήσει ως κλισέ. Τα breaks της δεκαετίας του ‘90, άλλωστε, είναι πλέον για το συλλογικό υποσυνείδητο κάτι σαν τα αναλογικα synths των 80s: έχουν πάψει προ πολλού να ξενίζουν, αντίθετα είναι εγγύηση για την πολυπόθητη αίσθηση ζεστασιάς. 

Μήπως το υπεραναλύουμε; Θα συμφωνούσα (όχι χωρίς δεύτερη σκέψη), αν δεν απασχολούσε τον ίδιο τον Jamie xx. Το φέρνει μόνος του στις συνεντεύξεις που δίνει, υπονοεί πώς αυτό που οι πιουρίστες δε θα του συγχωρήσουν είναι ότι μπαίνει στα χωράφια τους ως εγκέφαλος μιας υπερπλατινένιας μπάντας όπως οι xx και λέει και κάτι που έχει μάλλον δίκιο: «όταν μεγάλωνα η underground χορευτική μουσική ήταν το πιο κουλ πράγμα στον κόσμο, τώρα βασικά είναι το πιο δημοφιλές πράγμα στον κόσμο»

Ίσως μπορούμε να κόψουμε το καρπούζι στη μέση. Και να πούμε ότι το νέο άλμπουμ του Jamie xx κάνει δικαιολογημένα χαμό. Όχι μόνο γιατί είναι συναρπαστικά λεπτοδουλεμένο, αλλά και γιατί στην πραγματικότητα αυτή είναι (όχι η dance αλλά) η ποπ μουσική των ημερών μας. Με ρετρό υλικά για τη γενιά του TikTok, μια ποπ στην οποία συμβαίνουν διαρκώς πράγματα που δεν αφήνουν να φουντώσει κανένα σύνδρομο διάσπασης προσοχής. Κι όπως όλα τα πράγματα που σκοπεύουν στην άμεση ικανοποίηση, χωρίς να αφήνουν πολύ χώρο για να ανακαλύπτεις πιθανές άλλες διαστάσεις τους, βάζει και το ερώτημα: είναι πολύ καλό για να είναι εφήμερο ή πολύ εφήμερο για να είναι πραγματικά καλό;

Fred again..

O Fred again.. είναι κι αυτός παιδί της νέας dance pop πραγματικότητας. Εκφραστής αλλά και παράγωγό της. Μπήκε από νωρίς στον ίσιο δρόμο αφού είχε την τύχη να είναι γείτονας του Μπράιαν Ίνο (κυκλοφόρησαν μαζί κι ένα άλμπουμ πέρυσι), αποφοίτησε από την Red Bull Music Academy αλλά είναι την τελευταία πενταετία που ότι πιάνει γίνεται χρυσός. «Καλύτερος παραγωγός» στα Brits, δύο βραβεία Γκράμι, ένα Boiler Room με 40 εκατομμύρια views και πάρτι σε όλον τον κόσμο μαζί με τον Skrillex και τον Four Tet με τέτοια πλήθη που ο πρώτος έχει συνηθίσει αλλά ο δεύτερος μάλλον δε φανταζόταν ποτέ στη ζωή του.

Στη ζωή μας μπήκε πρόσφατα, όταν σε ένα «μυστικό event» στη Λίμνη Βουλιαγμένης παρουσίασε το νέο του άλμπουμ ten days. Αν δεν ήσασταν εκεί, ίσως πέρασε από το timeline σας δημιουργώντας το FOMO που δε ζητήσατε για Δευτέρα απόγευμα: ο Fred καθιστός μπροστά σε ένα χαμηλό τραπεζάκι με τα synths και τον μίνιμαλ εξοπλισμό του, 300-350 άτομα μπροστά του οκλαδόν σε ψάθες στο γκαζόν, κάτι κυρίες από πίσω να κολυμπάνε με σκουφάκια, not your average music concert.

Αυτή η αίσθηση περνάει και στο άλμπουμ. Οικειότητα, συναίσθημα, happy place, ασφάλεια. Όλα πολύ ψηλά στα ζητούμενα της Gen Z, ο Fred Again.. άλλωστε εχει κυκλοφορήσει τρία άλμπουμ-ηχητικά ημερολόγια (τα Actual Life 1-2-3) χτίζοντας ηλεκτρονικές συνθέσεις πάνω σε ηχητικά μηνύματα, ένα έξυπνο τρικ που μίλησε στους zoomers αφού είναι βγαλμένο από τη ζωή τους. Το μοτίβο το χρησιμοποιεί και στο ten days, το “just stand there” με τ@ SOAK είναι μάλλον εύκολα το καλύτερο του δίσκου. Από την άλλη, για μας τους μεγαλύτερους που η ζωή μας σκλήρυνε κι έκανε την καρδιά μας πέτρα, το άλμπουμ είναι σε στιγμές αφόρητα γλυκερό και vanilla. Όχι στις στιγμές που μπαίνουν οι ηχηρές συνεργασίες στα φωνητικά όπως ο Anderson.Paak κι ο Sampha (στο ραδιοφωνικό “fear less”). 

Ο 31χρονος Fred again… που μοιάζει σαν να βγήκε από μια χύτρα στην οποία έπεσαν ο Jamie xx, ο James Blake και το επάρατο EDM, είναι ένα ακόμα παιδί-θαύμα με τρομερές τεχνικές ικανότητες που γιορτάζει την πειραματική απελευθέρωση της ποπ από τα δεσμά του mainstream εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία. Το αν, όταν δυναμώνει, μας θυμίζει τις εποχές του progressive house που θέλουμε να ξεχάσουμε είναι μάλλον δικό μας (και σίγουρα όχι δικό του) πρόβλημα.

Floating Points

Κάπου εκεί, έρχεται ο Floating Points και λέει «κρατήστε μου την μπίρα, παρακαλώ». Πρώτα τελείωσε με το Promises, ένα πρότζεκτ ζωής και φόρο τιμής στον θρύλο της τζαζ, Pharoah Sanders, με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου το 2021 (1.5 χρόνο αργότερα, ο Sanders έφυγε από τη ζωή). Και ύστερα άρχισε να ρίχνει τις προειδοποιητικές βολές. 

Μια από αυτές ήταν το “Birth4000”, ένα όχι-και-τόσο-κρυφό-πια όπλο στην τσάντα κάθε είδους DJ τον τελευταίο χρόνο – αν το μπερδέψετε στην εισαγωγή του με το “I Feel Love”, μην ανησυχείτε – δεν είστε οι μόνοι. Μετά ήταν το “Vocoder” και το “Ocotillo” που διέθεσε μάλιστα σε κάτι ειδικές 12” εκδόσεις στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, προκαλώντας αμόκ στους συλλέκτες. 

Και ύστερα ήρθε το Cascade, το πέμπτο άλμπουμ της καριέρας αυτού του 38χρόνου από το Μάντσεστερ, κατά κόσμον Σαμ Σέπερντ…με PhD στη Νευρολογια, παρακαλώ. Εδώ δεν υπάρχουν ποπ ψευδαισθήσεις ή/και ανησυχίες. Ο Floating Points για μία ώρα δεν παίρνει αιχμαλώτους σε ένα άλμπουμ που θα έπρεπε να είναι παράνομο, να διώκεται από το νόμο περί ναρκωτικών. Αν αναζητάτε σημεία αναφοράς, μπορείτε να τα βρείτε στα αξεπέραστα Tarrot Sport των Fuck Buttons και Immunity του Jon Hopkins. 

Eδώ έχουμε να κάνουμε προφανώς με ένα σύνολο κομματιών που για σχεδόν μια ώρα κρατάνε το τεμπο ψηλά κι απευθύνονται στο club περιβάλλον. Όμως με έναν τρόπο, όπως εύστοχα έγραψε το Pitchfork, «βγάζουν περισσότερο νόημα σε ένα από τα dj sets του ίδιου του Floating Points‘, γιατί θα τα έβαζε δίπλα σε βραζιλιάνικη ντίσκο ή σε κάποιο κομμάτι του Stevie Wonder». Πράγματι, αναζητήστε τα σετ του Floating Points, μιλάμε για εγκεφαλικά διαγωνίσματα που η παραδοσιακή τζαζ μπορεί να απέχει ελάχιστα λεπτά από το σκληρό τέκνο. Σημειωτέον, για να δέσουν όλα γλυκά και να κλείσει ο κύκλος, ο Floating Points έχει περιοδεύσει με τους xx, ανοίγοντας τις συναυλίες τους σε όλον τον κόσμο. 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα