Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ – ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ
Ο διαπρεπής αρχιμουσικός Διονύσης Γραμμένος και ο βιρτουόζος πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος σε μία διαφωτιστική συζήτηση γύρω από τον εμβληματικό συνθέτη Σεργκέι Ραχμάνινοφ με αφορμή τη συναυλία της Ελληνικής Συμφωνικής Ορχήστρα Νέων στις 7 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνώνς.
Γύρω από τον Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ κυριαρχεί ένα πέπλο μυστηρίου και ένας τεράστιος μύθος. Όσο ζούσε ο Ρώσος συνθέτης, μαέστρος και πιανίστας πέτυχε ένα επίπεδο φήμης, δημοτικότητας και οικονομικής επιτυχίας που ξεπερνούσε τους περισσότερους κλασικούς μουσικούς πριν ή μετά.
Χαρακτηριστικό είναι πως το 2021, το δημοφιλές Δεύτερο Κοντσέρτο για Πιάνο ανακηρύχθηκε μετά από ψηφοφορία των ακροατών ως το πιο δημοφιλές κομμάτι στην ιστορία του Hall of Fame του Classic FM. Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν πως το αισθαντικό αυτό κοντσέρτο ο εμβληματικός μουσικός το έχει αφιερώσει στον ψυχίατρό του.
Ο Ραχμάνινοφ υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα και είχε συχνά επεισόδια κατάθλιψης, κυρίως μετά από αποτυχίες, όπως κατά την πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.1 σε Ρε μινόρε, η οποία καταδικάστηκε από τους κριτικούς. Η εμπειρία αυτή σε συνδυασμό με μια ατυχή ερωτική σχέση την ίδια περίοδο, έδωσαν το οριστικό χτύπημα στον ψυχισμό του συνθέτη, ο οποίος κατέφυγε στον ψυχίατρο Νικολάι Νταλ. Ο Νταλ τον βοήθησε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του και ως ανταμοιβή, ο Ραχμάνινοφ του αφιέρωσε το Δεύτερο Κοντσέρτο για Πιάνο.
Οι τεχνικές δεξιότητες του Ραχμάνινοφ ως πιανίστα ήταν εκπληκτικές. Υπάρχουν πολλές ηχογραφήσεις με τον ίδιο να εκτελεί έργα δικά του, αλλά και άλλα σημαντικά έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, 4 κοντσέρτα για πιάνο, 3 συμφωνίες, 2 σονάτες για πιάνο και 3 όπερες. Το ύφος των περισσότερων συνθέσεών του είναι το ύφος του ύστερου ρομαντισμού, συγγενικό με τη μουσική του Τσαϊκόφσκι, αλλά διακρίνονται και επιδράσεις από τον Σοπέν και τον Λιστ.
Η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων και ο Ραχμάνινοφ
Η τόσο φορτισμένη συναισθηματικά μουσική του Ραχμάνινοφ έχει πάντα τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα της νεότητας. Και όταν νέοι, ταλαντούχοι μουσικοί την υπηρετούν, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να κόβει την ανάσα.
Ο διαπρεπής αρχιμουσικός Διονύσης Γραμμένος καθοδηγεί στις 7 Δεκεμβρίου στο Mέγαρο Μουσικής Αθηνών την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων στην ερμηνεία της Δεύτερης συμφωνίας του Ρώσου συνθέτη, που είναι το πιο αγαπητό συμφωνικό του έργο.
Ο βιρτουόζος πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος, γνωστός για την εκρηκτικότητα και το βάθος των ερμηνειών του, καλείται να δαμάσει το αειθαλές Δεύτερο Κοντσέρτο για Πιάνο, έργο που παρά τη μεγάλη δημοτικότητα, εξακολουθεί να απευθύνεται στα βάθη της ψυχής και να συγκινεί κάθε φορά, σαν να ήταν η πρώτη…
Η μελωδία είναι το αναπόσπαστο θεμέλιο όλης της μουσικής…
Ο Διονύσης Γραμμένος αναφέρει στο NEWS 24/7 για τη βραδιά της 7ης Δεκεμβρίου πως «θα ακούσετε τη Δεύτερη Συμφωνία και το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Προτεραιότητά μου στην επιλογή του ρεπερτορίου της ΕΛΣΟΝ αποτελούν οι μουσικοί της. Προγραμματίζω με γνώμονα το ποια έργα θα ήταν “χρήσιμα” για εκείνους, τα οποία όμως παράλληλα να αποτελούν και για τους ίδιους μια πρόκληση. Η συγκεκριμένη συναυλία, αφιερωμένη στον συνθέτη με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, ήθελα να είναι για όλους μια μουσική γιορτή. Για τους μουσικούς, το κοινό μας, αλλά και για το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών».
Και συνεχίζει περιγράφοντας το χαρακτηριστικό συνθετικό ύφος του Ραχμάνινοφ: «Η μουσική του Ραχμάνινοφ είναι βαθιά ριζωμένη στη ρομαντική εποχή. Με ένα πρώτο άκουσμα ξεχωρίζει κανείς την εκφραστικότητά της, την ομορφιά και το λυρισμό της μελωδίας, τις έντονα δραματικές αντιθέσεις, την επιρροή της ρωσικής κουλτούρας αλλά και την πλούσια αρμονική της γλώσσα. Το συνθετικό του ύφος, γενικότερα, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική έκφραση. Είναι αξιοσημείωτο το ότι ο ίδιος, μιλώντας για σύγχρονους συνθέτες της εποχής του, έλεγε ότι “η μουσική τους φαίνεται να έρχεται από το μυαλό και όχι από την καρδιά”. Ότι “τείνουν να σκέφτονται και όχι να αισθάνονται και έτσι δεν μπορούν να κάνουν τα έργα τους να αγάλλονται”.
Το χάρισμά του να γράφει εκφραστικές μελωδίες είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα χαρακτηριστικά της μουσικής του. Υποστήριζε μάλιστα, επικαλούμενος και τις απόψεις του Σοπενχάουερ, ότι η μελωδία είναι ο υπέρτατος κυρίαρχος στον κόσμο της μουσικής. “Η μελωδία είναι το αναπόσπαστο θεμέλιο όλης της μουσικής”, έλεγε. Για εμένα όμως, ο πυρήνας της μουσικής του δημιουργίας κρύβεται στη βαθιά ορθόδοξη πίστη του. Γνωρίζουμε ότι η ορθοδοξία είχε μεγάλη επιρροή στη ζωή και τη μουσική του. Πολλά έργα του εξάλλου αντανακλούν αυτά του τα αισθήματα. Είναι αυτή η μεταφυσική διάσταση στα έργα του, αυτό το μυστήριο, που κατά την ταπεινή μου άποψη κάνει τη δημιουργία του να ξεχωρίζει».
Ο Βασίλης Βαρβαρέσος θα ερμηνεύσει το Δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο και μιλάει για τα κοντσέρτα για πιάνο στο NEWS 24/7 λέγοντας: “Μακάρι να μπορούσα να ξεχωρίσω ανάμεσα στα τρία αγαπημένα μου κοντσέρτα του Ραχμάνινοφ, που είναι το 1ο, το 2ο και το 3ο. Είναι σαν να προσπαθείς να πεις ποιο απ’ τα παιδιά σου είναι το αγαπημένο σου. Δε γίνεται, στην πραγματικότητα να ξεχωρίσεις. Κι αυτό γιατί, αν και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που με ελκύει αφάνταστα: η απίστευτη συναισθηματική γενναιοδωρία και η εγκληματική σχεδόν προσήλωση στην ομορφιά κάθε γραμμής. Με τον Ραχμάνινοφ, δεν υπάρχει μια νότα, όσο περίπλοκο κι αν είναι το έργο, που να μην είναι τραγούδι, βγαλμένο απ’ την ψυχή”.
Και συνεχίζει μιλώντας για τις συγκεκριμένες στιγμές στις συνθέσεις του όπου αυτή η συναισθηματική ένταση της μελωδίας του. «Διακρίνω παντού τέτοιες στιγμές. Κι αυτό γιατί, αν και οι μεγάλες, φανταστικές, και πανέμορφες μελωδίες του δίνουν πολύ εύκολη πρόσβαση στον συναισθηματικό του πλούτο (δεν μπορείς να γράψεις ωραία μελωδία, αν αυτό το δώρο δεν σου έχει δοθεί και αν δεν έχεις πολύ πλούτο μέσα σου), ο προσεκτικός ακροατής θα συνειδητοποιήσει ότι οι μελωδίες που ακούγονται σε πρώτη ανάγνωση, είναι μόνο η κρούστα. Και ότι από πίσω, από κάτω, από πάνω, από αριστερά, από δεξιά, κρύβονται κι άλλες μελωδίες, είτε είναι στο ακομοανιαμεντο του αριστερού χεριού, είτε σε μια γραμμή του κλαρινέτου, έτσι ώστε τα πάντα να είναι πόθος. Δεν υπάρχει μια γραμμή του Ραχμανινοφ που να μη σφύζει από πόθο. Και το εννοώ κυριολεκτικά. Καμία γραμμή».
Ο πιανίστας και μαέστρος Ραχμάνινοφ
Ο Ραχμάνινοφ δεν ήταν όμως μόνο συνθέτης, αλλά και βιρτουόζος πιανίστας. Οι ικανότητές του ως πιανίστα επηρέασαν την προσέγγισή του στη σύνθεση για πιάνο; Ο Βασίλης Βαρβαρέσος απαντά πως «έχουμε περίπου μισό αιώνα που, κατά την άποψη μου, λόγω του πώς έχει διαμορφωθεί η βιομηχανία της κλασσικής μουσικής, έχουμε διαχωρίσει έννοιες και πράγματα που, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν σύμφυτα.
Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε μεγάλος συνθέτης που να μην είναι και μεγάλος πιανίστας, και το ανάποδο. Από την Κλάρα Σούμαν έως τον Μότσαρτ κι από τον Μπραμς έως τον Προκόφιεφ, όλοι οι συνθέτες απλά έπαιζαν τρελό πιάνο. Κι αυτό γιατί, ο πραγματικός μουσικός είναι ακριβώς αυτό: μουσικός. Εκφράζεται. Είτε στο χαρτί, είτε στο όργανο, είτε με την ορχήστρα. Για παράδειγμα, ο Ραχμάνινοφ ήταν και μεγάλος μαέστρος. Το ίδιο κι ο Μπερνστάιν. Οπότε, δε νομίζω ότι επηρέασε με κάποιον τρόπο η πιανιστική δεινότητα του Ραχμάνινοφ τις συνθεσεις του. Απλώς, όπως όλοι οι μεγάλοι, έγραφε αυτό που έπαιζε, και έπαιζε αυτό που έγραφε – και τα δύο είναι διαφορετικές εκφάνσεις του εσωτερικού τραγουδιού που είχε στην ψυχή του».
Τα συμφωνικά έργα του Ραχμάνινοφ..
Ο Διονύσης Γραμμένος σημειώνει πως “ο Ραχμάνινοφ ήταν κυρίως γνωστός ως βιρτουόζος πιανίστας και ναι, τα έργα του για πιάνο θεωρούνται τεράστια συνεισφορά για το ρεπερτόριο του οργάνου. Παρ’ όλ’ αυτά, δε θα έλεγα ότι επισκιάζουν το συμφωνικό του έργο. Τόσο η δεύτερη, αλλά και η τρίτη Συμφωνία του, είναι ευρέως δημοφιλή έργα που χαίρουν εκτίμησης από μουσικούς και κοινό. Η δεύτερη Συμφωνία του ξεχωρίζει για τα αξιομνημόνευτα θέματά της, κυρίως για το Αdagio, το 3o μέρος της, το οποίο είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο.
Παρουσιάζει επίσης μεγάλη δεξιοτεχνία αλλά και μια ισορροπία στην ευρύτερη δομή της ως έργο. Θα έλεγε κανείς πως είναι ένα απολαυστικό και συνεκτικό μουσικό ταξίδι. Οι Συμφωνικοί Χοροί του επίσης, το τελευταίο έργο που συνέθεσε, το 1940, θεωρείται δικαίως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του. Δύσκολο να σας πω ποια θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα, προσωπικά όμως τρέφω πολύ μεγάλη συμπάθεια για την Πρώτη του Συμφωνία. Πέραν του ότι την αγαπώ ως έργο, η σύνθεση αυτή, και η όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη πρώτη παρουσίασή της, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του ως συνθέτη και γενικότερα στη ζωή του. Το έργο αυτό είναι μεγάλης αξίας και σκέφτομαι συχνά πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν ο μαέστρος εκείνος που θα το παρουσίαζε για πρώτη φορά. Να είχα αρκετό χρόνο για πρόβα με την ορχήστρα, αλλά και την πολυτέλεια να έχω κοντά μου τον ίδιο τον συνθέτη να με καθοδηγεί».
Οι σύγχρονοι μουσικοί και οι ερμηνείες τους…
Ο Διονύσης Γραμμένος αναφέρει πως “είναι περίπου ένας αιώνας που παίζονται και ηχογραφούνται τα έργα του Ραχμάνινοφ. Έχουμε μάλιστα και ηχογραφήσεις με τον ίδιο, ως σολίστ στα κοντσέρτα του. Σήμερα έχουμε πρόσβαση σε μεγάλο μέρος της έρευνας και σε πληροφορίες για τις ερμηνευτικές πρακτικές κατά την εποχή του Ραχμάνινοφ. Αυτό, θεωρητικά, μπορεί να μας βοηθήσει να πάρουμε αποφάσεις για το ποιες είναι οι “καλύτερες” επιλογές για την εκτέλεση των έργων του, λαμβάνοντας επίσης υπόψη και τις προτιμήσεις του ίδιου του Ραχμάνινοφ, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες.
Έχουμε δηλαδή σήμερα έναν όγκο πληροφοριών, που καλώς ή κακώς, μας ορίζει ένα πλαίσιο. Και η μεγαλύτερη παγίδα, θεωρώ, είναι το να σε περιορίσει το υπάρχον πλαίσιο. Όλοι βλέπουμε τις ίδιες νότες, αλλά αυτές σημαίνουν κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας. Όλοι μας αντιδρούμε διαφορετικά στο ίδιο ερέθισμα και ως ερμηνευτές δημιουργούμε διαφορετικούς κόσμους μέσα μας. Αυτή είναι για έμενα και η μαγεία της μουσικής, τόσο για τον ερμηνευτή, όσο και για τον ακροατή.
Σημαντικό είναι να βρούμε μέσα μας το θάρρος να πιστέψουμε στον κόσμο αυτόν. Να μην επηρεαστούμε από άλλες ερμηνείες, όσο επιτυχημένες και αν θεωρούνται. Το επίπεδο των ορχηστρών είναι σήμερα πιο υψηλό. Οι μουσικοί είναι πιο καταρτισμένοι, τα όργανα έχουν εξελιχθεί, κατά συνέπεια και οι δυνατότητες έχουν διευρυνθεί. Δεν είμαι βέβαιος αν ισχύει το ίδιο και για το επίπεδο των μαέστρων.
Όταν ο Ραχμάνινοφ άκουσε τον Χόροβιτς να παίζει το 3ο κοντσέρτο του είπε πως “πάντα έτσι ονειρευόμουν να ακούσω το έργο μου αυτό να παίζεται, αλλά ποτέ δεν περίμενα να συμβεί στον κόσμο αυτόν”.
Ο Βασίλης Βαρβαρέσος με τη σειρά του αναφέρει για τις σύγχρονες ερμηνείες: «Γενικά πιστεύω ότι αυτό που έχει συμβεί με τη μουσική του Ραχμάνινοφ είναι όχι ανόμοιο με αυτό που έχει συμβεί στην όπερα. Δηλαδή, το αριστοκρατικό παίξιμο των πιανιστών του παρελθόντος έχει αντικατασταθεί με δύο σχολές – αν θα μπορούσαμε να τις πούμε ετσι- που, αν και ακούγονται αντιδιαμετρικά αντίθετες, πιστεύω ότι είναι η όψη του ίδιου νομίσματος.
Η μία σχολή πολύ απλά τραβάει το συναισθηματισμό απ’ τα μαλλιά και τον κάνει γλυκανάλατο. Οι γραμμές των μελωδιών ξεχειλώνονται, παίζουμε πάρα πολύ αργά, ή πάρα πολύ γρήγορα, σηκώνουμε το κεφάλι όταν η μελωδία είναι λυπητερή, και το κατεβάζουμε όταν είναι γρήγορη. Έτσι δηλώνουμε το πάθος. Που νιώθουμε εμείς, όχι ο συνθέτης.
Η άλλη σχολή αντιτίθεται στο ξεχείλωμα, για να είναι πιο “ιστορικά” σωστή: ακούει τις παλιές ηχογραφήσεις, βλέπει ότι για παράδειγμα ο Ραχμάνινοφ παίζει πιο γρήγορα τις ρομαντικές του μελωδίες, οπότε λέει “έτσι παιζόταν, θα κάνω κι εγώ το ίδιο“. Με αποτέλεσμα, η μουσική να βγαίνει ανάλαφρη – κι αυτό γιατί στη σημερινή εποχή, κατά την άποψη μου, έχουμε συνδέσει την ταχύτητα με την ελαφρότητα και το αργό με το βάθος. Κάτι πολύ μπανάλ, πιστεύω.
Οπότε, από τη μια ξεχείλωμα, από την άλλη πίστη “στο κείμενο” δηλαδή, “κάνω ό,τι άκουσα να κάνει ο Ραχμάνινοφ”.
Φυσικά γενικεύω τρελά, αλλά το κάνω μόνο για να υπογραμμίσω κάτι το οποίο εμένα με ελκύει στο παίξιμο των παλιών, και που περισσότερο έχει να κάνει με την κοινωνία στην οποία μεγαλώσανε.
Το παίξιμο των παλιών μεγάλων πιανιστών έχει μια αριστοκρατία. Και με αυτό εννοώ, ότι δίνει χώρο στη μουσική να αναπνεύσει, χωρίς να προσπαθεί να σου κάνει κήρυγμα. Είτε από τη μια πλευρά ( “δείτε πώς πονάω”) αλλά ούτε και από την άλλη (“δείτε πόσα ξέρω”). Γι’ αυτό σας είπα ότι θεωρώ ότι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το οποίο είναι “εξουσιάζω τον ακροατή”.
Όταν κάποιος όμως ακούσει τον Ραχμάνινοφ να παίζει, ή τον Ρουμπινστάιν, δεν αισθάνεται ότι του κάνουν κήρυγμα. Αλλά ότι παίζουν μέσα απ’ την ψυχή τους.
Αυτή πιστεύω ότι είναι η διαφορά. Οι παλιοί δεν κρύβονταν. Εμείς κρυβόμαστε».
Ο Ραχμάνινοφ και η επιρροή του στις μεταγενέστερες γενιές συνθετών…
Ο Διονύσης Γραμμένος αναφέρει πως «θεωρώ ότι ο Ραχμάνινοφ ήταν ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Έζησε σε μια εποχή που η μουσική σύνθεση άλλαζε μορφή, με μεγάλη ταχύτητα. Την ίδια εποχή που γεννήθηκε η ατονάλ μουσική και που η αρμονία, ως έννοια, είχε αρχίσει να αποκτά άλλο νόημα. Εκείνος όμως διατήρησε την αυθεντικότητά του στο ύφος και τη γραφή του.
Θεωρώ ότι επηρέασε τους μεταγενέστερους συνθέτες, όχι τόσο με το συνθετικό του στυλ, όσο μέσω της συναισθηματικής φόρτισης που εκπέμπουν τα έργα του και μέσω της αισθητικής του. Τα δεξιοτεχνικά έργα του για πιάνο αδιαμφισβήτητα ενέπνευσαν πολλούς να δοκιμάσουν τα όρια του οργάνου, αλλά και της τεχνικής των ερμηνευτών. Ο ίδιος ασχολήθηκε με έναν βαθιά μοντέρνο μουσικό λόγο, στον οποίο η μουσική έλαβε μεταφυσική σημασία και μετουσίωσε το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης».
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα: Χρήστος Λαμπράκης
Πέμπτη 07.12.2023, 20:30