Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΤΟΥ MARTIN SCORSESE
Ο Τελευταίος Πειρασμός του Martin Scorsese ήταν καταραμένος εξαρχής, πριν καν απαγορευτεί εντός και εκτός Ελλάδας.
Λίγες δεκαετίες πριν το Χόλιγουντ αρχίσει να καρπώνεται μέχρι και το τελευταίο κομμάτι πνευματικής ιδιοκτησίας, ο Martin Scorsese είχε στραφεί στη διασημότερη προϋπάρχουσα ιστορία του κόσμου – αυτήν του Ιησού Χριστού, που ήθελε να κάνει ταινία από μικρό παιδί. Δεν είχε στραφεί ωστόσο στην ίδια τη Βίβλο, παρότι τη γνώριζε απ’ έξω. Ήταν ο Τελευταίος Πειρασμός του Νίκου Καζαντζάκη.
Μεγαλωμένος καθολικός και πρώην παπαδοπαίδι, το πάθος του Scorsese για την παραγωγή ταινιών ξεπέρασε τελικά την αρχική του επιθυμία για καριέρα κληρικού, η βαθιά του όμως ριζωμένη πίστη και η γοητεία που του ασκούσε πάντοτε η θρησκεία υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής του ταυτότητας ως κινηματογραφιστής, με τη λύτρωση, την ενοχή, την πίστη αλλά και την κρίση αυτής να γίνονται κυρίαρχες θεματικές σε όλη τη φιλμογραφία του, με διαφορετικούς τρόπους.
Η επιθυμία του να απαθανατίσει τον ίδιο τον Ιησού στο σελιλόιντ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ ωστόσο, και ο πρώτος σπόρος της ιδέας που θα έφερνε στον Scorsese τη δεύτερη υποψηφιότητά του για Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας φυτεύτηκε το 1961. Όταν ο John Mavros, συμφοιτητής του σκηνοθέτη στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και μελλοντικός βοηθός μοντέρ του στο Raging Bull, του είχε μιλήσει για το μυθιστόρημα του 1955. Ο Τελευταίος Πειρασμός όμως δεν θα έφτανε τότε στα χέρια του.
Μία δεκαετία αργότερα, στα γυρίσματα του Boxcar Bertha, η πρωταγωνίστρια της ταινίας Barbara Hershey που είχε διαβάσει για πρώτη φορά τον Τελευταίο Πειρασμό στα 19 της, χάρισε το βιβλίο στον Scorsese και τον παρότρυνε να το διαβάσει, να το γυρίσει και να της δώσει τον ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής. Ούτε τότε το διάβασε, όχι ολόκληρο τουλάχιστον.
«Μου πήρε έξι χρόνια για να το τελειώσω!», είχε πει στο περιοδικό Film Comment το 1988. «Το έπαιρνα στα χέρια μου, το άφηνα κάτω, το ξαναδιάβαζα, με τύλιγε η όμορφη γλώσσα του και μετά συνειδητοποιούσα ότι δεν μπορούσα να την κινηματογραφήσω. Διάβασα το μεγαλύτερο μέρος του μετά τον Ταξιτζή και το τελείωσα κατά την επίσκεψή μου στους αδελφούς Taviani στα γυρίσματα του The Meadow τον Οκτώβριο του 1978».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Scorsese κατέληξε να αποκτήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του βιβλίου, και θέλησε να το διασκευάσει ο σεναριογράφος των Taxi Driver και Raging Bull, ο οποίος προερχόταν από καλβινιστικό περιβάλλον και είχε σπουδάσει θεολογία σε κολέγιο της Χριστιανικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας. Το σενάριο ολοκληρώθηκε το 1981 και αργότερα αναθεωρήθηκε από τον σεναριογράφο Jay Cocks, που θα συνυπέγραφε τη μεταφορά του κλασικού βιβλίου της Edith Wharton The Age of Innocence για τον Scorsese το 1993. Το στούντιο της μεταφοράς θα ήταν αρχικά η Paramount.
«Ο Boris Leven, ο σχεδιαστής παραγωγής, έκανε ένα ταξίδι στο Μαρόκο και το Ισραήλ, ανιχνεύοντας τοποθεσίες, επεξεργαζόμενος την εμφάνιση της ταινίας και κάνοντας όμορφα σκίτσα», συνέχισε ο Scorsese. «Ήταν υπέροχο γιατί ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που με έκανε να συνειδητοποιήσω τι είναι ο σχεδιασμός ταινιών όταν ήμουν παιδί […] Είναι κρίμα που ο Boris πέθανε πριν γυριστεί ο Τελευταίος Πειρασμός, αλλά πολλά από αυτά που έκανε επιβιώνουν στην ταινία».
Πλέον είναι 1983, το μπάτζετ αρχίζει να ανεβαίνει από τα 12 εκατομμύρια δολάρια στα 13, στα 14, κατόπιν στα 16, ενώ το χρονοδιάγραμμα των γυρισμάτων στο Ισραήλ διευρύνεται. Εκείνο το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ο Scorsese συναντήθηκε με την Ελένη, τη χήρα του Καζαντζάκη, και τον διευθυντή των εκδόσεών τους Πάτροκλο Σταύρου. Κατέληξαν να του δώσουν την άνευ όρων ευλογία και υποστήριξή τους, έχοντας πλήρη επίγνωση των αντιδράσεων που θα αντιμετώπιζε ο δημιουργός λόγω της κακοποίησης που είχαν υποστεί οι Καζαντζάκηδες στην Ελλάδα μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος και την επακόλουθη ανακήρυξή του συγγραφέα ως βλάσφημου.
Το στούντιο όμως δεν ήταν ενθουσιασμένο με το κάστινγκ του Aidan Quinn ως Ιησούς, ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι θρησκευτικές διαμαρτυρίες και μία αλυσίδα κινηματογράφων είχε ανακοινώσει ότι δεν θα έπαιζε την ταινία. Με μία αρκετά ακριβή πια ταινία στα χέρια και καμία εγγύηση ότι θα ήταν κερδοφόρα μπροστά στα πυρά οργανωμένων ομάδων, η Paramount αποσύρθηκε. Τότε ο Jack Lang, ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού είχε προσπαθήσει να βοηθήσει στη χρηματοδότηση της ταινίας με κρατικά χρήματα αλλά δέχθηκε αντιδράσεις, ενώ στο μεταξύ ο ατζέντης του Scorsese, ο Harry Ufland, προσπαθούσε να το πουλήσει σε άλλα στούντιο κρατώντας την ελπίδα του σκηνοθέτη ζωντανή επί τρία χρόνια. Βέβαια ο Ufland δεν ήταν ο μοναδικός που τον κινητοποιούσε.
«Υπήρξε μία περίοδος πριν από περίπου τρία χρόνια που φαινόταν να μην έχει πια κουράγιο», είχε δηλώσει ο Schrader για τον Scorsese στους New York Times το 1988. «Ειδοποίησα τον Marty. Του είπα, “ακούω ότι ο ενθουσιασμός σου έχει μειωθεί και υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στην Αίγυπτο και τη Γαλλία που μπορεί να έχουν κάποια χρήματα. Αν κάνει ποτέ κοιλιά, θα περάσω από πάνω σου για να γίνει αυτή η ταινία”. Και μου είχε απαντήσει με ένα μακροσκελές, οργισμένο γράμμα λέγοντάς μου, “θα πρέπει να τραβήξεις το σενάριο από τα ετοιμοθάνατα χέρια μου”. Του απάντησα πως αυτό ήθελα μόνο να ακούσω, ότι ακόμα σε νοιάζει».
Ο Scorsese, του οποίου το γραφείο στο κέντρο του Μανχάταν βρισκόταν τότε ακριβώς στο τέλος του διαδρόμου από το γραφείο του Schrader, είχε θυμηθεί το αντίστοιχο περιστατικό σε μια τηλεφωνική συνέντευξη.
«Δεν το εκτιμούσα ή δεν μου άρεσε το 1985, όταν με ρωτούσε συνεχώς αν θα το παρατούσα, και έπρεπε να γράφω συνέχεια αυτά τα γράμματα – “θα επιστρέφω από τον τάφο θα επιστρέψω για να το σκηνοθετήσω!” – οπότε αυτό είχε προκαλέσει μία μικρή παρεξήγηση. Με ανάγκασε όμως να πάρω τον έλεγχο του έργου, να συγκεντρώσω τα χρήματα για να αγοράσω όλα τα δικαιώματα ώστε να μην το πάρει κανείς άλλος».
Αφότου γνώρισε τον Tom Pollock και τον Sid Sheinberg της Universal όμως, ο Scorsese βίωσε μία υποστήριξη από στούντιο που δεν είχε ζήσει ποτέ ξανά. Ποτέ δεν του ζήτησαν να αλλάξει την ταινία που είχε οραματιστεί και, γνωρίζοντας πως θα έρχονταν πιέσεις, από την πρώτη κιόλας προβολή του τρίωρου φιλμ το είχαν λατρέψει. Όσο πιο πολλές αντιδράσεις χτυπούσαν την παραγωγή, τόσο πιο σκληρά απαντούσαν στα χτυπήματα σύμφωνα με τον Scorsese.
Το σενάριο του Schrader εισάγει έναν Willem Dafoe ως Ιησού να κουβαλάει σταυρούς ως ξυλουργός, συνεργαζόμενος ουσιαστικά με τους Ρωμαίους στον διωγμό των Εβραίων. Ο Ιησούς του έχει οξυθυμία και εγωισμό, ελαττώματα που τα ιερά κείμενα δεν θα επέτρεπαν ποτέ, μιλάει σε έναν συνδυασμό της γλώσσας των Γραφών και της σύγχρονης καθομιλουμένης, και έχει λίμπιντο – τον βλέπουμε να κάνει έρωτα στην οθόνη με τη γυναίκα του, Μαρία Μαγδαληνή (η Hershey πήρε όντως τον ρόλο μετά από τρίμηνη διαδικασία οντισιόν).
Ο ριζοσπαστικοποιημένος Ιούδας (Harvey Keitel) τον μεταστρέφει στην υπόθεση της απελευθέρωσης των Ισραηλιτών, ο Ιησούς όμως έχει την αίσθηση πως και οι δύο πλευρές της σύγκρουσης αυτής θέλουν να τον κάνουν πιόνι, και έτσι διχάζεται ανάμεσα στο να θέλει να παραμείνει αμέτοχος στις υποθέσεις των ανθρώπων και στην ξεκάθαρη ηθική επιταγή να βάλει τέλος στις διώξεις.
Καθώς ξεκινά το μονοπάτι του πεπρωμένου του, ο Χριστός παραμένει προσηλωμένος στις αρχές του για αγάπη, συμπόνια και συγχώρεση, πάνω από την πολιτικοποιημένη στάση που του επιβάλλεται.
Θα πάρει φυσικά το μέρος των επαναστατών τελικά, αυτό όμως δεν του προσφέρει καμία ανάπαυλα από τις ανασφάλειες και τους ενδοιασμούς του. Βρίσκεται αιώνια σε πόλεμο με κάθε παρόρμησή του. Είναι γεμάτος πόθο για τη Μαρία αλλά δυσπιστεί απέναντι στις ίδιες τις σαρκικές απολαύσεις που ποθεί. Καθώς ουρλιάζει στην κορυφή του σταυρού, θέλει να είναι καλός γιος και να εκπληρώσει τον σκοπό του σε θνητό επίπεδο, είναι όμως και απογοητευμένος από το σύνολο των φαινομενικά αυθαίρετων, απίστευτα δύσκολων απαιτήσεων που του έχει θέσει ένας αόρατος Θεός.
«Προσπαθούσα να ξεκινήσω έναν διάλογο», έγραψε σε email στους Los Angeles Times με αφορμή την 30ή επέτειο του φιλμ. «Δεν ήθελα να φτιάξω μία ταινία μόνο για ανθρώπους που ήταν σίγουροι για την πίστη τους. Η διδασκαλία του Χριστού μας αφορά όλους – τους ασφαλείς και τους ανασφαλείς, τους ισχυρούς και τους ανίσχυρους, τους φτωχούς, τους εθισμένους, τους ανθρώπους που πραγματικά πονάνε, τους ανθρώπους που είναι παγιδευμένοι σε καταστάσεις πλάνης, αυτούς που αισθάνονται απολύτως απελπισμένοι και δεν βλέπουν καμία δυνατότητα χάριτος ή λύτρωσης. Γιατί τα βάσανα των πιο αδύναμων μεταξύ ημών, όπως είπε ο Ιησούς, οι εσωτερικές συνθήκες που οδηγούν στην πτώση τους, υπάρχουν σε όλους.
Ήθελα να φτιάξω μια ταινία για μία ιστορική μορφή που ονομάζεται Ιησούς, έναν πνευματικό οδηγό, αλλά και… ένα ανθρώπινο ον, που περιβάλλεται από άλλα αναγνωρίσιμα ανθρώπινα όντα, αντί για κέρινα ομοιώματα».
«Πίστευα ότι θα γινόταν αποδεκτή από όλους; Όχι απαραίτητα», συνέχισε. «Ήλπιζα όμως ότι θα γινόταν. Ήξερα ότι δεν θα το αγκάλιαζαν όλοι, αλλά πίστευα ότι θα μπορούσαν. Και αυτό που συνέβη ήταν ότι η ταινία λοιδορήθηκε από ανθρώπους που έκαναν τη λοιδορία τους πολιτιστική παράσταση, και πολλοί από τους οποίους όχι μόνο δεν την είχαν δει αλλά ορκίστηκαν να μην την δουν ποτέ. Και αυτό με στεναχώρησε».
Η Καθολική Εκκλησία είχε χαρακτηρίσει την ταινία ηθικά προσβλητική. Ορισμένοι Εβραίοι ηγέτες τη θεώρησαν αντισημιτική, στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη είχαν στηθεί διαμαρτυρίες. Χριστιανικές ομάδες συμμετείχαν σε οργανωμένες διαμαρτυρίες υποστηρίζοντας το μποϊκοτάζ της ταινίας πριν και μετά την κυκλοφορία της.
Εξακόσιοι διαδηλωτές είχαν διαδηλώσει στα κεντρικά γραφεία της MCA. Ο ευαγγελιστής Bill Bright της Campus Crusade for Christ είχε ζητήσει από τη Universal να κάψει το αρνητικό του φιλμ και, αν αρνούταν να το κάνει, είχε προσφερθεί να το αγοράσει και να το καταστρέψει ο ίδιος. Κάμποσες αίθουσες αποφάσισαν να μην προβάλουν την ταινία ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων διαμαρτυριών.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Franco Zeffirelli απέσυρε την ταινία του Young Toscanini από το Φεστιβάλ της Βενετίας όταν έμαθε πως ο Τελευταίος Πειρασμός είχε προσκληθεί για προβολή, περιγράφοντάς την ως «πραγματικά φρικτή και εντελώς διαταραγμένη» χωρίς να την έχει δει.
Μία καθολική καλόγρια, ιδρύτρια του τηλεοπτικού δικτύου Eternal Word, είχε περιγράψει την ταινία ως «την πιο βλάσφημη γελοιοποίηση της Θείας Ευχαριστίας που έχει διαπραχθεί ποτέ σε αυτόν τον κόσμο» και «μια ταινία ολοκαυτώματος που έχει τη δύναμη να καταστρέψει αιώνια τις ψυχές». Η εταιρεία Blockbuster Video αρνήθηκε να διαθέσει την ταινία.
Πυρπολήθηκε ο παρισινός κινηματογράφος Saint Michel την ώρα που παιζόταν ο Τελευταίος Πειρασμός, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν δεκατρείς άνθρωποι, εκ των οποίων οι τέσσερις κατέληξαν με σοβαρά εγκαύματα. Σε χώρες όπως η Χιλή, η Αργεντινή, το Μεξικό και η Τουρκία η ταινία είχε απαγορευτεί για αρκετά χρόνια, ενώ εξακολουθεί να απαγορεύεται στη Σιγκαπούρη και τις Φιλιππίνες.
Λόγω των απειλών θανάτου, ο Scorsese συνοδευόταν από σωματοφύλακες όταν εμφανιζόταν δημόσια μετά την κυκλοφορία της ταινίας.
Στην Αθήνα, που υποδέχθηκε την ταινία δύο μήνες μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, έγιναν επίσης ένθερμα επεισόδια. Στις 13 Οκτωβρίου του 1988, πλήθος πιστών είχαν βγει στους δρόμους με σκοπό όχι μόνο να αποδοκιμάσουν το κοινό που είχε επιλέξει να δει την ταινία, αλλά και να κάνουν ζημιές στις αίθουσες όπου είχε διανομή ο Τελευταίος Πειρασμός.
Τσάκισαν το Όπερα υπό την ανοχή της αστυνομίας, έσκισαν την οθόνη στο Έμπασσυ παρουσία εισαγγελέα (με την Εισαγγελία Αθηνών να ανακοινώνει την επόμενη ημέρα ότι θα επιτρέψει τη συνέχεια των προβολών της ταινίας), και απέτρεψαν έτσι τρεις από τις επτά αίθουσες που θα φιλοξενούσαν την ταινία από το να την προβάλλουν. Όχι την Ααβόρα βέβαια. Εξοργισμένοι θεατές που δεν είχαν καταφέρει να δουν την ταινία λόγω της διαμαρτυρίας αλλά και θαμώνες της πλατείας Κολωνακίου που ήθελαν την ησυχία τους και όχι δακρυγόνα, κατέληξαν να κάνουν μαζί αυθόρμητη αντιδιαδήλωση απωθώντας τους πιστούς που ξαφνιάστηκαν και οπισθοχώρησαν. Ήρθαν σε αντιπαράθεση και έξω από τον κινηματογράφο, με τους πρώτους να φωνάζουν αστεία συνθήματα και τους δεύτερους να τους αποκαλούν καταραμένους.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας, Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων, πήρε την απόφαση να σταματήσουν προσωρινά οι προβολές της ταινίας στους κινηματογράφους και απαγόρευσε τη διάθεση της ταινίας με οποιονδήποτε τρόπο, άρα και τις βιντεοκασέτες. Αυτές τις μέρες η ταινία προβλήθηκε στην τηλεόραση τη Μεγάλη Τετάρτη και είχε επίσης μία ειδική προβολή στην Αθήνα στο πλαίσιο του Midnight Express, δεν είναι όμως και τόσο παλιά που ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε παρέμβει για να μην προβληθεί στη μικρή οθόνη.
Γιατί όλα αυτά;
Από το Taxi Driver μέχρι το Silence, ο Scorsese αντιμετώπιζε ανέκαθεν τη θρησκεία ως φιλοσοφική αποστολή και όχι ως ένα σύνολο άκαμπτων κατευθυντήριων γραμμών. Αυτή του η ερευνητική διάθεση μπόλιασε τον τολμηρά ατελή πρωταγωνιστή του Καζαντζάκη στην ταινία του, παρουσιάζοντας τον Ιησού ως χριστιανό περισσότερο από Χριστό – έναν άνθρωπο που αναλύει και επανερμηνεύει διαρκώς τη σχέση του με τον Θεό ανάλογα με την κάθε συνθήκη του.
Ο Τελευταίος Πειρασμός ήταν μία ταινία ερωτημάτων και όχι απαντήσεων. Ο Scorsese επικοινωνεί με τον Θεό αποδεχόμενος ότι ορισμένες πτυχές της λατρείας είναι μυστήριες, αλλά θα αναρωτηθεί γι’ αυτές ούτως ή άλλως.
Η πεποίθηση του δημιουργού πως το πιο κοντινό που μπορεί να φτάσει ο καθένας από εμάς στη θεότητα δεν είναι η πλήρης κατανόησή της, αλλά η συνειδητή καλοσύνη. Από μόνη της αυτή είναι μία πολύ όμορφη πρόταση, όμως δύσκολα μπορούμε οι άνθρωποι να καταπιούμε πως αυτό που θεωρούμε θεϊκό – ο Ιησούς εν προκειμένω – μπορεί να είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά ανθρώπινο. Δεν θέλουμε να αποδεχτούμε την ανθρωπιά του Ιησού επειδή το να τον αντιληφθούμε ως έναν από εμάς θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να συμβιβαστούμε με τη θεότητα μέσα μας. Και δεν μπορούμε να δεχτούμε την ανθρωπιά σε αυτόν, γιατί αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να σταματήσουμε να αντιστεκόμαστε και να νιώθουμε ντροπή για όλα όσα μας κάνουν ανθρώπους.
Ο Martin Scorsese φτάνει στην καρδιά αυτού που θα έπρεπε να είναι η θρησκεία χωρίς δόγματα – η πρακτική της αγάπης και το τι σημαίνει το να είσαι άνθρωπος καθώς παλεύεις με τις κατακερματισμένες πτυχές του εαυτού σου.
Στον Τελευταίο Πειρασμό, γινόμαστε μάρτυρες ενός ατόμου που ήρθε στη γη για να υπομείνει τρομερά βάσανα ώστε να πετύχει την έμφυτη θεϊκότητά του. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο, και όλους τους αγώνες και πειρασμούς που συνοδεύουν το να είσαι ακριβώς αυτό.