ΟΙ 1000MODS ΣΙΧΑΙΝΟΝΤΑΙ ΤΟ ΡΟΚΣΤΑΡΙΛΙΚΙ
Μετά από 4 χρόνια δισκογραφικής απουσίας, οι 1000mods επέστρεψαν. Μια συζήτηση με τον κιθαρίστα της μπάντας για την νέα τους κυκλοφορία, και όχι μόνο.
Τέσσερα χρόνια μετά το “Youth of Dissent” οι 1000mods μόλις κυκλοφόρησαν τον πέμπτο κατά σειρά δίσκο τους με τίτλο “Cheat Death”. Η αρχή έγινε με τρία διαδοχικά singles και πλέον η πλήρης κυκλοφορία ήρθε μέσω της δικής τους “Ouga Booga and the Mighty Oug Recordings”, σε όλο τον κόσμο πλην των ΗΠΑ, όπου και κυκλοφορεί μέσω της Ripple Music.
Η αναμονή για τον δίσκο ήταν μάλιστα τέτοια που ήδη εξαντλήθηκε η limited έκδοση του βινυλίου, μέσα σε λίγες ώρες.
Της παραγωγής και μίξης του album επιμελήθηκε ο θρυλικός Matt Bayles (Pearl Jam, Mastodon, Isis, Soundgarden) με τον οποίο συνεργάστηκαν και για το Youth of Dissent του 2020. Το εξαιρετικό artwork του δίσκου επιμελήθηκε η Εύα Μουρτζή, ενώ οι 1000mods ανακοίνωσαν τις δύο μεγάλες τους συναυλίες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου (Principal Club Theater, Θεσσαλονίκη) και το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου (Floyd Live Music Venue). Από εκεί και πέρα η μπάντα ξεκινά την ευρωπαϊκή της περιοδεία από τις 11 Νοεμβρίου μέχρι το live του Floyd, βγαίνει πάλι στον “δρόμο” από Μάρτιο, και αρκετά από τα shows έχουν γίνει ήδη sold out.
Στο νέο δίσκο τους οι 1000mods εξελίσσονται μουσικά και στιχουργικά, αν και η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν δεν μπορούσαν να “χωρέσουν” σε ένα συγκεκριμένο “είδος”. Ως μια πρώτη ακρόαση, προσωπικά εμείς μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ποικιλομορφία στοιχείων που βρίσκονται εδώ σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ, ενώ χαρακτηριστικό της προόδου του σχήματος είναι το ονειρικό “Grey, Green Blues” που κλείνει το άλμπουμ. Η δε “αύρα” των Melvins διαπερνά ουκ ολίγα tracks.
Με αφορμή την νέα κυκλοφορία των 1000mods, το Magazine συνομίλησε με τον κιθαρίστα της μπάντας, Γιώργο, για τις “ταμπέλες”, τις επιρροές τους στη νέα τους δουλειά, τη συνεργασία με τον Matt Bayles, αλλά και για τη μουσική στην Ελλάδα του σήμερα.
Δυστυχώς, εξακολουθούμε να ζούμε στην εποχή της “ταμπέλας” σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μας. Πώς θα περιέγραφες τη μουσική που παίζετε μετά από πέντε δίσκους;
Συμφωνώ ότι οι ταμπέλες είναι για να σπάνε, και θα προσθέσω ότι η πορεία που ακολουθεί το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι σήμερα καθιστά σχεδόν αδύνατο να εντάξεις κάτι σε μία και μόνο τάση ή κατηγορία. Αυτό δεν ισχύει μόνο στη μουσική, αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης.
Δεν μπορώ να περιγράψω αυτά τα άλμπουμ και να τα τοποθετήσω σε συγκεκριμένα όρια. Αγαπάμε τον ηλεκτρισμό, και όπως οι μπλουζίστες ξεκίνησαν να παίζουν τη δεκαετία του ’50, έγινε η έκρηξη του ’60 και του ’70 από το Ηνωμένο Βασίλειο, με τον ήχο να γίνεται πιο βαρύς και δομημένος. Γενικότερα, οι ρίζες μας βρίσκονται στα μπλουζ, όπως παίχτηκαν από την αρχή και συνεχίζουν να εξελίσσονται. Ίσως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη μουσική μας ως heavy blues rock n’ roll.
Από το “Youth of Dissent” περάσαμε στο “Cheat Death”. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο για το νέο άλμπουμ σας;
Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τον “Σίσυφο” του Καμύ, που ασχολείται με τον θάνατο και την επιλογή να ζεις μέσα σε αυτόν τον παράλογο κόσμο.
Τι διαφορετικό περιμένουμε να ακούσουμε σε αυτή τη νέα δουλειά σας; Θα έλεγες πως εξελίσσετε τον ήχο σας σε πιο “πειραματικά” – progressive στοιχεία;
Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί progressive η πορεία που πήρε ο δίσκος. Ίσως αναδείχτηκαν κάποια νέα στοιχεία, τα οποία στο παρελθόν δεν είχαμε αξιοποιήσει πλήρως στη διαδικασία σύνθεσης των κομματιών.
Στιχουργικά θα έλεγες επίσης πως περνάτε σε πιο “εσωτερικά” θέματα;
Ναι, κυρίως είναι μια εσωτερική αναζήτηση για τον νοηματισμό της ύπαρξης και την κατανόηση του κόσμου, καθώς και για το πώς το “μέσα” αλληλεπιδρά με το “έξω”. Είναι μια προσπάθεια να βρεις νόημα σε έναν κόσμο σιωπηλό, νεκρό, και να πιστέψεις σε κάτι, ακόμα κι αν αυτό μοιάζει μάταιο.
Ωστόσο, η φαντασία επιτρέπει στον άνθρωπο να δημιουργεί κόσμους και να κατοικεί σ’ αυτούς, κάτι που απελευθερώνει. Η μουσική, το σινεμά και γενικότερα η έκφραση μέσα από την τέχνη είναι κάτι που δίνει φωνή σε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί εύκολα. Συχνά οι λέξεις είναι φτωχές και δεν επαρκούν.
Πώς θα περιέγραφες τη συνεργασία με τον Matt Bayles; Έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου του νέου δίσκου;
Όταν προσπαθώ να περιγράψω τη συνεργασία μας με τον Matt, υπάρχει μια αμφιθυμία. Είναι τρομερός άνθρωπος, με ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά και φοβερός γνώστης της μουσικής και του πώς αυτή μπορεί να επεξεργαστεί μέσα από τα φίλτρα του στούντιο. Το γεγονός ότι είναι και μουσικός προσθέτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου μας, αλλά περισσότερο βοηθητικά. Προσπαθεί να μην επισκιάσει ή να επιβάλει τη δική του άποψη. Αντίθετα, βοηθά να αναδείξουμε ό,τι έχουμε να δώσουμε, συχνά και πτυχές που δεν γνωρίζαμε ότι έχουμε. Για μένα αυτό είναι μοναδικό και πραγματικά ορίζει τον σύγχρονο μουσικό παραγωγό/μηχανικό ήχου.
Ετοιμάζεστε πάλι για περιοδεία εκτός Ελλάδας. Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που παίζετε στο εξωτερικό;
Πλέον αισθανόμαστε απόλυτα οικεία, σαν να πηγαίνουμε στην διπλανή πόλη. Ίσως ακούγεται υπερβολικό, αλλά το έχουμε ενσωματώσει τόσο πολύ στη ζωή μας, που είναι σαν δεύτερη φύση. Ζούμε γι’ αυτό και ανυπομονούμε κάθε φορά, ειδικά όταν έχουμε νέο υλικό που θέλουμε να παίξουμε ζωντανά.
ΑΣ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΤΟΥ “ΡΟΚ ΣΤΑΡ”
Έχεις αισθανθεί το λεγόμενο “ροκσταριλίκι”; Ή είναι κάτι που δεν σας αφορά/αγγίζει; Στην τελική τι σημαίνει, αν σημαίνει κάτι στην εποχή μας;
Όχι, ποτέ δεν το ένιωσα, και η στάση αυτή μού προκαλεί αποστροφή και αηδία. Πιστεύω ότι η μουσική και οι τέχνες πρέπει να αφήσουν πίσω τέτοιες τάσεις. Όπως “σκοτώσαμε” τον Θεό, ας πεθάνει και το κακέκτυπο του ροκ σταρ, ώστε να αναδειχθούν άλλες αρετές, που είναι βαθύτερες και πιο ουσιαστικές.
Από το ως τώρα live σας, ποιο είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα;
Θα πω τρία που μου έρχονται στο μυαλό:
Το πρώτο ήταν στη Θεσσαλονίκη, σε ένα φεστιβάλ. Είχα μάθει λίγο πριν ανεβούμε στη σκηνή ότι είχα χάσει τον σκύλο μου. Ήμουν ράκος, και οι στιγμές εκείνες έχουν μείνει χαραγμένες λόγω των έντονων συναισθημάτων.
Το δεύτερο ήταν πέρσι στο Floyd, το τελευταίο live με την τότε σύνθεση της μπάντας. Ξέραμε ότι θα ήταν η τελευταία μας εμφάνιση με τον Γιάννη, κάτι που μας έφερε αρκετά έντονα συναισθήματα σε όλους και μας συγκίνησε ιδιαίτερα.
Και το τρίτο, το φετινό Hellfest στη Γαλλία, όπου παίξαμε σε πολύ μεγάλο κοινό. Ήταν πραγματικά κάτι απίστευτο και τελείως τρελό!
Τι μουσική ακούς στον ελεύθερο χρόνο σου και ποιους καλλιτέχνες του “τώρα” ξεχωρίζεις;
Δυστυχώς δεν έχω πολύ χρόνο να ακούω μουσική, και αυτό μου λείπει αρκετά. Όταν γράφουμε ή κάνουμε πρόβες, δεν μπορώ να ακούω παράλληλα, καθώς τα αυτιά μου καταπονούνται. Συνήθως ακούω πράγματα που άκουγα στο παρελθόν, μέσω των οποίων ανακαλύπτω καινούρια στοιχεία.
Υπάρχουν εξαιρετικά πράγματα εκεί έξω, τόσο από το παρελθόν όσο και το παρόν. Μερικές νέες μπάντες που ξεχωρίζω είναι οι Frenzee, Nothing Thrives και Mystic Tension.
Αυτή τη στιγμή ακούω Dystopia, Sacrilege,Αmebix,Celtic Frost , Paul Chain, Acid Bath, Cure, Joy Division,Bauhaus , Siouxsie and the Banshees,Nausea,Fudge tunnel, TAD και Laibach.
Μουσική και Ελλάδα. Πώς βλέπεις τα πράγματα συνολικά; Προοδεύουμε καλλιτεχνικά ως χώρα, ή μας έφαγε η “φάση” και η επαναληψιμότητα;
Δεν ξέρω πώς εννοείς τη “φάση”, αλλά θα το έλεγα καλλιτεχνικό φαρισαϊσμό. Ευτυχώς, υπάρχουν καλλιτέχνες που παραμένουν στο δρόμο, παίζουν live ασταμάτητα, και δεν πτοούνται. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αξιοσημείωτη άνοδος στην κουλτούρα του touring, κάτι αρχέγονο και ανθρώπινο, που σχετίζεται με την ανάγκη να κινείσαι, να ανακαλύπτεις, να μοιράζεσαι και να εξελίσσεσαι.
Η στασιμότητα, το να παίζεις 2-3 live τον χρόνο και να κυνηγάς κάθε νέο trend, είναι ανθυγιεινό. Αντίθετα, η πρόοδος έρχεται μέσα από την περιοδεία, και βλέπουμε ελληνικές μπάντες να κάνουν πράξη το όνειρό τους στην Ευρώπη. Η ελληνική αγγλόφωνη (είτε με στίχους είτε χωρίς) σκηνή, από το πανκ μέχρι το ροκ και το μέταλ, έχει μεγάλη απήχηση και εκτίμηση από το ευρωπαϊκό κοινό και αυτό είναι που χτίστηκε μέσα από πολλές μπάντες και έπειτα από αρκετή δουλειά και ζύμωση και είμαι υπερήφανος που ανήκωσε αυτήν την κοινότητα και όπου στην Ελλάδα πλέον έχει μπει η νοοτροπία να σπας τα σύνορα και να μπαίνεις σε ένα βαν και να παίζεις κάθε μέρα επί 30 μέρες σε διαφορετικές πόλεις, χώρες κλπ.
Η πέμπτη σε σειρά, πολυαναμενόμενη πλήρης κυκλοφορία του heavy rock σχήματος από την Κόρινθο είναι πλέον διαθέσιμη σε όλα τα formats (ψηφιακό streaming και φυσική μορφή).
Οι 1000mods θα ανέβουν στη σκηνή του Floyd Live Music Venue, το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου, για να παρουσιάσουν ζωντανά το νέο τους album, “Cheat Death”, μαζί με τους κλασικούς ύμνους τους