ΟΙ KERALA DUST ΕΦΥΓΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΟΤΑΝ “Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΕΠΑΨΕ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ”
Μια συζήτηση, ενόψει της επιστροφής τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για το Brexit και τις επικείμενες εκλογές, τη θέση της μουσικής στα νεανικά κινήματα και τον μύθο του «βασανισμενου καλλιτέχνη».
Η ιστορία των Kerala Dust είναι μια ιστορία συγκατοίκησης.
Τρεις μουσικοί μοιράζονται ένα διαμέρισμα στο νότιο Λονδίνο και το παλεύουν να μπουν από το παράθυρο στη σάλα της μουσικής βιομηχανίας. Ένας από αυτούς, ο Έντμουντ Κένι ανεβάζει κάποια κομμάτια του στο Soundcloud που συναντούν κάποιο σχετικό ενδιαφέρον, ειδικά ένα από αυτά που λέγεται “Nevada”. Τον ρωτάνε on-line αν έχει μπάντα για να τα παίξει λάιβ κι αυτός αυθόρμητα δεν πάει μακριά, ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα και ρωτάει τους συγκατοίκους του (Χάρβεϊ Γκραντ στα πλήκτρα και Λόρενς Χόγουαρθ στις κιθάρες) αν ψήνονται. Τέσσερις μήνες αργότερα ήταν σε μίνι περιοδεία στις ΗΠΑ.
«Ήταν αδιανόητο ότι είχαμε φτάσει σε ένα σημείο, να περνάμε μια εβδομάδα στο Μαϊάμι», μου λέει από την άλλη άκρη της οθόνης ενόψει της επιστροφής των Kerala Dust στην Αθήνα την Τετάρτη 29.5 (και στη Θεσσαλονίκη, δυο μέρες αργότερα). Ξεκινάμε άπως αντίστροφα, κάνοντας απολογισμό, τώρα που οι Kerala Dust είναι ένα από τα αξιοσέβαστα γκρουπ της βρετανικής σκηνής, ήδη με δύο άλμπουμ στο ενεργητικό τους και περιοδείες σε όλον τον πλανήτη.
Συνεχίζει ο Έντμουντ: «Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα και ήμασταν πολύ μικροί, γύρω στα 22, για να το συνειδητοποιήσουμε. Όταν σε αυτή την ηλικία, αρχίζεις ξαφνικά να ταξιδεύεις πολύ και να κερδίζεις προσοχή που δεν είχες, οι σχέσεις δυσκολεύουν. Χρειάστηκε να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να πάρουμε απόσταση και να καταλάβουμε την απόσταση που υπάρχει από τη φασαρία των gigs ως την ησυχία του δωματίου του ξενοδοχείου που θα καταλήξεις στο τέλος της βραδιάς. Εκεί που θα νιώσεις και πολλή μοναξιά. Ευτυχώς, είχαμε ο ένας τον άλλον. Καταλάβαμε ότι πρέπει να προσέχουμε πολύ την ψυχική μας υγεία όταν είμαστε μακριά από το σπίτι, να ελαχιστοποιούμε τις αναταράξεις από τα ups και τα downs. Δεν είναι εύκολο, για παράδειγμα, να είσαι καλά και να έχεις ταυτόχρονα και μια υγιή ερωτική σχέση. Βέβαια, είναι απίστευτο πόσα πολλά πράγματα μάθαμε σε τόσο λίγο χρόνο».
Όλα ξεκίνησαν λοιπόν από το Νότιο Λονδίνο, αλλά δε συνεχίζονται εκεί. Η μπάντα έχει μετακομίσει στο Βερολίνο, ο Έντμουντ ζει μεταξύ Ελβετίας (Ζυρίχη) και Γερμανίας. Υπάρχει λόγος. Σοβαρός. «Αφήσαμε πίσω μας το Λονδίνο σε μια εποχή που η πόλη αλλά και η χώρα άλλαζε ραγδαία. Μιλάω για την περίοδο μετά το BRexit. Τότε είναι που νιώσαμε πραγματικά Ευρωπαίοι κι αποφασίσαμε ότι η μουσική μας ζει σε όλη την ήπειρο κι όχι σε ένα, συγκριτικά, μικρό νησί της. Και γι’ αυτό φύγαμε.
Άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολο να επιβιώνεις ως μουσικός στο Λονδίνο. Έκλεινε το ένα venue μετά το άλλο, χάσαμε και πολλούς χώρους στούντιο, κόπηκε η κρατική χρηματοδότηση προς τις τέχνες και, το κυριότερο, διαμορφώθηκε μια αντίληψη ότι το να είσαι μουσικός δεν είναι δουλειά. Ξέρεις, ότι είναι ωραίο πράγμα να το σπουδάζεις αλλά μόλις μεγαλώσεις πρέπει να βρεις μια κανονική δουλειά. Κι αυτό είναι πολύ άσχημο για ανθρώπους σαν κι εμάς που κάποια στιγμή αποφασίσαμε ότι θέλουμε να περάσουμε τη ζωή μας ως μουσικοί, ανταλλάσσοντας πιθανώς κάποιες άλλες πολυτέλειες για να το πετύχουμε».
Δεν είχα καθόλου προετοιμάσει έτσι τη συζήτησή μας, αλλά ο Έντμουντ μιλά ουσιαστικά πολιτικά, για τον τρόπο που οι αποφάσεις των κυβερνήσεων επηρεάζουν τη ζωή των κανονικών ανθρώπων. Η κουβέντα έγινε πριν προκηρυχθούν οι βρετανικές εκλογές για τις 4 Ιουλίου, αλλά με τους Εργατικούς, σε κάθε περίπτωση, να προηγούνται με μεγάλη διαφορά των Συντηρητικών και να είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψουν στην εξουσία μετά από 14 χρόνια. «Ελπίζω ότι με την αλλαγή που έρχεται, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Υπάρχει αυτή η ελπίδα για να αντικαταστήσει την υπάρχουσα απογοήτευση».
Θα είναι όμως αλλαγή; Υπάρχει αρκετός σκεπτικισμός εντός του Ηνωμένου Βασιλείου για τον ηγέτη των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, και το πόσο διαφορετική πολιτική θα ακολουθήσει… «Κοιτά, μιλώντας για τον εαυτό μου, και ίσως για τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας που είναι Βρετανοί, οτιδήποτε θα είναι καλύτερο από αυτό που έχουμε τώρα. Πιστεύω ότι οι Εργατικοί θα είναι, έστω κι ελάχιστα, πιο τολμηροί π.χ. στη χρηματοδότηση του πολιτισμού. Γιατί μόνο να κερδίσει έχει η χώρα από την επένδυση στη δύναμη του πολιτισμού. Θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη βοήθεια. Κι όχι οι μπάντες να μεταναστεύουν, όπως εμείς. Θυμηθείτε πόσο κουλ ήταν να είσαι Βρετανός στις αρχές των 00s, πόσες καταπληκτικές ταινίες έβγαιναν τότε από τη Μεγάλη Βρετανία, ακριβώς γιατί υπήρχε υποστήριξη».
Το Βερολίνο τους έχει φερθεί καλά. Είναι παραδοσιακά ένα μέρος ιδανικό για να ζεις ως καλλιτέχνης. «Όταν πρωτοήρθαμε, πέρασα μερικά άγρια clubbing χρόνια. Τώρα έχω ηρεμήσει, το κάνω περίπου 3 φορές τον χρόνο. Έχω πάρει αρκετή έμπνευση, δεν χρειάζομαι άλλη», συμπληρώνει ξεσπώντας σε γέλια.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον με τους Kerala Dust είναι ότι πάντα αναφέρουν ως βασικές επιρροές τους ιερά τέρατα όπως οι Velvet Underground και ο Tom Waits, αλλά όχι ηλεκτρονικά σχήματα που ανήκουν στον φυσικό τους χώρο. Άρα, η electronica είναι απλώς το όχημα για μια πιο «παραδοσιακή» τραγουδοποιία; «Νομίζω ότι αναφέρω συχνά αυτά τα ονόματα, γιατί μου αρέσει ο τρόπος που αναπτύσσονται τα φωνητικά και ο χώρος που καταλαμβάνουν. Όσον αφορά την παραγωγή, η βασική επιρροή μας είναι ο Τρεντ Ρέζνορ και οι Nine Inch Nails, ειδικά τα πρώτα άλμπουμ. Οι Kraftwerk επίσης…δηλαδή, φυσικά. Ο καταπληκτικός νέος βρετανός παραγωγός που λέγεται Ντάνιελ Έιβερι. Άρα, οι ηλεκτρονικές επιρροές υπάρχουν και είναι πολλές. Αυτό που πάντα μας ενδιέφερε είναι να συνδυάζουμε με έναν ενδιαφέροντα τρόπο τους δύο κόσμους, τον ψηφιακό με τον αναλογικό και την ηλεκτρονική παραγωγή με τις κιθάρες και, πιο πρόσφατα, τα ντραμς. Έχουμε αποκτήσει εμμονή με τα ντραμς, τελευταία».
Χαίρεται όταν σημειώνω ότι προσωπικά πάντα μου θυμίζουν τους γάλλους Air («είναι φανταστικοί») και μιλάμε για το άλμπουμ που ετοιμάζουν, το τρίτο στη σειρά. Έχουν πάρει τον χρόνο τους («από τον περασμένο Νοέμβριο κι έπειτα, κυριολεκτικά πεθαίνουμε στο στούντιο»), δε βιάζονται, θέλουν να είναι «κάτι πιο σκληρό κι έντονο τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά – περάσαμε 1-2 χωρισμούς στο γκρουπ αυτά τα χρόνια που έχουν αποτυπωθεί στα τραγούδια». Η κουβέντα μοιραία πάει στο κόνσπετ/κλισέ του «βασανισμένου καλλιτέχνη». Γράφεις καλύτερα όταν είσαι εκεί, σε αυτήν την κατάσταση; «Δυστυχώς, ναι, το πιστεύω. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που όταν είναι βασανισμένοι γράφουν ένα τραγούδι την ημέρα κι όταν γνωρίζουν κάποιον, μετά στερεύουν. Οι δυσκολίες, τι να κάνουμε, είναι πάντα καλή έμπνευση, αποκτάς πρόσβαση σε ένα λεξιλόγιο που δεν είχες πριν. Νομίζω ότι αυτή η ανάγκη να πεις στον άλλον πώς νιώθεις μέσα από ένα τραγούδι είναι που στο τέλος το κάνει κι αθάνατο. Άλλωστε, όλοι μπήκαμε στη μουσική στα 14-15 μας για να εντυπωσιάσουμε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι. Κι ο πιο απλός τρόπος ήταν να πιάσουμε μια κιθάρα».
Επιστρέφουμε λίγο στην αρχή, σε αυτήν την απότομη εκτόξευσή τους. Εκεί που είχαν άπιαστα ινδάλματά, ξαφνικά βρέθηκαν να τα γνωρίζουν και να αράζουν μαζί τους στα παρασκήνια μεγάλων φεστιβάλ. Κι, όχι, δεν πιστεύουν στον μύθο… «Όταν συνάντησα τους ήρωές μας backstage, δεν ήταν καθόλου απογοητευτικό όπως λένε πολλοί. Για μένα, το να συναντάς τα icons είναι πάντα συναρπαστικό. Και να σου πω κάτι, οι περισσότεροι είναι ταπεινοί, προσγειωμένοι άνθρωποι. Ας πούμε ο Άλεξ Καπράνος των Franz Ferdinand, η μουσική του ήταν παντού στην εφηβεία μου κι όταν τον γνώρισα ήταν ένας πολύ κουλ κι εντάξει τύπος.
Αισθάνομαι πάντως ότι δεν υπάρχει η ίδια ένταση στα μουσικά κινήματα που υπήρχε όταν εγώ ήμουν έφηβος. Είναι κάπως σαν το ίντερνετ να κατάπιε τα niches και τις διαφορετικές υποκουλτούρες, μεταφέροντας τις να ζήσουν εκεί, εντός του. Από την άλλη, βλέπω π.χ. αυτήν την επιστροφή του breakbeat. Είχα πάει σε ένα κλαμπ τις προάλλες, και η μουσική ήταν έντονη, ζωντανή και σκληρή. Και είχε πλάκα που τα νεότερα παιδιά το γουστάρουν, όπως άρεσε και σε μας κάποτε».
Στην Αθήνα, θα έρθουν με τον Πασκάλ Καριέρ από το Λουξεμβούργο στα ντραμς που θα τους βοηθήσει να παίξουν κι αρκετό από το νέο υλικό, κατευθείαν από τις πρόβες στο στούντιο. Σε σχέση με την προηγούμενη φορά, θα έχουν και την Ναταλί Χεκλ στα φώτα. «Είναι καταπληκτική, κάνεις το φωτισμό και στο Panorama Bar του Berghain, και δίνει πραγματικά άλλη διάσταση στο σόου μας».
Ζητάω για κλείσιμο μια ιστορία on the road που δίνει μια άλλη πτυχή της μπάντας. «Είχε πολύ πλάκα, λίγο καιρό πριν, που περάσαμε τρεις εβδομάδες στο Όστιν του Τέξας για ηχογραφήσεις. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκαμετούντιο στις ΗΠΑ και ζήσαμε εκεί για κάποιο καιρό. Αυτό που δεν περιμέναμε, είναι το πόσο κολλήσαμε με τα τοπικά ραδιόφωνα που έπαιζαν μόνο κάουντρι», λέει γελώντας και το πρόσωπό του μετατρέπεται σαν το emoji που βάζουμε στις συνομιλίες όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι συνέβη και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. «Εξάλλου και η Beyonce περνάει αυτή τη φάση», συμφωνούμε…
Kerala Dust,
Αθήνα: Fuzz Club, 29.5 (από 21€, ανοίγουν οι Loop Vertigo) //
Θεσσαλονίκη: WE, 31.5 (από 17 €, special guests: TENDTS)