ΟΛΑ ΟΣΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΩΣ ΦΩΣ: ΠΩΣ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Σε μια μεγάλη συνέντευξη από τις Κάννες, η ινδή σκηνοθέτης Παγιάλ Καπάντια που έχει κάνει τον κόσμο να παραμιλά μας μιλά για το ήδη πολυβραβευμένο ρομαντικό φιλμ της, Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως.
Μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ότι κάτι ξεχωριστό συνέβαινε με το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως, της Παγιάλ Καπάντια.
Η σκηνοθέτης, μια ανεξάρτητη δημιουργός από την Ινδία, στην πρώτη της μόλις μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, βρισκόταν στο Διαγωνιστικό των Καννών – η πρώτη ταινία από την Ινδία στις Κάννες μετά από τρεις δεκαετίες(!). Αλλά το θέμα δεν ήταν αυτό.
Το θέμα ήταν πως όσοι έβλεπαν την ταινία, έμοιαζαν μετά μαγεμένοι. Μια ταινία που κανείς δεν είχε στο ραντάρ του, από μια άγνωστη δημιουργό, έγινε τις τελευταίες μέρες των Καννών κάτι σαν κοινή ομολογία: «τι ποίημα είναι αυτή η ταινία;», έλεγαν οι πάντες στα πηγαδάκια – λίγες μέρες μετά την προβολή της, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Αναμφίβολα, για πολύ κόσμο θα έπρεπε να είναι ακόμα κι ο Χρυσός Φοίνικας.
Το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως (All We Imagine As Light) λέει την ιστορία τριών γυναικών μες στην φασαρία και την πολυκοσμία της Βομβάης. Σε έναν καταπιεστικό κόσμο γεμάτο όρια και προκαταλήψεις, αυτές οι γυναίκες έχουν κάθε μία τα όνειρά τους – τα οποία προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανά ακόμα κι αν τα πάντα κι οι πάντες στο περιβάλλον τους, θέλουν αυτή η φλόγα να σβήσει.
Η νοσοκόμα Πράμπα συγχύζεται όταν λαμβάνει ένα δώρο από τον απομακρυσμένο της σύζυγο, που βρίσκεται σε άλλη χώρα. Η νεότερη συγκάτοικός της, Άνου, θέλει απλώς να βρει ένα μέρος μες στην πυκνοκατοικημένη πόλη όπου να μπορεί να αγγίξει το αγόρι της, σα να μη τους κοιτά (και να μην τους ελέγχει) κανείς. Η μεγαλύτερη σε ηλικία συνάδελφός τους, Πάρβατι, απειλείται με έξωση από ένα σπίτι όπου έχει ζήσει όλη της τη ζωή.
Σαν η πόλη να μη χωράει τις ίδιες και τα όνειρά τους, οι τρεις γυναίκες πηγαίνουν μια βόλτα σε μια παραθαλάσσια πόλη – εκεί, οι επιθυμίες ανθίζουν, μακριά από τη βουή της πόλης. Και η σφαίρα του ονείρου γίνεται ένα με την πραγματικότητα.
Η Καπάντια, μια κάπως αντισυμβατική φιγούρα στην κινηματογραφική βιομηχανία της Ινδίας, πριν 3 χρόνια μας είχε δώσει το ανατριχιαστικό ντοκιμαντερίστικο essay film A Night of Knowing Nothing. Η ταινία αφορούσε μια σχέση την οποία μας αφηγείται η χαμένη αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο άτομα, μέσα από την οποία μαθαίνουμε για τις δραστικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν γύρω τους την ίδια περίοδο.
Στο νέο της φιλμ, η αντίδραση στις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις έρχεται μέσα από μικρές σκηνές αντίστασης, ονείρου και ρομαντισμού. Εν τέλει, ίσως μας λέει αρκετά το γεγονός ότι η Ινδία θέλησε να μην στείλει αυτή την ταινία στα Όσκαρ, παρόλο που η υποψηφιότητα θα ήταν βέβαια – στις Χρυσές Σφαίρες, το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως σόκαρε, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα-έκπληξη στην κατηγορία Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Βαδίζοντας στον δικό της δρόμο, η Καπάντια γύρισε μια από τις πιο αφοπλιστικά ρομαντικές και λυρικές ταινίες της χρονιάς, ένα πραγματικό ποίημα που μαγεύει τους θεατές.
Αλλά πριν δούμε ποια θα ήταν η πορεία της ταινίας όλους αυτούς τους μήνες, εμείς θελήσαμε να μιλήσουμε μαζί της ακόμα και πριν καν την επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα. Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στις Κάννες, με θέα από ψηλά το κόκκινο χαλί όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε η πρώτη μεγάλη πρεμιέρα της μέρας (στο τέλος του άρθρου θα παίξει ρόλο αυτή η πληροφορία!), καθίσαμε με την Παγιάλ Καπάντια για να μιλήσουμε για το θαυματουργό φιλμ της, για το να ζεις όμορφες στιγμές μες στην καταπίεση και τη βοή του κόσμου, για τη σημασία της Βομβάης ως πόλης και ως κινηματογραφικό χώρο, και για το ποια είναι η αγαπημένη της ταινία – εκείνη έστω την ημέρα.
Αυτή η ταινία αποτελείται από δύο μέρη. Υπάρχει το επεισόδιο στη Βομβάη και αργότερα πάμε στην εξοχή. Γιατί ήταν σημαντικό να γίνει αυτή η εναλλαγή; Τι σημαίνουν αυτοί οι δύο χώροι για σένα; Τι σημαίνει το να ζεις στη Βομβάη;
Η Βομβάη είναι μια πόλη όπου πολλοί άνθρωποι έρχονται για να εργαστούν από διάφορα μέρη της χώρας, όπως στην Ευρώπη είναι ας πούμε το Παρίσι. Οπότε για εμάς εκεί, η Βομβάη αντιπροσωπεύει ήδη μια μετανάστευση από μόνη της, παρόλο που είναι εντός της χώρας, επειδή κάθε πολιτεία στη χώρα μας μιλάει μια διαφορετική γλώσσα. Αν έρχεσαι από την Κεράλα, ας πούμε, και έρθεις στη Βομβάη, μπορεί να μην μιλάς τη γλώσσα εκεί.
Έτσι, υπάρχει ένα είδος αποξένωσης. Και το βλέπω αυτό επειδή όταν πήγα στη σχολή κινηματογράφου, οι φίλοι μου ήταν από κάθε μέρος της χώρας, οπότε υπήρχαν διαφορετικές γλώσσες. Κάποιοι από αυτούς αναγκάστηκαν να μάθουν χίντι, παρόλο που δεν ήξεραν ούτε μια λέξη από αυτά.
Είναι πάντα δύσκολο. Όταν μετακομίζεις σε ένα διαφορετικό μέρος και πρέπει πρώτα να διαπραγματευτείς τη ζωή και μετά να μάθεις μια νέα γλώσσα. Είναι κάτι που πονάει. Έτσι, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα να έχω τη Βομβάη ως χώρο. Γιατί γεννήθηκα εκεί, αλλά δε μεγάλωνα πάντα εκεί. Είναι μια πόλη στην οποία επιστρέφω και στην οποία ζω και τώρα. Άρα την ξέρω περισσότερο από άλλες.
Οπότε ήθελα να κάνω μια ταινία για μια πόλη στην οποία έρχονται οι άνθρωποι. Και όπου η εργασία για τις γυναίκες είναι λίγο πιο εύκολη από την υπόλοιπη χώρα. Και να εστιάσω στο πώς διαπραγματευόμαστε το χώρο εργασίας και το χώρο της ζωής.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας είναι στο Ρατναγκίρι [σσ. μια παραλιακή πόλη της Ινδίας], μια περιοχή που βρίσκεται στα νότια της Βομβάης, μεταξύ της Γκόα και της Βομβάης. Στις αρχές του 20ού αιώνα σημειώθηκε μεγάλη μετανάστευση για να εργαστούν άνθρωποι στη Βομβάη, στους μύλους, στα εργοστάσια βαμβακιού που υπήρχαν εκεί. Με την πάροδο των χρόνων, πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους στους μύλους και οι γυναίκες έπρεπε να αρχίσουν να εργάζονται για να αντισταθμίσουν τις δουλειές που είχαν χάσει οι σύζυγοί τους. Έτσι, οι γυναίκες από το Ρατναγκίρι θεωρούνται, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, πολύ ανθεκτικές και δυνατές.
Αλλά αυτό που με ενδιέφερε επίσης είναι ότι οι γυναίκες μπορούν να είναι οικονομικά ανεξάρτητες στην Ινδία, αλλά εξακολουθούν να είναι απόλυτα δεμένες με τις οικογένειές τους όσο αφορά άλλες επιλογές της καθημερινής ζωής και του έρωτα. Αυτή η αντίφαση λοιπόν είναι κάτι που με πονάει κατά κάποιο τρόπο και ήταν κάτι που ήθελα να εκφράσω στην ταινία.
Και στο Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως, και στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ σου A Night of Knowing Nothing, παρακολουθούμε κάτι σαν μια ρομαντική ιστορία που προσπαθεί να ανθίσει σε ένα πολύ καταπιεστικό περιβάλλον. Αυτή τη σύγκρουση του προσωπικού και του συστημικού, πόσο σημαντικό ήταν να την προσεγγίσεις;
Για μένα, αυτό είναι ένας τρόπος να προσεγγίσω τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό διάλογο στη χώρα, μέσα από κάτι που είναι πολύ προσωπικό και ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που για μένα είναι η αγάπη. Αυτή η αντιπαράθεση, το είδος της σύγκρουσης που προκύπτει, είναι αυτό που πιστεύω ότι λέει πολλά για την κοινωνία γενικότερα.
Είναι επίσης θέλω να πιστεύω κάτι το παγκόσμιο. Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι από διαφορετικές χώρες θα μπορούσαν να συνδεθούν με αυτή τη σύγκρουση, αν και η Ινδία είναι πολύ συγκεκριμένη σε ορισμένες ιδέες όταν πρόκειται για την κάστα και τη θρησκεία, για τον θρησκευτικό φανατισμό.
Την ταινία διατρέχει μια μπλε χροιά, μερικές φορές ένα ψυχρό μπλε. Τι αντιπροσωπεύει για σένα αυτό το αισθητικό αποτύπωμα;
Αν είσαι από τη Βομβάη, ξέρεις ότι η πόλη στην πραγματικότητα έχει μόνο δύο εποχές. Η μία είναι το καλοκαίρι που κάνει ζέστη όλη την ώρα και μετά υπάρχει η εποχή των μουσώνων. Όλοι είμαστε ευτυχισμένοι όταν αλλάζει ο καιρός, επειδή το καλοκαίρι έχει φύγει και υπάρχει αέρας. Αλλά καθώς προχωράει η εποχή των μουσώνων γίνεται κι αυτή τρομακτική γιατί πάντα έχουμε πλημμύρες, είναι δύσκολο να πας στη δουλειά, κάποιες μέρες το τρένο κολλάει, αρρωσταίνεις. Οπότε δεν είναι ευχάριστο. Όλος αυτός ο ρομαντισμός του να χαίρεσαι στη βροχή, πάει περίπατο.
Οπότε ο μουσώνας ήταν πολύ σημαντικός για μένα με αυτή την έννοια, γιατί νομίζω ότι λέει κάτι για την πόλη που έχω δει μεγαλώνοντας. Το φως αυτή την εποχή είναι γαλαζωπό. Αυτό που όλοι βιώνετε στην Ευρώπη αυτές τις μαγικές ώρες την εποχή του καλοκαιριού; Εμείς δεν το έχουμε αυτό. Γι’αυτό στο πρώτο μισό της ταινίας ήθελα αυτό το γαλαζωπό χρώμα. Και στο δεύτερο μισό ήθελα να είναι το τοπίο ηλιόλουστο, να έχω έναν σκληρό ήλιο πάνω σε ένα κίτρινο και κόκκινο τοπίο. Επειδή η γη του Ρατναγκίρι είναι κόκκινη και όλα τα σπίτια είναι χτισμένα με αυτό το κόκκινο τούβλο. Είναι το κόκκινο και το κίτρινο της αποξήρανσης, μετά τους μουσώνες.
Το Ρατναγκίρι είναι κοντά στη θάλασσα και υπάρχουν πολλά υδάτινα σώματα. Αλλά δεν υπάρχει κανένα σύστημα για να κρατήσει το νερό. Έτσι, αμέσως μετά τους μουσώνες στεγνώνει, γεγονός που αποτελεί πρόβλημα για τους ντόπιους, επειδή η γεωργία τους εξαρτάται από αυτό και είναι πραγματικά δύσκολο να βγάλουν χρήματα από τη γη. Ήθελα λοιπόν να υπάρχουν αυτές οι αντιφάσεις των δύο διαφορετικών χώρων, στις δύο διαφορετικές εποχές.
Πώς κατέληξες σε αυτές τις συγκεκριμένες ιστορίες των τριών γυναικών;
Δεν προέρχονταν πραγματικά από κάπου. Ήταν απλά άνθρωποι που συνάντησα, συμπεριφορές που αντίκρισα. Η ιστορία της μεγαλύτερης γυναίκας, της Πάρβατι, για μένα είναι η ιστορία της πόλης της Βομβάης. Ήρθε στην πόλη και προσπάθησε να την κάνει σπίτι της, αλλά της αρνούνται αυτά τα δικαιώματα επειδή δεν έχει τα χρήματα ή την επιρροή για να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της, η οποία είναι δική της. Ζει εκεί για 22 χρόνια, αλλά δεν μπορεί καν να πει ότι την πετάνε έξω.
Πρόκειται για μια διαπραγμάτευση του χώρου, της πόλης και του τι ονομάζεις οικογένεια. Τι γίνεται τελικά οικογένειά σου σε έναν τέτοιο χώρο. Αυτές ήταν κάποιες από τις ιδέες που είχα στο μυαλό μου, επειδή πολλοί φίλοι μου είχαν επίσης μετακομίσει στη Βομβάη, και άρχισα να βλέπω την πόλη διαφορετικά. Έβλεπα τι διαφορετικό σήμαινε η πόλη για τον καθένα. Μερικές από τις ιδέες προήλθαν από εκεί.
Θα έλεγες πως το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως είναι μια αντι-βιομηχανική κριτική;
Είναι αντικαπιταλιστική. Δεν είμαι κατά της εκβιομηχάνισης.
Σωστά. Υπάρχει αυτή η συζήτηση για τις λουξ πολυκατοικίες που χτίζονται και σε μια από τις ωραιότερες σκηνές τις ταινίες οι ηρωίδες σου παίρνουν μια πέτρα και την πετάνε σε ένα τέτοιο πρότζεκτ υπό κατασκευή.
Ναι. Στη Βομβάη υπάρχει μια έκρηξη ακινήτων στη συγκεκριμένη περιοχή. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε την αγορά λουλουδιών στην περιοχή Νταντάρ. Αυτή η ίδια περιοχή μετά από τρεις ώρες γίνεται ένα καλογυαλισμένο μέρος για πολυεθνικές εταιρείες. Αλήθεια, στις 3 το πρωί έχεις εκεί την λαϊκή αγορά λουλουδιών και στη συνέχεια καθαρίζει εντελώς και βλέπεις το πλήρες gentrification από εταιρείες σαν την Indiabulls και άλλες τέτοιες.
Είναι πολύ περίεργο, αλλά αυτά τα δύο πράγματα είναι εκεί. Έτσι, στην ουσία αυτό που επιχειρώ είναι μια κριτική της ίδιας της πόλης, η οποία υποτίθεται ότι είναι χωρίς αποκλεισμούς – αλλά μόνο αν έχεις χρήματα είναι χωρίς αποκλεισμούς. Διαφορετικά σε πετάνε έξω τόσο εύκολα. Είναι σαν την ινδική εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου.
Είναι σα να πηγαίνουμε από ένα πολύ φεουδαρχικό σύστημα, σε έναν ακραίο καπιταλισμό. Υπήρξε μια στιγμή σοσιαλισμού στη χώρα μας, η οποία, προφανώς έχει εκλείψει, έχει ξεφουσκώσει τελείως. Τα τελευταία ίχνη που έχουν απομείνει είναι οι δημόσιες σχολές όπως το FTII (Film and Television Institute of India). Τώρα όταν περνάς από εκείνη την περιοχή, βλέπεις αυτά τα κτίρια που πλέον δεν μπορείς να μπεις. Χρειάζεσαι έναν ειδικό κωδικό QR για να μπεις στο κτίριο, και υπάρχουν ξεχωριστά ασανσέρ για το προσωπικό που εργάζεται εκεί. Και απαγορεύεται η εργασία έξω από την πόρτα του κτιρίου.
Σε αυτή την περιοχή κάποτε ήταν οι εργάτες των μύλων. Αυτή η εξέλιξη είναι το φρικτό αποτέλεσμα του πελατειακού καπιταλισμού στη χώρα μας.
Μέσα από όλα αυτά, εστιάζεις όμως σε καθημερινές λεπτομέρειες και η ταινία είναι πολύ ποιητική, όμορφη, απαλή. Πώς προσέγγισες τα καταπιεσμένα συναισθήματα με αυτό τον τρόπο;
Ίσως είναι το είδος του ατόμου που είμαι εγώ! Ήθελα να νιώθω πραγματικά ενθουσιασμένη με τα πράγματα. Ήθελα να διατηρήσω την αίσθηση της απόλαυσης. Έχουμε την τάση να λέμε ότι η ζωή είναι φρικτή και ότι αυτές οι γυναίκες υποφέρουν πραγματικά, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτη αλήθεια. Υποφέρεις, ναι, αλλά έχεις και άλλα πράγματα στη ζωή που σε κάνουν ευτυχισμένο. Ακούς μουσική, νιώθεις καλά. Τρως λίγο τηγανητό ψάρι, νιώθεις καλά. Αυτές οι ανθρώπινες απολαύσεις για μένα είναι εξίσου σημαντικές.
Υπάρχει επιρροή από νεορεαλισμό εκεί;
Ο τρόπος που κινηματογραφώ τη Βομβάη θα μπορούσε να έχει αυτή την πτυχή. Ναι! Γιατί όχι; Μου αρέσει η ιδέα του νεορεαλισμού και της φαντασίας μαζί.
Κι ο ήχος στο Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως έχει μια πολύ ιδιαίτερη χροιά, έχει σαν κάτι το ακατέργαστο σε σημεία.
Δούλεψα έτσι και στην προηγούμενη ταινία μου. Γιατί μερικές φορές δεν είχα κάμερα ή δεν ήθελα να χώσω την κάμερα στο πρόσωπο κάποιου. Έτσι, απλά ηχογραφούσα ήχο με το μικρό μου μαγνητόφωνο R26 που κουβαλάω παντού μαζί μου, και απλά χρησιμοποιούσα αυτές τις φωνές. Έτσι άρχισα να κάνω ντοκιμαντέρ. Αλλά κράτησα κάτι από αυτή την τεχνική, ήχους που να μοιάζουν σα να είναι από κάποια παλιά κασέτα ή μια κακή ηχογράφηση.
Τι άλλο κράτησες από τις τεχνικές του ντοκιμαντέρ τώρα που έκανες μυθοπλασία;
Προσπάθησα να κρατήσω τη διαδικασία κάπως παρόμοια, μιας που γύρισα την ταινία σε δύο μέρη. Έτσι, μετά το πρώτο μέρος, μπόρεσα να κάνω λίγο μοντάζ και να σκεφτώ τι είχαμε κάνει, και έτσι άλλαξε και λίγο το σενάριο για το δεύτερο μέρος. Επειδή συνειδητοποίησα πόσο λαμπροί ήταν αυτοί οι ηθοποιοί όταν δούλευαν μαζί. Οπότε το δεύτερο μέρος της ταινίας το έκανα να έχει περισσότερη σχέση με τη συντροφικότητά τους.
Είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας και παρουσιάζεται στο Διαγωνιστικό των Καννών. Και είσαι επίσης μία από τις λίγες γυναίκες σκηνοθέτες στο Διαγωνιστικό. Νιώθεις ότι είναι ήδη μια μεγάλη επιτυχία;
Αισθάνομαι πραγματικά προνομιούχος. Ειλικρινά, δεν είναι μια πολύ μεγάλη ταινία και δεν είχαμε καθόλου αυτές τις προσδοκίες. Και το γεγονός ότι είναι εδώ, είναι τιμή και πραγματικά προνόμιο γιατί θα είναι πολύ ωραίο για την ταινία, και θα τη δει πολύ περισσότερος κόσμος τώρα, οπότε είμαι πραγματικά χαρούμενη.
Έχουμε αρχίσει να βλέπουμε πολλές ανεξάρτητες ταινίες από το ινδικό σινεμά σε μεγάλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ της Δύσης. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της επιτυχίας;
Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι όλο και περισσότεροι Ινδοί κινηματογραφιστές καταλαβαίνουν ότι η αναζήτηση οικονομικής υποστήριξης από ευρωπαϊκές εταιρείες είναι κάτι σημαντικό. Στην Ινδία δεν έχουμε μέσα για να κάνουμε ανεξάρτητες ταινίες. Δεν υπάρχει κανένα ταμείο. Ορισμένες πολιτείες έχουν ορισμένα κονδύλια, όπως η Κεράλα έχει ένα κρατικό. Υπήρχε ένα μεγάλο εθνικό ταμείο και τη δεκαετία του ’60 ήταν ακμάζον. Έτσι είχαμε τότε περισσότερες ταινίες που γυρίζονταν εκτός του συστήματος.
Αλλά επίσης με τα χρόνια, οι κάμερες έγιναν πιο προσιτές και οι άνθρωποι μπορούν να γυρίσουν χωρίς πολύ εξοπλισμό. Ένας από τους συμφοιτητές μου στη σχολή κινηματογράφου είναι κι αυτός εδώ στις Κάννες, στο τμήμα acid, με την ταινία The Retreat, την οποία τη γύρισε στο χωριό του. Είναι και σπουδαίο αυτό. Η τεχνολογία σίγουρα μας βοηθάει.
Τι επίδραση θα έχει στην Ινδία το ότι βρίσκεται μια ταινία από τη χώρα στις Κάννες μετά από 30 χρόνια;
Στην Ινδία επειδή υπάρχει αυτό το πολύ ισχυρό οικοσύστημα ταινιών σε κάθε πολιτεία, τα φεστιβάλ δεν αποτελούν τόσο μεγάλο μέρος της διαδικασίας. Έχουμε τα δικά μας πράγματα που συμβαίνουν σε μια πολύ μεγάλη βιομηχανία. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν για τις Κάννες. Φυσικά και είναι καλό που το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως είναι εδώ και ο κόσμος θα καταλάβει ότι είναι κάτι που υπάρχει, και ότι συνέβη κάτι με αυτή την ταινία – αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό το φεστιβάλ.
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σου επιρροές; Γενικότερα, αλλά και για αυτή την ταινία;
Βλέπω πολλές ταινίες, ναι, είμαι μεγάλη σινεφίλ. Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες της Αλίτσε Ρορβάχερ, θαυμάζω τον Απιτσατπόνγκ. Και τον Μιγκέλ Γκόμες, που είναι κι αυτός στο Διαγωνιστικό! Πολύ ωραίο αυτό.
Θα δεις την ταινία του σήμερα; [σσ. Η ταινία Grand Tour του Μιγκέλ Γκόμες είχε πρεμιέρα λίγα λεπτά μετά τη συνέντευξή μας, στην αίθουσα που κοιτάζαμε από το παράθυρο.]
Όχι, γιατί είμαι εδώ! Σε παρακαλώ, πες τους [σσ. εννοεί τους publicists] ότι θέλω να πάω να το δω! [γέλια]
Η αγαπημένη σου ταινία ποια είναι;
Θεέ μου, αγαπημένη ταινία; Πώς μπορείς να ρωτάς για αγαπημένη ταινία! [γελάει]
Πρέπει να έχεις μια έτοιμη απάντηση!
Ωχ, όχι. Εντάξει, λοιπόν. Αγαπημένη ταινία; Αγαπημένη ταινία; Αλλάζει συνέχεια! Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Κάθε μέρα, η αγαπημένη μου ταινία είναι διαφορετική!
Και ποια είναι σήμερα;
Ο Ευτυχισμένος Λάζαρος της Αλίτσε Ρορβάχερ.
Η ταινία Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως (All We Imagine As Light) κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 23 Ιανουαρίου από το Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ’24 στο φεστιβάλ Καννών.