ΟΛΙΒΕΡ ΛΟΒΡΕΝΣΚΙ: Ο 21ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Συναντήσαμε τον πολλά υποσχόμενο Νορβηγό στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου στα ελληνικά. Το «Όταν ήμασταν μικροί» είναι ένα εκρηκτικό μυθιστόρημα για τον εθισμό, το πένθος, τη φιλία και την επιβίωση. Ένα φρενήρες λογοτεχνικό ντεμπούτο που συντάραξε κοινό και κριτικούς.
Η Κεμπαπνορβηγική (Kebabnorsk) είναι μια αργκό γλώσσα, ενδεικτική της πολυεθνολεκτικής πραγματικότητας στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας, που συνδυάζει τα νορβηγικά με αραβικές, τουρκικές, κουρδικές, σομαλικές, περσικές κ.λπ. εκφράσεις και ιδιωματισμούς. Μια προφορική αργκό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από τους νέους στο ανατολικό Όσλο και έμελλε να αποτυπωθεί με ακρίβεια για πρώτη φορά στο χαρτί από τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα του πολυσυζητημένου μυθιστορήματος Όταν ήμασταν μικροί (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο), τον εικοσιενάχρονο πάλαι ποτέ αποσυνάγωγο και πλέον σταρ λογοτέχνη στην πατρίδα του και από μέρα σε μέρα ολοένα και περισσότερο στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τον ρωτάω εξαρχής τι ήρθε πρώτα: Η κεντρική ιδέα του βραβευμένου μυθιστορήματος του ή η πρόθεση του να γράψει κάτι, οτιδήποτε στην κεμπαπνορβηγική, τη γλώσσα της ζόρικης καθημερινότητάς του; «Ξεκίνησα να σημειώνω τις σκέψεις μου γιατί άκουσα ή διάβασα κάπου ότι το γράψιμο σε βοηθά να επεξεργαστείς ό,τι σου συμβαίνει, να βγάλεις άκρη με τις δυσκολίες της ζωής» λέει, υπονοώντας μεν αλλά αποφεύγοντας τεχνηέντως να αναφερθεί στο παραβατικό, εφηβικό του παρελθόν. «Όντως λειτούργησε! Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα στα χέρια μου κάτι που είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε μυθιστόρημα».
Ήταν η στιγμή που έπαψε να κρατά ημερολόγιο και άρχισε να μυθιστορηματοποιεί το υλικό των βιωμάτων του. «Ξεκίνησα γράφοντας μόνο τους διαλόγους σε κεμπαπνορβηγικά και όλα τα υπόλοιπα σε κανονικά νορβηγικά. Στην πορεία όμως, περίπου ένα χρόνο αργότερα, κατάλαβα ότι μόνο αν έγραφα τα πάντα σε κεμπαπνορβηγικά θα είχε νόημα όλο αυτό για μένα. Τα κανονικά νορβηγικά δεν λειτουργούσαν. Επίσης ενώ έγραφα διάβαζα μανιωδώς βιβλία σπουδαίων συγγραφέων για να εμπνευστώ. Προσπάθησα ακόμη και στο ύφος του Ντοστογιέφσκι να γράψω αλλά ευτυχώς συνειδητοποίησα ότι δεν ταίριαζε σε έναν εικοσάχρονο αφηγητή. Όταν έγινε ξεκάθαρο το ύφος της γραφής μου, μέσα σε έξι μήνες είχα έτοιμες περισσότερες από 500 σελίδες».
Με τη βοήθεια των επιμελητών του κόπηκαν περίπου οι μισές – συγκεκριμένα στα ελληνικά το συναρπαστικό του μυθιστόρημα ολοκληρώνεται σε κάτι λιγότερο από 300 σελίδες. «Δεν ήταν τόσο δύσκολο. Ας είναι καλά οι επιμελητές μου. Μου έδωσαν να καταλάβω αμέσως ότι έπρεπε να ξεφορτωθώ πολύ υλικό. Αν μη τι άλλο τώρα είναι περίπου 250 σελίδες, το διαβάζεις με τη μία και στο τέλος θέλεις κι άλλο. Ενώ αν ήταν 500, θα έφτανες στα δύο τρίτα και θα έλεγες: Πότε θα τελειώσει; Είναι σημαντικό να ξέρεις πότε πρέπει να σκοτώσεις ακόμη κι ένα κομμάτι του εαυτού σου για το καλό του βιβλίου σου».
Το Όταν ήμασταν μικροί κυκλοφόρησε στη Νορβηγία το 2023, κατέκτησε την κορυφή των μπεστ σέλερ και ο Λοβρένσκι του έγινε στα 20 του ο νεότερος στην εβδομηνταπεντάχρονη ιστορία του θεσμού που κερδίζει το βαρύτιμο Bookseller’s Prize.
Πρόκειται για «ένα εκρηκτικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που θα αφήσει το στίγμα του» όπως σημειώνει η μεταφράστριά του στα ελληνικά, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Πρωταγωνιστούν ο Ίβορ, ο Μάρκο, ο Αρζάν και ο Γιούνας, τέσσερις φίλοι, οι τρεις παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών, που στριφογυρίζουν στο Όσλο προσπαθώντας να βρουν τα πατήματά τους σε μια σκληρή εφηβεία που δεν χωράει στις καλογυαλισμένες ραφές της καθωσπρέπει προοδευτικής αστικής κοινωνίας, ενώ δοκιμάζουν ναρκωτικά, μπλέκονται στο εμπόριο, ψάχνουν το εύκολο χρήμα, ψάχνουν τον εαυτό τους και τη θέση τους στον κόσμο, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης.
«Δεν είναι περίεργο που έχει σαρώσει τα βραβεία και τις βραχείες λίστες στη Νορβηγία: τέτοια γραφή οι Νορβηγοί δεν έχουν ξαναδεί. Είναι λες και οι λευκοί αστοί ξύπνησαν μια μέρα κι άρχισαν να διαβάζουν λογοτεχνία σε τραπ. Και κατενθουσιάστηκαν. Είδαν μέσα από τα μάτια των παιδιών τους μια νέα χώρα να διαμορφώνεται – και δεν φοβήθηκαν. Γιατί ο Λοβρένσκι, παρά τη σκληρότητα και το ξύλο και τα ναρκωτικά και το μαύρο χρήμα, καταφέρνει κάτι πραγματικά γοητευτικό: να κάνει τους χαρακτήρες του εύθραυστους και τρυφερούς, παιδιά που μεγάλωσαν απότομα και παλεύουν να επιβιώσουν και, κυρίως, να ταιριάξουν σε μια λευκή παραδοσιακή κοινωνία. Είναι οι συμμαθητές των παιδιών του μέσου Νορβηγού, τα παιδιά των γειτόνων του – ολοένα και τα δικά του παιδιά. Είναι μια νέα γραφή για μια νέα εποχή σε αυτή την απομονωμένη χώρα του βορρά, που μπαίνει με τα χίλια, επιτέλους, στον 21ο αιώνα» λέει η Ελληνίδα μεταφράστριά του, τονίζοντας ότι ο Λοβρένσκι «μας δίνει ένα πεντακάθαρο στίγμα του πού βρίσκεται και πώς βράζει αυτή τη στιγμή η κοινωνία του Όσλο».
«Ακόμη κι αν φαινομενικά όλα δείχνουν να πηγαίνουν ρολόι, η κατάσταση στη Νορβηγία έχει φτάσει στο απροχώρητο» λέει ο συγγραφέας στο NEWS 24/7. «Στοιχηματίζω ότι θα υπάρξει έντονη κοινωνική αναταραχή αν δεν δρομολογηθούν εξελίξεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Στο βιβλίο μου πρωταγωνιστούν τέσσερις παραβατικοί έφηβοι, η περίπτωση των οποίων αποτελεί ένα πολύ κακό σενάριο. Τέτοιες περιπτώσεις είναι μεν η μειοψηφία, όμως με τις πράξεις τους επηρεάζουν σοβαρά την κοινωνία δεδομένου του ότι εγκληματούν, πουλάνε ναρκωτικά κλπ. Εμένα όμως με ανησυχούν ακόμη περισσότερο τα πάρα πολλά νέα παιδιά που δεν έχουν φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο αλλά καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν κανένα στόχο, κανένα ενδιαφέρον και κανείς δεν τους εξηγεί πώς να μεγαλώσουν σωστά. Εξαιτίας του βιβλίου έχω τη δυνατότητα να ταξιδεύω σε όλη τη χώρα και συναντώ πολλά τέτοια νέα παιδιά, κυρίως αγόρια δηλαδή που δεν έχουν την παραμικρή καθοδήγηση για το πώς να εξελιχθούν σε σωστούς άντρες».
Είναι ταξικό το ζήτημα; «Όχι κατ’ ανάγκη, αν και προφανώς το πρόβλημα εντείνεται όσο λιγότερα χρήματα υπάρχουν στην εξίσωση, όσο πιο χαμηλά είσαι στην ταξική διαστρωμάτωση. Θέλω να τονίσω όμως ότι αυτή η κρίση αξιών στη Νορβηγία αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Είναι παντού. Η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να περιμένουμε μόνο τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές οι οποίες ναι μεν είναι απαραίτητες αλλά αργούν να γίνουν. Πρέπει ο κάθε προβληματισμένος νέος να σκεφτεί το εξής: Ναι, πρέπει να αλλάξει το σχολείο, αλλά αυτό μπορεί να γίνει σε πέντε ή δέκα χρόνια κι εμένα μου απομένουν δύο μέχρι να αποφοιτήσω. Τι πρέπει να κάνω; Να τα πετάξω στα σκουπίδια; Όχι! Αφού πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα στο σχολείο, γιατί να μην βγει έστω κάτι λίγο καλό απ’ όλη αυτή τη διαδικασία;»
Ο Λοβρένσκι λέει ότι ακριβώς αυτός ο τρόπος σκέψης λειτούργησε στην περίπτωσή του και τονίζει ότι η ζωή του άλλαξε όταν άρχισε να αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων του. Δεν έγινε σε μια νύχτα. Δεν ξύπνησε ένα πρωί για να συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι έχει «ξεφύγει», ότι πρέπει επιτέλους να χαλιναγωγήσεις τον εαυτό του. « Όχι, είναι μια ζόρικη, διαρκής και σίγουρα μη γραμμική διαδικασία. Δίνεις διαρκώς μάχες όντας προετοιμασμένος να πληρώσεις το τίμημα για να αποκτήσει νόημα η ζωή σου. Η ζωή μου άρχισε να αλλάζει όταν το ζητούμενο μου έπαψε να είναι το κυνήγι της απόλαυσης και μετατράπηκε σε αναζήτησή ενός βαθύτερου νοήματος. Νόημα στη ζωή μου πια έχει το γράψιμο, οι σχέσεις μου με συγκεκριμένους ανθρώπους και δυό-τρεις στόχοι που έχω για το μέλλον. Όχι να γίνομαι χάλια».
Όπως δηλαδή γινόταν στα χρόνια της εφηβείας του, οπότε και εγκατέλειψε το παιδικό του όνειρο, να γίνει δικηγόρος. «Από πολύ μικρός, περίπου από τα 8, ήθελα να σπουδάσω στη νομική για να μπορώ στο μέλλον υπερασπιστώ τους απόκληρους, όλους αυτούς που δεν έχουν κανέναν στο πλευρό τους. Τώρα θέλω να γίνω ψυχολόγος και δουλεύω βήμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση» λέει, ενώ παράλληλα σεναριοποιεί το ντεμπούτο του για τις ανάγκες της τηλεοπτικής του μεταφοράς. Κάτι ανάλογο, του λέω, κάνεις και με το βιβλίο σου: Είναι σαν να μιλάς εκ των έσω για λογαριασμό των ανθρώπων της γενιάς σου που μέχρι πρότινος παρέμεναν αόρατοι από το λογοτεχνικό και όχι μόνο status quo της χώρας σου – αν όχι και κάθε χώρας. Πράγματι, συμφωνεί ότι αυτός ήταν ο στόχος του. «Ήθελα να γράψω για ανθρώπους που κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε. Και χαίρομαι που το βιβλίο μου έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία στη Νορβηγία. Στις περιοδείες για την προώθηση του βιβλίου συναντώ γονείς που έχουν χάσει τα παιδιά τους εξαιτίας της εγκληματικότητας. Αλλά και τα ίδια τα παιδιά που είναι χωμένα στην παρανομία. Και όλοι μου λένε ότι το βιβλίο μου απαλύνει τον πόνο που βιώνουν».
Δικηγόρος, όπως ο Λοβρένσκι, ήθελε από μικρός να γίνει και ο Ίβορ, ο πλέον πρωταγωνιστικός ήρωας του Όταν ήμασταν μικροί. Και αυτός, όπως ο Λοβρένσκι, διάβαζε από μικρός πολλά βιβλία. Και αυτός, όπως ο Λοβρένσκι, είχε από μικρός προβλήματα με τον νόμο. Και αυτός, όπως ο Λοβρένσκι, τόλμησε και κατάφερε έγκαιρα να «καθαρίσει». Οι τελείες λοιπόν ενώνονται από μόνες τους αν και ο συγγραφέας διστάζει να μιλήσει για το κατά πόσο το φρενήρες ντεμπούτο του είναι αυτοβιογραφικό. Μην τρομάζεις, του λέω, καταλαβαίνω τι περνάς, είναι μια ερώτηση που μου κάνουν συχνά κι εμένα με αφορμή τα δικά μου βιβλία και πλέον απαντώ σε όλους ως εξής: Τι εννοείτε; Πώς μπορεί να μην είναι, λιγότερο ή περισσότερο, αυτοβιογραφικό ένα μυθιστόρημα; Τώρα ναι, λύνεται: «Καταλαβαίνω γιατί είναι αναπόφευκτη η ερώτηση. Θέλω λοιπόν να τονίσω ότι αν και έγραψα αυτό το βιβλίο εμπνευσμένος από βιώματα δικά μου ή οικείων μου, πρόκειται για μυθιστόρημα. Είναι ένα βιβλίο μυθοπλασίας. Το επόμενό μου βιβλίο θα είναι ακόμη λιγότερο αυτοβιογραφικό. Ώσπου κάποια στιγμή ίσως να καταφέρω να αντλήσω μόνο πολύ λίγο από τη ζωή μου».
Εδώ δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με έναν «νέο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ». Ο Λοβρένσκι δεν έχει καν διαβάσει τα βιβλία του. «Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι δεν ήθελα να κάνω ό,τι και εκείνος. Δεν ήθελα να εκθέσω κανέναν, ούτε καν τον εαυτό μου. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο. Η τέχνη δεν μας απαλλάσσει από κάθε ευθύνη. Υπάρχουν κάποιοι απαράβατοι ηθικοί κανόνες».
«Οι συγγραφείς συχνά ενδιαφέρονται εξίσου για ό,τι δεν τους έχει συμβεί και ό,τι τους έχει συμβεί. Αυτό που μπορεί να εκληφθεί από κάποιον αθώο ως αυτοβιογραφία είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για ψευδο-αυτοβιογραφία ή υποθετική αυτοβιογραφία ή αυτοβιογραφία μεγαλειωδώς τραβηγμένη. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που πηγαίνουν στην αστυνομία και ομολογούν εγκλήματα που δεν έχουν διαπράξει. Η ψευδής ομολογία ελκύει και τους συγγραφείς. Οι συγγραφείς επίσης ενδιαφέρονται για όσα συμβαίνουν σε άλλους ανθρώπους και σαν κοινοί ψεύτες και λωποδύτες θα προσποιηθούν ότι κάτι δραματικό ή απαίσιο ή συνταρακτικό ή υπέροχο που συνέβη σε κάποιον άλλο, στην πραγματικότητα συνέβη στους ίδιους» έχει πει ο Φίλιπ Ροθ στο Paris Review. Ο Λοβρένσκι συμφωνεί και παρεμπιπτόντως λέει ότι ο Ροθ είναι ένας από τους συγγραφείς που θέλει να διαβάσει. Η μεγάλη του όμως, μέχρι σήμερα, αδυναμία είναι πρωτίστως τα βιβλία του Χάρι Πότερ, τα οποία και λάτρεψε όταν ήταν μικρό παιδί. «Τη φιλία που είναι στον πυρήνα αυτών των βιβλίων είχα κατά νου όταν έγραφα το δικό μου. Από κει και πέρα, αν και δεν έχω διαβάσει τα άπαντά του, σίγουρα με έχει σημαδέψει ο Νίτσε. Δεν μπορώ να ξεπεράσω μια πρόταση του που έτυχε να διαβάσω στα 17 μου: “Μπορώ να πω περισσότερα με μια μόνο πρόταση απ’ όσα μπορείτε να πείτε εσείς με ολόκληρα βιβλία” – κάτι τέτοιο. Αυτό είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα το Όταν ήμασταν μικροί. Ήθελα να δημιουργήσω προτάσεις που θα σόκαραν ή έστω θα δημιουργούσαν αμέσως έντονα συναισθήματα στους αναγνώστες».
Αυτό που δεν είχε καθόλου κατά νου, όπως τονίζει, γράφοντας το ντεμπούτο του ήταν το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας – ενδιαφέρον ως γεγονός δεδομένου ότι είναι η Gen Z, η γενιά του δηλαδή, που δικαίως πυροδοτεί σε μεγάλο βαθμό την όλη συζήτηση, με τους μεγαλύτερους να προσπαθούν συχνά αμήχανα να την παρακολουθήσουν. «Είναι πιο σημαντικό να είσαι ειλικρινής από το να προσπαθείς να μην προσβάλλεις κανέναν. Η αλήθεια πονάει. Πολλές φορές για να φτάσουμε στην αλήθεια κάποιοι θα στενοχωρηθούν» λέει γιατί πιστεύει πως όταν γράφεις ένα βιβλίο ή ένα τραγούδι πρέπει να είσαι ελεύθερος να το κάνεις με όποιο τρόπο θέλεις.
«Δεν θέλω να σε προσβάλλω ντε και καλά. Θέλω να επικοινωνήσω μαζί σου και αν αυτό που θέλω να σου πω νιώσεις ότι σε προσβάλλει, θα σου το πω με όση περισσότερη αγάπη και φροντίδα μπορώ χωρίς όμως να κοστίσει στην προσωπική μου αλήθεια. Η ελευθερία του λόγου είναι ανεκτίμητη και προφανώς συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη. Προσπαθώ να είμαι προσεκτικός με τις λέξεις που επιλέγω να χρησιμοποιήσω. Οι λέξεις μου είναι σημαντικές, έχουν βάρος. Διαφωνεί όμως κανείς με το ότι ίσως το πιο σημαντικό πράγμα στην κοινωνία είναι η ελευθερία του λόγου; Όσο μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα, άρα και να σκεφτόμαστε ελεύθερα, μπορούμε θεωρητικά να επιλύσουμε κάθε πρόβλημα, κάθε διαφορά. Όταν δεν μιλάμε ελεύθερα, λέμε ψέματα, οδηγούμαστε σε λάθος επιλογές και τελικά πέφτουμε πάνω σε τοίχους. Αν διαστρεβλώσεις την πραγματικότητα, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πάρεις λάθος αποφάσεις. Σε ατομικό επίπεδο μια λάθος απόφαση μπορεί να αποδειχτεί οδυνηρή. Σε συλλογικό μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική προκαλώντας τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οπότε θα επιμείνω σε αυτό: η ελευθερία του λόγου είναι ανεκτίμητη. Αυτοί που θέλουν να την περιορίσουν ξεκινώντας υποτίθεται από μια ουμανιστική αφετηρία, είναι κατά τη γνώμη μου αυταρχικοί ως το μεδούλι. Η λογοκρισία μόνο κακό προκαλεί. Ως συγγραφείς έχουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την ελευθερία του λόγου με όλη μας την ψυχή, άσχετα με το κόστος. Αν δεν το κάνουμε εμείς, τότε ποιος; Σημαίνει αυτό ότι δεν θα κάνουμε ποτέ λάθος με την ελευθερία του λόγου; Όχι βέβαια. Φυσικά και θα κάνουμε. Θα ζητήσουμε όμως συγνώμη όταν πρέπει, θα μάθουμε από τα λάθη μας και θα συνεχίσουμε να μιλάμε ελεύθερα προσπαθώντας να μην τα επαναλάβουμε. Προτείνω το εξής σε όσους αμφισβητούν την αξία της ελευθερίας του λόγου: Διαβάστε πρώτα κανένα βιβλίο ιστορίας και μετά τα ξαναλέμε».
Είναι η πρώτη φορά και τελευταία κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας στο κέντρο της Αθήνας που το πράο ύφος του κρακελάρει. Μόνο για λίγο. «Τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από την κουλτούρα ακύρωσης. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος. Μπορεί να φταίει το ότι πιστεύω στη δύναμη της καλοσύνης. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο; Ξέρεις πόσο χαρούμενος ήμουν όταν το τελείωσα;» λέει. Πιο χαρούμενος απ’ όσο όταν οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί της Νορβηγίας επιδόθηκαν σε πλειστηριασμό για τα δικαιώματα;
«Ναι, ήμουν πιο χαρούμενος όταν τους έστειλα το χειρόγραφο για να το αξιολογήσουν. Ένιωθα απελευθερωμένος. Το ξέρεις κι εσύ, τα πιο έντονα συναισθήματα έρχονται από την προσμονή όχι από την αποδοχή. Δεν θέλω να ακουστώ αχάριστος. Είμαι ευτυχισμένος που εκδόθηκε το βιβλίο μου και έχει τόση επιτυχία και μεταφράστηκε σε τόσες χώρες. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: τη μεγάλη έξαψη τη νιώθεις όταν προσπαθείς να πετύχεις κάτι. Όχι αφού το έχεις πετύχει».
Μήπως, Όλιβερ, στοίχισε στη χαρά σου το άγχος μην τυχόν κάποιοι αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στις σελίδες του βιβλίου σου; Είναι η πρώτη φορά και τελευταία κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας που η συστολή του επιτρέπει να χαμογελάσει. «Τέσσερις άνθρωποι τηλεφώνησαν και με ρώτησαν: Για μένα έγραψες, ε; Όχι, ρε φίλε, μυθιστόρημα είναι. Για μένα το έγραψα.»
Το Όταν ήμασταν μικροί του Όλιβερ Λοβρένσκι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.