“ΟΠΕΝΧΑΙΜΕΡ”, ΕΜΑ ΣΤΟΟΥΝ ΚΑΙ ΓΚΟΤΖΙΛΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΑΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΣΚΑΡ
Ο θρίαμβος του “Οπενχάιμερ”, η επέλαση του “Poor Things” και τα highlights της 96ης τελετής απονομής των βραβείων Όσκαρ.
«Τα μάτια μου βλέπουν Οπενχάιμερ», είπε –σχεδόν απειλητικά– ο Αλ Πατσίνο ανοίγοντας τον φάκελο που έγραφε το νικητή της μεγάλης κατηγορίας της βραδιάς. Δεν είχε δώσει χρόνο ούτε για να δούμε τις υποψηφιότητες, ούτε είπε το παραδοσιακό «Και το Όσκαρ πάει…». Ο Αλ Πατσίνο απλώς άνοιξε τον φάκελο, διάβασε αυτό που είδαν τα μάτια του σα να μην έχει ιδέα τι είναι και σε τι αναφέρεται, και έκλεισε τη βραδιά. Έτσι, επειδή είναι ο Αλ Πατσίνο.
Τα μάτια όλων μας είδαν “Οπενχάιμερ”. Και του Χόλιγουντ. Και της Ακαδημίας. Αν ο περσινός θρίαμβος του “Τα Πάντα Όλα” με τα 7 Όσκαρ έμοιαζε σαν συλλογική παράκρουση, μια αντίδραση σε μια ταινία τόσο φρέσκια και αγνή και μέσα στις τάσεις και τις αισθητικές της εποχής, ο φετινός θρίαμβος, πάλι με 7 Όσκαρ, είναι κάτι διαφορετικό.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ “ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ”
Τα 7 Όσκαρ (ανάμεσα στα οποία τα Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ και Β’ Ανδρικού Ρόλου) του “Οπενχάιμερ” μοιάζουν με κάποιου τύπου επιστροφή στο παραδοσιακά επικό σινεμά, από εκείνες τις ταινίες που μεγαλώσαμε διαβάζοντας για τις οσκαρικές επιδόσεις τους, με τα μεγάλα καστ, με το μπάτζετ που φαίνεται στην οθόνη, με σπουδαίους σκηνοθέτες που απλώνουν ένα επικό όραμα στην οθόνη.
Είναι μια τις καλύτερες ταινίες που έχουν πάρει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, κουβαλώντας μαζί και μια πλειάδα μεγάλων ονομάτων (είτε καστ, είτε τεχνικούς του σινεμά) στο πρώτο τους Όσκαρ: Τον υπέροχο Κίλιαν Μέρφι που σήκωσε την ταινία στους ώμους (και το βλέμμα) του, στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ που σαν το Χόλιγουντ να περίμενε την πρώτη ευκαιρία για να τον τιμήσει, την μοντέρ Τζένιφερ Λέιμ που έβγαλε άκρη από αυτή την κατακερματισμένη αφήγηση, τον διευθυντή φωτογραφίας Χόιτ βαν Χόιτεμα – και φυσικά, τον ίδιο τον Κρίστοφερ Νόλαν, που κερδίζει Όσκαρ Ταινίας και Σκηνοθεσίας την απολύτως σωστή στιγμή.
Δηλαδή στο peak των δυνάμεών του, με μια οργανική κορύφωση ύστερα από υποψηφιότητες που δεν πήγαν πουθενά, και με ένα εξαιρετικό φιλμ που παρότι δυσπρόσιτη τρίωρη βιογραφία ενός επιστήμονα έγινε η 3η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς.
“Το σινεμά είναι λίγο μεγαλύτερο από 100 χρονών. Φανταστείτε να ήμασταν εκεί, εκατό χρόνια από την γέννηση της ζωγραφικής ή του θεάτρου. Δεν γνωρίζουμε πού θα μας οδηγήσεις αυτό το εκπληκτικό ταξίδι”, είπε στην ευχαριστήρια ομιλία του ο Νόλαν, ο άνθρωπος που πάντα μπορείς να περιμένεις πως θα μπορέσει με έναν ελεγχόμενο συναισθηματισμό, να κοιτάξει τη μεγαλύτερη εικόνα μιας κατάστασης.
Έχει ενδιαφέρον κιόλας, γιατί απόψε είναι σα να κλείνει ένας κύκλος: Ήταν εν πολλοίς χάρη στον ίδιο τον Νόλαν που τα Όσκαρ άλλαξαν. Όταν ο “Σκοτεινός Ιππότης” δεν προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, η Ακαδημία άμεσα αποφάσισε να επεκτείνει το πεδίο στις 10 υποψηφιότητες, μια απόφαση που άλλαξε το είδος των ταινιών που προτείνονταν και εν τέλει κέρδιζαν. Σήμερα, είναι ο Νόλαν που με το “Οπενχάιμερ” μας επιστρέφει πίσω, στο είδος των οσκαρικών νικητών που δεν υπήρχαν πια.
ΜΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΜΕ ΠΟΛΛΑ HIGHLIGHTS
Οι διαδοχικές νίκες του “Οπενχάιμερ” δεν προσέφεραν τρελό σασπένς, για την ακρίβεια μία ήττα του ήταν που μας δημιούργησε συναισθήματα ενθουσιασμού: Το ότι το Όσκαρ Ήχου το πήρε η “Ζώνη Ενδιαφέροντος” αντί του “Οπενχάιμερ”, αποτελεί μια από τις πιο εμπνευσμένες αποφάσεις που έχει πάρει ποτέ η Ακαδημία, μιας και το ηχοτοπίο του συγκεκριμένου φιλμ κάνει την κόλαση που περιγράφει να μοιάζει ολοζώντανη (αλλά στο σκοτάδι, όχι μπροστά στα μάτια μας).
Ήταν όμως η βραδιά γενικώς που επέτρεψε στα πράγματα να προχωρήσουν με καλούς ρυθμούς και με την αίσθηση πως όλο και κάτι θα βρίσκεται στη γωνία.
Οι παραγωγοί επανέφεραν ένα φορμάτ παρουσίασης των ερμηνευτικών ρόλων που εμπλέκει παλιότερους νικητές. Πέντε οσκαρικοί ηθοποιοί, παρουσίαζαν καθένας ή καθεμία, από ένα υποψήφιο ερμηνευτή στην εκάστοτε κατηγορία, μια εξαιρετική κίνηση για την αυτο-μυθοποίηση του ίδιου του θεσμού. Έτσι, είχαμε στιγμές υπέροχες (η Ρίτα Μορένο να τραγουδάει «ameeerica» στην Αμέρικα Φερέρα), στιγμές μελλοντικού καλτ (ο Νίκολας Κέιτζ να προλογίζει τον Πολ Τζιαμάτι), και στιγμές… μάλλον αμήχανες (η Σαρλίζ Θερόν, σα να μην έχει ιδέα τι είναι το “Nyad”, προλογίζει την Ανέτ Μπένινγκ λέγοντας πως η ταινία κι η ερμηνεία την έκακαν να νιώσει σα να έχει τσιμπήσει τσούχτρα;!). Είναι καλό φορμάτ!
Είχαμε ακόμα τον Τζον Σένα γυμνό στη σκηνή, τον Τζίμι Κίμελ (καλύτερο από πέρσι κι ας απέτυχαν κάποια από τα αστεία του) να διαβάζει ένα social ποστ του Τραμπ λέγοντας «δεν έχει περάσει η ώρα της φυλακής σου;», τον Τζον Μαλέινι να κάνει μια φανταστικά αστεία εισαγωγή για το Όσκαρ Ήχου έχοντας και μια αναφορά στο Madame Web (επειδή πάντα κάτι πρέπει να σταμπάρει χρονικά την κάθε τελετή), τον Κίμελ πάλι να αναφέρεται στον Γιώργο Μαυροψαρίδη στον εναρκτήριο μονόλογο του σόου (το ζήσαμε κι αυτό) και φυσικά ετούτο, το απόλυτο των απόλυτων highlights:
Ο Ράιαν Γκόσλινγκ να χορεύει και να τραγουδά το “I’m Just Ken” σε μια ροζ μουσικοχορευτική πανδαισία που μας έφερε από τον Slash μέχρι μια οπτική αναφορά στη Μέριλιν Μονρόε και το “Οι Άντρες Προτιμούν τις Ξανθές”.
Άπειρη χαρισματικότητα, άνεση, ενθουσιασμός, κίνηση, κέφι, ροζ. Ξεκάθαρα μια από τις ωραιότερες στιγμές της πρόσφατης οσκαρικής Ιστορίας. Είναι κάπως απίστευτο ότι λίγα λεπτά με από αυτό το περφόρμανς, το Όσκαρ Τραγουδιού πήρε ένα άλλο κομμάτι από τη Barbie (σαφώς λιγότερο αξιομνημόνευτο), δίνοντας στη Μπίλι Άιλις το δεύτερο –ήδη!– Όσκαρ της.
Αυτή ήταν η μόνη βράβευση για τη “Barbie”, που φαινόταν πια πως δεν είχε απόψε το μεγάλο ρεύμα που κόσμος ίσως και να περίμενε.
Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ “POOR THINGS”
Αντ’ αυτού, στις τεχνικές ειδικά κατηγορίες, βρήκε απέναντί της το “Poor Things”. Η ταινία του Λάνθιμου έφτασε στο ταβάνι των πιθανών νικών κάνοντας και μια μικρή υπέρβαση. Νίκησε “Maestro” στο Μακιγιάζ και “Barbie” στα Κουστούμια και τη Σκηνογραφία, παίρνοντας τρία διαδοχικά τεχνικά βραβεία και με τον Λάνθιμο πλέον έναν σκηνοθέτη που αρχίζει και δίνει και στους συνεργάτες του βραβεία και διακρίσεις.
Το μεγάλο σοκ ή έκπληξη ήρθε όμως στον Α’ Γυναικείο όπου η Έμμα Στόουν επικράτησε της Λίλι Γκλάντστοουν των “Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού”, με την οποία πήγαινε κόντρα ίση προς ίση σε όλη τη διάρκεια της οσκαρικής περιόδου. Η Στόουν, αγνά σοκαρισμένη, έμοιαζε να νιώθει άβολα για το ίδιο το γεγονός της νίκης της. Έμοιαζε, πολύ απλά, να μην θέλει να νικήσει την Γκλάντστοουν, φρενάροντας έτσι μια ενδεχόμενη ιστορική νίκη.
Όμως έτσι είναι τα πράγματα και έτσι φαίνεται να συμβαίνουν αρκετά συχνά τελευταία, σε περιπτώσεις όπου μια προβλεπόμενη νίκη πέφτει θύμα τεράστιας ανατροπής επειδή πολύ απλά, οι ψηφοφόροι ένιωθαν πάθος για κάτι άλλο. Το είδαμε όταν ο Άντονι Χόπκινς κέρδισε τον Τσάντγουικ Μπόουζμαν για τον “Πατέρα”, το είδαμε κι όταν η Ολίβια Κόλμαν κέρδισε τη Γκλεν Κλόουζ. Η φετινή περίπτωση βέβαια διαφέρει και πάλι, γιατί πρόκειται για μια απίστευτη ερμηνεία στην καρδιά του σκορσεζικού έπους, όμως αυτό το επίμονο ερμηνευτικό κρεσέντο της Έμμα Στόουν ήταν τόσο πιο ενθουσιώδες που αναμφίβολα, έκανε πολύ κόσμο να της παραδοθεί.
Και δε μπορούμε παρά να θαυμάσουμε το γεγονός πως κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί τώρα και με τις δύο τελευταίες ταινίες του Λάνθιμου: Να δίνει δηλαδή τέτοιο υλικό και τέτοιο χώρο στις κεντρικές του ερμηνεύτριες, να δώσουν αυτό το είδος του ανεξέλεγκτου περφόρμανς που κάνει ένα σώμα χιλιάδων ψηφοφόρων να τις επιλέξει σα να ήταν μια ενστικτώδης απόφαση της στιγμής. Μια μικρή στιγμή τρέλας και ελευθερίας. Μετά από την Κόλμαν, και μετά από την Στόουν, θα υπάρχει ηθοποιός στο Χόλιγουντ που δε θα θέλει να παίξει τον οποιονδήποτε ρόλο, μεγάλο ή μικρό, στην οποιαδήποτε επόμενη ταινία του Λάνθιμου;
Παράλληλα, βλέποντας το “Poor Things” ως μια εκπροσώπηση ενός πιο ευρωπαϊκού / φεστιβαλικού σινεμά (κέρδισε εξάλλου και το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, είναι ανεξάρτητη παραγωγή, έχει ευρωπαίο σκηνοθέτη), έχει ενδιαφέρον να το εντάξουμε σε μια ευρύτερη τάση που παρατηρούμε στα φετινά Όσκαρ. Μια μεγάλη διεθνοποίηση που απλώνεται σε διαφορετικές κατηγορίες.
Τον Χρυσό Φοίνικα της “Ανατομίας Μιας Πτώσης” να κερδίζει το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου. Τον τελευταίο έργο του μέγιστου Χαγιάο Μιγιαζάκι, “Το Αγόρι κι ο Ερωδιός” να κερδίζει το Όσκαρ Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Το ιαπωνικό φιλμ στην παράδοση των Γκοτζίλα, “Godzilla Minus One” να κερδίσει το Όσκαρ Οπτικών Εφέ, προκαλώντας μάλιστα και συγκινημένες αντιδράσεις από εξέχοντες θαυμαστές του σινεμά του φανταστικού:
Και όπως, τελικά, και με τη “Ζώνη Ενδιαφέροντος”, την μοναδική πέρα από “Οπενχάιμερ” και “Poor Things” ταινία με πάνω μια βράβευση, μια αγγλική παραγωγή με διάλογο στα γερμανικά για τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από τα μάτια δύο ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα γιατί αυτό που συμβαίνει είναι φρικτό. Η ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ, μια αληθινή κινηματογραφική εγκατάσταση που σε καλεί να στοχαστείς μέσα από την σκηνογραφία και τα ηχοτοπία της, κέρδισε 2 Όσκαρ: Διεθνούς Ταινίας και Ήχου. Προερχόμενη κι αυτή από τις Κάννες, με το Μεγάλο Βραβείο εκεί (δηλαδή το «ασημένιο»), με τις καλύτερες κριτικές της χρονιάς, με τη φήμη της δύσκολης, εγκεφαλικής δουλειάς.
Να όμως που τα Όσκαρ, η Ακαδημία, τα μέλη, αγκάλιασαν κι αυτή την ταινία φτιάχνοντας άθελά τους ένα μαγευτικό παζλ: Από τη μία μεριά, το μεγάλο αμερικάνικο έπος. Από την άλλη, μια κομπανία ευρωπαϊκών και ασιατικών φιλμ, ο αφρός του διεθνούς σινεμά, που κάνει αισθητή επί ίσοις όροις την παρουσία του στα Όσκαρ – λίγα μόλις χρόνια από την ιστορική εκείνη στιγμή που ο Μπονγκ Τζουν-χο τα αποκάλεσε «τοπικά βραβεία».
ΓΑΖΑ ΚΑΙ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Κι ενώ το έτερο αμερικάνικο έπος, εκείνο του Σκορσέζε (εκείνο που, μάλλον, κοίταζε με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης τις πληγές που άφησε πίσω ο ήρωάς της) έφυγε από τα Όσκαρ με μηδενική συγκομιδή και με την Γκλάντστοουν να θεωρείται ήδη μια από τις πιο σοκαριστικές ερμηνευτικές ήττες του 21ου αιώνα, η πολιτική έγνοια βρήκε κάποιους άλλους τρόπους έκφρασης.
(Ο Σκορσέζε by the way, με τα 4 σπουδαία φιλμ που έχει γυρίσει τα τελευταία 11 χρόνια της καριέρας του –“Ο Λύκος της Γουώλ Στριτ”, “Silence”, “Ο Ιρλανδός”, “Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού – έχει συγκεντρώσει 26 υποψηφιότητες και έχει 0, μηδέν, ΜΗΔΕΝ βραβεία. Τόσα ξέρουν οι άνθρωποι!)
Όπως στην κατηγορία του Ντοκιμαντέρ και τη νίκη του φιλμ “20 Μέρες στη Μαριούπολη”, ένα πραγματικά φρικώδες ντοκουμέντο του πολέμου στην Ουκρανία, και το πρώτο Όσκαρ για τη χώρα. Ο σκηνοθέτης Μίστισλαβ Τσέρνοβ με ένταση είπε: «Εύχομαι ποτέ να μην είχα κάνει αυτή την ταινία. Εύχομαι να μπορούσα να ανταλλάξω αυτό το βραβείο με το να μην είχε επιτεθεί ποτέ η Ρωσία στην Ουκρανία. Αλλά δε μπορούμε να αλλάξουμε την Ιστορία. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να σιγουρευτούμε πως θα υπάρχει καταγραφή».
Παράλληλα, πολλοί ήταν σταρς που φορούσαν στο πέτο ένα σημάδι-ένδειξη υποστήριξης στο κάλεσμα για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Λίγοι πάντως ξέφυγαν από αυτή απλώς την ένδειξη συμπαράστασης: Δύο μέλη του καστ της “Ανατομίας Μιας Πτώσης” φόρεσαν σημαιάκια της Παλαιστίνης στο πέτο τους. Ο Ράμι Γιούσεφ του “Poor Things” δήλωσε ευθύτατα πως ζητά μόνιμη κατάπαυση του πυρός, μιλώντας στο δίκτυο ABC από το κόκκινο χαλί.
Και, φυσικά, ο Τζόναθαν Γκλέιζερ. Ο σκηνοθέτης της “Ζώνης Ενδιαφέροντος”, μιας ταινίας για το να γυρνάς κυριολεκτικά την πλάτη σου στις τερατωδίες, που ως συνένοχος αφήνεις να μαίνονται κάνοντας πως δεν βλέπεις. Όταν η “Ζώνη” κέρδισε το Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ, ο Γκλέιζερ διάβασε από χαρτί έναν λόγο που είχε ετοιμάσει, τονίζοντας πως σκοπός του δεν ήταν να κάνει μια ταινία για να λέμε «κοίτα τι κάναμε τότε», αλλά «κοίτα τι κάνουμε τώρα».
«Αυτή τη στιγμή, στεκόμαστε εδώ ως άνθρωποι που αρνούνται η εβραϊκότητά τους και το Ολοκαύτωμα, να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από μια Κατοχή που έχει οδηγήσει σε σύγκρουση τόσους πολλούς αθώους ανθρώπους», είπε ο Γκλέιζερ, παίρνοντας μια από τις πιο σαφείς θέσεις υπέρ της κατάπαυσης του πυρός και ενάντια στην κατοχή του Ισραήλ στη Γάζα, που έχει οπωσδήποτε πάρει οποιοσδήποτε με αντίστοιχο βήμα στο Χόλιγουντ.
Ο λόγος του Γκλέιζερ, το έντονο αποτύπωμα της ταινίας στην τελετή και στην κινηματογραφική χρονιά, η αναγνώριση ακόμα και με το Όσκαρ Ήχου που δείχνει μια εξαιρετική κατανόηση του craft και της σημασίας των κινηματογραφικών εργαλείων… Η “Ζώνη Ενδιαφέροντος” έδωσε κάτι πολύ σπουδαίο απόψε, σε μια οσκαρική βραδιά και σεζόν που έμοιαζε να παραδίδεται σχεδόν εξίσου στο μυαλό (ο θρίαμβος του χολιγουντιανού, επικού “Οπενχάιμερ”) και στην καρδιά (η έκσταση του ευρωπαϊκότερου, ανεξάρτητου “Poor Things” και των 4 Όσκαρ του).
Κι οι τρεις μπορούν να πουν ότι θριάμβευσαν. Και θα είναι αλήθεια.