ΟΤΑΝ Η ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ ΜΕ “ΧΩΡΙΣΕ” ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΓΟΥΛΙΩΤΗ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ
Πήγαμε στον θεατρικό μαραθώνιο της Στεφανίας Γουλιώτη “Second Woman” στη Στέγη και στη μεγάλη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο- Οι εντυπώσεις μας.
Ιδιαίτερη ήταν η μέρα του Σαββάτου 5 Οκτωβρίου για εμάς τους συντάκτες του πολιτιστικού. Από τη μία οι “θεατρικοί” περιμέναμε την πιο “περίεργη” παράσταση της χρονιάς με τη μοναδική Στεφανία Γουλιώτη να επιδίδεται σε έναν 24ωρο θεατρικό μαραθώνιο χωρίζοντας 100 άντρες στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης και από την άλλη οι “μουσικοί” περίμεναν τη συναυλία της χρονιάς, που είχε δημιουργήσει στο Καλλιμάρμαρο το απόλυτο Sold Out, αυτή της Άννας Βίσση.
Αποφάσισα να μη χάσω τίποτα από τα δύο και την ιδέα μού την έδωσε η ίδια η Στεφανία Γουλιώτη που με το χαρακτηριστικό της χιούμορ έγραψε στα social της “Και επειδή αύριο είναι όντως μεγάλη μέρα και νύχτα, όσοι φύγετε από Καλλιμάρμαρο και την Άννα Βίσση, ελάτε για “σβήσιμο στη Στέγη. Εγώ εκεί θα είμαι ως το πρωί της Κυριακής. Πρώτη φορά κάποιος θα το ξενυχτίσει περισσότερο από τη Αννούλα!”
Πήγα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 16.00 το μεσημέρι του Σαββάτου – όταν δηλαδή ξεκινούσε η παράσταση- και αυτόματα… καθηλώθηκα.
Η παράσταση Second Woman είναι μια πρωτότυπη και τολμηρή θεατρική παραγωγή που έκανε αίσθηση από τη στιγμή της παρουσίασής της. Το έργο συνδυάζει στοιχεία πειραματικού θεάτρου και κινηματογράφου και επικεντρώνεται σε ένα μοναδικό δραματουργικό εγχείρημα: η κεντρική ηρωίδα ερμηνεύει την ίδια σκηνή με διαφορετικούς άνδρες, 100 φορές στη διάρκεια 24 ωρών. Αυτό που έκανε η Στεφανία Γουλιώτη είναι ένας κανονικός θεατρικός άθλος. Eπαναλάμβανε την ίδια σκηνή σε αληθινό χρόνο, κάθε φορά με διαφορετικό συμπρωταγωνιστή, δημιουργώντας μια δυναμική εμπειρία που εξέταζε θέματα όπως το φύλο, οι ανθρώπινες σχέσεις, η ταυτότητα, αλλά και η μεταβαλλόμενη φύση της θεατρικής ερμηνείας.
Οι άντρες “περνούσαν’ από την ηθοποιό αφήνοντας πάνω της ένα ξεχωριστό αποτύπωμα. Κάθε 10 λεπτά έμπαιναν μέσα σ΄ένα κόκκινο διάφανο δωμάτιο που δέσποζε στην κεντρική σκηνή της Στέγης – δίπλα σε μία μεγάλη γιγαντοοθόνη βλέπαμε την κινηματογράφηση του γεγονότος – και ακολουθούσε μία 7λεπτη σκηνή που το κοινό βίωνε ως επί το πλείστον ως σκηνή χωρισμού. Η Στεφανία Γουλιώτη με μία ξανθιά περούκα σε κοντό καρέ και ένα κατακόκκινο φόρεμα ήταν το απόλυτο αρχετυπικό σύμβολο.
Γύρω στο δίωρο γίνεται το πρώτο διάλειμμα, η Στεφανία Γουλιώτη ξεκουράζεται για 15 περίπου λεπτά, εγώ παίρνω έναν καφέ στο χέρι και επιστρέφω στην αίθουσα. Έχω ήδη αρχίσει να εθίζομαι σε αυτό που βλέπω. Στις εκφράσεις που παίρνει η ηθοποιός, στις ρυτίδες που σχηματίζονται στο μέτωπό της, στον τρόπο που δαγκώνει τα χείλια της, στο ανασήκωμα των φρυδιών της ανάλογα με αυτόν που έχει απέναντί της.
«Με εξιτάρει το γεγονός πως αυτή η γυναίκα μπορεί να χωρίζει με έναν 18χρονο, με έναν 80χρονο, με έναν που αυτοπροσδιορίζεται σε οποιοδήποτε φάσμα φύλου, με κάποιον που μοιάζει πολύ βίαιος, αλλά και με έναν γλυκό, τρυφερό “αρκούδο”», μου είχε πει η Στεφανία Γουλιώτη στη συνέντευξη που της είχα πάρει με αφορμή την παράσταση. Όντως στη σκηνή ανεβαίνουν κάθε λογής άνδρες. Ένας 65αρης συντηρητικός με ένα τσαντάκι- μπανάνα στη μέση, νέα αγόρια μοντέρνα ντυμένα, ακόμη και με φορέματα, χίπστερ με βερμούδες, μαλλιάδες, ένας άλλος μεσήλικας με λευκά φουντωτά μαλλιά και μούσια μακριά, αλλά και 10 άτομα που είχε επιλέξει η ίδια η ηθοποιός. Ανάμεσά τους γνωστοί ηθοποιοί όπως ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Μάκης Παπαδημητρίου κ. ά.
Μου κάνει τρομερά μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που συμπεριφέρεται ο καθένας ξεχωριστά. Κρατούν στο χέρι τους μία σακούλα που έχει μέσα δύο μερίδες noodles τα οποία πρέπει να ανοίξουν και να φάνε μαζί με τη Στεφανία. Πολλοί ανοίγουν τη σακούλα και παίρνουν μόνο το δικό τους. Δεν μπαίνουν στον κόπο να σερβίρουν την ηθοποιό. Σκέφτομαι πώς αυτό από μόνο του αντικατοπτρίζει τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις.
Έναν στερεοτυπικό διάλογο, ακολουθεί ένας χορός ανάμεσα στο ζευγάρι, ένας χορός που καταντά άλλωστε άγριος, άλλοτε κωμικός, άλλοτε τρυφερός. Ένας χορός που καταλήγει στα λόγια της γυναίκας αυτής “νομίζω πως πρέπει να φύγεις τώρα” και σε ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ που επιχειρεί να δώσει στον άντρα. Εκεί η αντίδραση των συμμετεχόντων είναι μοναδική.
Διάλειμμα για την Άννα Βίσση
Στο δεύτερο διάλειμμα, μετά από τέσσερις ώρες παράστασης δηλαδή φεύγω. Πηγαίνω με τα πόδια στο Καλλιμάρμαρο και στο μυαλό μου είναι κολλημένη η κόκκινη μορφή της Στεφανίας Γουλιώτη. Έφυγα αποφασισμένη ωστόσο να επιστρέψω για να συνεχίσω τη θέαση αυτού του θεατρικού γεγονότος που θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με συμπεριφορικό πείραμα.
Όσο πλησιάζω το Καλλιμάρμαρο ο κόσμος πυκνώνει και όλα αρχίζουν να λειτουργούν στον ρυθμό της Άννας Βίσση. Δεν είχα ξαναδεί το “φαινόμενο” Βίσση επί σκηνής, παρά το γεγονός πως είναι ίσως η μόνη από την ποπ-λαϊκή σκηνή που εκτιμώ. Αυτό που αντικρίζω στο στάδιο δύσκολα μπορώ να το περιγράψω. Τόσο κόσμο δεν έχω ξαναδεί ποτέ. Όλες οι κερκίδες είναι γεμάτες απ’ άκρη σ΄ άκρη, και έχει δημιουργηθεί το αδιαχώρητο στην είσοδο και στην αρένα. Η “απόλυτη” το έκανε πάλι το θαύμα της. Παρέες νέων παιδιών, ζευγαράκια, αλλά και ολόκληρες οικογένειες συρρέουν να τη δουν, παρά την καταιγίδα που έχει προηγηθεί και παρά τις σταγόνες βροχής που συνεχίζουν να πέφτουν.
Μπαίνοντας μέσα στο Στάδιο μπορούσες να καταλάβεις πως η βραδιά θα ήταν τουλάχιστον απογειωτική. 50 χρόνια πορείας της στη μουσική σκηνή μετρά η Άννα Βίσση στη σκηνή, δεν είναι λίγα. Πανέμορφη, με αστείρευτη ενέργειά και φωνή…καμπάνα άλωσε τη σκηνή και κατάφερε να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερα ηλεκτρισμένο δεσμό με το κοινό, το οποίο τραγουδούσε μαζί της αγαπημένα τραγούδια της δισκογραφίας της και φώναζε ακούραστα το “Άννα ζούμε για να σ΄ ακούμε”. Το setlist περιλάμβανε όχι μόνο τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, αλλά και αναδρομές σε όλες τις φάσεις της καριέρας της, προσφέροντας ένα μουσικό ταξίδι από το παρελθόν μέχρι το σήμερα.
Είναι πραγματικά ασύλληπτη η επιδραστικότητα της τραγουδίστριας, αλλά και η διάδρασή της με το κοινό. Με μία απίστευτη σεμνότητα το κοιτά στα μάτια και του μιλά σε πρώτο πρόσωπο σαν να είναι φίλοι από παλιά. Και είναι συγκινητικό το πώς μπορεί να συνομιλεί με όλες τις γενιές, ακόμη και με τις νεότερες, ακόμη και με τραγούδια παλιότερα, όπως τα “Μαθητικά Χρόνια”. Μία πραγματικά εκρηκτική βραδιά που θα αποζημίωνε τον καθένα….
Επιστροφή στη Στεφανία Γουλιώτη
Και πάλι πίσω στον δρόμο για τη Στέγη και τη Στεφανία Γουλιώτη. Χωρίς ίχνος κούρασης να με έχει κατακλύσει. Η ώρα κοντεύει μία παίρνω ένα aperol από το φουαγιέ και μπαίνω μέσα όπου κάθομαι άλλες τρεις ώρες και βυθίζομαι σε αυτήν την απίστευτη λούπα του Second Woman. Με μία Στεφανία Γουλιώτη να έχει “λυθεί” ακόμη περισσότερο και να δίνει όλη της την ψυχή επί σκηνής αντιμετωπίζοντας ανά 7λεπτο διαφορετικό άνδρα. Παρατηρώ τα συναισθήματα που της εκμαιεύουν οι παρτενέρ της, προσπαθώ να την ψυχολογήσω, θαυμάζω την ψυχραιμία της όταν κάποιος πηγαίνει να τη φιλήσει ή να την ακουμπήσει κάπως πιο ανάρμοστα.
Νωρίς μεσημέρι της Κυριακής επιστρέφω για να δω το τελευταίο τρίωρο. Η συνθήκη είναι τελείως διαφορετική πια. Η Στεφανία Γουλιώτη έχει χαλαρώσει τελείως, δεν είναι λίγες οι φορές που οι αντιστάσεις της την αφήνουν. Στη θέα ενός νεαρού αγοριού την πιάνουν τα κλάματα. Δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Το αγόρι αμήχανο την κοιτά και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να την αντιμετωπίσει. Το ψυχικό μεγαλείο και η θεατρική συνέπεια της ηθοποιού είναι τόσο μεγάλη που κατορθώνει και φέρνει εις πέρας και αυτή τη σκηνή. Η εξάντλησή της φαίνεται στον χορό. Εκεί πια το σώμα της δε φαίνεται το ίδιο δυνατό. Οι κινήσεις της έχουν ατονήσει, πολλές φορές “χύνεται” στην αγκαλιά του άλλου.
Γύρω στις 16.00 στη σκηνή ανεβαίνει ο Νίκος Καραθάνος. Είναι ο τελευταίος παρτενέρ της. Είναι αυτός που όταν του λέει “πρέπει να μιλήσουμε” δεν της απαντά αυτό που γράφει το σενάριο, το “ήρθε το τέλος του κόσμου;”, αλλά το “ήρθε το τέλος”.
Το τέλος των χωρισμών λοιπόν, αλλά και το τέλος μίας παράστασης που αποτέλεσε έργο τέχνης και πείραμα ταυτόχρονα τόσο για το κοινό όσο και για την μοναδική αυτή Ελληνική ηθοποιό, καθώς “δοκίμασε” στο έπακρο τα όρια της υποκριτικής, της αντοχής και της επικοινωνίας. Με την επαναληπτικότητα και τη συνεχή μεταβολή των συνθηκών, το Second Woman “προκάλεσε” τους θεατές να επανεξετάσουν τις προσδοκίες τους για τη θεατρική αφήγηση και την ανθρώπινη διάδραση.