ΟΧΙ ΑΛΛΟ! ΑΠΛΑ ΦΤΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ ΣΙΚΟΥΕΛ
Έχουμε μπουκώσει νοσταλγία. Ας μας ταΐσει και τίποτα άλλο το Χόλιγουντ.
Ως κάτι-σαν-υπερασπιστής της ύστερης καριέρας του Τιμ Μπέρτον ομολογώ πως εξαρχής γλυκοκοίταζα το ενδεχόμενο ενός σίκουελ στην κλασική κωμωδία φαντασίας Σκαθαροζούμης. Όχι επειδή όλα αυτά τα χρόνια ανυπομονούσα να μάθω τι κάνουν όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας (είναι ψεύτικοι, είναι χάρτινοι άνθρωποι, δεν έκαναν τίποτα μέχρι που τους ενοχλήσαμε) αλλά απλώς επειδή ναι, πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να δω μια ταινία του Τιμ Μπέρτον με πρωταγωνιστή ξανά τον Μάικλ Κίτον. Τόσο απλά.
Α, κι επίσης, το Beetlejuice Beetlejuice είναι φανταστικός τίτλος για σίκουελ.
Όμως κάτι ξίνισε όταν είδα πρώτη φορά το αρχικό teaser για την ταινία. Μίλια μακριά από την αναρχική, καρτουνίστικη, ανίερη μανία του ορίτζιναλ, αυτό το teaser έρχεται με background μουσική αργές εκδοχές των εμβληματικών μουσικών στιγμών του πρώτου φιλμ, η οποία συνοδεύει μια αργόσυρτη, λατρευτική ματιά στα μέρη, στους χαρακτήρες και στις τοποθεσίες της πρωτότυπης ταινίας, σαν να ήταν τίποτα κειμήλια, σα να ήταν κάποιο σκονισμένο μουσείο.
Δείτε εδώ κατάσταση:
Τι είναι αυτό; Να πέσουμε να προσκυνήσουμε κιόλας με δάκρυα στα μάτια που επιστρέφει ο Σκαθαροζούμης! Αχ, μακάρι να σεβαστούν το πρωτότυπο. Ας ελπίσουμε πως θα κάνει ένα πέρασμα-κλείσιμο του ματιού η Πατρίς Μαρτίνεζ ως ρεσεψιονίστ Miss Argentina (προφανώς δε θυμόμουν τον χαρακτήρα, απλώς googlαρα «minor Beetlejuice character», αλλά το ΞΕΡΕΙΣ ότι κάπου στο Χόλιγουντ ένα μάτσο σεναριογράφοι συζήτησαν σοβαρά μεταξύ τους το ενδεχόμενο να τη φέρουν πίσω). Ανυπομονούμε για το meta αστειάκι που θα κάνει η Κάθριν Ο’Χάρα για την απουσία του συζύγου της στην ταινία (ο ηθοποιός Τζέφρι Τζόουνς από το ορίτζιναλ είναι καταδικασμένος sex offender, μάλλον δε θα τον δούμε σε cameo-έκπληξη στην ταινία).
Τι μου φταίει τώρα ο Σκαθαροζούμης, θα μου πείτε. Από όλα τα νοσταλγικά σίκουελ, με αυτό βρήκα να τα βάλω; Δίκιο έχετε! Ίσως ήταν το κερασάκι στην τούρτα γιατί περίμενα να δω κάτι σαχλό και καρτουνίστικο κι αντ’αυτού πάτησα play κι αντίκρυσα κάτι σαν το τρέιλερ του Force Awakens – πάλι καλά που η Γουινόνα Ράιντερ δεν αναφώνησε «all of it. It’s true.».
Αλλά προφανώς είναι ένα φαινόμενο που πλήττει το Χόλιγουντ εδώ και χρόνια. Μιλώντας ας πούμε για το Force Awakens, ναι, αυτή είναι μια ταινία που υπήρξε για να κάνει τους θεατές να σκουντιούνται επί δυο ώρες και να συμφωνούν μεταξύ τους πόσο κουλ είναι που θυμήθηκαν το ένα και θυμήθηκαν το άλλο. Είναι μια υποφερτή ταινία κυρίως επειδή ο Τζ. Τζ. Έιμπραμς έχει καλό μάτι στο κάστινγκ, αλλά κατά τα άλλα δεν διαθέτει ούτε μισή πρωτότυπη ιδέα.
Αν ούτως ή άλλως το Χόλιγουντ είχε την τάση πάντα να λειτουργεί με ασφάλεια, προτιμώντας να αναπαράγει συνταγές αντί να ρισκάρει καινούριες, φανταστείτε τι αποτέλεσμα είχαν επιτυχίες σαν του Force Awakens. Τώρα μπορούσαμε να κοιτάμε με δέος κάθε πιθανό ξεχασμένο παιχνίδι της νιότης μας, και το κοινό θα μας χειροκροτά με δάκρυα στα μάτια; Γίναμε!
Το πρόβλημα με αυτά τα σίκουελ είναι πως σπανίως είναι καλά. Κι όταν αυτό συμβαίνει, είναι επειδή γυρίζονται είτε με μια αληθινά φρέσκια προοπτική (όπως το Creed ή το Last Jedi ή το Matrix Resurrections) είτε επειδή ο δημιουργός τους έχει μια πλήρη αδιαφορία προς την οποιαδήποτε «μυθολογία» ή τους χαρακτήρες που επανέρχονται ή γενικότερα την όποια αίσθηση συνέπειας.
Πάρε ας πούμε το Mad Max: Fury Road. Ταιριάζει με τα προηγούμενα; Ίσως ναι, ίσως όχι. Συνδέεται στα αλήθεια; Από πού προέρχονται οι χαρακτήρες; Τι απέγιναν οι παλαιότεροι; Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι πράγματα που δε θα μπορούσαν να αφήνουν περισσότερο αδιάφορο τον Τζορτζ Μίλερ, μια μανιακή ιδιοφυία που απλώς είχε ένα μάτσο κουλ ιδέες για σκηνές δράσης τις οποίες ένωσε με μια στοιχειώδη (αλλά εντυπωσιακά μεστή και αντισυμβατική) αφήγηση.
Παρόλαυτά το Χόλιγουντ συνέχισε να μας ταΐζει νοσταλγία. Και το πρόβλημα με αυτού του τύπου τα σίκουελ, που κοιτάζουν κάτι φαν ταινίες των ‘80s σα να είναι κάτι μεταξύ Καινής Διαθήκης και του Gravity’s Rainbow, είναι πως δημιουργούν μια τοξική σχέση αλληλοεξάρτησης με το κοινό. Το μήνυμα που εκπέμπουν δεν είναι «έλα να τσιλάρεις για δυο ωρίτσες», είναι «έλα να θυμηθείς ΠΩΣ ΗΤΑΝΕ ΤΟΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ».
Έτσι όμως δημιουργείς μια κατάσταση αδιέξοδα αρνητική. Αν δώσεις στο επίμονο κοινό κάτι απολύτως σεβαστικό απέναντι στο ιερό ορίτζιναλ, ένα ασφαλές σίκουελ που δεν τολμά να υποσκάψει ή να ζωγραφίσει έξω από τις γραμμές, τότε θα έχεις ένα κοινό χορτασμένο με τον ίδιο τρόπο που αν γυρίζοντας σπίτι από ξενύχτι και φας δύο τσιζ στα Μακντόναλντς θα έχεις χορτάσει – καμία θρεπτική αξία, πλαστικό που δε θα χωνέψεις σωστά πριν κοιμηθείς, και το άλλο πρωί που θα ξυπνήσεις πάλι θα πεινάς έτσι κι αλλιώς. Το κοινό θα διασκεδάσει με μια ασφαλή ταινία που ποτέ δε θα φτάσει το ορίτζιναλ, κι έτσι το φιλμ θα ξεχαστεί πλήρως, περιμένοντας το επόμενο.
Η άλλη οψιόν είναι να κάνεις Last Jedi ή Ghostbusters του 2016 (ή ίσως και Alien: Covenant). Λες στο κοινό έλα να θυμηθείς το ιερό τζι-άι-τζο σου από τότε που δεν έπρεπε να πληρώνεις 500 ευρώ στη ΔΕΗ, και πας και βλέπεις κάτι που δε μοιάζει καθόλου με το τζι-άι-τζο σου, παρά με κάποιο τρόπο σου θυμίζει το σήμερα και τη ΔΕΗ και τα ενοίκια των 650 ευρώ. Η αντίδραση σε αυτές τις ταινίες είναι φυσικά κωμικά αρνητική και τοξική, λες και φταίει ο Ράιαν Τζόνσον για τα ενοίκια στη γειτονιά σου και για τη νέα σουβλακογκαλερί στη γωνία που σου πουλάει αποδομημένο τυλιχτό-ατύλιχτο σουβλάκι για 5μιση ευρώ.
Όταν συμβαίνει μια τόσο ακραία αρνητική αντίδραση, αυτό που συνήθως ακολουθεί είναι μια φοβισμένη διορθωτική κίνηση από το στούντιο που θέλει να καθησυχάσει τους φανς ότι όλα θα πάνε καλά. Έτσι, μετά το Last Jedi έχουμε μια καταγέλαστη ταινία σαν το Rise of Skywalker και μετά το Ghostbusters του 2016 έχουμε το τελείως ασήμαντο Ghostbusters: Afterlife, που ακολουθήθηκε από το φετινό, καλύτερο-αλλά-όχι-όντως-καλό Ghostbusters: Frozen Empire. Ασφαλείς ιστορίες, φτιαγμένες για να καλμάρουν τους εξαγριωμένους θεατές με τις λιγότερο αιχμηρές αφηγήσεις που μπορεί να βάλει το μυαλό σου, ταινίες που σύντομα ξεχνιούνται και αφήνονται στην άκρη σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Το πιο φοβερό από όλα είναι ότι όλα αυτά τα άκρως σεβαστικά, νοσταλγικά σίκουελ δεν λειτουργούν καν τόσο καλά πλέον στα ταμεία. Το περσινό Ιντιάνα Τζόουνς (που στην πραγματικότητα ήταν τιμιότατη περιπέτεια και έκανε και κάτι ειλικρινές και ενδιαφέρον με την ιδέα του να παγιδεύεις τον εαυτό σου στο παρελθόν) ήταν από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις που είχε η Disney εδώ και χρόνια. Τα νέα Ghostbusters (το Afterlife και το φετινό, Frozen Empire) που σέβονται τη βαριά μυθολογία μιας συμπαθητικής κωμωδίας του 1984, έχουν κάνει λιγότερα λεφτά στα ταμεία από το βέβηλο ριμέικ του 2016 με 4 γυναίκες στους κεντρικούς ρόλους.
Πιάνε legacy σίκουελ γενικά να δεις τι θα πετύχεις. Independence Day: Resurgence, ανύπαρκτο. (Ταινία που μια πρωταγωνίστριά της προσπαθούσε μια φορά επί δύο λεπτά να τη θυμηθεί στη διάρκεια μιας συνέντευξής μας, χωρίς να τα καταφέρει.) Men in Black: International, ανύπαρκτο. Terminator: Dark Fate, κρυφά καλή ταινία αλλά επίσης ανύπαρκτη. To προαναφερθέν Matrix Resurrections (από τις πιο όμορφες, αγαπημένες και συγκινητικές ταινίες που έχω δει εδώ και χρόνια, αλλά έκανε περίπου 27 εισιτήρια). Space Jam: A New Legacy, τώρα οριακά δουλευόμαστε.
Και έρχονται πολλά ακόμα στον ορίζοντα. Νέο Alien, που μας ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ότι δε θα είναι σαν το βέβηλο προηγούμενο (που είχε γυρίσει ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ο δημιουργός του ορίτζιναλ, που δεν ξέρει αυτός), νέος Εξορκιστής, νέο Twister (!), νέο Tron, και φυσικά νέο Ghostbusters επειδή να, ίσως χρειαστεί 2-3 ευκαιρίες ακόμα μέχρι να αποδεχτούν οι πάντες πως δεν χρειάζεται να γεννάμε franchise από κάθε τι που γίνεται επιτυχία.
Και το Top Gun: Maverick; Ναι, η ταινία-φαινόμενο της περσινής χρονιάς είναι τυπικά ένα τέτοιο σίκουελ, αλλά είναι προφανές πως η ταινία δεν έγινε επιτυχία επειδή οι πάντες νοστάλγησαν την ταινία του Τόνι Σκοτ – οι περισσότεροι θεατές κυριολεκτικά δεν ήξεραν πως υπήρχε ορίτζιναλ. Αντιθέτως, το Maverick ήταν η ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Ένα νοσταλγικό σίκουελ που πέτυχε ακριβώς επειδή ΔΕΝ φέρθηκε στο πρωτότυπο σαν κάτι το ιερό, παρά τόνισε α) την σταρ περσόνα του Τομ Κρουζ, β) την αποθεωτική υποδοχή από κριτική και κοινό και το πόσο καλή ταινία ήταν εν τέλει, γ) την απολύτως αναγκαία μετά την πανδημία αίσθηση απελευθέρωσης που μπορεί να μας χαρίσει μια τέτοια κινηματογραφική περιπέτεια.
Το Top Gun: Maverick θριάμβευσε στα ταμεία και έφτασε από τις Κάννες μέχρι τα Όσκαρ, επειδή ήταν τελικά το αντι-νοσταλγικό σίκουελ. Ήταν μια φανταστική περιπέτεια που πλασαρίστηκε ως κάτι που θες, που έχεις ανάγκη να δεις ΤΩΡΑ, για να σε ταξιδέψει, για να νιώσεις μαζί του την έκσταση της μαγείας του σινεμά που είχες ξεχάσει. Το μόνο ιερό ήταν η στιγμή, το εδώ-και-τώρα.
Το Χόλιγουντ καλά θα κάνει να κοιτάξει τις επιστροφές των ταμείων μετά την πανδημία για να διαπιστώσει πως αυτά τα κομμάτια προκάτ νοσταλγίας που στάζουν κυνισμό και πάσχουν από έλλειψη φαντασίας, δεν βοηθούν κανέναν πια. Είναι καιρός το Χόλιγουντ να επιστρέψει στο παρόν.