ΜΕΤΑ ΤΟ “ΠΑΛΑΒΟ ΠΟΡΝΟ”, Ο ΡΑΝΤΟΥ ΖΟΥΝΤΕ ΜΑΣ ΕΞΗΓΕΙ ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ “ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”
Ο πολυβραβευμένος Ρουμάνος σκηνοθέτης μιλά στο NEWS 24/7 για την σπουδαία νέα ταινία του, “Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου”, για την υψηλή και τη χαμηλή κουλτούρα, για το καθεστώς της εικόνας, και για το αν πιστεύει πως μιλά μαζί μας ή με μια ΑΙ αναπαραγωγή μας.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις αυτή την ταινία με έναν μόνο τρόπο –το είπαμε και στον ίδιο τον Ζούντε κάποια στιγμή στη διάρκεια της συνομιλίας μας. Το Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου είναι λίγο road movie, λίγο περιπέτεια, λίγο κοινωνική σάτιρα, λίγο essay film, λίγο κολάζ. Είναι λίγο από όλα, αλλά συνολικά; Είναι… πολύ. Με την καλύτερη των εννοιών.
Ο ρουμάνος σκηνοθέτης είναι παλιός μας γνώριμος. Στο NEWS 24/7 έχουμε συζητήσει διεξοδικά τις δύο προηγούμενες ταινίες μυθοπλασίας του, μιας και αμφότερες προσφέρονται για μεγάλες κουβέντες πάνω στο σήμερα, πάνω στην Ιστορία και την καταγραφή της, πάνω στον καπιταλισμό και τον ολοκληρωτισμό, πάνω στο σινεμά και στα social media. Πριν μερικά χρόνια είχαμε μιλήσει μαζί του στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το πώς είναι να κάνεις σινεμά για την ιστορική αλήθεια την εποχή των fake news, ενώ πριν 2 χρόνια με την κυκλοφορία του βραβευμένου και πολύ αγαπητού Παλαβού Πορνό, τον είχαμε βρει μέσω zoom για να κουβεντιάσουμε για το σινεμά της πανδημίας και το TikTok ως Νέο Σινεμά.
Και τώρα;
Τώρα, ακολουθούμε μια νεαρή, κακοπληρωμένη γυναίκα που διασχίζει το Βουκουρέστι, άυπνη, με το γκάζι διαρκώς πατημένο, για να φέρει εις πέρας μια δουλειά για την εταιρεία της – για να στήσει ένα εταιρικό βίντεο το οποίο με τη σειρά του δε θα είναι παρά μια παραποιητική καταγραφή της αλήθειας. Ο Ζούντε εξερευνά τη ζωή στην εποχή του gig economy, τη σχέση μας με το παρελθόν, τα social media και την εικόνα ως καταγραφή μιας κάποιας εκδοχής της Ιστορίας.
Και μιλά μαζί μας για όλα αυτά και για τόσα ακόμα: Για το πολύ συγκεκριμένο αυτό είδος καπιταλισμού που συναντάς σε αυτές τις χώρες στις παρυφές της ευρωπαϊκής ένωσης, για τον πόλεμο στη Ρωσία, για τον Αριστοτέλη και τον Ούβε Μπολ, για τη Νουβέλ Βαγκ και τα φιλμ προπαγάνδας της περιόδου Τσαουσέσκου. Και, κυρίως, για το σινεμά ως εργαλείο, ως γλώσσα που μπορεί να περιγράψει κάτι το απερίγραπτο. Και για το καθεστώς της εικόνας – κι όλα όσα τον συναρπάζουν (και τον φοβίζουν) σε αυτό.
Θέλω να ξεκινήσω μιλώντας για τον τίτλο της ταινίας. Σκεφτόμουν πόσο ταιριαστό με την εποχή μας είναι το ύφος του τίτλου. «Μην περιμένεις και πολλά από το τέλος του κόσμου». Νιώθω πως αντιπροσωπεύει κάτι από το πώς τα τελευταία χρόνια είναι σα να βιώνουμε ένα εκτεταμένο τέλος του κόσμου, κι αυτό γίνεται καθημερινότητα, σα να μην είναι πια και τόσο μεγάλο ζήτημα. ΟΚ, ο κόσμος τελειώνει αλλά τι να κάνεις κιόλας, πρέπει να τρέξω στην άλλη άκρη της πόλης για ένα deadline.
Ο τίτλος είναι μια ατάκα ενός πολωνού αφοριστή ο οποίος έγραψε πολλές σπουδαίες ατάκες, έξυπνες, με βάθος. Λέει ας πούμε, «είναι πρόοδος αν ένας κανίβαλος χρησιμοποιήσει πηρούνι και μαχαίρι;». Ή ένα άλλο, λέει, «έχω χάσει την πίστη μου στις λέξεις, αλλά η λογοκρισία την ανανέωσε». Ή, «δεν είναι όλοι όσοι πεθαίνουν στην Αγία Ελένη ο Ναπολέοντας».
Οπότε έτσι είναι κι αυτό. «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου». Το αγάπησα γιατί είναι δεν είναι απλά πεσιμιστικό, αλλά έχει και μια ειρωνία μέσα του, που δεν είναι κυνισμός αλλά είναι περισσότερο αποδοχή. Και ξέρω πως το να παραδίνεσαι με αυτό τον τρόπο δεν είναι μια σωστή πολιτική αξία, αλλά κάποιες φορές… δεν ξέρω. Από μια ανθρώπινη σκοπιά, είναι πολύ κατανοητό.
Ναι, έτσι δεν είναι;
Ναι, θα κουραστείς κάποια στιγμή. Και θα πεις, ΟΚ, αυτό είναι.
Εσύ συνήθως νιώθεις νικημένος ή βρίσκεις νέα κίνητρα σε αυτό το σημερινό κλίμα;
Καλή ερώτηση. Έχει να κάνει πολύ με την ηλικία, επειδή για παράδειγμα ακόμα και 10 χρόνια πριν, θα ήμουν πολύ πιο θυμωμένος. Θα είχα μεγαλύτερη εμπλοκή, θα είχα μεγαλύτερη οργή. Ενώ τώρα… φυσικά ακόμα ανησυχώ για τα πάντα. Θέλω να πω, είμαστε τόσο κοντά στη Ρωσία. Ο στρατός του Πούτιν είναι ακόμα εκεί. Μόλις τώρα διάβαζα μια συνέντευξη κάποιου μέλους των μυστικών υπηρεσιών στη Γερμανία που έλεγε πως αν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές, είναι θέμα μηνών η Ρωσία να επιτεθεί σε κάποιο μέλος του ΝΑΤΟ. Πιθανότατα τη Ρουμανία.
Οπότε ξέρεις, διαβάζεις κάτι τέτοιο και λες, τι να πω εγώ τώρα; Τι μπορείς να… Εννοώ, πριν 10 χρόνια θα έτρεμα από το φόβο μου. Τώρα, φυσικά έχω παιδιά, έχω δύο παιδιά και τρέμω για αυτά. Αλλά για μένα προσωπικά; Είναι λιγότερος ο φόβος από ό,τι ήταν παλιά. Φοβάμαι λιγότερο. Είναι επειδή νιώθω κατάθλιψη και νιώθω νικημένος;
«Η σχέση ανάμεσα στις εικόνες και την πραγματικότητα έχει χαθεί πλήρως».
Νομίζω το αντίθετο. Νιώθω πως έχω μια ενέργεια μέσα μου, σχετικά με τη δύναμη του σινεμά. Και κοίτα, δε νομίζω πως το σινεμά μπορεί να κάνει και πάρα πολλά, αλλά πιστεύω πως το σινεμά μπορεί αν μη τι άλλο να περιγράψει πράγματα. Πολύς κόσμος όλο και περισσότερο μιλάει για την τέχνη και τη χρησιμοποιεί ως όπλο. Δεν είμαι ενάντια σε αυτό, απλά έχω πάντα υπόψη μου κι αυτό που έλεγε η Χάνα Άρεντ, πως αν θες πραγματικά να αλλάξεις κάτι πρέπει να μπεις στην πολιτική παρά να κάνεις τέχνη ή να γράφεις βιβλία. Πήγαινε, γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας! Μπορεί να αλλάξεις περισσότερο τα πράγματα από ό,τι με ένα άρθρο σου ή μια ταινία, κλπ. Αλλά την ίδια στιγμή, πιστεύω πως το σινεμά είναι ένα πάρα πολύ δυνατό εργαλείο.
Είναι ακόμα βέβαια; Σόρι που πηδάω από το ένα θέμα στο άλλο αλλά τώρα στις μέρες μας, με τις αλλαγές στην ψηφιακή εικόνα και το ΑΙ και τα deepfakes κι όλα αυτά τα εργαλεία, αρχίζω να μην καταλαβαίνω το καθεστώς των εικόνων σήμερα. Είναι φυσικά βαθύτατα συναρπαστικό. Αλλά και πάλι, όταν σε βλέπω εκεί, κι έχουμε αυτή τη συζήτηση με τις εικόνες μας, το καταλαβαίνω πως είσαι ο Θοδωρής Δημητρόπουλος και δεν είσαι ένα ολόγραμμα ή μια ΑΙ δημιουργία. Αλλά θα μπορούσες να είσαι κι αυτά! Όλο και περισσότερο. Τι είδους κόσμος θα είναι αυτός λοιπόν; Ένας κόσμος όπου η σχέση ανάμεσα στις εικόνες και την πραγματικότητα θα έχει χαθεί πληρως;
Ήθελα να σε ρωτήσω πάνω σε αυτό, για το πώς βλέπεις εσύ τη θέση σου ως κινηματογραφιστή. Όταν είχαμε μιλήσει για το Παλαβό Πορνό μου είχες πει πολλά πράγματα για το TikTok και το πώς είναι ένας νέος τρόπος να κάνεις σινεμά επειδή μπορεί να μπει με ταχύτητα σε γωνίες του κόσμου που το παραδοσιακό σινεμά δε μπορεί ή αργεί να το κάνει. Βλέπεις το σινεμά ως κάτι που έχει μια τέτοια αποστολή; Να αποτυπώσει, να αναλύσει, να θέσει τα πράγματα σε μια συζήτηση;
Ναι, σίγουρα. Όλα αυτά. Και το πιο σημαντικό είναι ότι θα μας δώσει ένα εργαλείο να περιγράφουμε πράγματα τα οποία δεν περιγράφονται με άλλο τρόπο. Οπότε είναι μια ιδέα. Μια παλιά ιδέα, φυσικά. Εξάλλου σκέψου ότι σε παλιές εικόνες και σε παλιές ταινίες μπορείς να βρεις περισσότερες δυνατότητες από τα καινούρια φιλμ. Μιλάω σε κάποιον από την Ελλάδα φυσικά, με βαθιά Ιστορία.
Ας πούμε, κάποιες φορές είναι πιο ενδιαφέρον να διαβάσεις Αριστοτέλη πάνω στην ποιητική της συγγραφής, από ό,τι νεότερους συγγραφείς. Και η Νουβέλ Βαγκ χρησιμοποιούσε το σινεμά για να πει κάτι, πράγματα που η κοινωνιολογία ή η Ιστορία δε μπορούσε. Χρησιμοποίησαν το σινεμά ως ερευνητικό εργαλείο.
Στο μυαλό μου, υπάρχουν δύο διαστάσεις στο πώς προσεγγίζουμε την εικόνα. Το ένα είναι η αναλυτική διάσταση, ας πούμε. Υπό αυτό το πρίσμα, τα πάντα είναι ενδιαφέροντα. Τα πάντα έχει ενδιαφέρον να τα δεις. Προτιμώ κάποια περισσότερο φυσικά, αλλά αν μου πεις να αναλύσω μια σαπουνόπερα ή ένα διαφημιστικό ή ένα βιντεοκλίπ ή κάτι που κυκλοφορεί στο ίντερνετ ή ένα TikTok ή ένα ποδοσφαιρικό ματς στην τηλεόραση, όλα αυτά είναι το ίδιο για ένα αναλυτικό μυαλό.
Αλλά η δημιουργική διάσταση; Εκεί είναι διαφορετικά τα πράγματα επειδή δε μπορείς να κάνεις τα πάντα. Πρέπει να αποφασίσεις αν θα κάνεις αυτή την εικόνα κι όχι εκείνη. Πρέπει να κρατήσεις ένα επίπεδο σε αυτό που κάνεις, να υπηρετείς ένα ιδεατό μοντέλο. Κι ως κάποιον που δημιουργεί εικόνες, αυτό με τοποθετεί σε μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση με την ακαδημαϊκή κοινότητα, που θέλει να αναλύει τα πάντα.
Για παράδειγμα, υπάρχει σήμερα ένα ντιμπέιτ στα πανεπιστήμιά μας, για τη θέση που πρέπει να κατέχουν οι ταινίες που γυρίστηκαν την περίοδο Τσαουσέσκου, που το 90% από αυτές είναι σκατά προπαγάνδα και τίποτα περισσότερο, προφανώς. Αλλά από την πλευρά ενός ιστορικού ή κοινωνονιολόγου ή κάποιου που ενδιαφέρεται για την Ιστορία των ιδεών και των ιδεολογιών, αυτά τα φιλμ είναι πολύ καλά ερευνητικά εργαλεία. Ναι. Αλλά δε μπορώ να τα πάρω ως μοντέλα. Αυτό.
Ήταν αυτό το σκεπτικό που σε οδήγησε στο να χρησιμοποιήσεις πλάνα από την ταινία Angela Goes On του 1981; Δημιουργώντας ένα διάλογο με εκείνη την περίοδο; Είναι ίσως ένας τρόπος να ενωθούν οι δύο διαστάσεις που περιγράφεις παραπάνω;
Είναι λίγο, ναι. Υπό μια έννοια, δεν είναι κάποιο σπουδαίο φιλμ εκείνης της περιόδου. Αλλά είναι γεμάτο ντοκουμέντα. Έχεις απόλυτο δίκιο, γιατί χρησιμοποίησα το αναλυτικό μου μυαλό για να αντλήσω ντοκουμέντα και ιδεολογικές λεπτομέρειες από το φιλμ. Και ανατρεπτικές λεπτομέρειες, κάποιες φορές. Ας πούμε η ταινία λειτούργησε ανατρεπτικά σε σχέση με το καθεστώς, καθώς δείχνει φτωχούς ανθρώπους να περιμένουν σε ουρές. Τέτοια πράγματα. Στα οποία εγώ έριξα την ταχύτητα και τα δείχνω σε αργή κίνηση ώστε να φαίνονται εντονότερα. Οπότε ναι, ήθελα να το χρησιμοποιήσω σαν εργαλείο σύγκρισης. Ήταν σα να έχω έναν αντίπαλο μες στην ίδια την ταινία μου.
Αυτή η ένωση στοιχείων μες στην ταινία είναι συναρπαστική, και γίνεται με έναν πολύ οργανικό τρόπο. Βάζεις αυτά τα διάσπαρτα στοιχεία το ένα δίπλα στο άλλο, το high και το low culture, έχεις τον [σσ. trash γερμανό σκηνοθέτη] Ούβε Μπολ και σκηνές από το Angela Goes On, και TikToks και φορμαλιστικά στοιχεία όπως την τρίτη πράξη του φιλμ [σσ. είναι ένα ακίνητο μονοπλάνο διαρκείας]. Ακόμα και τα πρώτα ⅔ του φιλμ, το 99% των φεστιβαλικών ταινιών θα ήταν ίσως γυρισμένες με έναν πιο αργό, στοχαστικό τρόπο, εσύ το αντιμετωπίζεις σαν ταινία δράσης. Έχει ρυθμό, επαναλήψεις, αγωνία, και είναι πολύ διασκεδαστικό συν τοις άλλοις.
Δεν ξέρω αν μπορώ να περιγράψω το φιλμ μου με αυτούς τους όρους γιατί δεν έχω την κατάλληλη απόσταση. Αλλά αυτό που ξέρω –και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί εδώ με τις λέξεις– είναι ότι αυτά ισχύουν για τον μοντερνισμό στην τέχνη. Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που μπορείς να το βρεις ως PDF στο σάιτ του MoMA, και λέγεται High and Low. Σε αυτό το βιβλίο δείχνουν μέσα από χιλιάδες παραδείγματα το πώς σημαντικά έργα τέχνης, από πίνακες ως γλυπτά, είχαν εμπνευστεί από αυτό που ερεθωρείτο χαμηλή κουλτούρα στην εποχή της, όπως καρικατούρες ή τυπογραφία ή διαφημιστικά ή καρτούν.
«Ζούμε σε μια μετα-ολοκληρωτική καπιταλιστική κοινωνία, στην περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κόσμος λέει απλά “καπιταλισμός”. Αλλά δεν είναι παντού το ίδιο. Αυτές οι ιστορίες δεν συμβαίνουν στην Γερμανία. Δεν συμβαίνουν στη Νορβηγία. Είναι πολύ συγκεκριμένες.»
Πιστεύω πολύ σε αυτό. Αντίστοιχα, για μένα είναι σημαντικό να βλέπω mainstream σινεμά. Το είχε πει κι ο Ριβέτ στα ‘70s. Είχε πει ότι οι άνθρωποι που αρνούνται να δουν mainstream σινεμά δεν αποκτούν αληθινή πρόσβαση στο σινεμά. Οι άνθρωποι που θα έλεγαν δηλαδή στα ‘70s ότι «α, εγώ βλέπω μόνο Μπέργκμαν». Αλλά πρόσεξε. Είπε ότι είναι επίσης σημαντικό και το αντίθετο. Κι οι άνθρωποι που αρνούνται να δουν μια ταινία των Στρομπ-Ουγιέ ή του Γκοντάρ, κι εκείνοι αρνούνται το σινεμά!
Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε και τα δύο. Ακούω κάποιες φορές ανθρώπους να λένε ότι πρέπει να καταναλώνουμε mainstream σινεμά επειδή κι οι μεγάλοι κριτικοί ή οι δημιουργοί της Νουβέλ Βαγκ όπως ο Ριβέτ, τους άρεσε ο Χίτσκοκ και έγραφαν για το mainstream. Και λέω πως ναι, αυτό ισχύει, αλλά εκείνοι έγραφαν και για τις ταινίες που η κουλτούρα θα απέρριπτε τώρα. Όταν ο Γκοντάρ έκανε τις δεκάδες του, μπορεί να έβαζε μέσα μια ταινία του Χάουαρντ Χωκς ή του Τζον Φορντ, αλλά μετά είχε και πειραματικό σινεμά, ή μια ταινία της Σίρλεϊ Κλαρκ.
Είναι πολύ σημαντικό να είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις οπτικές.
Συμφωνώ απολύτως. Και φτάνοντας στην ταινία σου, αναρωτιέμαι πώς όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία μπόρεσες να τα συνθέσεις σε ένα φιλμ. Υπήρχε κάτι σαν αρχική ιδέα που ακολούθησες ή ξαφνικά όλα μαζί συγκρούστηκαν και έγιναν ένα φιλμ; Καταλαβαίνεις τι λέω – μπορείς να περιγράψεις αυτή την ταινία με εφτά διαφορετικούς τρόπους.
Ναι, καταλαβαίνω, είναι καλή ερώτηση επειδή συνήθως όταν ρωτάνε σκηνοθέτες για το πώς ξεκίνησε μια ταινία συνήθως υπάρχει κάποιο σημαντικό πάθος ή μια εμμονή που είχαν για χρόνια. Στην περίπτωσή μου, είναι διάφορα πράγματα.
Πριν πολλά χρόνια, 7-8 χρόνια, αποφάσισα να σταματήσω να δουλεύω για την τηλεόραση και για τη διαφήμιση. Γιατί ένιωθα… ΟΚ, έβγαζα καλά λεφτά, αλλά ένιωθα να προσβάλλεται καθημερινά η ευφυΐα μου. Ήταν ταπεινωτικό. Και απογοητευτικό. Θα πήγαινα να γυρίσω μια διαφήμιση για ένα γιαούρτι ή μια μουστάρδα και ξόδευα μέρες σε αυτό κάθε φορά. Κι αναρωτήθηκα, γιατί σπαταλάω το χρόνο και την ενέργεια και τελικά τη ζωή μου με αυτά τα σκατά και με αυτούς τους ανθρώπους, και να μην κάνω τουλάχιστον κάτι που έχει περισσότερο νόημα για μένα; Είχα φτάσει να τσακώνομαι με ανθρώπους, με τους πελάτες, στο σετ. Οπότε είπα, πρέπει να σταματήσει αυτό.
Αλλά προσπάθησα να έχω κάτι από αυτή τη λογική και στο σινεμά μου. Γι’αυτό έχω πάντα τόσο πολλά, πολλά πρότζεκτ. Πάντα έχω πολλές ιδέες. Έχω φακέλους στον υπολογιστή μου. Συλλέγω ιδέες γιατί ένα από τα πράγματα που πάντα μας δίνουν ενέργεια, από τους σκηνοθέτες μέχρι τους νοβελίστες, είναι το να έχεις ιδέες που θες να πραγματοποιήσεις. Όταν έχω μια ιδέα προσπαθώ να την αναπτύξω, αλλά παίρνει χρόνια. Παρόλο που προσπαθώ να κάνω ταινίες κάθε 1-2 χρόνια, οι ιδέες πάντοτε προλαβαίνουν να γεράσουν. Οι φάκελοι γίνονται μεγαλύτεροι. Οπότε αν αναπτύσσω παράλληλα κάποια πρότζεκτ, με το που βρεθεί δυνατότητα ή χρηματοδότηση για κάποιο, ακολουθώ εκείνο. Δεν θέλω να το κάνω να ακουστεί σαν μισθοφορική δουλειά φυσικά!
Όχι, εννοείται, αλλά ακόμα κι έτσι σίγουρα υπήρχε κάτι που γέννησε αυτή την ιστορία της Άντζελα σε πρώτη φάση.
Έχει να κάνει με τις εμπειρίες που σου έλεγα πριν, με το να δουλεύω όλες αυτές τις δουλειές χαμηλής ιεραρχίας και εισοδήματος. Γιατί έτσι ξεκίνησα. Δεν ξεκίνησα ως σκηνοθέτης, άρχισα πολύ χαμηλά, ήμουν βοηθός παντός τύπου, μετά βοηθός σκηνοθέτη, μετά κάστινγκ, όλα αυτά. Για 5-6 χρόνια δούλευα έτσι. Τώρα που το βλέπω, ήταν σημαντικές εμπειρίες. Αλλά ήταν… ας πούμε μπορεί να ήμασταν για 20 ώρες μες στο κρύο σε ένα δάσος για τα γυρίσματα κάποιας αμερικάνικης b-movie. Η ίδια η δουλειά ήταν μια μορφή εκμετάλλευσης. Αλλά ήμουν νέος τότε και το έβλεπα σαν μια μορφή… αντρισμού ας πούμε.
Ναι, ότι πρέπει και καλά να το περάσεις και να μάθεις, με τον σκληρό τρόπο.
Σαν τον στρατό. Ναι. «Κανένα πρόβλημα». Δουλεύουμε 24 ώρες. Μετά κοιμάσαι δυο ώρες και μετά πάμε ξανά, κι αυτό είναι σινεμά. Ηρωισμός. Αλλά τώρα κοιτώντας πίσω, θεέ μου, αρχικά δεν το πιστεύω ότι επιβίωσα από όλο αυτό. Και συμβαίνει ακόμα. Πριν λίγους μήνες ένας τεχνικός στην ηλικία μου δούλευε σε ένα διαφημιστικό για 24 ώρες, και μετά είχε κι άλλο. Κανονικά έπρεπε να είναι 12 ώρες η κάθε δουλειά. Πήγε στο δεύτερο που επίσης εξελίχθηκε σε ένα γύρισμα 26 ωρών. Και στο τέλος εκείνης της μέρας έπαθε έμφραγμα. Θεέ μου!
«Όταν έχω μια ιδέα προσπαθώ να την αναπτύξω, αλλά παίρνει χρόνια. Προσπαθώ να κάνω ταινίες κάθε 1-2 χρόνια, αλλά οι ιδέες πάντοτε προλαβαίνουν να γεράσουν».
Έτσι συμβαίνει. Πολλά ατυχήματα, πολλά προβλήματα. Κοιτάζω πίσω με τρόμο και λέω, πώς ήταν δυνατόν να δουλεύεις υπό τέτοιες συνθήκες; Πώς; Πώς; Πώς ήταν δυνατόν κι από την οπτική γωνία των παραγωγών και των εταιρειών; Πρέπει να πω ότι στις δικές μας ταινίες, δεν είχαμε ποτέ τέτοιες συνθήκες. Προς τιμήν του παραγωγού μου, που συνεργαζόμαστε. Αλλά γενικότερα, ακόμα κι αν οι χαμηλότερης θέσης εργάτες δεν το αποδέχονται, ξέρεις, κανείς δεν νοιάζεται. Απλά σπρώχνουν και σπρώχνουν και σπρώχνουν.
Κοιτάζοντας λοιπόν πίσω σε αυτές τις εμπειρίες, ένιωσα ότι όχι απλά είναι μια καλή ιστορία να πεις, αλλά κι ότι με κάποιον τρόπο περιγράφει πολύ καλά το είδος της μετα-ολοκληρωτικής καπιταλιστικής κοινωνίας μας σήμερα – μια μετα-κομμουνιστική κοινωνία που βρίσκεται κάπως στην περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί ξέρεις, ο κόσμος λέει απλά «καπιταλισμός». Αλλά δεν είναι το ίδιο. Ο καπιταλισμός στην Ινδία, στο Μπαγκλαντές…
Εντελώς διαφορετικά νήματα.
Είναι διαφορετικό, ναι. Αυτές οι ιστορίες δεν συμβαίνουν στην Γερμανία. Δεν συμβαίνουν στη Νορβηγία. Είναι πολύ συγκεκριμένες. Και δείχνουν πώς είναι στα αλήθεια τα πράγματα.
Από εκεί ήρθε η επιθυμία για αυτή την ταινία. Αλλά στο αφηγηματικό σινεμά ένα από τα καίρια πράγματα είναι να αποφασίσεις το κατά πόσο μια ιστορία ή ένα θέμα, αντιπροσωπεύουν κάτι ευρύτερο από την ίδια αυτή την ιστορία. Μια συχνή παγίδα είναι, όταν ας πούμε οι άνθρωποι λένε «α, κάνε προσωπικές ιστορίες». Ναι, απλά ξέρεις, είναι δύσκολο γιατί δεν είναι σημαντικό κάθε τι που σου συμβαίνει. Μπορεί να είναι σημαντικό στη δική σου ζωή. Έχω πονόδοντο και πήγα στον οδοντίατρο κι ήταν φρικτή εμπειρία. Ναι, εντάξει. Αλλά δε μπορώ να κάνω μια ταινία για αυτό γιατί δε σημαίνει τίποτα για τους άλλους. Είναι πάντα δύσκολο να αποφασίσεις: Είναι αυτή η ιστορία σημαντική; Είναι το θέμα σημαντικό; Δεν ξέρεις ποτέ. Το κάνεις, και μετά το διαπιστώνεις.
Βάσει αυτού που είπες τώρα, προφανώς η κεντρική ηρωίδα είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο μπορούμε να συνδεθούμε, αλλά μεγάλο ρόλο παίζει και το ψηφιακό alter ego της, που σατιρίζει την σεξιστική ρητορική του ίντερνετ. Πώς δημιουργήθηκε αυτό το κομμάτι;
Είναι μια υπέροχη ηθοποιός, αρχικά. Και όσο για το avatar της, έχει ενδιαφέρον επειδή είναι κάτι που δημιούργησε η ίδια 2 χρόνια πριν κάνουμε την ταινία, στη διάρκεια της πανδημίας. Είναι δική της δημιουργία, και κέρδισε τον ρόλο η ίδια μαζί με το avatar της την ίδια στιγμή. Γιατί λέει ότι το χρησιμοποιεί ως μια φεμινιστική κριτική, και συμφωνώ. Αλλά ταυτόχρονα είναι και μια κριτική στις ακραίες καρικατουρίστικες περσόνες γενικότερα. Είναι κάπως πολιτικά ορθό το να είσαι πάρα πολύ πολιτικά μη-ορθός. [γελάει]
Την ίδια στιγμή, είναι τελικά αυτό που λέγαμε πριν. Είμαστε στο ξεκίνημα ενός φαινομένου ψηφιακής δημιουργίας όλων των ειδών. Ή ήμασταν στο ξεκίνημα, τώρα πια έχει αναπτυχθεί. Και ένιωσα την ανάγκη να πω, από την δική μου οπτική: Τι μπορεί να είναι το σινεμά μέσα σε αυτό το ψηφιακό πλαίσιο; Πώς μπορεί να ενσωματώσει όλα αυτά τα πράγματα που βλέπουμε πλέον γύρω μας; Αυτό είναι για μένα το ερώτημα.
Η ταινία Μην Περιμένετε Και Πολλά Από Το Τέλος Του Κόσμου του Ράντου Ζούντε κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.