“REBEL RIDGE”: ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΕΙΧΑΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΜΙΑ ΤΟΣΟ ΚΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΟ NETFLIX;
Σασπένς, αγωνία και διεφθαρμένοι μπάτσοι. Ο σκηνοθέτης του φοβερού “Green Room” επιστρέφει και μας καθηλώνει ξανά.
Αλληλούια: Μια νέα ορίτζιναλ ταινία του Netflix που φτάνει στο #1 των λιστών του και όχι μόνο βλέπεται αλλά είναι και μια από τις καλύτερες ταινίες που μπορεί να δει κανείς αυτή την περίοδο, γενικώς.
Ένα νευρώδες αστυνομικό θρίλερ με κάτι από ορίτζιναλ Ράμπο και κάτι από α λα γούστερν δράμα κοινωνικής και ταξικής αδικίας σαν το Hell or High Water, το Rebel Ridge κυλάει με ένταση και χτίζοντας μια κλιμακούμενη αίσθηση οργής που ανυπομονείς ως θεατής να δεις να εκρήγνυται.
Κι ομολογουμένως, η ταινία παίρνει μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση πάνω σε αυτή την προσμονή και αίσθηση κλιμάκωσης. Όμως πάμε πρώτα λίγο πίσω.
Στην αρχή, ήταν η Αμερική.
ΟΚ, ίσως όχι τόσο πίσω, αν και στο βάθος τους, οι συγκρούσεις που απεικονίζει η ταινία έχουν να κάνουν με κάτι το πολύ δομικό μέσα στο χτίσιμο της Αμερικής. Καθόλου τυχαία, πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια περιοχή της επαρχίας – όχι για να στήσει εύκολα αστεία ή για να κάνει φτηνές πολιτικές γενικεύσεις, αλλά επειδή μέσα σε αυτό το αραιωμένο σκηνικό αναδεικνύεται πιο μεστά η ρίζα της παθογένειας. Μακριά από τη φασαρία, μακριά από τις διασυνδέσεις του αστικού ιστού, αυτό που μένει πίσω είναι κάτι το αρχετυπικό.
Για τον στωικό, αγνό ήρωα που φτάνει σε μια απομονωμένη κωμόπολη, βρίσκοντας εκεί απέναντί του τον σερίφη και τους συνεργάτες του – ένα κλειστό κοινωνικό κύκλωμα, με μια σιωπηλή κατανόηση την οποία έρχεται να διαταράξει ο μυστηριώδης ξένος.
Ο Άαρον Πιερ –σε μια εμφάνιση ικανή να τον κάνει σταρ από τη μια στιγμή στην άλλη– παίζει τον Τέρι Ρίτσμοντ, έναν άντρα από εκείνους τους ικανούς, σιωπηλούς ήρωες του σινεμά που δεν λένε πολλά, απλά θέλουν την ησυχία τους. Στο άνοιγμα του φιλμ ο Τέρι κάνει ποδήλατο ακούγοντας μουσική, όταν ένα περιπολικό τον πλησιάζει, τον πετά από το ποδήλατο, με τους δύο αστυνομικούς (Ντέιβιντ Ντένμαν και Έμορι Κόεν στους ρόλους) να εσναρκώνουν με αμεσότητα το γνωστό εφιαλτικό ρεφρέν: Δύο λευκοί αστυνομικοί που σταματούν έναν μαύρο άντρα στο δρόμο δίχως κανένα λόγο, και μεταφέρουν σε εκείνον όλη την ένταση της σύγκρουσης απλώς επειδή μπορούν.
Γρήγορα γίνεται σαφές πως οι δυο αστυνομικοί στοχεύουν και σε κάτι ακόμα πολύ συγκεκριμένο: Τα μετρητά που κουβαλά μαζί του ο Τέρι, με στόχο να τα καταθέσει στο τοπικό δικαστήριο ώστε να βγει από την κράτηση ο ξάδερφός του. Οι αστυνομικοί βρίσκουν τον τρόπο φυσικά να παρουσιάσουν το όλο σκηνικό σαν φταίξιμο του Τέρι, και να καταγραφούν τα χρήματα ως «ύποπτα για εμπορία ναρκωτικών», οπότε χωρίς να χρειαστεί να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν, του τα κατάσχουν.
Οι δυο τους δεν το γνωρίζουν ακόμα, κι εμείς ως θεατές το υποτευόμαστε, αλλά: Έχουν μπλέξει με τον λάθος τυχαίο περαστικό.
Ο Τέρι είναι ψύχραιμος και νιώθεις καθόλη τη διαδικασία πως γνωρίζει ακριβώς πώς να αντιμετωπίσει την κάθε ψυχολογική και σωματική πρόκληση, ενώ είναι εμφανές πως συγκρατεί τον εαυτό του. Δείχνοντας παράλογη πίστη σε ένα σύστημα που φαίνεται από χιλιόμετρα πως είναι διαλυμένο, επιχειρεί να καταγγείλει τους αστυνομικούς και, έπειτα, να διεκδικήσει τα λεφτά με τυπικούς τρόπους – μέχρι που γίνεται σαφές πως το μεν σύστημα είναι παράλογο και φτιαγμένο με τεράστια περιθώρια εκμετάλλευσης, και οι δε λειτουργεί του, ξέρουν πολύ καλά πώς να εκμεταλλευτούν αυτά τα περιθώρια.
Υπάρχει κάτι το καθηλωτικό στον υπομονετικό τρόπο με τον οποίο η ταινία παρουσιάζει αυτή την σταδιακή εγκατάλειψη της λογικής και της πίστης στους κανόνες. Ο Τζέρεμι Σολνιέ γράφει την ιστορία σαν ένα πολύ αναλυτικό αστυνομικό θρίλερ διαδικασίας και σκηνοθετεί με υπομονή και βεβαιότητα πως μπορεί να εξαντλήσει την υπομονή του θεατή παράλληλα με εκείνη του Τέρι, κάνοντάς μας απόλυτους συμμάχους του. Το Rebel Ridge δεν είναι φυσικά κανένα δείγμα slow cinema, αλλά για το είδος στο οποίο ανήκει, είναι πράγματι πολύ αργό και μεθοδικό, αλλά με απόλυτο έλεγχο του ρυθμού: ξέρει πώς να χτίσει ένταση και θυμό σε κάθε του επιμέρους σκηνή, πώς να σε αφήσει μες στο πλέγμα παραλογισμού και αδικίας πριν δώσει τα μέσα της σύγκρουσης με αυτό.
Ο Τέρι εν τέλει θα έρθει αντιμέτωπος με τον τοπικό σερίφη, Σάντι Μπερν, τον οποίο ο Ντον Τζόνσον παίζει με αβίαστα μοχθηρό τρόπο χωρίς ποτέ να τον κάνει καρτούν. Υπάρχει κάτι βαθιά απειλητικό στον Σάντι, κυρίως όταν αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς συμβαίνει στην περιοχή και ποιος είναι ο ρόλος του. Μέσα σε αυτό τον βούρκο τοπικής διαφθοράς, ο Τέρι συναντά μία απρόσμενη σύμμαχο, την δικαστική λειτουργό Σάμερ ΜακΜπράιντ που παίζει με πολύ ανθρώπινη αβεβαιότητα η ΑνναΣοφία Ρομπ – μπορείς να δεις καθαρά τις πληγές της Σάμερ, τις δεύτερες σκέψεις της, όσα την βαραίνουν αλλά και όσα την κάνουν να πεισμώνει περισσότερο.
Μέσα από την βραδυφλεγή σύγκρουση που ακολουθεί, ο Σολνιέ σχηματίζει μια αλυσίδα ηθικής παράλυσης που έχει εισβάλει στο DNA του ίδιου του κοινωνικού ιστού. Φυσικά και υπάρχει ρατσισμός παντού, από τη στόχευση του Τέρι από τους αστυνομικούς μέχρι το πώς μια μαύρη αστυνομικός είναι σαν υπάλληλος δεύτερης κατηγορίας. Αλλά αυτό είναι απλώς ένα –εμφανές, και ζοφερό– σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος.
Παρακολουθούμε μια μικρή κοινωνία παραδομένη μια γραφειοκρατία που λειτουργεί νωχελικά και άτρωτα υπέρ της απρόσωπης ισχύος. Και παρακολουθούμε μια αστυνομική δύναμη που, ύστερα από αντιδράσεις απέναντι στην ανεξέλεγκτη αστυνομική βία, καταφέρνει να ισχυροποιήσει τη θέση της πλασάροντας μια βιτρίνα αυτο-βελτίωσης και ελέγχου. Όλα αυτά, την ώρα που η ταξικές ανισότητες είναι τέτοιες που ολόκληρη η κοινότητα είναι βυθισμένη χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιεί.
Επί δυο ώρες, παρακολουθούμε ένα σύστημα σε κύκλο αυτοκαταστροφής, ενώ έχει ξεχάσει πως βουλιάζει.
Κι ο Τέρι με τη Σάμερ; Πώς κολλάνε σε μια τέτοια συνθήκη δύο άνθρωποι που αποφασίζουν να κρατήσουν μια ηθική αντίσταση και να γίνουν μέρος της λύσης; Μπορεί να καν να νοηθεί σωτηρία σε μια τέτοια συνθήκη;
Ο Σολνιέ έχει χτίσει μια αξιόλογη καριέρα πάνω σε τέτοιες ιστορίες, με ανθρώπων παγιδευμένων σε κλειστούς (υπό κάποια έννοια) χώρους καθώς παλεύουν με ορδές διαφθοράς, συνήθως χτίζοντας προς κάποιο αιματηρό κρεσέντο. Πιο διάσημα, τον είδαμε να το κάνει στο καλτ θρίλερ Green Room, για μια πανκ μπάντα που βρίσκεται παγιδευμένη με ένα μάτσο ναζί σε ένα απομονωμένο κλαμπ. Εδώ, το κακό παίρνει μια άλλη μορφή, αστυνομικής βίας, διαφθοράς, και τελικά ηθικής.
Η προσέγγιση όμως, διαφέρει στα σημεία. Η βία δεν απουσιάζει κι αυτή τη φορά, αλλά η όλη ιδεολογική σύγκρουση του φιλμ τοποθετείται περισσότερο στις κινήσεις του Τέρι, ο οποίος διαρκώς βρίσκεται σε σταυροδρόμια: Αν θα ασκήσει βία. Αν θα γυρίσει πίσω για να βοηθήσει. Αν θα κυνηγήσει μια υπόθεση ως το τέλος της. Αν θα φύγει. Αν θα κλιμακώσει την ένταση ή αν θα την αποσυμπιέσει. Ή, με έναν απίστευτο τρόπο, αν θα προσπαθήσει να κάνει και τα δύο.
Είναι εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του φιλμ, το γεγονός πως στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο συγκρατημένο ως προς την βία και τα θύματα από όσο του φαίνεται σε μια πρώτη ματιά – κι εδώ υπάρχει μια συγγένεια με το Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα του Τεντ Κότσεφ. Όπως κι εκείνο το φιλμ, έτσι κι αυτό ακολουθεί έναν άντρα παντοτινά διαλυμένο, σε μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση εκτόνωσης και ελέγχου, σε μια ταινία που στην πραγματικότητα είναι απείρως πιο αναίμακτη από όσο υποδεικνύει η φήμη της. (Ο Ράμπο επί της ουσίας δεν σκοτώνει κανέναν σε εκείνο το φιλμ.)
Η κορυφαία σκηνή δράσης του Rebel Ridge έρχεται έξω από το αστυνομικό τμήμα, όταν ο Τέρι έχει πλησιάσει τον Σάντι Μπερν πρόσωπο με πρόσωπο και αρχίζει να του εξηγεί την ακολουθία των σχεδίων ανάγκης, σύμφωνα με τα όσα έμαθε στην εκπαίδευσή του. Μέσα στο τμήμα, οι αστυνομικοί γκουγκλάρουν για να μάθουν πόσο επικίνδυνος είναι τελικά αυτός ο άντρας, και όταν παίρνουν την απάντηση που ψάχνουν, το μόνο που λένε στον Μπερν είναι να φύγει αμέσως από κοντά του – αυτή η πληροφορία αρκεί, και είναι ως σκηνή πολύ πιο αποτελεσματική από ό,τι θα ήταν οποιαδήποτε έξαρση βίας.
Εν τέλει αυτό το αδιέξοδο του Τέρι (και του κάθε Τέρι) είναι δύσκολο να λυθεί, ειδικά όταν τίθεται με τους όρους ενός σινεμά δράσης και εξιλέωσης. Το πρόβλημα του Rebel Ridge είναι πως παραθέτει κάποια πολύ ρεαλιστικά δεδομένα (ο Σολνιέ έκανε εκτεταμένη έρευνα, όχι για να βασιστεί σε κάποια αληθινή ιστορία, αλλά για να γράψει ρεαλιστικά ένα στόρι γύρω από τα κενά εκμετάλλευσης που αφήνει το σύστημα) τα οποία εν τέλει παραδίδει σε μια φαντασία, σε έναν ευσεβή πόθο.
Αλλά ακόμα κι έτσι, και παρά τις «παραχωρήσεις» που κάνει το φιλμ στο ποιους βλέπει τελικά ως Αληθινούς Κακούς, είναι δύσκολο να μη φύγεις από αυτό με μια αληθινή αίσθηση θυμού. Σαν τον ίδιο τον Τέρι, έτσι και η ταινία θέλει να πιστεύει πως μπορεί να διασώσει κάποια πράγματα. Και τελικά αυτό που μένει είναι, μέσα από ένα καθηλωτικά διασκεδαστικό δίωρο σασπένς, ο γλαφυρός τρόπος με τον οποίο σχηματίζει αυτό τον ασφυκτικό κόσμο αδικίας και ανισότητας – και η άρνηση του ήρωά του συμβιβαστεί με αυτόν.
Το Rebel Ridge στριμάρει στο Netflix.