Μαρίνα Σάττι Fotinos Bakrisioris

“ΣΧΕΔΟΝ 40 ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΙΔΙ” – Η ΣΑΤΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ

Μόλις έσκασε το «POP TOO»: Η Μαρίνα Σάττι επιστρέφει με δεύτερο χτύπημα. Με τόλμη, υφολογική πολυγλωσσία και απόλυτη αδιαφορία για το “τι πρέπει”, χτίζει τον δικό της ήχο –ένα υβρίδιο pop, παράδοσης, τρας, θράσους και τρυφερότητας.

11 μήνες μετά το εκρηκτικό «POP», που ταρακούνησε την ελληνική μουσική σκηνή και επαναπροσδιόρισε την έννοια της σύγχρονης pop, η Μαρίνα Σάττι επιστρέφει δυναμικά με το «POP TOO» –ένα άλμπουμ που δεν είναι απλώς η συνέχεια, αλλά η υπέρβαση.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν λίγες ώρες και σε αυτό το κείμενο θα επιχειρήσουμε να δούμε τι θέλει να πει η Μαρίνα Σάττι πίσω από τους στίχους της. Και η αλήθεια είναι ότι θέλει να πει πολλά.

Η δημιουργός που συστήθηκε στο ευρύ κοινό με το πολυσυζητημένο «Ζάρι» και το ανατρεπτικό της πρότζεκτ στη Eurovision, έχει πια καθιερωθεί ως το talk of the town σε όλη τη χώρα –όχι μόνο για τη μουσική της, αλλά και για την αυθεντικότητα, το θάρρος και την καλλιτεχνική της ταυτότητα. Το προηγούμενο άλμπουμ της, «POP», κατάφερε να μπει στα 10 δημοφιλέστερα album παγκοσμίως, ενώ η καλοκαιρινή περιοδεία που ακολούθησε αποθεώθηκε από κοινό και media.

Με το «POP TOO», η Σάττι δεν επαναπαύεται. Αντιθέτως, πατάει γερά στις βάσεις που έχει χτίσει και ανοίγεται σε ακόμα πιο ανεξερεύνητα μουσικά εδάφη. Δέκα κομμάτια, καθένα με το δικό του ξεχωριστό μουσικό DNA, ενώνονται σε μια ενιαία δήλωση: η νέα ελληνική pop έχει φωνή, αισθητική και ουσία. Trap, παραδοσιακά μοτίβα, club vibes, lo-fi μελαγχολία, πρόκληση και αλήθεια –όλα συνυπάρχουν αρμονικά σε έναν δίσκο που τολμά και επιμένει.

Από την εμφάνιση της Σάττι στην Τεχνόπολη Αθηνών / 3 Ιουλίου , 2024 Dimitris Kapantais / SOOC

Το «POP TOO» είναι μια ωδή στη ρευστότητα και μια γροθιά στην κανονικότητα. Δεν είναι απλώς το δεύτερο κεφάλαιο ενός καλλιτεχνικού πειράματος –είναι δήλωση ταυτότητας. Με τόλμη, υφολογική πολυγλωσσία και πλήρη αδιαφορία για το «τι πρέπει», η Μαρίνα Σάττι διαμορφώνει έναν ήχο που δεν υπακούει σε καμία νόρμα –ένα υβρίδιο pop, παράδοσης, τρας, τρυφερότητας και θράσους.

Ο δίσκος είναι ταυτόχρονα αστικός και εσωτερικός, φαντασμαγορικός και ενδοσκοπικός –σαν μια Αθήνα που χορεύει τη νύχτα και στοχάζεται τη μέρα. Μιλά για τη γυναικεία εμπειρία χωρίς να ζητά άδεια, ακουμπά στην παράδοση και τραγουδά για την αγάπη όχι ως ρομαντικό ιδεώδες, αλλά ως κάτι αληθινό, προσωπικό και συχνά επώδυνο.

Αυτή η νέα pop δεν επιδιώκει να αρέσει σε όλους -και αυτό είναι ίσως το πιο ειλικρινές και ριζοσπαστικό που μπορεί να κάνει μια δημιουργός σήμερα. Αν το «POP» του 2024 ήταν το ξεκίνημα μιας μουσικής επανάστασης, το «POP TOO» είναι η στιγμή που η επανάσταση κοιτάζεται στον καθρέφτη και συνεχίζει –πιο ώριμη, πιο άγρια, πιο αληθινή.

Γιατί, τελικά, η pop δεν είναι μόνο ήχος. Είναι στάση. Και η Μαρίνα Σάττι, με το «POP TOO», το δηλώνει ξεκάθαρα: θα κάνει pop με τους δικούς της όρους.

“POP TOO”: ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΤΑ 10 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ

1. Μια τρυφερή αρχή – Η “Ανατολή” της Σάττι ανοίγει τον κύκλο

Το τραγούδι «Ανατολή» είναι μια λυρική εισαγωγή στον κόσμο του POP TOO -ένα κομμάτι που ακουμπά με ευαισθησία την απώλεια, την προσδοκία, την αναγέννηση, τη συνέχεια. Είναι το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα, οι πρώτες αχτίδες του φωτός που ξεπηδούν πίσω από τα σκοτεινά σύννεφα.

Συνδυάζοντας σύγχρονες pop και rock επιρροές με την εσωτερική ένταση που χαρακτηρίζει τη φωνή της Σάττι, η «Ανατολή» δημιουργεί έναν ηχητικό ορίζοντα που μοιάζει να φωτίζει ένα σκοτεινό συναίσθημα.

Οι στίχοι γραμμένοι με απλότητα αλλά γεμάτοι ένταση, μιλούν για την προσμονή και το πέρασμα μέσα από τον πόνο. Είναι η ανατολή όχι μόνο της ημέρας, αλλά και του εαυτού, μετά από απώλεια ή ρήξη.

Η «Ανατολή» ξεχωρίζει για την ειλικρίνειά της και την ικανότητά της να δημιουργεί έναν κοινό τόπο συναισθήματος με τον ακροατή. Είναι από τα πιο ιδιαίτερα και συναισθηματικά κομμάτια του δίσκου -σχεδόν ποιητικό στην απλότητά του.

2. “Lola” – Ένα μπουρλότο στην έμφυλη κανονικότητα

Η «Lola» δεν είναι απλώς ένα τραγούδι. Είναι δήλωση. Είναι ταυτότητα. Είναι μια φωνή που σπάει στερεότυπα, φέρνοντας στο προσκήνιο την εικόνα μιας γυναίκας που αρνείται να συμβιβαστεί με τα κοινωνικά «πρέπει» και την πολιτικά ορθή εικόνα της «καλής κοπέλας».

Ταυτότητα και καταγωγή: Η Μαρίνα Σάττι, με καταγωγή από Ελλάδα και Σουδάν, κάτι που φαίνεται συχνά στη μουσική της –χρησιμοποιεί τη Lola σαν alter ego. Μέσα από αυτή τη μορφή, προβάλλει μια γυναίκα με ελληνική ταυτότητα, αλλά και παγκόσμια στάση. Η Lola είναι οικεία, μεγαλωμένη εδώ, αλλά και αλλού. Ανήκει και δεν ανήκει. Είναι ανήσυχη και ατίθαση.

Κοινωνική κριτική –μια γυναίκα «εκτός σειράς»: «Σχεδόν 40 και δεν έχει παιδί». «Δεν θα με βάλουν σε σειρά, φέρομαι αντικανονικά». Με αυτούς τους στίχους, η Lola απορρίπτει το πρότυπο της γυναίκας που πρέπει να είναι μητέρα, σύζυγος, «στη θέση της». Είναι μια φεμινιστική φωνή, που δεν ζητά έγκριση. Δεν την απασχολεί η κανονικότητα. Προκαλεί και το κάνει συνειδητά.

Αδιαφορία για την κριτική – αποδοχή της σταρ ταυτότητας: Η Lola «νιώθει σταρ», αδιαφορεί για την κριτική.

Η Lola γνωρίζει τη δύναμή της. Ξέρει πως ενοχλεί, αλλά δεν την ενδιαφέρει. Δεν «ζητά συγγνώμη» για την επιτυχία ή τη διαφορετικότητά της. Δεν αυτολογοκρίνεται. Η φράση “Τους έχω κάτσει σαν κόκαλο στον λαιμό” δείχνει ξεκάθαρα τη σύγκρουση με τα media και το γεγονός πως η παρουσία της, η φωνή της, η στάση της είναι απειλητική για όσους δεν αντέχουν το διαφορετικό.

Αντισυμβατικότητα: Μητέρα ή πρότυπο; «Δεν είναι καλό πρότυπο για τα παιδιά». Η Lola δεν προσπαθεί να είναι παράδειγμα σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα. Αυτό από μόνο του είναι πολιτική πράξη. Δεν φτιάχτηκε για να αναθρέψει ή να καθοδηγήσει – φτιάχτηκε για να ταράξει, να εκφράσει, να σπάσει τα όρια του τι σημαίνει “γυναίκα”, “καλλιτέχνιδα”, “Ελληνίδα”.

Η Lola της Μαρίνας Σάττι είναι ένας καθρέφτης για τις γυναίκες που κουράστηκαν να ακούνε «πότε θα κάνεις παιδί;» και «δεν φέρεσαι σωστά». Η Σάττι με αυτό το κομμάτι απαντά πως δεν οφείλει σε κανέναν απολογία για τις επιλογές της. Και το κάνει τραγουδώντας, με έναν ήχο που συνδυάζει έναν σύγχρονο ήχο και μια προκλητική ειλικρίνεια.

3. Ρυθμός, βλέμμα, εξουσία – Η Σάττι ανεβαίνει “Επάνω στο τραπέζι”

Το «Επάνω στο τραπέζι» είναι ίσως το πιο σαγηνευτικό, ρυθμικό και υπαινικτικά ερωτικό κομμάτι του δίσκου. Ένα τραγούδι που παίζει με τη δύναμη του βλέμματος, της πρόκλησης και της γυναικείας παρουσίας, όχι ως αντικείμενο, αλλά ως υποκείμενο που ελέγχει τον χώρο.

Με ρυθμό που θυμίζει πάρτι σε υπόγειο αθηναϊκό club, το τραγούδι χτίζεται πάνω σε ένα beat με νεύρο και attitude. Η Μαρίνα εδώ παίζει: με τα βλέμματα, με τους ρόλους, με τον ρυθμό. Χορεύει πάνω στο τραπέζι -κυριολεκτικά ή μεταφορικά- όχι για να διασκεδάσει, αλλά για να διεκδικήσει χώρο.

Οι στίχοι είναι σύντομοι, κοφτοί, φτιαγμένοι για να μείνουν. Το τραπέζι δεν είναι απλά έπιπλο -είναι βάθρο, είναι statement, είναι τρόπος να πεις “είμαι εδώ” και δεν με κουνά κανείς.

4. “Έλα, Έλα”: Ένας αστικός Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα από μπετόν

Η Μαρίνα Σάττι δεν σταματά να πειραματίζεται. Στο «Έλα, Έλα» συναντά τον Saske και μαζί παραδίδουν μια αστική pop μπαλάντα που φέρνει τον μύθο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας στο τώρα: στις πολυκατοικίες, στις καμένες λάμπες του δρόμου, στα όνειρα που δεν έχουν happy end.

Με ρυθμούς που παντρεύουν την αστική trap κουλτούρα με την συναισθηματική ένταση της εναλλακτικής pop, το κομμάτι φέρνει μια αίσθηση γλυκόπικρου ερωτισμού, σχεδόν εφηβικού, αλλά ντυμένου με τη σοβαρότητα των ενηλίκων που δεν πιστεύουν πια εύκολα στις υποσχέσεις.

Η Σάττι, σε ρόλο σύγχρονης Ιουλιέτας, ενώ ο Saske, σαν ένας ήσυχος, εσωστρεφής Ρωμαίος, ρίχνει σκιές στην αφήγηση, δίνοντας μια αίσθηση πραγματικότητας που γδέρνει. Η αγάπη εδώ δεν είναι παραμύθι -είναι επιθυμία που ματώνει, είναι τσιμέντο και φως μαζί.

Η παραγωγή είναι λιτή αλλά έντονη: πλήκτρα, ambient ήχοι, και urban beats δημιουργούν έναν ήχο σκοτεινό αλλά ελκυστικό, που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στη μοναξιά και την προσδοκία.

Το «Έλα, Έλα» δεν είναι απλά ένα love song. Είναι μια δήλωση για το πώς αγαπούν σήμερα οι νέοι άνθρωποι, σε πόλεις που δεν κοιμούνται, με καρδιές που χτυπάνε χωρίς πρόγραμμα. Είναι το “ό,τι κι αν γίνει, θα σε περιμένω”, ειπωμένο με σύγχρονη αργκό, σε μια γλώσσα γεμάτη αστικά φαντάσματα και ρεαλισμό.

5. “Αυτοκίνητο” – Ένα τραγούδι για όσα δεν προλάβαμε

Το «Αυτοκίνητο» είναι ίσως η πιο μελαγχολική και εσωστρεφής στιγμή του POP TOO. Ένα κομμάτι που μοιάζει με νυχτερινή διαδρομή, σε μια διαλυμένη σχέση, σε μια μνήμη που απομακρύνεται, όπως το φως από τα πίσω φώτα ενός αυτοκινήτου που χάνεται στο βάθος.

Απώλεια και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: «Το για πάντα βουλιάζει», «Ό,τι αγαπάω φεύγει πριν φύγω εγώ». Οι στίχοι μιλούν για υποσχέσεις που δεν κράτησαν, για σχέσεις που έμειναν στη μέση, για ανθρώπους που φεύγουν πριν προλάβουμε να τους αφήσουμε.

«Φεύγει μακριά μου. Χάνεται, καπνός.». Η εικόνα της φυγής εδώ δεν είναι εκρηκτική –είναι υπόγεια, πικρή, σχεδόν αθόρυβη. Σαν κάτι που γλιστράει μέσα από τα χέρια σου χωρίς να το καταλάβεις. Ο «καπνός» είναι το σύμβολο της μνήμης που δεν μπορείς πια να κρατήσεις.

Ηχητική ατμόσφαιρα και μίξη: Η παρουσία του ήχου κατειλημμένης τηλεφωνικής γραμμής λειτουργεί σαν μεταφορά για την αδυναμία επικοινωνίας –μια σχέση που έχει διακοπεί, ένα μήνυμα που δεν φτάνει ποτέ.

Προς το τέλος του τραγουδιού, η μίξη “σπάει” επίτηδες, σαν κάτι να διαλύεται μπροστά μας. Αυτό το τεχνολογικό “λάθος” γίνεται καλλιτεχνικό σχόλιο: η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ τέλεια. Οι αναμνήσεις φθείρονται. Οι σχέσεις χαλάνε. Τα “για πάντα” κόβονται στη μέση.

Το αυτοκίνητο δεν είναι απλώς όχημα, είναι σύμβολο του χρόνου και της απόστασης. Είναι το μέσο που μεταφέρει τη μνήμη μακριά. Το παρελθόν απομακρύνεται όπως ένα αμάξι που παίρνει τη στροφή και χάνεται. Δεν μπορείς να το σταματήσεις. Το μόνο που μένει είναι η μελαγχολία του “σχεδόν” και το ταξίδι μέσα σου.

Το «Αυτοκίνητο» είναι ένα τρυφερό, σκοτεινό κομμάτι, μια ωδή στην απώλεια. Με ήχους που ραγίζουν, με εικόνες που μένουν στο μυαλό, η Σάττι μιλά για το πιο κοινό -και ταυτόχρονα μοναχικό- συναίσθημα: το να βλέπεις κάτι όμορφο να φεύγει και να μη μπορείς να το κρατήσεις.

6. “Μπλουζάκι”- Cool, σαρκαστικό, αληθινό. Η pop του σήμερα και του χθες

Το «Μπλουζάκι» είναι μια έξυπνη, πειραγμένη ποπ δήλωση, με vintage αισθητική που μυρίζει 2000s, αυτοσαρκασμό, αλλά και έντονη ανάγκη για έκφραση και αντίσταση απέναντι στη γελοιοποίηση, στη “δολοφονία” χαρακτήρα.

«Στο μπλουζάκι μου θα γράψω: Σε μισώ», «Ποιος μου λέει τι να κάνω, πότε να ανασάνω»

Με σαρκαστικό τόνο και ειρωνική διάθεση, η Σάττι χρησιμοποιεί το μπλουζάκι σαν πανό προσωπικής δήλωσης. Εκεί γράφει ό,τι δεν λέει φωναχτά. Είναι σαν να φοράει τα τραύματά της, τους θυμούς της, την ειρωνεία της απέναντι σε όσους την κρίνουν ή θέλουν να τη στριμώξουν σε «σωστά» κουτάκια.

«Ο κόσμος πια δεν με χωράει / πίσω απ’ την πλάτη μου γελάει / ο τελευταίος πάντα γελάει».

Η αντίφαση της εποχής –όλοι μιλούν, όλοι γελούν, όλοι κρίνουν, αλλά στο τέλος ο “τελευταίος” γελάει. Είναι μια μορφή καμουφλαρισμένου θριάμβου. Δεν χρειάζεται να φωνάξεις: αν αντέξεις, αν μείνεις, κερδίζεις.

Το τραγούδι είναι γεμάτο πειραματισμούς, σχεδόν ηχητική τρικυμία, που συνοδεύει τον στίχο «τρικυμία στην καρδιά». Τα layers του ήχου παντρεύουν παλιά 00s ποπ/χορευτικά vibes με lo-fi, trap και breakbeats, δημιουργώντας μια σχεδόν αντιπαραδοσιακή ποπ μπαλάντα με electro ψυχή.

Το αποτέλεσμα θυμίζει έντονα ηλεκτρονικό ημερολόγιο, μια μίνι προσωπική επανάσταση μέσα σε ένα κομμάτι που, παρά το χορευτικό του χαρακτήρα, φωνάζει αγωνία, ειρωνεία και απόσταση. Το «Μπλουζάκι» είναι η πιο cool απόρριψη όλων όσων προσπαθούν να ορίσουν ποια είσαι. Είναι ένας ήχος της γενιάς που δεν συμβιβάζεται αλλά ούτε και καταρρέει -απλώς γράφει επάνω στο μπλουζάκι της, χορεύει πάνω στο πρόβλημα και προχωράει. Μια pop εικόνα για όλα αυτά που δε λέγονται, αλλά φοριούνται περήφανα.

7. “Καβουράκια” – Μαρίνα Σάττι & Locomondo σε ένα reggae καλοκαιρινό πανηγύρι

Τα «Καβουράκια» είναι το πιο ανάλαφρο και καλοκαιρινό κομμάτι του POP TOO. Ένα ντουέτο με τους Locomondo που παντρεύει πολλούς, διαφορετικούς ήχους με reggae vibes, δημιουργώντας ένα κομμάτι που μοιάζει να ξεπήδησε από καλοκαιρινό πανηγύρι… σε νησί των Κυκλάδων, με δυναμικό attitude και τσιλ αέρα.

Ποίηση του καλοκαιριού: «Να ‘χα ένα καΐκι μικρό, να αρμενίζω το Αιγαίο».

Η εικόνα είναι απλή, σχεδόν παιδική –αλλά αυθεντική. Η ανάγκη για ελευθερία, για απλότητα, για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Το «Καβουράκι» είναι ο παράξενος καπετάνιος της ψυχής που μας οδηγεί σε ένα καλοκαίρι χωρίς άγχη, χωρίς ρυθμό, χωρίς πρόγραμμα.

Αυτό το τραγούδι χτίζει έναν ήχο-καρτ ποστάλ: ήχος από κύματα, κιθάρες με ρέγκε ελαστικότητα, φωνητικές γραμμές που μπλέκουν παραδοσιακά μοτίβα με χαλαρή ερμηνεία, σαν κουβέντα στην παραλία.

Το «Καβουράκι» είναι μια ανάσα. Μια επιστροφή στο σώμα, στο φως, στην ανεμελιά. Μια απόδραση από την πίεση και την πόλη. Αν είχε χρώματα, θα ήταν γαλάζιο, άσπρο και ροζ.

Αυτό το κομμάτι δεν ακούγεται. Απλά το ζεις. Σε ένα νησί τον Αύγουστο. Με ένα μπλουζάκι βρεγμένο απ’ τη βουτιά, μια φέτα καρπούζι στο χέρι, μπύρα στο άλλο, τα πόδια στην άμμο και το ηχείο να παίζει.

Τα «Καβουράκια» είναι το soundtrack του ελληνικού καλοκαιριού -όχι αυτού της γυαλιστερής καρτ ποστάλ, του καλοκαιριού των άλλων: λίγο ραστώνη, λίγο reggae, λίγο παλιό νησιώτικο, πολλή αλμύρα και χαμόγελο. Είναι μια ωδή στην απλότητα και στη χαρά τού να μη σε νοιάζει τίποτα. Και στο τέλος, αυτό δεν είναι το πιο ριζοσπαστικό πράγμα;

8. “Bye Bye” – Η Μαρίνα Σάττι και ο Νέγρος του Μοριά λένε αντίο με γροθιά

Το «Bye Bye» είναι μια αστική κραυγή απελευθέρωσης. Ένα μουσικό αντίο όχι απλώς σε έναν άνθρωπο, αλλά σε ένα σύστημα σχέσεων, συναισθημάτων και πραγματικοτήτων που πνίγουν, εξαντλούν και τελικά… μας εξαγριώνουν.

«Ό,τι δεν ξαναγυρνάει, ας το αφήσουμε γιατί πονάει».

Η Σάττι λέει αντίο όχι με μελαγχολία, αλλά με γροθιά. Δεν παρακαλά. Δεν νοσταλγεί. Αντιθέτως, κλείνει την πόρτα και συνεχίζει. Το τραγούδι γίνεται πολιτική και συναισθηματική πράξη αντίστασης, και βρίσκει ιδανικό σύμμαχο τον Νέγρο του Μοριά, που έρχεται με την ωμή, ποιητικά άγρια ενέργεια του δρόμου.

Εδώ, η αγάπη και η κοινωνία συναντιούνται. Ο πόνος της αγάπης μπλέκεται με τον πόνο της ταυτότητας, της έντασης, του “δεν αντέχω άλλο”. Είναι ένα κομμάτι που πατάει πάνω στην έκρηξη και την κάνει ήχο.

Επιθετικό, στιβαρό, επίκαιρο. Η μίξη βαριά, με beats που θυμίζουν ερημωμένα σοκάκια πόλης. Οι στίχοι γεμίζουν τα κενά με ένταση, συναίσθημα και οργή. Είναι μια προσευχή και μια κατάρα μαζί, και αυτό είναι που το κάνει τόσο ηλεκτρισμένο.

Το «Bye Bye» είναι το τραγούδι που δεν ζητά συγγνώμη και δεν κοιτά πίσω. Είναι μια εξομολόγηση, με λόγο που γίνεται ρυθμός και μια Σάττι που βρίσκει στο “όχι” τη δύναμη να ξαναγεννηθεί. Ένα ντουέτο που δεν είναι “απλά” συνεργασία -είναι σύγκρουση και απογείωση μαζί.

9. “IGaga!” – Ένα ποπ πείραμα από το μέλλον

Το «IGaga!» είναι ένα τραγούδι που μοιάζει να γράφτηκε σε ένα λαμπερό glitch σύμπαν, μέσα σε ένα laptop με υπερφόρτωση μνήμης, όπου η pop, η τεχνολογία και η παράνοια μπλέκονται χωρίς φίλτρο.

Ήχος τεχνητός, σχεδόν AI. Το τραγούδι είναι σχεδόν ρομποτικό –γεμάτο πλαστικούς, βιομηχανικούς ήχους που ακούγονται σαν να βγήκαν από μια εφαρμογή παραγωγής μουσικής με τεχνητή νοημοσύνη. Είναι ο ήχος του φτιαχτού, του pop φαινομένου ως προϊόν, ίσως και μια ειρωνική ματιά στην εμπορευματοποίηση της μουσικής.

Αγγλικά και ελληνικά στίχοι εναλλάσσονται άναρχα, σχεδόν σαν pop χωρίς ταυτότητα — ή με πολλαπλές ταυτότητες.

Το χάος του καλοκαιριού – ή της εποχής; Το κομμάτι έχει τόνο καλοκαιρινό, αλλά με μια παράξενη υφή: δεν είναι το νησί και το καρπούζι. Είναι καλοκαίρι σε ένα ψηφιακό καρναβάλι, σε ένα πάρτι που δεν τελειώνει, αλλά κάπου δεν σε χωράει κιόλας.

Ο ήχος είναι χαοτικός, layered, με απότομες αλλαγές, σαν να πειράζει διαρκώς τον εαυτό του. Σαν να μη θέλει ποτέ να είναι ευκολοχώνευτο. Ένα πείραμα περισσότερο, παρά ένα «τραγούδι» με την κλασική έννοια.

10. “POP (All the voices in my head)” (feat Tso) – Η Σάττι κάνει logout απ’ την κανονικότητα

Το τελευταίο κομμάτι του POP TOO δεν είναι τραγούδι με την κλασική έννοια, είναι μια ηχητική παράσταση, μια ειρωνική ματιά στην ίδια την έννοια της pop, ένα ψηφιακό μανιφέστο με τρέλα, χιούμορ και αιχμές. Είναι η Μαρίνα σε πλήρη αποδόμηση του εαυτού της, αλλά και σε πλήρη έλεγχο.

Troll & viral: «Αν ήμουν άντρας, θα με λέγαν rockstar». Από τις πρώτες γραμμές, η Σάττι πετάει το γάντι στην έμφυλη αντίληψη της επιτυχίας. Το κομμάτι τρολάρει ό,τι την έχει σχολιάσει: το φύλο της, το στυλ της, την καλλιτεχνική της ταυτότητα, ακόμα και τα memes γύρω από το όνομά της. Και το κάνει όχι με οργή, αλλά με χιούμορ.

Μουσικό remix της πραγματικότητας: Δημοτικός ήχος, samples από TikTok, σκόρπιες trash αναφορές, παράδοση μπλεγμένη με beat που θυμίζει σεκάνς από meme compilation.

Το τραγούδι είναι αχταρμάς με πρόθεση. Ένα mixtape της ελληνικής pop ψύχωσης, με ταυτόχρονη αναφορά στον προηγούμενο δίσκο της (POP) αλλά και στην τρέλα της έκθεσης. Μοιάζει με όλα όσα σκάνε στο κεφάλι της -και όλα όσα της πετάνε οι άλλοι. Όπως λέει και ο τίτλος: All voices in my head.

«Μαρίνα, κλέβουν την κάρτα του πατέρα σου» –από TikTok meme σε μουσική, ο αυτοσαρκασμός χτυπάει κόκκινο.

Σχόλιο ή παραλήρημα; Και τα δύο. Το «POP» είναι ό,τι μας θυμώνει, μας κουράζει και μας προκαλεί, Είναι εδώ, χωρίς φίλτρο, χωρίς φτιασίδια. Μόνο pop στη μορφή που την αξίζουμε: τρελή, ειλικρινή, καθόλου “καθωσπρέπει”.

Το «POP» είναι η τέλεια κατακλείδα για έναν δίσκο που δεν ζητά συγγνώμη για τίποτα. Ένα voice collage του σήμερα. Μια pop για την Ελλάδα του TikTok, της πατριαρχίας, της κρίσης ταυτότητας και του «δεν καταλαβαίνω τι ακούω -αλλά κάπως το νιώθω».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα