Vianney Le Caer/Invision/AP

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΟΝ ΜΠΕΙΚΕΡ, Ο ΦΕΤΙΝΟΣ ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ

Τι είναι το βραβευμένο Anora, γιατί είναι τόσο σημαντικός ο σκηνοθέτης του, και μια συζήτησή μας μαζί του πάνω στην αξία του ανεξάρτητου σινεμά και των ιστοριών του.

Τον Σον Μπέικερ τον γνωρίσαμε από κοντά πριν σχεδόν μια δεκαετία, όταν οι Νύχτες Πρεμιέρας παρουσίασαν μια ρετροσπεκτίβα στο ήδη σημαντικό αν και εν πολλοίς άγνωστο, ως τότε έργο του. Αφορμή είχε σταθεί το Tangerine, η θρυλική «ταινία που γυρίστηκε με ένα iPhone», εμβληματική του αγνά ανεξάρτητου τρόπου με τον οποίον κάνει σινεμά ο Μπέικερ, τρυπώνοντας σε γωνίες του περιθωρίου που το Αμερικάνικο Όνειρο πάντα αφήνει απέξω.

Ο Μπέικερ είναι ο πρώτος αμερικάνος σκηνοθέτης που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών από τον Τέρενς Μάλικ το 2011 (για το Δέντρο της Ζωής), αλλά υπάρχει κάτι που τον διαχωρίζει από τους περισσότερους ομοεθνείς του που έχουν κερδίσει το βραβείο στο παρελθόν. Δουλεύει εντελώς εκτός κεντρικών οδών χρηματοδότησης, και σε ταινίες δίχως σταρ, συνήθως με πλειάδα ερασιτεχνών ηθοποιών. Ακολουθεί ζωές και ιστορίες του περιθωρίου, ακολουθώντας για μεγάλο διάστημα τους ανθρώπους και τις ζωές τους, λέγοντας ιστορίες από την δική τους οπτική, με ευαισθησία, καρδιά, ειλικρίνεια, αλλά και με σκοτάδι.

Είναι ακριβώς αυτό που θέλει κανείς από το ανεξάρτητο σινεμά, ταινίες προσωπικές, με κότσια, παρότι (ή ίσως ακριβώς επειδή) είναι γυρισμένες με μηδαμινά μέσα. Και οι οποίες, ταυτόχρονα, έχουν πράγματα να πουν για τον κόσμο γύρω μας, φωτίζοντας τις όχι πάντοτε προφανείς γωνιές του. Ας πούμε το Take Out του 2004, το οποίο ο Μπέικερ γύρισε μαζί με την μόνιμη συνεργάτιδά του Σι-Τσινγκ Τσου, είναι μια μοντέρνα περίπτωση ακραία verite σινεμά, που ακολουθεί μια τυπική μέρα ενός Κινέζου μετανάστη δίχως χαρτιά στη Νέα Υόρκη, ο οποίος δουλεύει σε ντιλιβεράδικο και προσπαθεί να βγάλει σε μια μέρα τα λεφτά της δόσης που χρωστάει στον λαθρέμπορο που τον έβαλε στη χώρα.

Ο Σον Μπέικερ παραλαμβάνει τον Χρυσό Φοίνικα από τα χέρια του Τζορτζ Λούκας, στην τελετή λήξης του 77ου φεστιβάλ Καννών. Andreea Alexandru/Invision/AP

Στο Prince of Broadway ένας πωλητής προϊόντων-μαϊμού στους δρόμους της Νέας Υόρκης βλέπει τη ζωή του να περιπλέκεται όταν μαθαίνει πως έχει έναν γιο τους οποίου την ύπαρξη αγνοούσε. Στη Starlet μια νεαρή κοπέλα αναπτύσσει φιλία με μια γηραιότερη γυναίκα όταν βρίσκει λεφτά σε ένα από τα αντικείμενα που εκείνη πουλούσε για να επιβιώσει. Στο Tangerine ακολουθεί την άλλοτε αστεία άλλοτε θλιμμένη μέρα μιας transgender συνοδού που βγαίνει από τη φυλακή και μαθαίνει πως ο φίλος της την απατούσε. (Ένας κριτικός το περιέγραψε ως «αν ο Πέδρο Αλμοδόβαρ γύριζε ριμέικ του Crank» και η ταινία είναι ακριβώς όσο τέλειο ακούγεται αυτό.)

Οι ταινίες του Μπέικερ είναι εντελώς ανθρώπινες, εντελώς ανεξάρτητες, και εντελώς κοινωνικές. Αλλά με έναν τρόπο που φέρνει τους outsider ήρωές του στο προσκήνιο. Γυρισμένες με τα απολύτως απαραίτητα μέσα (ειδικά στην αρχή της καριέρας του, καθώς τώρα επιτέλους μπορεί να γυρίζει σε φιλμ όπως πάντα ήθελε), με ολιγομελή συνεργεία, με iPhone, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, με ό,τι χρειαστεί.

Το δρόμο του στις Κάννες τον βρήκε αργά και σταθερά, φτάνοντας στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών με την 6η του ταινία, το κλασικό πια Florida Project, που έγινε και το μεγάλο breakout του. Ήταν η πρώτη του ταινία που πήρε διανομή στην Ελλάδα (και, υποθέτουμε, και σε πολλές ακόμα χώρες), λατρεύτηκε από κοινό και κριτική και έφτασε μέχρι και τα Όσκαρ, με την υποψηφιότητα του Γουίλεμ Νταφόε. Η επιτυχία του φιλμ προφανώς ήταν και η τελευταία διαβεβαίωση που χρειαζόταν πριν οι Κάννες του δώσουν επιτέλους την «προαγωγή» στο επίσημο Διαγωνιστικό με την 7η πια ταινία του, το Red Rocket, ένα τρομερά σκληρό και τολμηρό φιλμ, που δεν κυκλοφόρησε καν στην Ελλάδα. (Το είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας.)

Με το Anora επιστρέφει στις πιο κωμικές και σπαρταριστές αφηγήσεις όπως ήταν εκείνη του Tangerine, όμως πάλι δίνει τον κεντρικό ρόλο σε μια σεξεργάτρια ηρωίδα (εξάλλου στον ευχαριστήριο λόγο του αφιέρωσε τον Φοίνικα στους/στις σεξεργάτες/τριες), καταφέρνοντας να αποδώσει μια τρομερά διασκεδαστική ιστορία μέσα όμως στην καρδιά του αποτελειωμένου αμερικάνικου ονείρου, με ένα υπέροχο φινάλε.

Υπάρχει λοιπόν κάτι πολύ γλυκό σε αυτή τη βράβευση, που ήρθε από τα χέρια της Γκρέτα Γκέργουιγκ, πρόεδρο της επιτροπής στις Κάννες. Η Γκέργουιγκ, πριν γυρίσει τη μεγαλύτερη ταινία του κόσμου πέρσι, το Barbie, υπήρξε κι εκείνη μια σκηνοθέτης και ηθοποιός με ρίζες στο ανεξάρτητο σινεμά, και δη στο mumblecore, εκείνο το κίνημα αυτοσχεδιαστικού, no budget σινεμά από το οποίο προήλθαν δημιουργοί όπως τα αδέρφια Σάφντι (Uncut Gems), ο Μπάρι Τζένκινς (Moonlight) και φυσικά η ίδια.

Η εκτίναξη του Μπέικερ στον Χρυσό Φοίνικα είναι ένας θρίαμβος για το αληθινό, ουσιαστικό ανεξάρτητο σινεμά, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει στο αμερικάνικο σινεμά άλλος σκηνοθέτης σαν τον Σον Μπέικερ μες στον 21ο αιώνα.

ANORA: ΕΝΑ ΣΚΡΟΥΜΠΟΛ PRETTY WOMAN ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Γράψαμε για το Anora στην ανταπόκρισή μας από τις Κάννες:

Η σεξεργάτρια Άνι γνωρίζει νεαρό Ρώσο με ανεξάντλητο χαρτζιλίκι από τον πατέρα του και γρήγορα παθιάζονται τόσο πολύ μεταξύ τους που παντρεύονται στη στιγμή. Όταν ο πατέρας του νεαρού στείλει τα πρωτοπαλίκαρά του να ακυρώσουν τον γάμο ακολουθεί ένα ξέφρενο κυνηγητό από τη Νέα Υόρκη στο Λας Βέγκας, στη διάρκεια του οποίου η Άνι θα αποδειχθεί ο πιο άφοβος αντίπαλος που περίμεναν ότι θα αντιμετώπιζαν ποτέ οι μπράβοι.

Ο βασιλιάς του αγνού αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά του σήμερα, Σον Μπέικερ (The Florida Project), επιστρέφει στο Διαγωνιστικό των Καννών μετά το εντυπωσιακό (και εντυπωσιακά σκληρό) Red Rocket που ποτέ δεν βρήκε διανομή στη χώρα μας. Αυτή τη φορά όμως οι ορέξεις του τον φέρνουν περισσότερο κοντά σε κάτι σαν το Tangerine (την ταινία που τον έκανε γνωστό στη σινεφίλ κοινότητα), με μια ξέφρενη σκρούμπολ περιπέτεια που ακολουθεί αποφασισμένες ηρωίδες σε απολαυστικές περιπέτειες στα περιθώρια του κοινωνικού ιστού.

Την Άνι παίζει η Μάικι Μάντισον, που είναι από εκείνα τα πρόσωπα που δεν ξεχνάς ακόμα και σε μικρούς ρόλους – θα τη θυμάστε από το Κάποτε… στο Χόλιγουντ του Ταραντίνο ή από το Scream του ‘22– και στην οποία ο Μπέικερ εμφανώς είδε κάτι με απείρως μεγαλύτερη δυναμική. Εδώ δίνει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες των Καννών, τρέχοντας, φωνάζοντας, παλεύοντας, αλλάζοντας διαρκώς mood, χρησιμοποιώντας το σώμα της, παίζοντας μια ηρωίδα ρομαντικής σλάπστικ περιπέτειας, σαν μια κλασική Pretty Woman με ένα άγγιγμα Λιούμπιτς όπου όμως τα πάντα (ή ένταση, η ταχύτητα, οι ήχοι, τα χρώματα) έχουν εκτιναχθεί στο 11.

Ο Μπέικερ γράφει, σκηνοθετεί και μοντάρει ένα σπαρταριστά αστείο και όμορφο παραμύθι χωρίς πρίγκιπα κάπου έξω από το αμερικάνικο όνειρο, για μια νεαρή γυναίκα που δεν έχει ποτέ το περιθώριο να κάνει μια στάση, να πάρει ανάσα, και να συνειδητοποιήσει τι είναι όλα αυτά που ποτέ δεν –θα μπορούσε να– είχε. Κάθε επιμέρους επεισόδιο είναι από μόνο του είναι μια φανταστική κωμική περιπέτεια, κι αν και όλα μαζί ομολογουμένως δημιουργούν μια ταινία ελαφρώς πιο φουσκωμένη από το ιδανικό, στο τέλος τόσο η ταχύτητα και το χιούμορ όσο η φοβερή Μάντισον και το συγκλονιστικό φινάλε του φιλμ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αντίστασης. Ο Σον Μπέικερ γενικώς μέτρια ταινία στη ζωή του δεν έχει κάνει, αλλά αυτή είναι η πιο ορμητική και διασκεδαστική από όλες του ως τώρα.

ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΟΝ ΜΠΕΪΚΕΡ, 10 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ

Ο Σον Μπέικερ στον Ιανό, τον Σεπτέμβριο του '15 για τις Νύχτες Πρεμιέρας. Βαγγέλης Πατσιαλός

Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτης βρέθηκε καλεσμένος των Νυχτών Πρεμιέρας το 2015 για μια ρετροσπεκτίβα του ως τότε έργου του – μέχρι δηλαδή και το Tangerine, και πριν οι ταινίες του ταξιδέψουν πια στις Κάννες. Τότε είχαμε καθίσει μαζί του για να συζητήσουμε αναλυτικά τις αξίες του δικού του ανεξάρτητου σινεμά, και το πώς ξεκίνησε (και πώς συνέχισε να υπηρετεί) το να λέει ιστορίες για ήρωες του περιθωρίου, από την δική τους οπτική. Από το μπάτζετ των 3.000 δολαρίων μέχρι τον Χρυσό Φοίνικα η απόσταση είναι 20 χρόνια (κι ένας ολόκληρος κόσμος) αλλά τα όσα είχαμε συζητήσει τότε με τον Σον Μπέικερ είναι ακόμα ζωτικής σημασίας στο σινεμά (του). Αυτή είναι η κουβέντα μας από το 2015.

Πρέπει να σου πω, το Take Out – ΟΚ, και το Tangerine φοβερό ήταν, αλλά είδα προχτές το Take Out και με τρέλανε.
Η Σι-Τσινγκ μου είπε ότι η προβολή πήγε πολύ καλά και χάρηκα γιατί η ταινία είναι τώρα 11 ετών και το να ξέρεις πως το κοινό μπορεί ακόμα να συνδεθεί… Εννοώ υπάρχουν πράγματα σαν κάτι κινητά, κάτι ταμπέλες κλπ αλλά νομίζω είναι ακόμα πολύ σύγχρονο. Και χαίρομαι που μου μιλάς για αυτή την ταινία. Και που το κοινό συνδέθηκε.

Δεν υπάρχει κάτι προφανές που να προδίδει την ηλικία της ταινίας και μάλιστα το ζήτημα που διαπραγματεύεται παραμένει πολύ επίκαιρο, με το προσφυγικό κύμα στην Ευρώπη.
Ναι, το γνωρίζω καλά. Και πάντα συνέβαινε, πάντα ήταν επίκαιρο, πάντα υπήρχαν παρεμφερή ζητήματα σε όλες τις χώρες. Και ξαφνικά σήμερα στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ ας πούμε κηρύσσει τον πόλεμο στους μεξικάνους εν μια νυκτί. Δημιουργεί ένα νέο πεδίο πολέμου. Τελοσπάντων, ήταν κάτι που η Σι-Τσινγκ κι εγώ μάθαμε σε αρκετό βάθος καθώς φτιάχναμε εκείνη την ταινία. Το Take Out μας άνοιξε τα μάτια. Έπρεπε να μελετήσουμε σε βάθος, να γνωρίσουμε καλά την κατάσταση, και ό,τι συμπεριλαμβάνει το μεταναστευτικό θέμα. Ήταν μια εκπαιδευτική εμπειρία.

Πώς διαλέξατε αυτό το θέμα; Ρωτάω γιατί νομίζω πως είναι μια πολύ κοινωνικά ενσυνείδητη ταινία αλλά χωρίς σε κανένα σημείο να νιώθεις πως κάνει κήρυγμα στον θεατή. Δίνει τα πάντα μέσα από μικρά επεισόδια της καθημερινότητας.
Μέναμε πάνω από ένα Κινέζικο εστιατόριο τότε. Αρχικά μας κίνησαν το ενδιαφέρον οι άντρες που κάθονταν στα σκαλάκια περιμένοντας να έρθουν οι νέες παραγγελίες. Είναι σημαντικό γιατί πρέπει να ενδιαφερθείς αρχικά σε ένα προσωπικό επίπεδο πριν αρχίσεις να μιλάς για το ζήτημα. Στο Prince of Broadway ας πούμε, μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους σε εκείνη την περιοχή, πολλούς μετανάστες δίχως χαρτιά από τη Γκάνα. Μάθαμε πολλά για την ιστορία τους. Όπως και στο Tangerine, μιλήσαμε με τις γυναίκες εκείνες της περιοχής, για τις προσωπικότητές τους, την καθημερινότητά τους. Πρώτα τα μικρά τους προσωπικά ζητήματα πριν τα ευρεία κοινωνικά.

Για το Take Out επηρεαστήκαμε πολύ από το A Single Girl του Μπενουά Ζακό, απλά δηλαδή μια μικρή ταινία με τη μέρα ενός κοριτσιού και τι περνάει από το μυαλό της. Θα εφαρμόζαμε αυτή τη δομή και θα εστιάζαμε σε μια μέρα ενός ντελιβερά, αλλά θα το κάναμε μια ιστορία για τη Νέα Υόρκη. Θα δείχναμε αποσπάσματα από τις ζωές των πελατών του ντελιβερά, μες στα διαμερίσματά τους.

Όμως όταν αρχίσαμε να εξερευνούμε τις ζωές αυτών των ανθρώπων που δουλεύουν αυτή τη δουλειά υπό αυτές τις συνθήκες, όλα όσα τραβάνε, η ιστορία κάπως τούμπαρε κι έγινε για αυτόν τον πρωταγωνιστή, επειδή δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτό το θέμα. Ήταν υπερβολικά σημαντικό για να το αγνοήσουμε. Όσα περισσότερα ακούγαμε για την καθημερινότητά τους τόσο χανόμασταν στον κόσμο τους. Δε ξέρω αν βγάζει νόημα.

Βγάζει. Έτσι όπως ακούω την αρχική περιγραφή, όχι ότι υπάρχει κάτι κακό με εκείνη την ταινία που περιγράφεις, αλλά ακούγεται σαν ένα εκατομμύριο άλλες ταινίες που έχουμε δει για τη Νέα Υόρκη, που θα κοίταγαν τον ντελιβερά ως outsider. Στο Take Out το σημαντικό ήταν το point of view που ανήκει σε αυτόν. Χτίζει ένα μικρό σύμπαν γύρω του.

Έτσι ακριβώς. Και ο τρόπος που εξελίχθηκε αυτή η ταινία ουσιαστικά κατηύθυνε και όλες τις υπόλοιπες που κάναμε μετά.

Ναι, και το Tangerine με τον ίδιο τρόπο σε βάζει στη θέση των ηρωίδων του.
Και ομοίως οι άλλες δύο ενδιάμεσες. Είναι αυτό ακριβώς που λες, πώς το point of view φεύγει μακριά από τον outsider στις περισσότερες ταινίες. Αυτό τείνουν να κάνουν πάντοτε στο Χόλιγουντ. Αναλογίζονται ποια είναι η ουδέτερη περσόνα της κάθε ιστορίας, που εκπροσωπεί τον γενικό πληθυσμό και βάζουν αυτή την περσόνα ως τα μάτια μας σε αυτό τον κόσμο, αντί για κάποιον που προέρχεται όντως από αυτό τον κόσμο.

Και είναι και αστείο επειδή με έχουν προσεγγίσει κιόλας για να κάνω κάτι στην τηλεόραση, αλλά είναι πάντα μια ιστορία από την οπτική του μεσήλικα λευκού ευκατάστατου άντρα που κοιτάει έναν περίεργο, διαφορετικό κόσμο. Και είναι πάντα, μα πάντα αυτό. Αλλά το έχουμε δει αυτό. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που βλέπουμε στο αμερικάνικο σινεμά εδώ και δεκαετίες.

Είναι ο λευκός που σώζει τους μαύρους, ο στρέιτ που ‘καταλαβαίνει’ τους transgender.

Ναι, ναι.

Υπό αυτή την έννοια οι ταινίες σου δεν έχουν πάντα τα ευκολότερα θέματα. Πώς διαλέγεις κάθε φορά τις θεματικές σου;
Το κλειδί είναι να βρίσκεις την παγκόσμια, κοινή ιστορία που κρύβεται εκεί. Το Take Out είναι κάπως συγκεκριμένο, καθώς μιλάει για το χρέος προς τον λαθρέμπορο, αλλά και πάλι προσπαθήσαμε στο τέλος να το κάνουμε για μια οικογένεια που λείπει, και για τη φιλία και την συναδελφικότητα. Αλλά νομίζω οι υπόλοιπες ταινίες μας είναι πάντοτε για κάτι κοινό και παγκόσμιο, θέματα που που μπορούν να συμβαίνουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Εδώ, στην Αφρική, στην Ανταρκτική.

Το Prince of Broadway μιλάει για το πώς αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα, τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Το Starlet είναι για το πώς αντιμετωπίζουμε την απώλεια και τη φιλία. Το Tangerine είναι για τη φιλία, την απιστία, την αδελφικότητα. Προσπαθώ πάντα να βρίσκω θεματικές σε κάθε ιστορία με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί οποιοσδήποτε άνθρωπος, οπουδήποτε στον κόσμο. Νομίζω είναι ο μόνος τρόπος που σου επιτρέπει να συνδεθείς με έναν χαρακτήρα τον οποίο δε γνωρίζεις καλά και δε φανταζόσουν ποτέ πως θα γνώριζες. Οι κοινές επιθυμίες.

Και σε ποιο σημείο της διαδικασίας αποφάσισες πως οι ηρωίδες του Tangerine θα ήταν trans;
Το μέρος στο οποίο διαδραματιζόταν η ιστορία είναι ένα διαβόητο σημείο. Κάτι σαν ανεπίσημο red lights district, στο οποίο συχνάζουν σχεδόν 100% transgender, μη-λευκές γυναίκες.

Αποφάσισες δηλαδή τι ιστορία θες να πεις και πού, και προέκυψε οργανικά;
Ναι. Πολλές από τις λεπτομέρειες που βλέπουμε στην ταινία προήλθαν μάλιστα από πράγματα που ακούσαμε από την Μάια Τέιλορ και την Κίκι, τις πρωταγωνίστριές μας. Από ιστορίες που μας διηγήθηκαν. Ήταν πολύ σημαντικό το να πάρουμε πολύ χρόνο και να τον αφιερώσουμε στο να μάθουμε πράγματα.

Θα σου πω ας πούμε ένα παράδειγμα. Πέρασα πολύ χρόνο σε ένα fast food εστιατόριο όπου αράζαμε και μιλούσαμε. Μια φορά κάποιος που ήταν εκεί, που γνώριζε τη Μάια, ήθελε χωρίς λόγο να γίνει εριστικός και να αρχίσει καυγά μαζί της. Και αυτό που έκανε είναι ότι χρησιμοποίησε το παλιό της όνομα. Το είδα με τα μάτια μου και πρόσεξα τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε τη Μάια. Γι’αυτό και στην ταινία, σε ένα σημείο που βγαίνει ένας αστυνομικός από το περιπολικό του, λέει “Αλεξάντερ” αντί για “Αλεξάντρα”. Ήταν κάτι αληθινό που το είδα να συμβαίνει και είχε επίδραση πάνω μου. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ από μόνος μου, το είδα να συμβαίνει.

Η επόμενη ταινία μου θα είναι για κάτι παιδιά που επιβιώνουν στη Φλόριντα υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες, και θέλω να περάσω εκεί πολύ καιρό για να αφομοιώσω λεπτομέρειες. Θα πάω το Δεκέμβρη και θα κάτσω για μήνες. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. [σσ. Εδώ όλη η συνέντευξη με τον Σον Μπέικερ για το Florida Project από τις Κάννες του ‘17.]

Πώς βλέπεις την κατάσταση στο ανεξάρτητο σινεμά αυτή τη στιγμή; Επειδή νομίζω πρακτικά δεν υπάρχει πια. Έχεις μεγάλους δημιουργούς να προσπαθούν χρόνια να κάνουν μια ταινία.
Η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι πως έχουμε δυο ιδρύματα που βοηθούν αλλά δεν έχουν σχέση με το κράτος. Πρέπει να βρίσκουμε ανθρώπους με λεφτά. Να βρίσκουμε επενδυτές που, στην ουσία, διατίθενται να χάνουν τα λεφτά τους. (γελάει) Είναι τρομακτικό, αλλά αυτή είναι η κατάσταση. Επιπλέον, οι διανομείς πλέον πληρώνουν πολύ λιγότερα λεφτά επειδή τα πάντα είναι σε μια μεταβατική κατάσταση αυτή τη στιγμή. Με το VOD και το streaming και κανέναν να μην διαθέτει τα ακριβή νούμερα και κανέναν να μη μπορεί να καταλάβει τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα.

Οπότε δεν ξέρουμε τίποτα. Η νεότερη γενιά θεατών… βασικά όχι μόνο, ακόμα και οι μεγαλύτεροι… απομακρύνονται από τις αίθουσες. Είναι κρίμα. Κάνω ό,τι μπορώ ώστε να φέρω κόσμο στην αίθουσα. Ακόμα και το Tangerine που το γυρίσαμε με iPhone, προσπαθώ να το κάνω αληθινά κινηματογραφική εμπειρία.

Ναι, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει αισθητικά.
Και το κοινό, γενικά παρατηρώ πως για κάποιο λόγο αυτή η ταινία λειτουργεί πολύ καλά με το κοινό. Συμμετέχει, γελά. Έχω δει το κοινό πολλές φορές να αντιδρά με έναν πολύ καλό τρόπο στην ταινία, να ακολουθεί όλη τη διαδρομή πολύ ενεργά. Πάντα προσπαθώ να κάνω ταινίες που πρέπει να τις δεις στη μεγάλη οθόνη με κοινό. Φοβάμαι πως με την πάροδο των χρόνων το σινεμά θα αρχίσει να περιορίζεται στα Φεστιβάλ και σε αίθουσες στις μεγάλες μητροπόλεις. Θα είναι κάτι το σχεδόν μουσειακό.

Αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ για όσο φτιάχνονται ακόμα ταινίες και για όσο ακόμα άλλοι δημιουργοί προσπαθούν. Ρωτήθηκα πριν λίγο ποιους άλλους σύγχρονούς μου σέβομαι πολύ, και δεν είναι λίγοι! Ανεξάρτητοι δημιουργοί που θυσιάζουν μια ευκαιρία για μεγαλύτερη άνεση στη ζωή τους ώστε να κάνουν πράγματα πιο προκλητικά και πιο προσωπικά. Τα αδέρφια Σάφντι του Heaven Knows What. Ο Αντόνιο Κάμπος. Όλοι οι εκπρόσωποι του mumblecore κινήματος, ο Τζο Σουάνμπεργκ. Πολύ ειλικρινείς προθέσεις. Όλοι θα θέλαμε να ζούμε πιο άνετα, αλλά την ίδια στιγμή όσο βλέπω άλλους ανθρώπους που βάζουν πρώτα το πάθος τους, διατηρώ ελπίδα.

Το Tangerine γιατί γυρίστηκε στο iPhone;

Καθαρά για λόγους μπάτζετ. Είχα πάρα πολύ χαμηλό μπάτζετ αυτή τη φορά, λιγότερο από το μισό από την προηγούμενη ταινία μου. Ξεκίνησε ως κάτι καθαρά περιοριστικό αλλά εξελίχθηκε σε επέκταση της τεχνικής μας από το Take Out. Σε εκείνη την ταινία ήμουν μόνο η Σι κι εγώ. Και ο Τσαρλς (σσ. Τσαρλς Τζανγκ, ο ηθοποιός που παίζει τον ντελιβερά Μινγκ Ντινγκ, κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας) ήταν ουσιαστικά και κάτι σαν τρίτο μέλος του συνεργείου, κουβάλαγε κανά τρίποδο όποτε δεν εμφανιζόταν στην οθόνη. Ούτε ένα επιπλέον άτομο. Σκεφτόμουν ξανά εκείνη την εμπειρία και σκέφτηκα πως μπορούσαμε να την αναπαράγουμε μόνο αν χρησιμοποιούσαμε μια μικρή κάμερα, κάπως μυστικά, λαθραία.

Αυτό λοιπόν μας οδήγησε, 10 χρόνια αργότερα, στο να κάνουμε το ίδιο πράγμα απλά με την παρούσα τεχνολογία. Οι κάμερες είναι ακόμα μικρότερες τώρα. Δεν είναι καν κάμερες. Είναι μια συσκευή επικοινωνίας που απλά τυχαίνει να έχει αυτό εδώ το ματάκι και να τραβάει βίντεο. Οπότε κάναμε ό,τι και στο Take Out, αλλά στο επόμενο πια επίπεδο, όπου μπορούμε να τραβάμε και φυσικό φως του δρόμου. Και επειδή είναι κάτι τόσο διακριτικό και καθημερινό, βοηθά τους πρωτάρηδες ηθοποιούς να είναι πιο άνετοι με την κάμερα, να μην αισθάνονται καμία απειλή ή φοβία. Τα πλεονεκτήματα ήταν άπειρα. Βασικά όποτε κοιτάζω πίσω στα γυρίσματα του Tangerine, νομίζω αυτή η ταινία δε θα μπορούσε να έχει υπάρξει με άλλο τρόπο.

Ναι, φυσικά σκέφτεσαι καμιά φορά τι καλά που θα ήταν αν ήμουν ένας από τους σκηνοθέτες εκεί στις αρχές των ‘90s με τα μεγαλύτερα μπάτζετ και με τα γυρίσματα με φιλμ. Ή στα ‘70s, όπου τα ίδια τα στούντιο γύριζαν από μόνα τους ακραίες, προκλητικές ταινίες. Τώρα κάνουν, δεν ξέρω, μία τέτοια το χρόνο. Από τον Πολ Τόμας Άντερσον ή τον Ταραντίνο.

Κι ακόμα κι αυτές δεν είναι καν ρίσκα. Είναι τεράστια ονόματα, φέρνουν και κανά Όσκαρ στο στούντιο, είναι σαν μέρος του προγραμματισμού.

Ναι, ακριβώς. Στα ‘70s τα στούντιο θα έκαναν συνέχεια ταινίες σαν το Birdman. Νοιάζονται για το όραμα των σκηνοθετών. Τώρα τέτοια πράγματα τα περιμένεις μόνο από το ανεξάρτητο σινεμά αλλά εκεί δεν βρίσκεις τα απαιτούμενα χρήματα. Οπότε όλη η αίσθηση της δημιουργικής περιπέτειας πρέπει να γίνει πραγματικότητα όχι πλέον με εκατομμύρια δολάρια, αλλά με χιλιάδες.

Πόσο κόστισε το Take Out;
3.000 δολάρια.

Info:

Το Anora του Σον Μπέικερ θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από την Tanweer. Η συνέντευξη με τον Σον Μπέικερ πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στις Νύχτες Πρεμιέρας. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξήχθη 14 ως 25 Μαΐου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα